: Όψε είναι η τρίτη και τελευταία προς το παρόν διάλεξη του καθηγητή, του κυρίου Μάνου Στεφανίδη, και η τελευταία της σεζόν για το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Όπως ξέρετε ο κύριος Στεφανίδης δεν είναι μόνο ένας εξαιρετικός δάσκαλος, καθηγητής ιστορίας τέχνης του Πανεπιστήμιου της Αθήνας, είναι και κριτικός τέχνης, συγγραφέας και επί 25 χρόνια επιμελητής της Εθνικής Πινακοθήκης. Θέλω να τον ευχαριστήσω πάρα πολύ που όλο το μήνα Μάιο ήτανε κοντά μας και να τον ευχαριστήσω και για μια έκπληξη, ένα δώρο που θα μας κάνει που θα σας το ανακοινώσω αμέσως μετά. Κύριε Καθηγητά, στην πόλη μας έχουμε καταγεγραμμένη ανθρώπινη παρουσία 4,5 χιλιάδες χρόνια. Στο διάστημα αυτό οι άνθρωποι εδώ έχουν δημιουργήσει και έχουμε και εξαιρετικά δείγματα τέχνης. Επιτρέψτε μου λοιπόν να σας κάνω ένα μικρό αναμνιστικό δώρο που έχει την ιστορία της πόλης μας και μερικά από αυτά τα δημιουργήματα της τέχνης όποτε βρείτε χρόνο και μπορέσετε. Ευχαριστούμε καλώς. Ευχαριστούμε. Είναι ένα μικρό δώρο με όλη μας την εκτίμηση και την αγάπη μας. Παραπάνω, γιατί έχει εξαντληθεί και είναι συλλεκτικό αυτό. Οι άνθρωποι έχουν αντίτυπα. Θέλω να ευχαριστήσω απόψε τους εθελοντές και τη λεία της σκλάβου. Χωρίς αυτούς δεν θα ήμασταν εδώ όλο αυτό το διάστημα. Και χάρη σε αυτούς θα είμαστε εδώ από τον Οκτώβριο ξανά που συνεχίζει το Τατανεκτό Πανεπιστήμιο με μία πλούσια θεματολογία. Προς το παρόν έχουμε ιστορία, φιλοσοφία, αστροφυσική, κινηματογράφω, ψυχολογία και άλλους κύκλους παραδόσων που θα σας ανακοινώσουμε μελλοντικά. Και κλείνοντάς η έκπληξη. Το ανακοινώνω δημόσια για πρώτη φορά. Ο κύριος Μάνου Στεφανίδης πολύ ευγενικά συμφώνησε και δέχτηκε να μας βοηθήσει να αναλάβει το συντονισμό για να διοργανώσουμε στον Άλυμό για πρώτη φορά μία έκθεση με έργα τέχνης μεγάλων νοικαστικών δημιουργών και θα κάνει ο ίδιος κάποιες ξεναγήσεις. Θα φιλοξενηθούν έργα των Μιταρά, Τσόκλη, Σώρο, Καφασιανού, Παύλου, Κεσανλή, Τέτσι, Κοκκινίδη, Καρά, Οπιζούνη, Χρύσα, Γαϊτης, Τσίγκος, Βασιλείου και άλλων. Τα εγγένεια της επόμενες μέρες πιθανόν πρώτη ή δύο Ιουνίου θα τα ανακοινώσουμε σύντομα διότι ακόμα η έκθεση ετοιμάζεται και στήνεται. Πρώτη Ιουνίου κύριε Καθηγητά, πρώτη Ιουνίου λοιπόν, Ιωνία 46, σας περιμένουμε όλους. Καλή ακροάση και ραντεβούμεθα αύριο στα εγγένεια της έκθεσης. Επίσης, να σας πούμε ότι τις βεβαιώσει η παρακολούθηση. Μπορείτε να τις πάρετε στο τέλος της διάλεξης. Φίλες και φίλοι, καλησπέρα και πάλι θερμά ευχαριστώ και για τη συμμετοχή σας, αλλά και για το γενικότερο κλίμα που έχετε δημιουργηθεί. Ευχαριστούμε πολύ. Καλησπέρα και πάλι θερμά ευχαριστώ και για τη συμμετοχή σας, αλλά και για το γενικότερο κλίμα που έχετε δημιουργήσει. Βλέπετε ότι είμαστε χαλαρά φιλικά. Επιτρέψτε μου και εμένα να κάνω μερικές φορές αστεία. Δεν είναι πάντα επιτυχημένα, αλλά οφείλετε να ομολογείστε ότι κάποιες φορές είναι. Έχετε έναν εξαιρετικό δημάρχο, έναν νέο άνθρωπο που έχει ιδέες και όρεξη. Εύχομαι τι να πω. Άρα λοιπόν, για να συνοψήσουμε τώρα και να τα συγκεφαλαιώσουμε. Την πέμπτη πρώτη του μηνός θα κάνουμε αυτή την έκθεση που νομίζω ότι θα ξεκινήσει με έναν πειραματικό τρόπο, με πολύ σημαντικά έργα από πολύ σημαντικές συλλογές. Η δική μου, ας πούμε, πρόθεση είναι να λειτουργεί σε ένα έδρος δημοτικής πινακοθήκης με υψηλού επίπεδου παρουσιάσης σε όλο το χρόνο. Εκεί, καταρχάς, τα σχολεία της περιοχής, οι ομάδες, οι καλλιτεχνικές της περιοχής, για ξεναγήσεις, για παιδικά εργαστήρια, είναι Ιούνιος. Δεν προσφέρεται εξαιρετικά, μετά από λίγο τα σχολεία θα κλείσουν, αλλά την ίδια έκθεση θα την κρατήσουμε και τον Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη θα έχουμε μια μεγάλη αναδρομική, αυτό είναι έκπληξη, ενός πολύ σημαντικού καλλιτέχνη. Άρα, λοιπόν, βλέπετε ότι αυτή η σειρά των μαθημάτων, πρώτα να το πω, εκβάλλει σε ένα εικαστικό γεγονός που νομίζω ότι θα συζητηθεί και εκτός του δήμου σας, αυτή είναι η πρόθεσή μας, έτσι ώστε αυτός ο χώρος, τον οποίο έχετε ανακενήσει εσείς οι δημότες, ούτε εγώ, ούτε ο δήμαρχος, να λειτουργεί σαν μια πλατφόρμα, ας το πούμε έτσι, που θα δείχνουμε και πράγματα πιο κλασικά και πράγματα σύγχρονα, νέους δημιουργούς και μαζί στα δημιουργούς που ανήκουν στην ευρύτερη περιοχή. Δηλαδή, ο δήμος ας προσφέρει ένα βήμα εκεί που η πολιτεία συχνά είναι είτε ανήπαρκτη, είτε εξαιρετικά κατηστεριμένη. Σήμερα, λοιπόν, σε αυτό το τελευταίο μάθημα θα ήθελα να συγκεντρώσουμε όσα είπαμε στα δύο προηγούμενα μαθήματα με άξονα και με αφορμή το Γιάννη Τσαρούχη. Θα κάνουμε μια περιδιάβαση στην μικρή εθνική μας σχολή, στην ιστορία δηλαδή της νεοελληνικής ζωγραφικής, όπως αυτή εμφανίζεται και ακμάζει μετά την απελευθέρωση, την συνθήκη του Λονδίνου το 1830. Και επιμένω στον Τσαρούχη γιατί και εξαιρετικά δημοφιλής είναι και ένας άνθρωπος που έχει απλωθεί σε διαφορετικά οικαστικά πεδία. Συγχνά λέω στο μάθημα, στο πανεπιστήμιο, ότι ο Τσαρούχης είναι πιο σημαντικός ως θεατράνθρωπος, σκηνογράφος παρά ως ζωγράφος. Και από την άλλη πλευρά ο Τσαρούχης είναι ο καλύτερος εξημών των ιστορικών τέχνης. Έχει γράψει τα πιο σημαντικά πράγματα και με το πιο προσωπικό ύφος. Τα κείμενά του είναι χάρμα, ας πούμε, ανάγνωσης για όσους τα ξέρετε και νομίζω ότι τα ξέρετε οι περισσότεροι από εσάς. Θα ήθελα, λοιπόν, πάλι να μου χαμηλώσετε το φως για να είναι η προβολή καλύτερη. Να μου το χαμηλώσετε, παρακαλώ, πολύ το φως. Ξεκινάω συμβολικά με αυτή την εικόνα, η οποία είναι... Μην αρχίσετε τώρα τις διαμαρτυρίες. Αυτή η εικόνα είναι το εργαστήρι του Νικολάου Γιζη στο Μόναχο. Συμβολικά ξεκινάω με τον Γιζη, γιατί είναι ο πρώτος μας διεθνής ζωγράφος. Ένας δημιουργός, ο οποίος ξεκινώντας από την Τίνο, από το σκλαβοχόρι της Τίνου, γεννημένος το 1842, καταφέρνει όχι απλά να επιβιώσει στο Μόναχο, αλλά να γίνει και καθηγητής και ακαδημαϊκός στην Ακαδημία του Μονάχου, έως και το θάνατό του το 1901. Ένας, ο πρώτος μας, αληθινά Ευρωπαίος πολίτης, ο οποίος κουβαλάει την πατρίδα του εκεί, αλλά και υπερασπίζεται, ας πούμε, μια Ευρωπαϊκή αισθητική σε όλα του τα έργα. Ο Νικόλαος Γιζης δεσπόζει στη λεγόμενη σχολή του Μονάχου του 19ου αιώνα, όπως ξέρετε είναι οι Έλληνες ζωγράφοι, οι οποίοι με υποτροφίες του Όθωνα ή του Ιδρύματος Τιμιακού Πολιτισμού θα μεταβαίνουν στη Βαββαρία στο Μόναχο και εκεί θα μετεκπαιδεύονται. Είναι ο Λύτρας, ο Νικηφόρος Λύτρας, είναι ο Γιακοβίδης, ο Γεώργιος Γιακοβίδης, γεννημένος στα Χίδυρα της Λέσβου, είναι ο Πολυχρόνης Λεμπέσης από τη Σαλαμίνα, είναι ο Κωνσταντίνος Βολανάκης από το Ιράκλειο, είναι οι πάντες, όλοι αυτοί που συγκροτούν, ας πούμε, την πρώτη μας ομάδα εν τεχνής ζωγραφικής, κινούμενοι σε μια ακαδημαϊκή παράδοση, και εκ των πραγμάτων θέλω να πω ότι για να δημιουργηθεί πρωτοπορία, πρέπει να υπάρξει μια ακαδημία, για να υπάρξει αμφισβήτηση, πρέπει να υπάρχει ένα σώμα μιας στέρεης γνώσης, αυτό σημαίνει ακαδημία, η γνώση η οποία μεταδίδεται, καλλιτεχνική ή άλλη γνώση, μέσα από συγκεκριμένες φόρμες, στερεότυπα. Ο Γίζης λοιπόν είναι εκφραστής μιας τέτοιας παράδοσης, ακαδημαϊκής, αλλά όπως θα δείτε στη συνέχεια, ειδικά με τα τελευταία του έργα, αποσπάται από αυτό το συντηρητικό ύφος και πραγματικά δημιουργεί μια πρωτοπορία. Συμβολικά, ας πούμε, ο Γίζης παραδίδει στον Κωνσταντίνο Παρθένη. Ο Γίζης πεθαίνει το 1901, το 1901 για πρώτη φορά εκτίθεται ένα έργο του Παρθένη, είναι μόλις 20 χρονών, στην Ελλάδα. Δηλαδή, ο ιδεαλισμός του Γίζη εκβάλλει στον ιδεαλισμό του Παρθένη. Ο Παρθένης θα ζήσει έως το 1967. Δηλαδή, θα διατρέξει τον 20ο αιώνα και αυτός, μαζί με τον Φώτιο Κόντογλου, με τον Γιώργιο Μπουζιάννη, θα αποτελέσουν τους δασκάλους της γενιάς του 30. Η γενιά του 30 είναι αυτή η γενιά που εκπροσωπεί τον Έλληνο κεντρισμό, την ελληνικότητα και της οποίας κεντρική προσωπικότητα είναι ο Γιάννης Τσαρούγης. Ο Γιάννης Τσαρούγης είναι μαθητής του Παρθένιου, όπως έχουμε ξαναπεί, στη Σχολή Καλλινοτεχνών και τα απογεύματα είναι συνεργάτης του Κόντογλου, στο εργαστήρι του Κόντογλου, τον οποίον υπεραγαπά, γιατί ακριβώς εκπροσωπεί αυτήν την παράδοση που του αρέσει πολύ και τη λαϊκή παράδοση αλλά και τη μεταβυζαντινή παράδοση. Ο Τσαρούγης είναι ένα αμάλγαμα, μια ισορροπία, μερικές φορές σε ένα τεντωμένο σκηνή, ανάμεσα στον ευρωπαϊκό μοντερνισμό, σε αυτήν τη δυσδιάστατη χρωματική ζωγραφική του Ματής ή του Πικάσο και στην εγχώρια παράδοση, όπως παραδίδεται από τον κόσμο του Καραγκιώση, από το θέατρο σκιών δηλαδή και πάλι έχει την, ας πούμε, υπερηφάνεια του αστού, του νεοέλληνα αστού, ο οποίος ξέρει την κληρονομιά του, υπομπιανή ζωγραφική, ταφαγιούμ, του είναι πρόγωνη αγαπητή και πάνω σε αυτούς στηρίζει την έρευνά του, όσο σας είπα και η σύγχρονη του ζωγραφική του 20ου αιώνα. Ο Τσαρούχης είναι άξονας της γενιάς του 30, γύρω από αυτόν συνοθούνται ονόματα όπως είναι ο Νίκος Εγκονόπουλος, ο Νίκος Χατζικυριάκος Γκίκας, ο Γιάννης Μόραρης, ο Διαμαντή Διαμαντόπουλος, ο Σπύρος Βασιλείου, ο ίδιος όμως, αν και δεν είναι κατά την απόψη μου ο πιο σημαντικός ζωγράφος αυτής της εποχής, είναι ο πιο διαδραστικός. Λόγω της φυσικής του επικοινωνιακής ικανότητας και της γοητείας του εκλαϊκεύει το έργο του, κάνει αγαπητό σαν ευρύ κοινό και ως άνθρωπος του θέατρου συνεργαζόμενος από τον Φωτοπολίτη και τη Μαρήκα Κοτοπούλη μόλις 18-19-20 χρονών και αργότερα με τον Κάρολο Κούν ή με τον θέατρο τέχνης, με τον Κακογιάννη, είναι αυτός που θα κάνει τα σκηνικά και τα κοστούμια στη Στέλλα ας πούμε, του Μιχάλη Κακογιάννη, αντιλαμβάνεστε πως μεταφέρει το νικαστικό του προβληματισμό σε όλο το φάσμα της κοινωνίας και εξού η δημοτικότητά του, η δημοφιλία του κτλ. Όμως, υπάρχει και κάτι, και μια αντίρροπη δύναμη. Σήμερα θα μιλήσουμε για τον Τζαρούχερα, θα μιλήσουμε και για τον Διαμαντί Διαμαντόπουλο, έναν μεγάλο αδικημένο, κυνηγημένο από το 22, κυνηγημένο από τον Εμφύλιο, όντας αριστερός εκεί στις γειτονιές του Βύρωνα, αργότερα στην Αργυρούπολη. Ένας άνθρωπος με ένα τεράστιο έργο, ο οποίος επέλεξε τον εγκλησμό, τον οποίον έχουμε μιλήσει ξανά, από το 49 έως το 75, παρέμεινε έγκληστο στο σπίτι του στην Αργυρούπολη. Είχε φωτογραφή στο δωμάτιό του που έμοιαζε πάρα πολύ με το δωμάτιο του Van Gogh. Ένα σιδερένιο κρεβάτι, ένα κανάτι, λίγα βιβλία, δηλαδή το κελί ενός μοναχού, και ο οποίος κατά τη γνώμη μου είναι ο πιο σημαντικός ζωγράφος όλης αυτής της περιόδου. Και παράλληλα το άλλο τερέγκο του Γιάννη Τσαρούχη είναι ο Γιάννης Σπυρόπουλος, ο ζωγράφος του Απστρέ, της αφαίρεσης, ο οποίος το 60 πήρε το βραβείο της Ιουνέσκο, ένα είδος νόμπελ ζωγραφικής στην Πιενάλη Βενετίας, ο οποίος εξέδρεσε στο Κάσσελ, ο οποίος πήρε το περίφημο βραβείο Χέρντερ, ένα πανευρωπαϊκό βραβείο. Όλοι αυτοί δίπλα και μαζί και συχνά με κόντρες μικροκαλλιτεχνικές, αλλά σίγουρα οργανώνοντας πραγματικά μια καλλιτεχνική πρόταση πολύ στιβαρή και διαπλάθοντας τη νεοελληνική μας ευαισθησία. Αυτό που είμαστε, όσο είμαστε, όσο μπορούμε, όσο αντέχουμε να είμαστε, δεν είναι προϊόν ούτε μιας πολιτικής, πολιτιστικής που είναι ανύπαρκτη, ούτε μιας, ξέρω εγώ, καλλιτεχνικής παιδείας που την παίρνει κανείς από το σχολείο ή έστω από τα μίντια, τις εφημερίδες ή τη τηλεόραση. Αντιλαμβάνεστε βέβαια τι λέω, είναι καρπός αυτών των πραγμάτων. Και αν θέλετε, το δράμα της εποχής είναι ότι ακόμα, μετά από τόσες δεκαετίες, επιβιώνει η αισθητική της Χούντας και όχι η αισθητική της γενιάς του 30. Το βλέπετε αυτό στην ιδιωτική τηλεόραση, το βλέπετε σε ένα σωρό εκφάνσεις του δημόσιού μας βίου, πως εκείνο το εθνικό, ψευδοπατριωτικό kits της Χούντας δεσπόζει ακόμα και σήμερα και μάλιστα σε χώρους, θεσμούς ή πρόσωπα τα οποία νομίζουν ότι υπηρετούν κάτι εξαιρετικά προοδευτικό και εξαιρετικά προωθημένο. Η δική μου δουλειά ως δασκάλου είναι να λέω αλήθειες, τη δική μου αλήθεια εκ των πραγμάτων και παράλληλα να σας δείχνω στοιχεία. Αυτός λοιπόν είναι ο Νικόλαος Γίζης, ο οποίος στη Βαυαρία, τι κάνει, κάνει ένα βαβαρέζικο folklore, ο παππούς ο οποίος κουρεύει τον εγγονό. Είναι μέσα στο πλαίσιο της ηθογραφίας, αυτό λέγεται zanr malerai, ηθογραφία, ηθογραφική, ζωγραφική, λέγεται ακόμα και biedermeier, αισθητική. Είναι η περίοδος εκείνη ανάμεσα στο 1850-1860 και αργότερα, όπου ανάγει τον μικροαστικό τρόπο ζωής και την Αγία Οικογένεια σε αξία. Ο παππούς, βλέπετε, όλα είναι γοητευτικά και στρογγυλευμένα. Ο καλός παππούς, το αθώο παιδί, δεν επισέρχονται καθόλου νύξεις, ας πούμε, που να αμαυρώνουν αυτήν την ωραία την αγγελική εικόνα. Ούτε η τρέλα, ούτε η διαστροφή, ούτε ο φόβος, όπως συνέβαινε, όπως είδαμε στο προηγούμενο μάθημα, ας πούμε, με το χαλεπά. Σε αυτό το επίπεδο φτάνει σε πάρα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία γραφής. Πάλι η ειθογραφική διατύπωση, η αποστήθηση μιας κορυκαλής οικογενείας, το βιβλίο, έτσι λέει το μάθημά της, είναι ψυχογραφία της ανάγνωσης, ενδεχομένως. Περισσότερο αυτού του μικρού κοριτσιού, ας πούμε, που θα γίνει αύριο γυναίκα. Έχει πολύ ενδιαφέρον το στήσιμο της εικόνας, δηλαδή ο τρόπος που έχει τοποθετήσει τη φιγούρα λίγο διαγώνια, την βλέπουμε προφίλ, το μισάνιχτο βιβλίο, η αυτοσυγκέντρωση. Αλλά αυτό που είναι το πολύ ενδιαφέρον φίλες και φίλοι είναι αυτό το φόντο, το βάθος, το οποίο μου θυμίζει εμένα το λευκό σεντόνι που κρατούσε η Αγία Βερονίκη στο πρώτο μάθημα που σας έδειξα του Ελ Γκρέκο, πάνω στο οποίο λευκό μπορούσαν να γραφούν τα πάντα. Εδώ λοιπόν υπάρχει ένα φόντο το οποίο περιμένει την εικόνα, τα όνειρα προφανώς αυτής της νεαρής κοπέλας αλλά και τα όνειρα του οποιοδήποτε θεατή. Αυτό το έργο, το οποίο εξαιτήθεται στην Εθνική Πινακοθήκη, προσωπικά το έχω χαρακτηρίσει το σημαντικότερο γυναικείο πορτρέτο της νεοελληνικής ζωγραφικής. Όπως σας είχα πει για την ονειρευωμένη του Χαλεπά ότι είναι το σπουδαιότερο εγκόμιο της γυναίκας από Έλληνα καλλιτέχνη, έτσι και αυτό εδώ το έργο είναι το σημαντικότερο γυναικείο πορτρέτο είναι η γυναίκα του Ιάρτε Μισνάζου της νεοελλικής τέχνης. Γιατί? Νομίζω ότι αυτό ενδιαφέρει, έτσι, το γιατί. Γιατί είναι ένα ωραίο πορτρέτο και τι σημαίνει ωραίο. Ποια είναι τα κριτήρια, τα δικά μου, τα δικά σας, υπάρχουν κάποια αντικειμενικά κριτήρια κάπου εκεί έξω, δηλαδή είναι μια μεταφυσική προσέγγιση ή ερμηνεία της τέχνης. Τι έχει να κάνει με… εγώ πιστεύω σε μιαν πλαστική γλώσσα και αυτό προσπάθησα να σας μεταφέρω γιατί έχετε αργήσει, ναι κλείσαμε τα φώτα για να κάτσετε όρθιες και δεν θα πάρετε και πτυχίο. Εκεί θα μείνετε, στην ίδια τάξη. Έμα μούρχονται μετά από ένα τέταρτο, κύριε δήμαρχε, ας πούμε. Βρέσεις, σήμερα που έρθε ο ευθορητής, σήμερα βρήκατε να κάνετε κοπάνι. Δεν θα ξαναγίνει κύριε δήμαρχε, μας συγχωρείτε. Μερικές είναι καινόστιμες, δεν μπορούμε να τις βγάλουμε έξω. Λοιπόν, σας έλεγα πως είναι πραγματικά ένα ιδιαίτερο πορτρέτο και για το στήσιμο, για την οργάνωση, για τις ποιότητες. Κοιτάξτε αυτό το μπλε, το μπλε μαύρο που είναι ο επενδύτης της γυναίκας. Είναι ένα μαύρο προετοιμασμένο με μπλε και με πράσινη από κάτω ως τεναλάμβη. Μερικές φορές το μαύρο είναι εξαιρετικά λαμπερό χρώμα. Άρχισε τη σύνθεση αυτήν εδώ μία μυστηριώδης γοητεία. Είναι η γυναίκα του Άρνου Βο, του Ιούγγεν Στίλ. Η γυναίκα μαζί και νύχτα και μυστήριο και ένιγμα, με αυτό το πυρίεργο χαμόγελο. Γυναίκα μαζί πρόκληση αλλά και επιθυμία. Βλέπει έτσι τη γυναίκα του ενδεχομένως, αλλά κυρίως αυτό είναι το στερεότυπο της εποχής, όπως το βλέπουμε και από άλλες ζωγραφικές προσεγγίσεις του Donald von Stuck ή του Böcklin ή του Kliger, γερμανών ζωγράφων, αυστριακών ζωγράφων, Ελβετών, ζωγράφων της ίδιας εποχής και πάνω κάτω του ίδιου καλλιτεχνικού κλίματος. Και βέβαια τα τελευταία του έργα, ο θρίαμβος της θρησκείας, όπου έχουμε έναν πια μεταφυσικό γύζι με μια ζωγραφική, η οποία κινείται ανάμεσα στην ονειροφαντασία, το εξωπραγματικό στοιχείο. Ο σταυρός ας πούμε του μαρτυρίου, άδειος, ανάσταση και ο άγγελος της ανάστασης να πατάει εκεί, να κρατάει μια ρομφέα και να πατάει εκεί το πνεύμα του κακού του πονηρού, έναν όφι. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές αυτού του θέματος. Αυτό συνογίζεις, η τέχνη και τα πνεύματά της, ένα μοντέλο για να τοποθετηθεί στην οροφή ενός βαβαρέζικου παλατιού, η αράχνη, ο μύθος δηλαδή της αράχνης, εκείνη η οποία καυχήθηκε ότι πλέκει πιο ωραία από την ίδια τη Θεά Αθηνά και την μεταμόρφωσε. Αυτός είναι ο γύζις και κοιτάξτε πώς από τον γύζι περνάμε στον παρθένι. Αυτό είναι ένα νεανικό του έργο, το οποίο μάλιστα βραβεύτηκε με το πρώτο βραβείο στην Διεθνή Έκθεση Θρησκευτικής Τέχνης της Ρώμης, αρχές του 20ου αιώνα. Ο περίφημος Χριστός έχει ύψος δύο μέτρα, φτιαγμένος με την πουαντιγιστική τεχνική, point, κουκίδα, ένα είδος κουκκιδογραφίας, νέο εμπρυσιονισμός. Το θέμα, όμως, έρχεται από τον Κουίντο Ρέννη, από τον Μπαρόκ, ο Χριστός με την τρομακτική στιγμή της αγωνίας. Ένα από τα συνταρακτικά έργα του παρθένι που έδειχναν, σας είπα είναι μόλις 25 χρονών όταν το φτιάχνει αυτό, έδειχναν τις δυνατότητες του. Εμένα με έχει απασχολήσει πολύ ο παρθένις για την εμπλοκή του με τον Βενιζελισμό, αργότερα με τον Μεταξά, για όλο αυτό το εθνοκεντρικό μοντέλο το οποίο προβάλλει. Αυτό είναι ένα εξαιρετικό έργο, λανθάνι, δεν ξέρουμε πού είναι, έχουμε μόνο τη φωτογραφία του, όπου βλέπετε τον Παρθενώνα, βλέπετε τα προπύλια εκεί χαμηλά δεξιά, βλέπετε, είναι η Αθηνά, όχι, είναι η Παρθένος. Είναι η Παρθένος Αθηνά, ο ναός του Παρθενώνα λεγόταν Παναγία Αθηνιώτισσα και είναι ένας Ευαγγελισμός, αλλά ο Άγγελος με τα φτερά είναι ο Εύζωνος, αυτός που ευαγγελίζεται τη Νέα Ελλάδα και βλέπετε ο Παρθένης προσπαθεί να συνερέσει τα αντίθετα, την Αρχαία Ελλάδα και τον Μεσαιονικό Βυζαντινό Ελληνισμό και παράλληλα, ας πούμε, την ελληνική παράδοση με την συγχρονία της εποχής, με το όραμα του Βενιζέλου, του Μεγάλη Ελλάδα κτλ κτλ. Αυτά είναι τα αγαθά της συγκοινωνίας, εδώ είναι ένα τοπίο από την Κέρκυρα, σχηματοποίηση, υψηλή ποιητική αίσθηση, συμβολισμός, αυτή είναι η αισθητική του και αυτός είναι ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος, ο φίλος του Τσαρούχη. Ο ίδιος ο Τσαρούχης παρότι μεγαλύτερος γεννήθηκε το 1910, για την ακρίβεια γεννήθηκε 31 Δεκεμβρίου του 1909, αλλά από Κοκεταρία δεν ήθελε να του φορτώσουν ένα χρόνο και δήλωνε 1910, πέθανε το 1989, γεννήθηκε στον Πειραία. Αυτός εδώ γεννήθηκε στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, ήρθε το 1922, ταλαιπωρήθηκε η οικογένειά του από τη Μητυλίνη κτλ, ώσπου να εγκατασταθούν στο Βύρωνα, πέθανε πολύ νωρίς ο πατέρας του, έζησε κυριολεκτικά στο περιθώριο, αναμήχθηκε στην εθνική αντίσταση, κυνηγήθηκε, είχε και ο ίδιος φοβίες, αιμονές, μανία κατά διώξεως, δηλαδή είχε παρουσιάσει μια απόκλειση ψυχική αρκετά σοβαρή, είχα και την προσωπική εμπειρία να τον έχω γνωρίσει, αλλά και να έχω ακούσει μαρτυρίες άλλων ανθρώπων που τον είχαν αγαπήσει πολύ, όπως ο Μόραλης ή ο Βάσο Κατράκη, και ήταν πολύ να τον βοηθήσουν, αλλά ο ίδιος σαν αγρίμια πήγαινε και αποκλειότανε σπίτι του εκεί στην Αργυρούπολη και δεν ήθελε να έχει συνάφια με τον πολύ κόσμο. Η ζωγραφική του Διαμαντόπουλου είναι περίεργη. Δεν είναι εύκολη η ζωγραφική. Είναι πολύ κοντά σε αυτή την αισθητική που σας περιέγραψα του Τσαρούχη, δηλαδή κάτι ανάμεσα σε ματίς, δυσδιάστατη, φωτεινή, χρωματική ζωγραφική και παράλληλα αυτό το λαϊκό στοιχείο, το ελληνικό λαϊκό στοιχείο, το οποίο γοήτευε και τους δύο, η Αγγελική Χατζημιχάλη, ο Δημητρής Πικιώνης, ο Μόλας, ο Δεδούσαρος, ο Σπαθάρης, δηλαδή ο κόσμος του θεάτρου σκιών, τα σκυριανά κεντήματα, τα σκαλίσματα, όλος αυτός ο κόσμος ο οποίος είχε μια ζέστη και μια ομορφιά και μια αμεσότητα και βέβαια δεν είχε να κάνει με τον στυλιζαρισμένο φορμαλιστικό ακαδημαϊσμό της σχολής του Μονάχου, την οποίαν όλη η γενιά του 30 την είχε βέβαια απολακτήσει. Τώρα που καταλαβαίνουμε και διαλεκτικά πώς λειτουργούν τα πράγματα, ας πούμε ο Γίζης και η σχολή του Μονάχου οργάνωσαν μια ανακαδημαϊκή παράδοση με σημαντική προσφορά, έρχεται η επόμενη γενιά, η γενιά του 30, για να αμφισβητήσει αυτή την παράδοση και να οργανώσει το δικό της καστικό λόγο και έρχεται η διάδοκη κατάσταση που είναι η γενιά του 60, ο Μηταράς, ο Φασιανός, ο Τσόκλης, ο Κανιάρης, ο Κασναλής, να αμφισβητήσουν τη γενιά του 30. Θυμάμαι να είμαστε σε ένα συνέδριο στους Δελφούς, να προεδρεύει ο Τσίμας, ο γνωστός δημοσιογράφος, να μου λέει επειδή με ήξερε, πείτε μας κάτι για την ελληνικότητα κύριε Στεφανίδη, και να πετάει γιατί έξαλλος ο Γλύπτης Θόδωρος, γενιά του 60, και ο Τσόκλης και να λένε αμάν πια με την ελληνικότητα. Εννοώ δηλαδή ότι η γενιά του 60 προσπάθησε το δρόμο της μέσα από ένα διεθνιστικό λεξιλόγιο αποτασσόμενοι τις αναφορές, ξέρω εγώ, της το φολκλόρ, τη γενιά του 30, τους φαντάρους ή τους ναύτες του Τσαρούχη, ή τους αετούς της Καθαρής Δευτέρας, του Σπύρου Βασιλείου ή της ίδρες του Γκίκα κλπ. Θα μου πείτε αποκλείουμε δηλαδή τη γενιά του 30. Όχι βέβαια. Κάθε γενιά στηρίζει την προσωπική της πρόταση στην αμφισβήτηση ακριβώς της προηγούμενης. Γι' αυτό σας μίλησα για μια διαλεκτική σχέση. Και άρα χαίρομαι πάρα πολύ γιατί αυτά τα μαθήματα ξεκίνησαν από τον Γκρέκο και τον 20ο αιώνα, δηλαδή σας έδωσα όσο μπορούσα ένα ιστορικό πλαίσιο από το ίστορο Βυζάντιο ως και την εποχή μας για να εντάξετε πράγματα. Σας μίλησα για τον Χαλεπά και για την εποχή του ακριβώς για να εξειδικεύσουμε και σήμερα μιλάμε από το ΓΙΖΙ ας πούμε ως τον Τζαρούχι και τον Διαμαντόπουλο και τη γενιά του 30. Άρα την 5η-1η Ιουνίου θα δούμε τη συνέχεια. Δηλαδή ας πούμε ο Τσόκλης, ο Κανιάρης. Ο Κανιάρης είχε στη Σχολή Καλών Τεχνών μαθητή δάσκαλο, το Μόραλι και πήγαινε και βοηθούσε, ήταν φίλος και ήταν εγωιτευμένος με τον Τζαρούχι. Και στη Στέλλα που προανέφερα, βοηθός του στα σκηνικά ήταν ο πολύ σημαντικός μας καλλιτέχνης ο Βλάσης Κανιάρης. Όπως σας είπα και πάλι, ο Τζαρούχις είχε τον παρθένη δάσκαλο στη Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά τα βράδια πήγαινε και δούλευε με τον Κόντογλου γιατί είχε τρέλα με το Βυζάντιο, το Μυστράκι, το Άγιον Όρος κλπ. Ο Διαμαντόπουλος, λοιπόν, κάνει αυτά τα έργα τα οποία εγώ τα εντάσσω σε μιαν μεταφυσική ζωγραφική, δηλαδή στην παράδοση του Τούντε Κύρικο, στην παράδοση του ευρωπαϊκού σου ρεαλισμού, γιατί εντάσσονται σε ένα στοιχείο ενήγματος, φόβου συχνά, η αφήγησή του είναι επίτηδες υπενυκτική, οι εικόνες του δεν είναι ξεκαθαρισμένες, πάντοτε υποφόσκει ένα ερωτηματικό και ένα στοιχείο έτσι ενήγματος. Θα δούμε όμως τη δουλειά του στη συνέχεια πολύ πιο καταφατικά. Το τσαρούχι το ξέρετε, ο τσαρούχις είναι αυτής εδώ της όρημης περίοδου, ο τσαρούχις που είναι στο Παρίσι, όπου δημιουργεί καθαρά ένα θεατρικό περιβάλλον, υποτίθεται ότι ζωγραφίζει έναν πίνακα του Τισιανού, που όμως είναι στο Λούβρο, είναι η Άρτεμης που τιμωρεί τον Ακτέωνα τον κυνηγό, ο Ακτέων την έχει δει γυμνή να παίρνει το λουτρό της, ο Ακτέων είναι διάσημος κυνηγός και η Άρτεμης τρελένει τα σκυλιά του και κατασπαράσουν το ίδιο του στο αφεντικό. Αυτό λοιπόν είναι το διάσημο έργο του Τισιανού. Τισιανός, θυμάστε, Τζορτζόνε, ο κύκλος και δάσκαλοι του Γκρέκο. Ο τσαρούχις, ο οποίος λατρεύει την παλιά, την κλασική ζωγραφική, το ζωγραφίζει όπως ζωγραφίζει ο Βερμέρας, την αλληγορία της ζωγραφικής, μας δείχνει την πλάτη του και το αρχινισμένο έργο. Υπάρχει λοιπόν εκεί το ιδανικό έργο στο βάθος, που έρχεται από την αναγέννηση και το καινούριο έργο που φτιάχνει ο ζωγράφος. Εμένα, περισσότερο από τα λάδια του τσαρούχι, μου αρέσουνε αυτές οι τέμπερες ή ακουαρέλες που κάνει από τα παλιά σπίτια. Μου έλεγε ο Κανιάρης ότι πήγαιναν τη δεκαετία του τέλος του 50, αρχιές του 60, τότε που ήταν η έκρηξη της ανικοδόμησης στην Αθήνα και φωτογράφησαν και έχουνε χιλιάδες πλάκες, νομίζω είναι περισσότερο από τέσσερις χιλιάδες πλάκες, τα νεοκλασικά, τα οποία καταστρέφονταν, κρεμίζονταν, δίνονταν αντιπαροχή, όχι πια στο κέντρο, αλλά και στις περιφέρειες, στον Κυψέλη, στον Παγκράτη και ο ίδιος σαν έναν φόρο τιμής. Εγώ τα θυμάμαι αυτά τα σπίτια και στην Κοκκινιά και στον Πειραιάμ. Αυτά λέγονται λαϊκά νεοκλασικά, δηλαδή ήταν απλά φτωχικά σπίτια. Τα φτιάχναν οι μάστορες που είχαν δουλέψει ως εργάτες στις μεγάλες κατασκευές του Τσίλερ και ήξεραν την τεχνοτροπία και βλέπετε ότι συχνά χρησιμοποιούν και αυτά τα πύληνα αγάλματα τα οποία επαναλαμβάνω στα Ταμπούρια, στην οδό Ρεδεστού ή στην οδό Χορμοβήτου. Ακόμα σώζονται κάποια σπίτια που είτε στα υπερόα είτε σε κάποιες κόγχες στην πρόσωψη του κτίσματος διασώζουν τους Απόλλωνες ή την Αθηνά. Επίσης για τον Τσαρούχη πρέπει να θυμίσουμε ότι σας είπα ότι την πρώτη του παράσταση την κάνει σε ηλικία 18 χρονών είναι η Πριγκύψα Μαλένα με τον ιδρυτή και διευθυντή τότε του Εθνικού Θεάτρου τον Φωτοπολίτη. Δηλαδή εμπιστεύεται έναν πιτσίρικο 18 χρονών για να του φτιάξει σκηνικά και κουστούμια το 1928. Το 1934 συνεργάζεται με τη λαϊκή σκηνή του Κάρολου Κούν. Πρωτού ο Κάρολος Κούν ιδρύσει το Θέατρο Τέκνης είχε ιδρύσει μια βραχίβια λαϊκή σκηνή μαζί με έναν Δεβάρη θεατράνθρωπο. Αργότερα θα συνεργαστεί και με το Θέατρο Τέκνης και με το Εθνικό Θέατρο. Αν ανεβάζει η Μεγάλη Μαρία Κάλλας εμπιστεύεται τον Τσαρούχι για να της κάνει σκηνικά και κουστούμια και τον Μινωτή να την σκηνοθετήσει στην όρμα, στην αισθημίδια, σε αυτές τις παραστάσεις που από τον Τάλλας και το Covent Garden και τη Σκάλα του Μιλάνου δείχνονται και στην Επίδαυρο με βέβαια αποθεωτική επιτυχία. Άρα λοιπόν κοιτάξτε τι σχέση έχει με το θέατρο. Ιστορική είναι η παράσταση το 59-60, κάνει με την Μαρία Κάλλας νόρμα και μίδια στην Αμερική, την Ευρώπη και την Επίδαυρο. 59-60, η πρώτη παράσταση, 59-60 η δεύτερη, κάνει τους περίφημους όρνιθες με τον Κάρολο Κούν μια παράσταση που Ιουχαίστηκε. Μάλιστα ο φίλος του, ο Μαυροίδης, ο Γιώργος, αυτός μου είπε ότι είπε έσχος, όταν ο ιερέας που βγαίνει στους όρνιθες φορούσε άμφια ορθόδοξου παπά και Ιουχαίστηκε από μια μερίδα κοινού μέσα στο Ηρώδειο. Ο ίδιος ο Κούν παραδέχτηκε ότι ήταν αδούλευτη η παράσταση, την ξαναδούλεψαν με την ραλού Μάνου της Ζουζού Νικολούδης, την εξέσια μουσική του Μάνου Καζιδάκη, ο Καλύμου Ξανθιά και τα λοιπά, θα τα θυμάστε αυτά. Και κάνουν πολύ μεγάλη επιτυχία το 60 στο Ηρώδειο και μετά αρχίζει μια αποθεωτική περιοδεία στο Παρίσι, στο Θέατρο των Εθνών, στο Αμβιλάρ και αργότερα πια μόνο η μουσική του Καζιδάκη και τα μπαλέτα του 20ου αιώνα του Μωρίσ Μπεζάρ, όπου πια αυτό το κομμάτι έγινε διεθνής επιτυχία. Ο Τσαρούχης το 77, δεν ξέρω πώς είχατε δει αυτή την παράσταση, στην οδό Καπλανών στο Κολονάκι, εκεί πίσω από την Ελλοαμερική Ένωση, σε ένα υπέθριο πάρκινγ αυτοκινήτων, αυτό που βλέπετε, με τα ξεκυλιασμένα σπίτια ένα γύρο που φαίνονταν αυτοί οι τείχοι, έχουν εκκρεμιστεί σπίτια για να αναγερθεί πολυκατοικία. Ο χώρος αυτός διατίθεται ως υπέθριο πάρκινγ και το παίρνει ένα καλοκαίρι και το 77 ανεβάζει τις τροάδες, σπάζοντας όλη την παράδοση, ας πούμε, την κλασική ζωή του εθνικού θεάτρου, βάζοντας ηθοποιούς από την επιθεώρηση αγατοί ηθοποιούς της Μάρος Στεφανίδου, ας πούμε, για να παίξει την Εκάβη και την Σαπφό Νοταρά για να παίξει την υπηρετριά της και την Αλήκη Γεωργούλη για να παίξει την ωραία Ελένη. Λοιπόν, η μετάφραση είναι δική του, τα πάντα είναι δικά του και βέβαια ο Τσαρούχης, ο Μενέλαος φοράει στολή αξιωματικού, καλοκαιρινή στολή αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού, οι στρατιώτες είναι δειμένοι ναύτες και μάλιστα με κοντά παντελόνια. Μια ιστορική παράσταση, η οποία, ας πούμε, αν θέλετε, επηρέασε πάρα πολύ τον Λευτερή Βόλιατζι, τον Τερζόπουλο. Δηλαδή, απέδειξε ότι το δράμα δεν παίζεται μόνο με στόμφο, ας πούμε, και με έτσι στεντόρια φωνή, αλλά μπορεί να έχει και ποιότητες, ας πούμε, πώς να το πω, μουσικής δωματίου, χαμηλόφωνης. Είναι χαρακτηριστικό διότι η Σαπφόνο Ταρά φοβερή ηθοποιός και φίλη του, προσωπική του φίλη, η οποία τον έπαιρνε συχνά τηλέφωνο και έλεγε ο Τσαρούχης με τη φωνή του τη χαρακτή, ε, βέβαια ποιος είναι, ο Χάρος, έλεγε η Δέδια Γη, η Σαπφόνο Ταρά. Είναι λοιπόν, το φέρει βαραίως που δεν την έκανε η Βασίλη, αφού είναι φίλη του, δεν ανέθεσες αυτήν τον ρόλο της Εκάβης και όταν έλεγε η Σμάρο Στεφανίδου η Βασίλη σαν δούλα, φέρε μου σε παρακαλώ πολύ κάτι, έλεγε από μέσα της η Σαπφόνο Ταρά, σιγά μιστοφέρω και δεν της το πήγαινε. Δηλαδή, αυτό είναι πολύ γοητευτικό το πώς, ας πούμε, οι θεατρίνοι παίζουν ένα άλλο έργο την ώρα που παίζουν το έργο κτλ κτλ. Ο Τσαρούχης στο μέτωπο το 40, ο Τσαρούχης με αυτά τα απαγορευμένα του έργα, τα οποία τα είχε χαρακτηρίσει ως παλιανθρώπους ο Γιώτα Μί Παναγιωτόπουλος. Ο Τσαρούχης, κυρίες και κύριοι, από τη δεκαετία του 20, ας πούμε από τη δεκαετία του 30, πρωτοεκθέτη το 29, αλλά από το 30 πια είναι αρκετά γνωστός, είναι μόλις 20 χρονών, έτσι. Το ΛΜΑΚΙ έκανε κάτι, κατά την άποψή μου, πρωτοποριακό και εκεί έγινε και η μεγάλη του προσφορά. Δεν είναι ο μεγάλος ζωγράφος, επαναλαμβάνω. Είναι ένα ζωγράφος ο οποίος ισορροπεί ανάμεσα στη δυσδιάστατη ζωγραφική, έτσι, το καταλάβατε αυτό, και στην επαφή του με τη μεγάλη ευρωπαϊκή ζωγραφή, κυρίως με τον Καραβάτζο, τον οποίον λατρεύει, έτσι. Βλέπετε εδώ πόσο σκαραβάτζο είναι, κι αροσκούρο, το κοντινό πλάνο, το δευτερόλεπτο. Θυμηθείτε με αυτό που σας έδειξα την προηγούμενη φορά με τον Καραβάτζο, μόλις έχει κόψει το κεφάλι του Γολιαθ και το κρατάει. Στον Μπαρόκ παγώνει το δευτερόλεπτο, έτσι. Δηλαδή, είναι μια ζωγραφική του ενσταντανέ και βλέπετε πόσο καλά το έχει αφομοιώσει και πόσο καλά το έχει έτσι παρουσιάσει. Όμως, η μεγάλη του πρόσφορα είναι ότι, σε αυτή την εποχή, το 30, είναι η παρακμή του Βενιζελισμού λίγο μετά, είναι η δικτατορία του Μεταξά, είναι αυτό το περίεργο δικτατορικό μοναρχικό καθεστώς με τον Γεωργιο Δεύτερο και όλα αυτά. Σε μια λοιπόν, σαφώς, Ελλάδα της παρακμής, με την έννοια ότι έχει εκλείψει και το πνεύμα του, το θεοτοκάτ, το ελευθρό πνεύμα του, το 29, είμαστε... Μπαίνουμε σε μια κατάσταση που θα οδηγήσει σε όλη την Ευρώπη και στην Ελλάδα, στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Τσαρούχης και ο Εμπειρίκος είναι οι μόνοι που τολμούν να μιλήσουν για την επιθυμία. Τολμούν να έχουν ως βασικό θέμα της τέχνης τους την επιθυμία και μάλιστα την ερωτική επιθυμία. Ο Εμπειρίκος μιλώντας ανοιχτά για την ερωτική πράξη, ότι πρέπει να είναι σπερματική ή καλύτερα να μην υπάρχει. Και ο Τσαρούχης δείγνοντας ακριβώς τους ερωτές του χωρίς ψημήθεια και χωρίς υπεκφυγές. Αυτό εκείνη την εποχή και τόλμη απαιτούσε, έτσι δεν είναι, και βέβαια, πώς να το πω, διάθεση να συγκρουστείς με ένα κοινό που ήταν και παραμένει πολύ συντηρητικό. Αυτά εδώ τα έργα ήταν μια αναφορά, μια μελέτη καλύτερα, στο ανατολικό αέτομα του Ναού του Διός στην Ολυμπία, όπου ο Αλφιός ποταμός στο Τρίγωνο ακριβώς, στην στενή γωνία του Τριγώνου του αετόματος, παρουσιάζεται από τον Γλύπτη έτσι και κλειμμένος ώστε να βολεύεται το σώμα του σε αυτήν την πολύ έτσι περίεργη αρχιτεκτονική θέση. Είμαστε στη δεκαετία του 30, έχει επισκεφθεί την Μπομπία και το Παρίσι, έχει δει όλη αυτήν την διαφορετική ζωγραφική και βλέπετε ότι εδώ σουρεαλίζει τροποντινά απόκριες έξω από το ζάπιο, τον εντυπωσιάζουν μασκαράδες που είναι ντυμένοι τσολιάδες και κάνουν ποδήλατο, δηλαδή ήδη αυτό έχει μια τρέλα και έχει ένα περίεργο χιούμορ, ο τσολιάς πάνω στο ποδήλατο. Κάνω επίτηδες flash back μπρος πίσω, εδώ είμαστε στη δεκαετία του 60, ήδη εργάζεται στη σχολή Δωξιάδη ως καθηγητής, δεν μπορέσε να γίνει λόγω της ομοφιλιοφιλίας του καθηγητής της σχολής κανοντεχνών, μια φορά που προσπάθησε ο Μόραλις να τον προτείνει, υπήρξε ανώνυμη επιστολή στο Υπουργείο Πολιτισμό και βέβαια στο Υπουργείο Παιδείας της εποχής και σταμάτησε κάθε διαδικασία, είναι οι περίφημες τέσσερις εποχές της συλλογής Δωξιάδη, εδώ ο έρος στο καφενείο, η ξεχασμένη φρουρά, ένα εντυπωσιακό πραγματικά έργο μεγάλων διαστάσεων, ήταν παραγγελία του Ιόλα αρχές της δεκαετίας του 50, όταν πήγε ο Ιόλας να το πάρει για να το εκθέσει στο Παρίσι, δεν χόραγε από την πόρτα και το ξανάφτιαξε σε δίπτυχο, αυτή είναι η δεύτερη του εκδοχή, είναι μια παλιά φωτογραφία από το ελληνικό σώμα στην Αίγυπτο του 44, που λόγω του καύστονα ήταν οι Μίγυμνοι οι στρατιώτες, εδώ τους βάζει κάπου σε ένα καφενείο στην Καστέλλα στον Πειραιά, είναι Πειραιώτης, και αυτό που έχει πολύ ενδιαφέρον είναι ότι ο ίδιος έλεγε ότι θέλει να φτιάξει έναν κούρο εκ του φυσικού. Είναι λοιπόν η ίδια φιγούρα, το ίδιο μοντέλο σε αυτές τις διαφορετικές πόζες, ένα απόσπασμα το οποίο ξεκουράζεται κάθεται, αλλά αυτό που εμένα με εντυπωσιάζει είναι αυτό το φως που δεν βλέπουμε τη φωτιστική πηγή και μοιάζει σαν να λειτουργεί ως θεοφάνεια. Δηλαδή, αυτοί οι νεαροί άντρες, το δικό του αρχαίτυπο ομορφιάς, νέοι, ωραίοι ας πούμε, ερωτικοί, αλλά για πόσο ελοχεύει η φθορά, ο θάνατος, ελοχεύει η απώλεια, ελοχεύουν τα γερατιά, και σαν σε θαύμα μέσα από την παρουσία του φωτός αυτού οι άνθρωποι αυτοί διεκδικούν έστω μια ιδιοτελή ή για ελάχιστο χρονικό διάστημα αθανασία. Ο Ζεϊμπέκικος είναι από τη σειρά των χωρών που ζωγραφίζει, εδώ είναι βέβαια όλη η αισθητική του τσαρούχη, βλέπετε το αρχαίο αγγείο το οποίο δεσπόζει δεξιά σε πρώτο επίπεδο, έτσι μια αναφορά στην αρχαιολληνική παράδοση, η φιγούρα η οποία κινείται στο χώρο, βλέπετε επιθετικά και διαγώνια, μια εικόνα από το Άργος, πάλι τα νεοκλασικά τα οποία λάτρευε και τα απέδιδε όσο μπορούσε, αυτό το έργο έχει χαθεί, αλλά υπάρχουν δύο ή τρεις του παραλλαγές, είναι η οδός Ερμού αυτή την εποχή του 60, αυτό που βλέπετε είναι ένα νεοκλασικό του Τσίλερ, ήταν ένας από τους ωραιότερους δρόμους της Ευρώπης η Ερμού την εποχή εκείνη, η οποία από την Ομώνια τερμάτιζε στην πλατεία Μοναστηριακείου ακριβώς κάτω από την Ακρόπολη και εδώ βλέπετε τον Τσίλερ που έκανε περισσότερα από πεντακόσια νεοκλασικά κτίσματα στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύου σας και στον Πειραιά. Βλέπετε πόσο αυτό είναι ένα είδος εκλεκτικιστικού κλασικισμού, μιμείται παλαδιανές βίλες, ο Παλάδιος είναι ένας μεγάλος αρχιτέκτονας της αναγέννησης, σας μίλησα για αυτό όταν σας έδειχνα το San Giorgio Maggiore στη Βενετία και επίσης κοιτάξτε πώς αυτό το νεοαναγεννησιακό, νεοκλασικό σπίτι διτουργεί σαν ένας μουσικός ρυθμός, κοιτάξτε το μπαλκόνι που κρατάει τη σκιά και άρα τη δροσιά μέσα, η πρόσωψη που βγαίνει προς τα έξω με αυτήν την μικρή αψίδα, εκεί έβαζαν τα νεοκλασικά αγάλματα συνήθως και πάλι από την άλλη πλευρά δηλαδή ένας ρυθμός ανοιχτού-κλειστού, ανοιχτού-κλειστού, τα επίπεδα, οι σχέσεις ακόμα, κοιτάξτε πόσο μεγάλη είναι η πόρτα και πόσο το αέτομα την τονίζει, οι φιγούρες μπροστά σε πρώτο επίπεδο δείχνουν αυτά τα ψηλοτάβανα και αρχοντικά σπίτια που επέτρεπαν τον αέρα, τις γρίλες έτσι ώστε να ρυθμίζεται το φως και βέβαια το ακαταμάκητο αυτό μεσημεριανό καλοκαιρινό φως της μιας Αθήνας που δεν υπάρχει πουτιά αλλά απλώς μπορούμε να την ονειρευόμαστε. Αυτός είναι ο περίφημος νέος με την Ανθοστήλη όπου για περίεργο, για ένα περίεργο λόγο που εγώ προσωπικά ποτέ δεν κατάλαβα, υποτίθεται ότι τον είχε πρωτοφιάξει ο Διαμαντή Διαμαντόπουλος και ότι τον μυμήθηκε ο Τσαρούκης, βλέπετε ότι είναι 28 Δευτέρου του 37. Είναι μεγάλα έργα που τα δούλευε αλλά πριν μια κι έξω, έχει το μοντέλο, βλέπετε έχει καταφέρει να το φέρει σπίτι και να το ογδήσει ένα νεαρό άντρα. Μικρή εδημοσύνη, κοιτάξτε μικρές λεπτομέρειες, φοράει τα παπούτσια και τις κάλτσες του ενώ έχει γδηθεί, του βάζει φτερά αγγέλου, έρωτας ας πούμε, πίσω κρατάει και ένα πανί, η νάπα των Βυζαντινών, ένα στοιχείο για να κρύψει την εδημοσύνη του, ντρέπεται, το σχέδιο είναι αρκετά πρωτόγονο γιατί το δουλεύει πάρα πολύ γρήγορα και βέβαια το αποτέλεσμα είναι αυτό που είναι. Όμως αυτή η εικόνα, μου λέει ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ότι τον είχε πειρέσει πάρα πολύ στη γνωστή σκηνή που παίζει η Εύα Κοταμανίδου και ο, πώς λέγονταν, ένας ψηλός ηθοποιός από το Θίασο, όπου τον έχει παρασύρει έναν βαθμοφόρο του Μεταξά στο ξενοδοχείο, αυτός γδύνεται αλλά μένει μόνο με τις κάλτσες και αυτή βέβαια του φεύγει, είναι εικόνα του γυμνού άντρα που γελειοποιείται μπροστά στην τιμένη γυναίκα από το Θίασο του Θόδωρο Αγγελόπουλου, μια εικόνα εμπνευσμένη από αυτό το έργο του Γιάντσα Ρούχη. Βλέπετε από τη μια αυτό το μοντερνίζον μονοδιάστατο στήλο που το σχέδιο είναι πάρα πολύ πρόχειρο, τα επίπεδα τα χρωματικά είναι δουλεμένα πολύ ελεύθερα, μέχρι το άλλο το πολύ πιο επιτιδευμένο ύφος. Εδώ βέβαια βλέπετε τον αγαπημένο του, αναστηνάσσετε και μουραγίστε την καρδιά. Παρακαλώ πολύ. Λοιπόν, ο Θεόφυλος, τιμένος ως μέγας Αλέξανδρος, είναι ένα θέμα, έχει δει τη φωτογραφία και τον έχει τρελάνει, το ότι δηλαδή αυτός ο άνθρωπος ζούσε μέσα στην ιστορία, ζούσε σε έναν εξωπραγματικό κόσμο, ζούσε ακριβώς χωρίς να τον αγγίζει η καθημερινότητα. Κοιτάξτε πόσες παραλλαγές έχει κάνει στο ίδιο έργος. Είναι από την παράσταση Στέλλα Βιολάντη που ανέβασε η Κοτοπούλη, είναι από διάφορες μακέτες που έκανε παράλληλα με τα σκηνικά και με τα κοστούμια. Η Στέλλα Βιολάντη που κοιμάται κάτω και ο έρος εσταυρωμένος, ένα αγαπημένο του θέμα, το οποίο το έχει εμνευστεί από την ρομαντική γερμανική εικονογραφία του 19ου αιώνα, απόδειξη της σχέσης που έχει και ο Τσαρούχης με τον γερμανικό ρομαντισμό, όπως είχε και ο Γίζης και ο Παρθένης. Εδώ είναι του φίλου μου του Τίνου του Πετράτου μια κατασκευή από το κομπιούτερ, όπου βλέπετε τον Γιάννη Τσαρούχη και διάφορες φιγούρες του Μόραλι και του Τσαρούχη να βγαίνουν από νεοκλασικά σπίτια. Αυτό είναι ένα δικό μου έργο, το έχει χαρίσει. Εδώ είναι ο Μπερντές του παλιού Σπαθάρη, όχι του Ευγενίου του πατέρα του, όπου είχε μεταφέρει τον Μπερντέ στο ατελιέ του και εκεί έβαζε τα διάφορα μοντέλα για να τα σαγροφήσει. Είναι από τα τελευταία του έργα, δεκατία του 80, τα έδειξε στην Καλλερή Ζουμπουλάκη. Είδη έχει Πάρκινσον, δεν μπορεί να δουλέψει καλά. Η βάπτισης του ίου του ανθρώπου. Πάλι το θέμα του είναι το γυμνό. Η σειρά αυτή λεγόταν τα Ιζεϊμπέκικα. Γυμνές φιγούρες σε πλακόστρωτες αυλές με γιασεμιά, ξέρω εγώ ότι είμαι βασιλικούς ένα γύρο, να χορεύουν και ένα δύο θρησκευτικά δύθεν θέματα. Ο Πρόδρομος, ο Χριστός και ο Άγγελος. Εδώ είναι ο Τσαρούχης, μαθητής του Παρθένη στη Σχολή Καλλοντεχνών του 1932, με ένα σχέδιο αυστηρό, όπως τώρα και ο ίδιος, σαν σουηδική γυμναστική. Αν αναλύσουμε αυτό το έργο, δούμε πώς οργανώνει τους όγκους του σώματος, πώς μελετάει τα επίπεδα του χώρου που αλληλοδισδίουν. Είναι καθαρά σεζανική αναλυτική ηματιά. Ο Παρθένης την φέρνει στη Σχολή Καλλοντεχνών και ο Τσαρούχης την ακολουθεί, αλλά δυσανάσχεται. Εδώ είναι ο Τσαρούχης στο Παρίσι, αυτός είναι ο Μπέκετ και η Ελληνίδα ηθοποιός η Χριστίνα Τσίγγου. Ο Τσαρούχης έκανε καριέρα στο εξωτερικό, έδειξε και στην Ιταλία και την Γαλλία και την Αγγλία, με πολλές επιτυχίες, με συλλογές, με θαυμαστές. Εμένα αυτά τα έργα του μου αρέσουν πάρα πολύ, που είναι μετά τη Χούντα, μετά το 1974. Είναι η αγαπημένη του πια έφηβη, αλλά δεν έχει και την ίδια σχέση την ερωτική, της άμεσης επιθυμίας που είχε παλιά. Εδώ πια από μια απόσταση, σαν να... Πώς βλέπουμε τις παλιές φωτογραφίες της χωρογώτων αγαπημένων με μια τρυφερή μελαγχολία, αυτό κάνει εδώ. Τους ονειρεύεται σαν αγγέλους πάνω σε σύννεφα και μάλιστα τους φοράει φτερά πεταλούδας, ψυχές. Να λοιπόν αυτό το έργο το οποίο δημιούργησε μεγάλος άλλο. Μπορείτε εδώ να συγκρίνετε τον Διαμαντόπουλο και τον Τσαρούχη. Αριστερά είναι ο Τσαρούχης, δεξιά είναι ο Διαμαντόπουλος. Ο Διαμαντόπουλος είναι πολύ πιο ματισικός και σεζανικός, είναι πολύ πιο σχηματοποιημένος, είναι πολύ πιο καθαρές οι χρωματικές επιφάνειες, είναι πολύ πιο δυνατό το χρώμα του. Ο Διαμαντόπουλος είναι κολλορίστας, ο Τσαρούχης δεν είναι και μάλιστα ο Τσαρούχης, έχω δει τα σχεδιά του, τα σβήνει, τα ξαναγράφει, ξέρει τις αδυναμίες του, τις σχεδιαστικές. Δεν έχει ας πούμε αυτή την ελεύθερη γραμμή που έχει ένας μεταράσθενης πίν. Ή ένας Παρθένης που ήταν πολύ σημαντικός, πολύ μεγάλος σχεδιαστής, και ο Γίζης και ο Παρθένης και ο Χαλεπάς, ήταν πολύ σημαντικοί σχεδιαστές. Ο Τσαρούχης όχι, αν θέλετε την απόψή μου, με την έννοια ότι βασάνιζε πάρα πολύ το σχεδιό του, το διόρθωνε, ήξερε τις αδυναμίες του. Και ήξερε βέβαια και την υπεροχή του που ήταν διανοητική περισσότερο. Και είχε και μια εξαιρετική αίσθηση θεατρικού χώρου. Ήξερε να μεταμορφώνει, ας πούμε, ένα τσιγγινό πράγμα στο στέντρο του Αλήρ και ένα φτεινό ρούχο στην αισθήτα της Λέτη Μαγμπέθ. Το δεξί όμως είναι ένα έργο ισορροπιών ακρίβειας. Κοιτάξτε τη χρυσή το μη εκεί στον άγγωνα, κοιτάξτε την κάθετη την κίτρινη, κοιτάξτε πώς ορίζει το χώρο. Δεν είναι τυχαίος ζωγράφος ο Διαμαντόπουλος. Επαναλαμβάνω ότι ο Τσαρούχης τον γνώρισε, ήταν μαζί διαπλασόπαιδα. Έγραφαν στη διάπλαση των παιδών του Γρηγορίου Ξενοπούλου. Ο ένας με το επώνυμο Θέσπης, ο Τσαρούχης, και ο άλλος με το επώνυμο Ακάμας. Ζήτησε ο Ακάμας, επειδή δημοσιεύαν και σχέδια και είχε δει τα σχέδια του Θέσπηδος, ζήτησε ο Ακάμας να γνωριστούν, αλλά ο Τσαρούχης δεν τον γνώρισε. Γνωριστήκαν πολύ αργότερα του 1929 το Άσυλο Τέχνης του Βέλμο που εξέθεσε ο Διαμαντόπουλος και τότε ο Τσαρούχης κατάλαβε την υπεροχή του και όπως έλεγε εκ των Ισταίρων, έμαθε πάρα πολλά από τον πολύ νεότερό του και πολύ πιο φοβισμένο από τον Διαμαντί Διαμαντόπουλο. Εδώ βλέπετε τον Διαμαντόπουλο αριστερά, τον Αντουάν από τις τέσσερις εποχές του Τσαρούχη και δεξιά έναν Εγκονόπουλο. Θέλω να σας πω ότι, ή μάλλον θα το πω στη συνέχεια, ο Τσαρούχης με τον αγαπημένο του Σπαθάρη, 1948, βλέπετε ο Σπαθάρης του ποζάρει, αυτά είναι δύο έργα, είναι ένα πορτρέτο του Σπαθάρη και ένα δεύτερο έργο που βγήκε πρόσφατα στους Όθμις και τους τοτάφτισα, τους είπα ότι αυτός που εικονίζεται εδώ είναι ο Γιώργιος Σπαθάρης και τους έφερα και αυτήν εδώ τη φωτογραφία. Τον έχει βάλει αλαθεόφυλος να ποζάρει σαν έρωτας με την ελληνική σημαία. Να το κοντράστο ας πούμε μιας λαϊκής ζουσας έτσι, παιδικής ζωγραφικής και μιας ζωγραφικής που είναι κοντά στην αισθητική του Καραβάτζο. Αυτή είναι η εικονογράφηση για το Μαραμπού και Πούσι για τον Καβαδία. Μετά τον Εμφύλιο κάνει μια σειρά έργων που είναι αρκετά σατιρικά. Βλέπετε ο Εσαντζής που έχει συλλάβει έναν έρωτα. Ήταν τότε που κυνηγούσαν τα ζευγάρια, τα ομοφυλόφυλα ή τα ετερόφυλα στα αλσύλια και τα πάρκα. Δεκαετία τέλος του 70' έχει πέσει η Χούντα. Ο Βασίλης και η Ελίζα Γουλανδρή ετοιμάζουν το μουσείο τους στην Άνδρο και παραγγέλουν στο διασημότερο εκείνη την εποχή στο γράφο. Παρότι βέβαια ο πιο σημαντικός ήταν ο Διαμαντόπουλος και ο Σπυρόπουλος. Ειδικά ο Σπυρόπουλος είχε και διεθνείς επιτυχίες, ο Σταρουίκης ήταν ο πιο αναγνωρισμένος. Μια σειρά από ναύτες. Αυτός ο ναύτης εκτίθεται μόνιμα στο Μουσείο Γουλανδρή της Άνδρου και αυτός επίσης. Νομίζω ότι αυτό είναι ένα σταρακτικό έργο των νέων μέρα και νύχτα. Εδώ σας παρουσιάζω των νέων τη νύχτα. Νομίζω ότι έχει ποιότητες Βερμέρ ή Ένδουαρτ Χόπερ. Οι φιγούρες που είναι μέσα με το ηλεκτρικό φως. Η απομονωμένη φιγούρα που είναι έξω και κάτι περιμένει. Μοναξιά, κρύο, ατμόσφαιρα. Και αυτό το βαρύ νεοκλασικό κτίριο του Τσίλερ. Με ένα φως επάνω σαν μια υπόσχεση. Σαν μια ελπίδα. Και βέβαια η απομονωμένη, η μοναχική φιγούρα κάτω. Αυτά, εγώ τα θεωρώ αριστουργηματικά τα έργα. Νομίζω ότι ζωγραφικά. Κοιτάξτε ότι για πρώτη φορά εδώ βλέπουμε χρώμα. Χρώμα στη ζωγραφική του τσαρούχη. Κατά τα άλλα, βέβαια, ήταν απαγορευμένα, κινηγημένα έργα. Αντιλαμβάνεστε γιατί. Αυτό είναι το μεγάλο έργο που είχε ενθέσει στη σχολή Δωξιάδη. Είχε ενθέσει στη σχολή Δωξιάδη, εκεί στις υπόριες του Λικαβητού, μια φράση από τον Σικελιανό ή τον Καζαντζάκη. Κι εγώ θα τα περνώ στους πλάχνου μου το μυστικό εργαστήρι κι αγάλια με το πέξε γέλασε και το βαθύ κανάκι, πέτρες, νερά, φωτιά και χώματα, θα γίνουν όλα πνέμα Καζαντζάκης. Όλα πνέμα είναι Καζαντζάκης. Οι δώδεκα εποχές είναι κάτι που το αγαπούσε πολύ ως έργο. Ο Σεπτέμβρης, ο ίδιος ως Δεκέμβριος, ο Γεροτσαρούχης, η Ανυφιά του, η Δέσποινα, τον είδαμε. Α, εδώ είναι από την έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη την πρώτη. Έγιναν τρεις στη σειρά. Είναι τα φτερά από την παράσταση των Ορνήθων. Ο Τσαρούξης αριστερά, ο Μάνος, ο Κούν και η Ραλουμάνου, το 1960, μετά το θρίαμβο των Ορνήθων. Μια άλλη εκδοχή των τεσσάρων εποχών. Μια λεπτομέρεια από την έκθεση. Διαμαντόπουλος, κάτι γνώμη μου πολύ μεγάλη ζωγραφική. Κοιτάξτε τώρα κουρσί, η σύντμηση του ποδιού. Κοιτάξτε με πόση σιγουριά είναι ένας γραφέας, οργανώνει την εικόνα. Και βέβαια την ένταση και την ποιότητα του χρώματος. Έκανε και μια σειρά κεραμικών τα οποία επιστογράφισε. Ένας άλλος γραφέας. Νομίζω ότι αυτά τα έργα είναι εφάμυλα και εισάξια των έργων του Ματτής του 1920-1930. Ένα από τα λίγα γυμνά που έχει κάνει. Βλέπετε ο αντίστοιχος Κουρέας με τον Τσαρούχη. Και αυτό είναι ένα έργο που έκανε στο Θέατρο Τέχνης το 1934. Ανέβασε την Άλκυστη σε σχημοθεσία του Κάρου Λου Κούν. Και μετά κατήγγει ότι ο Τσαρούχης του έκλεψε τις ιδέες της θεατρικές για να ανεβάσει την ερωφύλη του χορτάτζι. Και έκτοτε διέκοψαν τις σχέσεις. Δηλαδή για μια πενταετία έκαναν πάρα πολύ στενή παρέα, αλλά δύο ή τρεις φορές ο Διαμαντόπουλος ο ίδιος καταδίκασε τον Τσαρούχη, κατήγγει τον Τσαρούχη ότι του έκλευε ιδέες. Ο Διαμαντόπουλος μετά τον πόλεμο εξέθεσε σε μια μεγάλη έκθεση που οργανώθηκε από το Βρετανικό Ινστιτούτο στο Λονδίνο μαζί με άλλους καλλιτέχνες το 1946. Το 1949 εκθέτει στο Ρόμβο και από το 1949 έως και το 1975 πλήνται στο σπίτι του, δηλαδή 26 χρόνια, χωρίς να έχει καμία καλλιτεχνική δημιουργία. Τον πήθη η Βάζο Κατράκη και ο Ασαντούρ Μπαχαριάν ο παλιός μας φίλος και σύντροφος να εκθέσει στην ώρα, έχει πέσει η χούντα, του λέει ότι πρέπει κτλ. Θυμάμαι εκείνη την έκθεση, από εκείνη την έκθεση και ο Τάσος και ο Κίτσος ο Μακρής που ήταν τότε μέλη της Καλλιτεχνικής Επιτροπής της Εθνικής Μεταγοδίκης, πίεσαν τον Δημήτρη Παπαστάμου, ο οποίος με όλη του την καρδιά του έκανε μια εξαιρετική έκθεση, μια αναδρομική μεγάλη έκθεση το 1978. Θυμάμαι που τον πήγε ένα σπίτι στην Αργυρούπολη μερικές φορές με το αυτοκίνητο και κοίτα και φωτογράφησα το σπίτι του. Τον έστειλαν στα Ευρωπαλία, τον έστειλαν στην Πιενάλε το 82, ήδη όμως είχε μια, δηλαδή αυτή η διπωλική συμπεριφορά είχε επιδιωθεί και τα έργα του είναι πια τρομακτικά, με τέρατα, δαίμονες, δηλαδή όλοι τους οι εφιάλτες πια γίνονται ζωγραφικοί. Τότε είχε μιλήσει για την ελληνική κουέρνικα, η Ελένη Βακαλώ, αλλά πιστεύω πως αυτά τα έργα είναι έργα σαφώς ενός ανθρώπου που έχει βεβαρημένα τα φρένα. Αυτή είναι η ζωγραφική εκείνης της εποχής. Εδώ με βλέπετε έναν κένταυρο με ένα πνεύμα του πονηρού και τα λοιπά. Θυμάμαι το 75 ότι είχε γίνει μεγάλος σάλος, έγραφαν εφημερίδες, είχε βγει το, θυμάμαι το ημερολόγιο της αυγής του 75 του νεοέτους με εργάτες του Διαματή Διαμαντόπουλου, ο οποίος ήταν και λανθάνο νομοφιλόφιλος, δηλαδή είχε ένα σωρό καταπιεσμένες φοβίες και τα λοιπά. Και θυμάμαι που πήγαιναν διάφοροι και οι τσευγάρια και τα λοιπά νέοι άνθρωποι και τους ρωτούσε είστε πλούσιος και έλεγε, του λέγανε δάσκαλε αυτό το έργο και τα λοιπά να το αγοράσουμε, είστε πλούσιος, του έλεγαν, εντάξει είμαι ευκατάστατος, δεν σας το πουλάω και τα χάριζε. Ο Δήμος Νίκαιας, ο φίλος μου ο Ιακιμήδης ο Γιώργος, έχει πάρα πολλά έργα και τώρα τα στήσαμε σε μια δημοτική πινακοθήκη, την οποία σας εύχομαι κύριε Δήμαρχε να την κάνουμε και εδώ και να είστε σίγουρος ότι πάρα πολλοί καλλιτέχνες και προσωπικοί μου φίλοι και άλλοι θα δωρήσουν έργα για να κάνουμε μια πρώτη μαγιά για να δημιουργήσουμε μια δημοτική πινακοθήκη, τους χώρους τους έχετε, θα βρούμε και άλλους. Λοιπόν, ο φίλος μου ο Ιακιμήδης έχει και μια δεκαεριά διαμαντόπουλους επειδή τους μοίραζε έτσι, του έλεγε ο άλλος ότι είμαι από την Κοκκινιά ας πούμε και του χάριζε έργα. Ήταν αυτής της ποιότητας άνθρωπος. Αυτός είναι ένας πρόημος Γιώργιον Τεκίρικο με έναν πεθαμένο, βλέπετε, κένταυρο, η αδελφή του. Αυτό το συναρακτικό έργο είναι πολύ μεγάλο διαστάσεων. Οι εργάτες του. Μια παραλλαγή του Ζεϊμπέκικου, τελειώνω μη χασμουριέστε, μέχρι εδώ ακούγεται. Το είδαμε αυτό το έργο την προηγούμενη φορά και εντάξει καλέ, ας τι είπαμε. Ο Άγιος Σεβαστιανός. Ο Μάρκ Τουέιν έλεγε ότι δεν με ενοχλεί λέει που κοιτάνε το ρολόι τους πότε θα τελειώσει. Αυτό λέει που με τρελένει όταν το φέρνουν στο αυτοί να δουν αν έχεις σταματήσει. Δεν το κάνατε. Αυτό πότε εντάξει. Ας σας άρεσε. Τελειώνω αμέσως απλώς διαβάζοντάς σας όλα τα υπόλοιπα έργα. Αυτός είναι ο πυροφημός Σεβαστιανός. Είχαμε πει την ιστορία του την προηγούμενη φορά. Να ο Παρθένης. Ιδεολόγος, βλέπετε, συμβολιστής. Η αποθέωση του Αθανασίου Διάκου. Αυτή είναι η φιγούρα. Δεξιά είναι η άνοιξη που ρένει με λουλούδια τον ήρωα. Αριστερά είναι ο πόλεμος, la guerre. Και πρώτη είναι la liberté, η ελευθερία. Και πάνω ο ανοιχτός βρανός, ο οποίος με τη συναυλία των αγγέλων υποδέχεται τον ήρωα. Μια σύνδεση που θυμίζει η Κρέκο. Δηλαδή η επικοινωνία του γήνου με τον κουράδιο χώρο και αυτή η φιγούρα που κατεβαίνει είναι στέφανα για να στεφανώσει τον ήρωα. Είναι κάτι που περνάει στο τσαρούχι. Όταν σας έδειχνα το τσαρούχι με τους Ζεϊμπέκηδες, εκεί που χορεύει ο Ζεϊμπέκης κατεβαίνει από πάνω ένας άγγελος και κρατάει ένα στεφάνι. Αυτή είναι η μικρή αποθέωση. Κοιτάξτε πόσο πιο ζωγραφική είναι. Εδώ είναι μια ανάσταση του Παρθένη. Αυτός είναι ο Σπυρόπουλος. Αυτό είναι το έργο που το 60' πήρε το βραβείο της UNESCO. Ο Εγκονόπουλος, ο βασιλιάς Δαβίδ. Αυτό είναι πλαστό έργο του Εγκονόπουλου. Υπάρχουν πάρα πολλά πλαστά έργα, δυστυχώς, στην αγορά. Ο Μόραλις με την κομψότητα του ύφους του και με τον ελεγιακό του χαρακτήρα. Νομίζω ότι εδώ τελειώσαμε. Όχι, ναι. Μου ανάβετε παρακαλώ πολύ το φως. Τα φώτα παρακαλώ. Όχι, έχουμε κι άλλο βέβαια. Να ο Μόραλις. Με τα επιτύμβια του. Νομίζω ότι αυτά τα χρησιμοποίησε και ο Χατζιδάκης για εξώφυλλα δίσκων. Βλέπετε ένας άγγελος έρωτας που σκεπάζει μια νέα κοπέλα. Ο Τσαρούχιος με τα ωραία αγόρια, ο Μόραλις με τα ωραία κορίτσια. Κοιτάξτε τη σχηματοποίηση από αυτή τη ζωγραφική περνάμε σε αυτή τη ζωγραφική των γεωμετρικών μορφών και της σχηματοποίησης. Ο Ντεκίρικο, ο οποίος όντως από το βόλο είναι ένα είδος αγίου για τη νεοελληνική ζωγραφική. Αυτός εδώ είναι ο αγαπημένος μας Άρης Κωνσταντινίδης και τα ξενία. Αυτό είναι το ξενία της Άνθρου. Βλέπετε ξερολυθιές και παράλληλα μια οριζόντια αυστηρή δόμιση. Αλαμπάου Χάουζ, δηλαδή ο διάλογος της τοπικής παράδοσης και του εισαγόμενου στοιχείου. Ο Μπόστ, φίλος του Τσαρούχι, αγαπημένος και μαθητής του Τρώποντινά. Αυτός είναι ο Μάνος Χαζιδάκης ως Ναπολέον. Και να τελειώσω πάλι με τον φίλο μου τον Σάβα τον Πουρσανίδη, ο οποίος έχει κάνει αυτά τα τεράστια έργα από γραφίτικη μολία και τα λοιπά για να δείτε ακριβώς το μέτρο, ας πούμε, η μουσική στο πάλκο του κόσμου οι οποίοι σπρώχνουν τροποντινά με τη μουσική παράγοντας τέχνη, σπρώχνουν το σκοτάδι και δημιουργούν φως. Αυτός είναι ο Θράφια, έτσι είπαμε ότι επηρεάζεται, είναι ένας Έλληνας ζωγράφος του Βερολίνου που επηρεάζεται από κάποια κλασικά έργα. Εδώ ας πούμε αυτό μιλάει με το αντίστοιχο έργο του Γκρέκο που είχαμε δει στο πρώτο μάθημα. Το απελθέτω, απεμού το ποτήριον τούτο, έργο τεχνοτροπίας του Άρνου Βο, του Παρθένη, Τιέπολο και παρακαλώ πολύ τα Φώτα. Άρα, τι κάναμε σήμερα. Είδαμε τη γενιά του 30 σε σχέση με τη γενιά του Παρθένη αλλά και με τη σχολή του Μονάχου. Και επίσης είδαμε πώς η γενιά είδαμε θέσα με τις βάσεις για να συζητήσουμε για τη γενιά του 60. Της διαφοροποίησης, δηλαδή ο Φασιανός θεωρεί τον εαυτό του μαθητή του τσαρούχη και είναι. Της διαφοροποίησης ή τις ομοιότητες θα μας δωθεί η ευκαιρία και το χαίρομαι πάρα πολύ αυτό να τις δούμε με τα έργα τα ίδια. Τώρα, επειδή σας είχα τάξει αυτό για το Μουσείο Μπενάκη και δεν το έχω ξεχάσει, αν έρθετε όλοι εσείς, ζωή να έχετε, δεν θα μπορέσα να κάνω ξενάγγιση. Πρέπει να ξέρετε ότι κάθε πρώτη Κυριακή του μήνα είναι ανοιχτό και το Εθνικό Μουσείο και το Βυζαντινό Μουσείο. Στο Βυζαντινό Μουσείο μπορούμε να πάμε και να χαθούμε λίγο, αλλά θέλω να πω ότι είναι μεγάλη συνέχεια αυτός και μπορώ να σας... Άρα, αφού την 1η Ιουνίου, 5η θα είμαστε στην έκθεση, θα σας πω εκείνη τη μέρα, την Κυριακή, στις 12 το μεσημέρι, σε ποιο Μουσείο θα πάμε. Θα το ανακοινώσω σε όσους έρθουν. Είναι εκδιασμός, το καταλαβαίνω, αλλά πως αλλιώς θα κρατήσουμε το κοινό μας. Και πάλι σας ευχαριστώ πάρα πολύ, να έχουμε καλό καλοκαίρι. Γεια σας. Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE |