Διάλεξη 8: Με το προηγούμενο μάθημα, αρχίσαμε με μία ενότητα αποκρύφων κειμένων, τα οποία τα ονομάσαμε Ευαγγέλια του Πάθους και της Ανάστασης του Ιησού. Πρόκειται, όπως είπαμε και στο προηγούμενο μάθημα, για κείμενα τα οποία έχουν σαν κεντρικό τους θέμα το Πάθος του Ιησού Χριστού, αλλά και την Ανάσταση του Ιησού Χριστού. Αυτά τα κείμενα, τα οποία έχουν σαν κεντρικό τους θέμα, το Πάθος του Ιησού Χριστού, αλλά και την Ανάσταση του Ιησού, την Ανάληψή του και άλλα γεγονότα και πρόσωπα τα οποία συνδέονται με αυτά τα περιστατικά. Και είπαμε και σε προηγούμενα μάθηματα, ότι η τάση είναι πάντοτε να συμπληρώνονται πάντα η Ευαγγελική Αφήγηση και ένα βασικό κομμάτι της Αφήγησης, το οποίο παρουσιάζει καινά, είναι αυτό το κομμάτι του Πάθους. Υπάρχουν πρόσωπα τα οποία παραμένουν ανώνυμα, στην Ευαγγελική Αφήγηση, υπάρχουν κενά χρονικά στην ιστορία, όπως, για παράδειγμα, οι τρεις μέρες της Καθόδου στον Άδη, του Ιησού, μεταξύ του Θανάτου δηλαδή και της Ανάστασης του, και όλα αυτά έρχονται να τα συμπληρώσουν κείμενα όπως ήταν το χθεσινό που είδαμε, μάλλον το προηγούμενο μάθημα που είδαμε, το Ευαγγέλιο του Πέτρου, αλλά και το σημερινό μας μάθημα που είναι το Ευαγγέλιο του Νικοδήμου ή αλλιώς πράξεις Πηλάτου. Φέρει δηλαδή και τα δύο ονόματα μέσα στην Παράδοση και μέσα στην Γραμματεία γενικά. Όταν είναι με Ευαγγέλιο του Νικοδήμου ή αλλιώς πράξεις Πηλάτου, εννοούμε ένα απόκρυφο κείμενο, ένα συγκεκριμένο απόκρυφο κείμενο, το οποίο αφηγείται την δίκη του Χριστού, τα γεγονότα που συνδέονται με το πάθος του και τη σταύρωσή του και τέλος την Ανάσταση και την Ανάληψή του και αποδίδεται αυτό στη χειρόγραφη Παράδοση στον ίδιο τον Νικόδημο ή τουλάχιστον οι ερευνητές το απέδωσαν στον Νικόδημο ακριβώς γιατί αυτός παρουσιάζεται ως το πρόσωπο αφηγητής στην αρχή της ιστορίας για τα οποία θα μιλήσουμε και στη συνέχεια. Το συγκεκριμένο κείμενο, για το οποίο μιλάμε, ακολουθεί σε γενικές σραμμές την αφήγηση της Καινής Διαθήκης, δηλαδή ιστορίες του πάθους που βρίσκουμε στα τέσσερα Ευαγγέλια λειτουργούν λίγο πολύ ως το αφηγηματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ο συγγραφέας συμπληρώνει τα στοιχεία που εκείνος έχει στη διάθεσή του ή ο ίδιος κατασκευάζει. Σε κάθε περίπτωση και εδώ όπως και στο Ευαγγέλιο του Πέτρου έχουμε την ίδια τακτική. Οι αφηγήσεις λειτουργούν ως πλαίσιο αφηγηματικό, κανονικές αφηγήσεις, ο συγγραφέας έρχεται να συμπληρώσει με καινούργια στοιχεία. Βέβαια εδώ θα δούμε ότι είναι μεγαλύτερη η εξάρτηση από την Καινή Διαθήκη από ό,τι ήταν στο Ευαγγέλιο του Πέτρου. Στο Ευαγγέλιο του Πέτρου είπαμε ότι είναι μια πολύ χαλαρή σχέση. Εδώ είναι όμως εντονότερη η σχέση. Ωστόσο στην συγκεκριμένη αφήγηση ο συγγραφέας μας προσθέτει αρκετά νέα στοιχεία. Όπως για παράδειγμα τις κατηγορίες εναντίον του Ιησού προστά στον Πιλάτου, οι οποίες είναι καινούργιες. Είναι διαφορετικές από αυτές που γνωρίζουμε από τα κανονικά Ευαγγέλια. Υπάρχει η κατηγορία της μαγείας, υπάρχει η κατηγορία της νότς καταγωγής του Ιησού. Υπάρχουν κατηγορίες για τα θαύματα του που γίνονται Σάββατο. Αυτά είναι καινούργια στοιχεία, γιατί δεν τα έχουμε στην κανονική αφήγηση όσον αφορά τις κατηγορίες οι οποίες επαγγέλθηκαν στον Ιησού. Το δεύτερο καινούργιο στοιχείο είναι, για παράδειγμα, ότι στις εμφανίσεις του Αναστάντου συγκαταλέγεται και η εμφάνιση στον Ιωσήφ τον Αποαρημαθρέας, γνωστός μαθητής του Ιησού και από τη Συνοπτική αλλά και από την Ιωάννια παράδοση, ο οποίος μάλιστα καταλαμβάνει το ρόλο του πρωταγωνιστή στο μεσαίο θα λέγαμε τμήμα του απόκρυφου κειμένου μας. Και τέλος, εντελώς καινούργιο στοιχείο είναι η κάθοδο στον Άδη, η περιγραφή δηλαδή των όσων συμβαίνουν μετά το θάνατο του Ιησού και την κάθοδό του στον κόσμο των νεκρών, που είναι εντελώς καινούργιο στοιχείο, το οποίο, έμπνευση βέβαια, αποτελούν ορισμένες αναφορές και κυρίως η α' πέτρου σε αυτή την περίοδο των τριών ημερών, αλλά η α' πέτρου είναι πάρα πολύ σύντομη σε όσα λέει, δηλαδή εντελώς θα λέγαμε αποσπασματική και ελπίση αναφορά. Αυτή την αναφορά που λέει εκεί ότι ο Ιησούς κήρυξε στους νεκρούς, έρχεται το Ευαγγέλιο εδώ να τη συμπληρώσει. Το Ευαγγέλιο του Νικοδήμου είναι ένα σύνθετο κείμενο και όπως θα δούμε στη συνέχεια έχει μια αρκετά μεγάλη ιστορία εξέλιξης. Ουσιαστικά συναπαρτίζεται από δύο βασικά μέρη. Το πρώτο μέρος είναι οι πράξεις Πιλάτου, οι οποίοι ουσιαστικά παρουσιάζονται ως τα πρακτικά της δικής του Ιησού, δηλαδή παρουσιάζεται ότι εδώ έχουμε ένα εβραϊκό, μάλλον μια μετάφραση του εβραϊκού χειρογράφου, το οποίο προέρχεται από τον Νικοδήμου, το μαθητή του Ιησού, ο οποίος με τη σειρά του καταγράφει τα όσα του διηγήθηκαν για το θάνατο του Ιησού ή σε κάποιες άλλες εκδοχές ότι πρόκειται για ένα απόγραφο των πρακτικών της δικής του Ιησού. Το δεύτερο μεγάλο μέρος είναι η γνωστή κάθοδος τον Άδη, για την οποία θα μιλήσουμε εκτενέστερα στη συνέχεια, και η οποία κάθοδος τον Άδη θεωρείται ότι είναι μεταγενέστερη υποστήκη στο αναρχικό κορμό του κειμένου που ήταν οι πράξεις Πιλάτου. Και τέλος, αλλά μέσα στα δύο υπάρχει και ένα μικρότερο τμήμα, το οποίο είναι αρκετά μεταγενέστερο και πρόκειται για τις περιπέτειες του Ιωσήφ του από Αρημαθέας. Επομένως βλέπουμε ότι εδώ έχουμε ένα κείμενο που ο ίδιος, όπως προανήγγειλα, δεν είναι μόνο σύνθετο ως προστηδομή του, αλλά έχει να κάνει με διαφορετικούς συγγραφείς, με διαφορετικές εποχές σύνταξης. Το κείμενό μας παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα ιστορία όσον αφορά τις μαρτυρίες που έχουμε γι' αυτό. Συγκρίνεται πολύ συχνά από τους ερευνητές με το πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου, όσον αφορά τις μαρτυρίες που έχουμε στην αρχαία χριστιανική παράδοση γι' αυτό. Όταν μιλούσαμε για το πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου, είναι ένα κείμενο το οποίο διασώζεται στα περισσότερα χειρόγραφα. Κάτι ανάλογο συναντούμε και εδώ. Εδώ υπάρχει μια διαφορά με το πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου, ότι εδώ έχουμε από πάρα πολύ νωρίς μαρτυρίες για την ύπαρξη του κειμένου, νωρίτερα από αρκετά άλλα χειρόγραφα. Βέβαια, όλες οι μαρτυρίες δεν είναι απόλυτα ασφαλείς, δηλαδή δεν μπορούμε εύκολα να σταπτοποιήσουμε και να πούμε ότι πρόκειται για μαρτυρίες για το κείμενο μας, αλλά δείχνουν οπωσδήποτε αυτές οι μαρτυρίες την προήπαρξη μιας παράδοσης σχετικής, η οποία συνδέεται μάλιστα και με το πρόσωπο του Πιλάτου. Ξεκινώντας λοιπόν για τις μαρτυρίες, λέμε ότι οι πράξεις του Πιλάτου πρέπει να κυκλοφορούσαν σε μία αρχική μορφή, διαφορετική βέβαια από αυτήν που έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας, ήδη από τον δεύτερο αιώνα. Επαναλαμβάνει όμως, δεν πρόκειται για το ίδιο ακριβώς κείμενο που έχουμε σήμερα. Και φυσικά επίσης δεν πρόκειται για τα πραγματικά πρακτικά της δίκης του Ιησού. Βλέπετε, από πολύ νωρίς μέσα στην Εκκλησιαστική Γραμματεία υποστηρίζεται ότι υπάρχουν αυτά τα πρακτικά. Η ιστορική όμως έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η δίκη του Ιησού δεν είχε το χαρακτήρα μίας κανονικής δίκης, έγιναν συνοπτικές διαδικασίες και αν ακόμα τηρήθηκαν πρακτικά, αυτά σίγουρα δεν είναι αυτά τα οποία έχουμε σήμερα μέσα σε αυτό το απόκρυφο κείμενο ή και σε άλλα παρόμοια κείμενα που κυκλοφορούν κυρίως στη Δύση κατά το Μεσαίωνα. Η πρώτη μαρτυρία που έχουμε για την ύπαρξη ενός τέτοιου κειμένου είναι από τον Ιουστίνο, από το μάρτυρα Ιουστίνο, από την πρώτη του απολογία, όλο στα 150 μετά Χριστόν, μιλάμε δηλαδή για τα μέσα του δεύτερου αιώνα. Ο Ιουστίνος λοιπόν αναφέρει στην απολογία του ότι ένα καλό παράδειγμα ή μάλλον ένα καλό ανάγνωσμα που θα έπειθε όσους αμφισβητούν την ιστορία του Ιησού Χριστού είναι οι πράξεις Πιλάτου και μάλιστα τις θεωρεί ως ένα ιστορικό κείμενο. Είμαστε όμως επιφυλακτικοί εδώ, γιατί κατά ανάλογο τρόπο, λίγο νωρίτερα στο 34 κεφάλαιο, αυτό τα λέει στο 35 κεφάλαιο της πρώτης του απολογίας, στο 34 κεφάλαιο ο ίδιος ο Ιουστίνος λέει ακριβώς τα ίδια για την απογραφή του Κυρινίου και μάλιστα σημειώνει ότι ακριβώς όπως ότι για να πιστεί κανείς θα πρέπει να ανατρέξει στα αρχεία της απογραφής του Κυρινίου, η οποία γνωρίζουμε όμως ότι ιστορικά δεν έλαβε χώρα τότε που την τοποθετεί ο Ευαγγελιστής Λουκάσου, ότι εδώ υπάρχει ένα ιστορικό λάθος και επομένως μπορούμε να υποθέσουμε εδώ ότι ο Ιουστίνος δεν έχει κάνει κάποια ουσιαστική έρευνα, ιστορική όσον αφορά και τις πράξεις πυλά του, αλλά προφανώς τις αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζει και τη μαρτυρία για τον Κυρινίου. Όμως αυτό που είναι περισσότερο ενδιαφέρον, πέρα από το αν είναι ιστορικό το κείμενο των πρακτικών της δίκης του Ιησού σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ιουστίν, είναι το γεγονός ότι ο ίδιος Ιουστίνος αναφέρει την ύπαρξη ενός τέτοιου κειμένου στα μέσα του δευτέρου αιώναν, εξάρτητα δηλαδή από το αν είναι ιστορικό ή όχι το κείμενο. Αυτό που εμάς μας ενδιαφέρει καταρχάς είναι να δούμε αν το κείμενό μας, οι απόκλειφες πράξεις πυλά του, όντως έχουν μια τόσο αρχαία ιστορία. Πραγματικά ο Ιουστίνος, το 48ο κεφάλαιο της απολογίας του, κάνει λόγο για τις κατηγορίες εναντίον του Ιησού και λέει μάλιστα ότι μια αξιόπιστη μαρτυρία για τα θαύματα του Ιησού είναι η κατηγορία η οποία απαγγέλθηκε στον Ιησού για αυτά τα θαύματα και την οποία τη βρίσκουμε στις πράξεις πυλά του. Αν δούμε τώρα τις υπάρχουσες σήμερα, τις διασοζόμενες πράξεις πυλά του, θα δούμε πραγματικά ότι γίνεται εκεί αναφορά στα θαύματα. Άρα μπορούμε να υποθέσουμε ότι εδώ έχουμε ένα κείμενο στον Ιουστίνο που πολύ πιθανόν να έχει μεγάλη συγκένεια με το κείμενο που έχουμε σήμερα με το όνομα πράξεις πυλά του. Η δεύτερη μαρτυρία είναι εκείνη του Τερτυλιανού στα 197 μ.Χ. Αυτός, στην δική του απολογία, κάνει λόγο για ένα κείμενο το οποίο είναι η αναφορά που έστειλε ο Πιλάτος προς τον αυτοκράτορα Τιβέρειο όσον αφορά τη δική του Ιησού και την καταδίκη του και τον θάνατό του και όλα τελικά όσα συνδέονται με αυτές τις μέρες. Και μάλιστα είναι ένα κείμενο που το έστειλε στον Τιβέρειο και στη Σίγκλητο ο Πιλάτος. Όμως, ο Τερτυλιανός, ενώ μιλάει για αυτό το κείμενο, δεν το ονομάζει πράξεις πυλά του, ούτε του ταυτίζει με τα πρακτικά της δικής του Ιησού, αλλά μάλλον περισσότερο το συνδέει με ένα κείμενο που πρέπει να το θεωρήσουμε ανεξάρτητο από αυτό που έχουμε σήμερα ως πράξεις πυλά του, όμως πρέπει να είναι κάποιο απόκλειφο κείμενο το οποίο γνωρίζει ο Τερτυλιανός και το οποίο αποδιδόταν στον Πιλάτο. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι στην αρχαιότητα να απτίσσεται ένας κύκλος κειμένων τα οποία συνδέονται με τον Πιλάτο, ο οποίος είναι επίσης ένα ενδιαφέρον πρόσωπο στην αφήγηση των Ευαγγελίων και είναι ενδιαφέρον πρόσωπο γιατί ο τρόπος που παρουσιάζεται μέσα στα Ευαγγέλια είναι ιδιαίτερα αφηλεγόμενος, είναι ένα πρόσωπο θα λέγαμε ούτε καλό ούτε κακό, πολλές φορές μαζί θα παρουσιάζεται με μεγάλη, θα λέγαμε, με θετικό τρόπο, καθώς αυτός δεν θέλει να σταυρώσει τον Ιησού, όμως τελικά το σταυρώνει, επομένως είναι ένα πρόσωπο το οποίο έτσι και αλλιώς θεωρείται πρόσωπο κλειδί στην ιστορία, αλλά και ένα πρόσωπο αρκετά ανοιγματικό, βέβαια γι'αυτόν γνωρίζουμε για τον Πιλάτο, γνωρίζουμε και από τις ιστορικές πηγές της εποχής και για την τύχη που είχε στη συνέχεια λόγω του ότι έπεσε στη δυσμένια του αυτοκράτωρα. Τέλος πάντων σε κάθε περίπτωση το κείμενό μας αυτό το οποίο μιλάει ο Κατυλιανός δεν πρέπει να είναι οι πράξεις Πιλάτου, αλλά ίσως τουλάχιστον από τον τρόπο που περιγράφει το περιεχόμενο μπορούμε να ικάσουμε ότι πρόκειται μάλλον για τη γνωστή επιστολή του Πιλάτου προς τον αυτοκράτωρα κλάβιο, ταυτόχρονα έχουμε και άλλες επιστολές, έχουμε την επιστολή προς τον Τιβέριο και στην Σύλλητο για την οποία κάναμε λόγο πιο πριν, έχουμε μια άλλη επιστολή του Πιλάτου προς τον Τιβέριο και ούτω καθεξής που όλες λίγο πολύ περιγράφουν ακριβώς τη δίκη του Ιησού με διαφορετικές παραλλαγές κάθε φορά, αλλά είναι όπως είπα όλα αυτά τα κείμενα ανήκουν σε αυτόν τον κύκλο των κειμένων που αφορούν στο πρόσωπο του Πιλάτου. Η επόμενη σημαντική μαρτυρία προέρχεται από τον 4ο αιώνα 323 με 324 περίπου από το έργο εκκλησιαστική ιστορία του Ευσεβίου Κεσαρίας. Ο Ευσεβίος Κεσαρίας διασώσει πάρα πολλές πληροφορίες για κείμενα κανονικά και εξοκανονικά, είναι μια χρήσιμη πηγή για μας που μελετούμε την ιστορία του κανόνα της Καινής Διαθήκης αλλά και γενικότερα την ιστορία του αρχαίγονου χριστιανισμού και αυτός κάνει λόγο για την αναφορά που έστειλε ο Πιλάτος στο Τιβέριο. Δεν κάνει όμως λόγο για πράξεις Πιλάτου. Υπάρχει όμως μια άλλη πολύ ενδιαφέρουσα πληροφορία την οποία μας δίνει ο Ευσεβίος. Ο Ευσεβίος λέει λοιπόν ότι στα χρόνια του Μαξιμίνου του Δάια κυκλοφόρησε με τη Μέριμνα και του Αυτοκράτορα ένα κείμενο το οποίο ήταν αντιχριστιανικό και το οποίο ονομαζόταν πράξεις Πιλάτου στο οποίο παρουσιαζόταν μια εντελώς διαφορετική εκδοχή για τα όσα συνέβησαν από τις τελευταίες μέρες επί για ζωής του Ιησού, για τη σταύρωση και τον θάνατό του και ήταν ένα κείμενο μάλιστα που φρόντισε ο Αυτοκράτορας να διαδοθεί πολύ, να του πάρουν και τα μαθητές στα σχολεία, να έχει δηλαδή μια ευρύτερη κυκλοφορία ώστε να, σαν ένα κείμενο θα λέγαμε αντιχριστιανικής προπαγάνας. Είναι λοιπόν πίθανο, δικάζουμε ότι οι πράξεις Πιλάτου, τις οποίες έχουμε στη διάθεσή μας σήμερα, οι χριστιανικές δηλαδή πράξεις Πιλάτου ή αλλιώς στο Ευαγγέλιο του Νικοδήμου, είναι ένα κείμενο το οποίο έρχεται να απαντήσει σε αυτές τις κατηγορίες αυτού του αντιχριστιανικού κειμένου, δηλαδή θα λέγαμε είναι ο αντίποδας αυτού του κειμένου. Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο τότε καταλαβαίνουμε ότι πρέπει να τοποθετήσουμε το κείμενό μας γύρω στον 4ο αιώνα, δηλαδή μας βοηθάει να ορίσουμε περίπου την εποχή που εμφανίζεται το κείμενό μας. Το ότι πρέπει το κείμενό μας να συνδέεται με αυτό το κείμενο το ειδωλολατρικό, το εθνικό, μας βοηθάει και μία άλλη ένδειξη, ότι ο Ευσέβιος αναφέρει ότι μία από τις κατηγορίες εναντίον του Ιησού σε αυτό το κείμενο, στις αντιχριστιανικές πράξεις του Ιησού, ήταν το γεγονός ότι ο Ιησούς ήταν όθος γιος της Μαρίας, ότι δεν ήταν ουσιαστικά Ιουδαίος, με την έννοια δηλαδή ότι ουσιαστικά ο πατέρας του ήταν Ρωμαίος στρατιώτης. Αυτή την ιστορία την οποία την γνωρίζουμε βέβαια και από άλλες υγουδαϊκές πηγές, ήδη από τον 5ο αιώνα, είναι η γνωστή ιστορία του Πάνθρου, που αναφέρει και ο Ιωάννης ο Δαμασκινός, που αναφέρεται επίσης ιστορία αυτή πολύ μεταγενέστερα στο μεσαιονικό κείμενο το Λεντόφ Ιεσούα, το υγουδαϊκό δηλαδή αυτό κείμενο και ούτω καθεξής, ξέρουμε ότι η ίδια κατηγορία υπάρχει και στις χριστιανικές πράξεις του Ιησού. Σε αυτόν, όντως, οι χριστιανικές πράξεις Πιλάτου να έρχονται να απαντήσουν σε αυτές τις κατηγορίες, σε αυτόν τον αντιχριστιανικό λίβελο, ο οποίος κυκλοφορεί σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ευσεβίου στα χρονιά του Μαξινένου. Η πρώτη σίγουρη μαρτυρία που έχουμε για το Ευαγγέλιο του Νικοδήμου, για τις πράξεις Πιλάτου, για την ακρίβεια, προέρχεται από τον Επιφάνιο και από το γνωστό του κείμενο Πανάριον, 375 μετά Χριστόν, εγραμμένο το κείμενο αυτό, είμαστε πλέον στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα. Αυτός, λοιπόν, κάνει λόγο για μια συγκεκριμένη αίρεση τους τέσσερες δεκατητές, οι οποίοι προσπαθούσαν να ορίσουν την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα. Βλέπουμε ότι το θέμα της εορτής του Πάσχα είναι ένα μεγάλο θέμα στην Αρχαία Εκκλησία, το πότε πρέπει να γιορτάζεται. Υπήρξε επίσης ένα σημείο διαφωνίας με τη ξία Ανατολής και Δύσης, παραμένει ένα σημείο διαφοροποίησης των χριστιανικών εκκλησιών μέχρι και σήμερα. Η Ανατολική Εκκλησία υιοθέτησε τη συνωκή απόφαση ότι το Πάσχα πρέπει να γιορτάζεται την Κυριακή, μετά την πρότυπα σέλλινο της Άνοιξης και επομένως ακολουθεί αυτό το τυπικό. Αυτή λοιπόν η ομάδα, οι τέσσαρες και δεκατητές, είναι μια ομάδα η οποία δίνει εντελώς διαφορετική αρρύθμιση, υποστηρίζει λοιπόν ότι το Πάσχα πρέπει να γιορτάζεται 8 μέρες πριν τις καλέντες του Απρίλη, δηλαδή στις 25 Μαρτίου. Και μάλιστα ο Επιφάνιος αναφέρει ότι στηρίζουν αυτήν την απόφασή τους τέλος πάντων στις πράξεις Πηλάτου. Άρα λοιπόν για πρώτη φορά έχουμε επίσημα μαρτυρία μέσα στη Χριστιανική Γραμματεία για την ύπαρξη ενός τέτοιου κειμένου. Βέβαια αυτό που λέει ο Επιφάνιος είναι ότι ουσιαστικά αυτή η συγκεκριμένη αίρεση διαβάζει μια άλλη διαφορετική εκδοχή των πράξεων Πηλάτου από αυτήν που γνωρίζει ο Επιφάνιος, ή τέλος πάντων που δέχεται ο Επιφάνιος. Αυτό λοιπόν μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ήδη στην εποχή του Επιφανίου δηλαδή στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα υπάρχει κυκλοφορή το βιβλίο οι πράξεις Πηλάτου και μάλιστα κυκλοφορεί σε διαφορετικές εκδοχές. Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον γιατί αυτό φυσικά προϋποθέτει ένα συγκεκριμένο προηγούμενο χρόνο εξέλιξης της χειρόγραφης παράδοσης. Λίγο μετά, 10 χρόνια περίπου αργότερα, έχουμε ένα κείμενο το οποίο αποδίδεται στον Χρυσόστομου, μία ψευδοχριστωστόμια ομιλία, όπου εκεί και πάλι γίνεται λόγος για το κείμενό μας και παραδίδεται σε αυτό το κείμενο, σε αυτή την ομιλία, ο τίτλος του απόκρυφου κειμένου μας, έτσι όπως διασώζεται στην ελληνική εκδοχή Α του κειμένου, θα μιλήσουμε σε λίγο για τις εκδοχές. Λέει λοιπόν, αναφέρει λοιπόν σε αυτή την ομιλία, υπομνήματα τα επιπυλά του Πραχθέντα. Και αυτός είναι ο τίτλος που έχει το κείμενο αυτό για το οποίο μιλάμε σήμερα στην ελληνική εκδοχή Α, η οποία θεωρείται και η αρχαιότερη εκδοχή του κειμένου σήμερα. Και το ενδιαφέρον είναι ότι αυτή η ομιλία κάνει λόγο μόνο για το απόκρυφο κειμέντο, τα οποία γνωρίζουμε ότι είναι αυτά που συμπεριλαμβάνονται στην ελληνική εκδοχή Α. Γι' αυτό είπα ότι θεωρεί σήμερα η έρευνα ακριβώς γιατί έχουμε στα 387 την πρώτη μαρτυρία γι' αυτό το κομμάτι της χειρόγραφης παράδοσης ότι η ελληνική εκδοχή Α είναι μάλλον η αρχαιότερη. Στη δύση τώρα οι μαρτυρίες για το Ευαγγέλιο του Νικοδήμου ή για τις πράξεις πυλάτι ή αλλιώς ακταπυλάτι όπως λέγεται στα λατινικά, είναι αρκετά μεταγενέστερες. Οι πρώτες είναι γύρω στον έκτο αιώνα, σ' αρχές του έκτο αιώνα. Γι' αυτό ακριβώς όταν σ' αρχές του έκτο αιώνα έχουμε τον Decretum Gelasianum, το οποίο είπαμε ότι είναι ένα κείμενο με το οποίο γίνεται μια πρώτη οριοθέτηση του κανόνα της Καινής Διαθήκης και όπου για πολλά κείμενα τύθενται εκτός κανόνα, όπως για παράδειγμα είχαμε πει το πρώτε Ευαγγέλιο του Ιακώβου και άλλα. Στον Decretum Gelasianum δεν συμπεριλαμβάνεται το κείμενό μας, η πράξη πυλάτου ή αλλιώς Ευαγγέλιο του Νικοδήμου, γιατί προφανώς δεν είναι ακόμα γνωστό. Αρχές εκ του αιώνα έχουμε τον Decretum, περίπου την ίδια εποχή πρέπει να γίνεται γνωστό στη δύση το κείμενό μας. Για πρώτη όμως φορά αναφέρεται λίγο αργότερα το κείμενό μας από τον Γρηγόριο της Τούρς, ένα βιβλίο του, τον Decem Librich Historiarum και αυτή είναι η αρχαιότερη μαρτυρία που έχουμε γι' αυτό. Αργότερο, στο 13ο αιώνα, όπως θα πούμε, θα γνωρίσει μεγάλη διάδοση εξαιτίας της προβολής που θα του κάνουν ορισμένοι λόγοι εκείνης της εποχής. Ένα κείμενο, είπαμε κι άλλες φορές, που έχει εκτενή χειρόγραφη παράδοση, έχει και μια αρκετά πολύπλοκη ιστορία κειμένου συνήθως και αυτό ισχύει και στην περίπτωση του συγκεκριμένου Ευαγγελίου. Άρα, όπως άλλωστε είπα στην αρχή του σημερινού μαθήματος, πρόκειται για ένα κείμενο σύνθετο, που συναπαρτίζεται δηλαδή από διαφορετικές αφηγήσεις, διαφορετικά κείμενα διαφορετικού φιλολογικού από διαφορετικές εποχές και από διαφορετικά χέρια. Επομένως, έχουμε μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία του κειμένου και θα πρέπει εδώ, πριν προχωρήσω να πω τα υπόλοιπα σχετικά με την ιστορία του, να πω ότι, μολονότι τα αρχαιότερα χειρόγραφα είναι λατινικά, όλα δεν παραδίδουν το ίδιο αρχαίο κείμενο. Για παράδειγμα, τα αρχαιότερα λατινικά χειρόγραφα είναι αυτά που περιλαμβάνουν τα κεφάλαια 1-16, που πρέπει να είναι και ο βασικός κορμός της αφήγησής μας και αυτά ανάγονται στον 5ο αιώνα. Επίσης, τα επόμενα λατινικά χειρόγραφα, τα οποία περιλαμβάνουν και τα κεφάλαια 17-27, τα οποία ουσιαστικά εμπεριέχουν την κάθοδο στον Άδη, αυτά προέρχονται από τον 1ο αιώνα. Τα πρώτα μας ελληνικά χειρόγραφα, τα οποία περιέχουν τη μία εκδοχή ή την άλλη, προέρχονται από τον 12ο αιώνα. Όλα όμως αυτά τα χειρόγραφα δεν διασώζουν το ίδιο αρχαίο κείμενο. Εκεί που καταλήγει σήμερα η έρευνα, μετά από τη μελέτη της χειρόγραφης παράδοσης και κυρίως χάρη στην έρευνα που έχει κάνει ο Τίσεντορφ ο Κωνσταντίν Τίσεντορφ και πρόσφατα ο Ρεμί Γκουνέλ, είναι ότι η αρχαιότερη εκδοχή των πράξεων Πιλάτου, είναι η λεγόμενη ελληνική εκδοχή Α, δηλαδή το αρχικό κείμενο ήταν ελληνικό και αυτή η αρχαιότερη εκδοχή, η οποία είναι η συντομότερη, ονομάζεται εκδοχή Α. Αυτή περιέχει τα πρώτα 16 κεφάλαια, δηλαδή περιέχει ουσιαστικά την περιγραφή της δίκης του Ιησού και κάποια στοιχεία για τον ίδιο τον Ιωσήφ τον Απαρυμαθέας, το οποίο βέβαια ίσως προσθέθηκε αργότερο, όπως είπα, στο αρχικό κορμό, πάντως τα αρχαιότερα μας χειρόγραφα είναι αυτά που περιέχουν και τη μαρτυρία για τον Ιωσήφ. Και αυτά τα χειρόγραφα ανάγονται στον 5ο αιώνα, δηλαδή αυτός ο τύπος μάλλον κειμένου στην χειρόγραφη παράδοση, τον βρίσκουμε για πρώτη φορά σε χειρόγραφα του 5ου αιώνα. Προφανώς, βέβαια εδώ θα πάμε και λίγο πιο πίσω, ήδη μιλήσαμε πριν και για 4ο αιώνα, θα τα πούμε όμως σε λίγο αυτά αναλυτικότερα. Σε αυτή λοιπόν την αρχική αφήγηση των 16 κεφαλαίων, κάποια στιγμή προστίθεται η αφήγηση για την κάθοδο στον Άδη. Και αυτή η προστίκη υπολογίζουμε ότι γίνεται γύρω στον 9ο αιώνα, τουλάχιστον τα χειρόγραφα μας είναι από αυτήν την εποχή. Και ένα στοιχείο το οποίο μας οδηγεί ότι στη μεταγενέστερη προστίκη είναι καταρχάς βέβαια το ότι το κείμενό μας φαίνεται να έχει αυτό που λέμε σειραφές, δηλαδή φαίνεται να έχει και να στην αφήγηση φαίνεται να αλλάζει πρόσωπα απότομα, να δείχνει δηλαδή ότι υπάρχουν διαφορετικοί συγγραφείς. Και κυρίως ο τρόπος με τον οποίο προσπαθεί ο συγγραφέας να συνδέσει τα δύο κομμάτια είναι με την προστίκη μιας δοξολογίας στο τεφάλαιο 16. Και από αυτήν την προστίκη και μετά γεννιέται η λεγόμενη ελληνική εκδοχή Β, την οποία πάλι εξέδωσε ο Κωνσταντίν Τίσεττο, η οποία τώρα είναι μεταγενέστερη. Είπαμε τα χειρόγραφα είναι του 6ου αιώνα, ίσως πρέπει να πάμε λίγο πιο πριν την προστίκη και αυτό γιατί, γιατί μέσα στο συγκεκριμένο αυτό κομμάτι στην ελληνική εκδοχή Β έξι φορές αναφέρεται η Παναγία ως Θεοτόκος και γνωρίζουμε ότι αυτό τον τίτλο η Παναγία την παίρνει μετά την τρίτη οικουμενική σύνοδο. Όταν γίνεται η συζήτηση με τον Εστόριο, η μεγάλη συζήτηση για το αν θα πρέπει να ονομάζεται Χριστοτόκος ή Θεοτόκος, η έμφαση λοιπόν εδώ που δίνεται στο Θεοτόκος ίσως αντικατοπτρίζει τις θεολογικές συζήτησεις μετά την τρίτη οικουμενική σύνοδο η οποία ξέρουμε ότι έγινε το 431. Δηλαδή θα πρέπει αυτό το κομμάτι της καθόδου στον Άδη, μάλλον την ελληνική εκδοχή Β να την τοποθετήσουμε στον 5ο αιώνα, το νωρίτερο. Το ενδιαφέρος αυτή την εκδοχή στην ελληνική εκδοχή Β είναι ότι ουσιαστικά ας το πούμε εμπλουτίζει και επαυξάνει το υλικό της εκδοχής Ά σε πολλά σημεία και κυρίως στα κεφάλαια 10 και 11, όπου εκεί έχουμε πάρα πολλά στοιχεία πλέον εισάγονται τα οποία προέρχονται από την αφήγηση της Καινής Διαθήκης. Ενώ η ελληνική εκδοχή Ά δεν τα είχε αυτά τα στοιχεία που προέρχονται από την αφήγηση της Καινής Διαθήκης, ο συγγραφέας στην εκδοχή Β τα προσθέτει. Κάνει δηλαδή θα λέγαμε στην εκδοχή Β μία επεξεργασία του πρώτου μέρους και στη συνέχεια γίνεται και η προσθήκη του δευτέρου. Και υπάρχουν φυσικά και άλλα σημεία τα οποία παραμένουν σύντομα ή συντομότερα, δηλαδή συντομεύει την αρχική αφήγηση της ελληνικής εκδοχής Ά. Και τώρα υπάρχει και μία τρίτη εκδοχή, η λατινική εκδοχή Β, η λατινική εκδοχή Ά την οποία εξέδρεσε πάλι ο Τίσεντορφ και η οποία γνωρίζουμε ότι διαδίδεται στην αδύση, κυρίως το 13ο αιώνα, χάρις την προβολή που της έκανε ο Βυσέντε Βοβέ και ο Γιακόμπους Δε Βουράτζινε. Από το 13ο αιώνα και εξής εμφανίζονται και πάρα πολλές παραλλαγές του κειμένου μας, όπως και πάρα πολλές μεταφράσεις. Σήμερα, ας πούμε, το κείμενο διασώσε περισσότερες από 20 λόσσες και πάνω από 500 χειρόγραφα, δηλαδή για μια αρκετά μεγάλη χειρόγραφη παράδοση που τη συγκλίνουμε πολύ συχνά με εκείνη του πρωτευαγγελίου του Ιακώβη, το οποίο, όπως είπαμε, είναι εκείνο το απόκρυφο κείμενο, το οποίο έχει την εκτενέστερη χειρόγραφη παράδοση. Βλέπετε λοιπόν ότι όλα τα απόκρυφα κείμενα δεν έτυχαν της ίδιας τύχης. Υπάρχουν κείμενα τα οποία επειδή ακριβώς διαβάζονται, διαδίδονται, αναπαράκονται, αλλά κείμενα τα οποία δεν διαβάζονται τόσο συχνά παραμένουν στην αφάνεια και χάνονται. Εδώ θα πρέπει να κάνω μια μικρή παρένθεση. Συχνά υποστηρίζεται από μία ομάδα ρευνητών ότι τα κείμενα τα απόκρυφα κάηκαν στην αρχαιότητα και καταστράφηκαν. Αυτό δεν είναι η απόλυτη ιστορική αλήθεια. Ένα κείμενο χάνεται στην αρχαιότητα ακριβώς γιατί δεν αναπαράγεται, όχι γιατί καταστρέφεται. Γιατί ακριβώς όλη η διαδικασία αναπαραγωγής, αντιγραφής ενός χειρογράφου είναι και επίπονη, κοπιώδης αλλά και ακριβή. Είναι ένα πολύ ακριβό αγαθό το βιβλίο. Αναπαράγονται μόνο εκείνα τα βιβλία τα οποία παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Για αυτό ακριβώς για τον ίδιο λόγο βρέσκουμε τόσα πολλά χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης. Γιατί ακριβώς είναι ένα κείμενο της αρχαιότητας το οποίο διαβάζεται εκτενέστατα, χρησιμοποιείται λειτουργικά, χρησιμοποιείται μέσα στη ζωή της κοινότητας, την καθημερινότητα όμως επίσης των χριστιανών, μόλις είναι ένα κείμενο το οποίο έχει ζήτηση και επομένως διατίθεται και σε μεγαλύτερες ποσότητες αναπαράγεται και γι' αυτό έχουμε και τα περισσότερα χειρόγραφα. Δηλαδή τα κείμενα τα οποία για κάποιο λόγο είτε γιατί θεωρήθηκαν ότι δεν καταδικάστηκαν, αν θέλετε την εκκλησία είτε γιατί έπρεψαν να προκαλούν το ενδιαφέρον των αναγνωστών τους, δεν διαβάζονται, αυτά τα κείμενα δεν είναι παράγοντα τόσο συχνά. Και γι' αυτό δεν έχουμε και πάρα πολλά αντίγραφα. Χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι δεν υπήρξαν και κάποιες περιπτώσεις εξαιρετικές στην αρχαιότητα που έχουμε μαρτυρίες για καταστροφές κείμενων, αλλά αυτές αποτελούν εξαιρέσεις και δεν είναι ο γενικός κανόνας που μπορεί να μας εξηγήσει γιατί ένα κείμενο χάνεται στην αρχαιότητα ή γιατί διασώζεται. Όσον αφορά το φιλολογικό είδος και τις πιθανές φιλολογικές εξαρτήσεις που έχει το κείμενό μας, το κείμενό μας, τουλάχιστον το πρώτο κομμάτι της πράξης Πιλάτου, είναι ένα Ευαγγέλιο του Πάθους και της Ανάστασης, όπως είπαμε, ανοίγει σε αυτήν τη μεγάλη κατηγορία. Μάλιστα τα πρώτα κεφάλαια, ένα έως έντεκα, είναι διατυπωμένα με τη μορφή των πρακτικών, σαν να κρατηρείται πρωτόκολλο σε μια διαδικασία, και σε αυτό το κομμάτι παρουσιάζεται μεγάλη εξάρτηση από τα συνοπτικά Ευαγγέλια. Παραμονώς χάρη, έχουμε εξάρτηση από τον Μαθαίο και τον Ιωάννη στα κεφάλαια 1-10 και στα 9-11 έχουμε περισσότερη εξάρτηση από τον Λουκά. Το κεφάλαιο 16, τώρα, το οποίο αποτελεί τη δοξολογία, είναι το κεφάλαιο εκείνο με το οποίο τελειώνουν τα χειρόγραφα της ελληνικής εκδοχής Α και της λατινικής εκδοχής Α. Και είναι ουσιαστικά το οποίο αποτελεί και το καινούριο στοιχείο στην ελληνική εκδοχή Β. Και τα κεφάλαια 17-27, όπως είπαμε και νωρίτερα, δηλαδή η κάθε δοστονάδη, που είναι μια αφήγηση με διάλογο, όπως είναι μια κανονική αφήγηση, αυτό απαντά στην ελληνική εκδοχή Β. Άρα βλέπουμε ότι υπάρχουν διαφορετικά φιλολογικά είδη τα οποία συμπεριλαμβάνονται στο σύνθετο αυτό κείμενο, όπως και υπάρχει και διαφορετική χειρόγραφη παράδοση για τα επιμέρους κομμάτια του κειμένου αυτού. Σε κάθε περίπτωση, το κείμενό μας είναι ένα καθαυτό απόκρυφο κείμενο, ένα κείμενο που έρχεται να συμπληρώσει τα κενά της Ευαγγελικής παράδοσης. Και μάλιστα σε αυτό το κείμενο, οφείλουμε τα ονόματα τα οποία πέρασαν τελικά στην αγιογραφία, στην αγιολογία κτλ, προσώπων τα οποία συνδέονται με το πάθος. Για παράδειγμα, από αυτό το κείμενο μαθαίνουμε ότι η γυναίκα του Πηλάτου ονομαζόταν Πρόκλα. Ή επίσης ότι η αιμορουγούσα γυναίκα ονομαζόταν Βερονίκη. Πρόκειται για πρόσωπο τα οποία στη συνέχεια αγιοποιήθηκαν μέσα στην εκκλησία. Μαθαίνουμε επίσης τα ονόματα των δύο ληστών. Είναι ο Δισμάς και ο Γέστας. Μπορούμε πολλές φορές στις Βυζαντινές και όχι μόνο αγιογραφίες να αναγράφονται πάνω από τους δύο συσταυρωμένους του Χριστού. Και επίσης από αυτό το κείμενο πληροφορούμαστε ότι ο στρατιώτης ο οποίος εκέντησε με τη λόγχη την πλευρά του Ιησού ονομαζόταν Λονγκίνος. Πρέπει λοιπόν ονόματα τα οποία πέρασαν στη χριστιανική παράδοση και τα οποία ουσιαστικά προέρχονται από αυτό το απόκρυφο κείμενο το οποίο σήμερα έχουμε στη διάθεσή μας. Συγγραφέας τώρα του κειμένου αυτού, αν ακολουθήσουμε την μαρτυρία του ίδιου του κειμένου, θα λέγαμε ο αφηγηματικός συγγραφέας είναι ο Νικόδημος. Ο Νικόδημος είναι ένα πρόσωπο το οποίο μας είναι γνωστό από την Ιωάννια παράδοση. Είναι ένα πρόσωπο το οποίο έρχεται συναντά τον Ιησού, μιλάει, συνομιλεί με τον Ιησού. Ο Ιησούς του αποκαλύπτει μεγάλες αλήθειες και στο τέλος είναι αυτός ο οποίος θα γίνει και μαθητής του. Θα τον δούμε και στη συνέχεια να εμφανίζεται και στο Συμβούλιο, στο Μέγα Συμβούλιο των Ιουδαίων. Είναι επιφανές πρόσωπο. Επομένως και πολύ κοντά στον Ιησού, τουλάχιστον σύμφωνα με την Ιωάννια παράδοση, είναι πάρα πολύ δικαιολογημένο ότι επιλέγεται αυτό το πρόσωπο να είναι εκείνο το οποίο καταθέτει τη μαρτυρία του για τις τελευταίες ώρες του Ιησού στον κόσμο. Και φαίνεται ότι είναι ο Νικόδημος, αυτό μαρτυρείται ήδη στον πρόλογο του Ευαγγελίου, όπου εδώ πρέπει να πω ότι ουσιαστικά ο Νικόδημος είναι ο αρχικός συγγραφέας, αλλά αυτός ο οποίος μεταγράφει, ουσιαστικά μεταφράζει το κείμενο, υποτίθεται, με βάση την παρουσίαση που γίνεται στο Ευαγγέλιο από τα εβραϊκά στα ελληνικά, είναι κάποιος Ανανίας, ο οποίος ονομάζεται μέλος της Πρετοριανής Φρουράς και χριστιανός, και διαβάζω χαρακτηριστικά. Εγώ ο Ανανίας, μέλος της Πρετοριανής Φρουράς με το βαθμό του επάρχου, νόμομαθής, γνώρισα τον Κύριό μας Ιησού Χριστό από τις θείες γραφές, προσεγγίζοντάς με πίστη και αξιώθηκα το Άγιο βάπτισμα και αφού ερεύνησα τα πρακτικά που συντάχθηκαν τα χρόνια εκείνα του Δεσπότη μας Ιησού Χριστού και κατέθεσαν οι Ιουδαίοι επί ποντίου πυλάτου, βρήκα στην εβραϊκή γλώσσα τα παρακάτω πρακτικά και με τη χάρη του Θεού τα μετέφρασα στα ελληνικά για να τα γνωρίσουν όλοι που επικαλούνται το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού το 17ο έτος της βασιλείας του Δεσπότη μας Φλαβίου Θεοδοσίου και τον έκτο του Φλαβίου Λαντιανού κατά την ένατη ινδικτιώνα και στη συνέχεια θα πει ότι αυτά είναι τώρα όσα εξιστόρησε ο Νικόδημος μετά τη σταύρωση και το πάθος του Κυρίου και τα παρέδωσαν τους αρχαιερείς και τους άλλους Ιουδαίους τα συνέγραψε ο ίδιος ο Νικόδημος στην εβραϊκή γλώσσα. Άρα εδώ εμφανίζουν οι δύο θα λέγαμε αφηγηματικοί συγγραφείς. Ο Νικόδημος, ο οποίος σαστικά είναι εκείνος που υποτίθεται γνωρίζει τα πρακτικά και τα μεταφράζει στα εβραϊκά και στη συνέχεια ο Ανανίας, ένας Χριστιανός και Ρωμαίος αξιωματικός από τι φαίνεται από το κείμενο ο οποίος μεταγράφει και μεταφράζει μάλλον τα κείμενα αυτά στα ελληνικά. Και επίσης ο Νικόδημος εμφανίζεται ξανά στο 16ο κεφάλαιο στη γνωστή δοξολογία. Πρόκειται για μια στρατηγική συγγραφική εδώ πέρα εκείνου που προσέθεσε το δεύτερο μέρος της ιστορίας μας όπου με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η σύνδεση μεταξύ των δύο μερών. Ήδη και στο 15 αναφέρεται ο Νικόδημος, αναφέρεται και στη συνέχεια στο 16 και με αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά ενώνονται τα δύο κομμάτια. Είναι μια αφηγηματική τεχνική έτσι ώστε τα δύο κομμάτια να αποκτήσουν κατά κάποιον τρόπο ενότητα. Τώρα το κείμενο όμως όπως σας διάβασα μας λέει ότι ουσιαστικά η μετάφραση από το έργο του Νικόδημου γράφτηκε μάλλον συντάχτηκε στα χρόνια του Θεοδοσίου του Δευτέρου γύρω στα 425 μετά Χριστόν προς δηλαδή στον 5ο αιώνα. Ο συγγραφέας τώρα που μεταφράζει το κείμενο είναι νομωμαθής, είναι ελληνόφων οπότε το κείμενο μας είναι στα ελληνικά. Η τεχνική εκδοχή Α, η οποία θεωρείται και αυτή μια ενδιαφέρουσα εκδοχή δεν αναφέρεται ότι ο συγγραφέας μας είναι ο Ανανίας αλλά λέγεται απλά ότι το κείμενο το οποίο έχουμε στη διάθεσή μας και το οποίο είναι χωρίς την κάθοδο στον Άντι αποτελεί απόγραφο των πρακτικών από το πρετόριο του Πιλάτου που έγινε στα χρόνια του Θεοδοσίου του Μεγάλου λίγο νωρίτερα. Τώρα, σύμφωνα με τη μαρτυρία του επιφανείου που την είδαμε νωρίτερα και είπαμε ότι είναι στον 4ο αιώνο, στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα αν στριχούμε σ' αυτή και με όσα μας λέει και το ίδιο το κείμενο μπορούμε να πούμε ότι μια πρώτη εκδοχή των πρώτων κεφαλαίων από το 1 έως το 11 πρέπει να κυκλοφορούσε ήδη στα 360 δηλαδή περίπου στα μισά και προς το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα και το κείμενο όπως το έχουμε σήμερα είναι από τον 5ο αιώνα μαρτυρεί γι' αυτό άλλωστε και η πληροφορία εδώ. Άρα μιλάμε για ένα κείμενο που έχει τις απαρχές του κάπου στον 4ο αιώνα στη σημερινή του μορφή πρέπει να τοποθετηθεί στον 5ο αιώνα και που και πέρα έχει μια πορεία εξέλιξης για την οποία μιλήσαμε. Έχουμε μια προσθήκη του δεύτερου μέρους προφανώς πάλι προς το τέλος μέσα στον 5ο αιώνα και τόπος συγγραφής είναι δύσκολο να τον τοποθετήσουμε ηκάζεται όμως ότι είναι κάποια περιοχή, λογικό κιόλας είναι αφού είναι γραμμένο στα ελληνικά κάποια πόλη της Ανατολής, του Ανατολικού τμήματος της Αυτοκρατορίας. Όσον αφορά τη θεολογία του κειμένου και γι' αυτό ισχύει αυτό που έχουμε πει και για άλλα απόκρυφα κείμενα εμείς δεν πρέπει εδώ να ζητήσουμε μία υψηλή θεολογία μία θεολογία τέλος πάντως αυτή που μας έχουν συνηθίσει τα κείμενα της Καινής Διαθήκης είναι μια απλούστερη εκδοχή στην οποία βέβαια κεντρικό θέμα του κειμένου μας είναι η Ανάσταση και η σωτηρία η οποία για τον συγγραφέα του κειμένου εκπηγάζει από αυτή την Ανάσταση γι' αυτό όλη η έμφαση βρίσκεται ακριβώς σε αυτό το γεγονός. Βέβαια στο πρώτο μέρος και στο μεσαίο αυτό που γίνεται λόγος για τον Ιωσήφ τον Απαρημαθέας αυτό που τονίζεται ιδιαίτερα είναι η θεότητα του Ιησού και μάλιστα όχι μόνο αυτό αλλά και ότι ο ρόλος του, το σωτηριώδες έργο του μαρτυρείται ήδη από τους προφήτες και από την Παλαιά Διαθήκη γίνεται μία σύνδεση με την Παλαιά Διαθήκη μία σύνδεση που την έχουμε συνηθίσει άλλωστε και από την υπόλοιπη Χριστιανική Γραμματεία και πρώτα από την ίδια την Καινή Διαθήκη. Στο δεύτερο μέρος που είναι η κάθοδος των Άδη, εδώ έχουμε τον Ιησού πάλι, οπωσδήποτε είναι Θεός αλλά κυρίως αυτό που τονίζεται είναι ότι είναι ο βασιλιάς της δόξης και κυρίως ότι είναι ο νικητής του θανάτου. Θα το διαβάσουμε το κείμενο στη συνέχεια και θα δείτε ότι ακριβώς ο Ιησούς παρουσιάζεται ως ο απόλυτος κύριος της κατάστασης είναι αυτός που ουσιαστικά κυβερνά και νικά το θάνατο και μόνος εδώ αυτό που τονίζεται περισσότερο από την προσωπικότητά του είναι αυτό το στοιχείο. Επιπλέον υπάρχει μια θα λέγαμε παρουσίαση του Άδη λίγο διαφορετική από ό,τι συνηθίζεται σε άλλα χριστιανικά κείμενα της εποχής. Ο Άδης δεν παρουσιάζεται ως το τόπος των βασάνων και της θυμωρίας των νεκρών, αλλά περισσότερο ως το τόπος συγκέντρωσής τους. Και δηλαδή όπου καταλήγουν τελικά οι νεκροί όταν πεθάνουν. Και ένα τρίτο στοιχείο είναι ο παράδεισος στον οποίο κηρύται ο Ιησούς και στον οποίο οδηγεί τους νεκρούς. Υπάρχει μόνο εφόσον οι νεκροί μετανοήσουν και βαπτιστούν. Μια ενδιαφέρον στοιχείο γιατί εδώ εισάγεται ακριβώς η ιδέα του βαπτίσματος ξανά. Υπάρχει δηλαδή μια προσπάθεια να εξηγηθεί πλήρως αυτή η διαδικασία της μετάβασης από τον άδη στον παράδεισο. Στον δε παράδεισο εμφανίζονται δύο πρόσωπα γνωστά από την αποκαλυπτική γραμματεία. Ο Ενώχ και ο Ηλίας. Ο Ενώχ και ο Ηλίας είναι γνωστά και από την Ιουδαϊκή παράδοση την αποκαλυπτική. Όπως είπα και αποκαλυπτική εννοούμε εκείνο το κομμάτι της παράδεισης το οποίο κάνει λόγο για τα έσχατα και περιγράφει το τέλος του κόσμου με ζωφερά χρώματα και ως αποτέλεσμα μιας κοσμικών διαστάσεων σύγκρουσης μεταξύ των δυνάμεων του καλού και του κακού. Μια σύγκρουση που πραγματοποιείται σε δύο επίπεδα στο επίγιο αλλά και στο ουράνιο. Μέσα σε αυτήν την αποκαλυπτική και αισχατολογική περίοδο δύο πρόσωπα στην Ιουδαϊκή Γραμματεία διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο. Είναι ο Ενώχ και ο Ηλίας. Πρόκειται για πρόσωπα τα οποία δεν πέθαναν σύμφωνα με την Ιουδαϊκή παράδοση αλλά αναλήφθηκαν. Επομένως ήταν πάρα πολύ λογικό αυτά τα πρόσωπα να είναι αυτά που εμφανίζονται πάλι στα έσχατα. Αυτές τις δύο προσωπικότητες τις υιοθετούν και οι Χριστιανοί. Τους βρίσκουμε και στα Χριστιανικά κοινάκια και στην Αποκάλυψη και αλλού τουλάχιστον και υπονοούνται σε πολλά κείμενα της Καινής Διαθήκης. Συγγνώμη της Χριστιανικής Γραμματείας σε άλλο αναφέροντε ρητός. Σε κάθε περίπτωση εδώ έχουμε με την παρουσία των δύο προσώπων στον Παράδεισο έχουμε ακριβώς μια έμμεση αναφορά, ένα έμμεσο υπενυγμό στα έσχατα και προφανώς ανακαλεί στη μνήμη των αναγνωστών οι οποίοι γνωρίζουν όλη αυτή την αποκαλυπτική συζήτηση για την οποία σας μίλησα πολύ σύντομα νωρίτερα. Προφανώς ανακαλεί στη μνήμη τους αυτά τα περιστατικά. Τώρα, όσον αφορά την πρόσληψη του κειμένου μας, το κείμενό μας έχει ασκήσει πολύ μεγάλη επίδραση στη Χριστιανική Γραμματεία. Βέβαια, στη Δύση όπως είπα αρκετά αργότερα, κατά το 13ο αιώνα, ωστόσο στην Ανατολή πολύ νωρίτερα. Και το κείμενο που κατεξοχήν ενέπνευσε από όλοι ας πούμε από όλο αυτό το απόγραφο και με το οποίο κατεξοχήν ενέπνευσε συγγραφείς αλλά και καλλιτέχνες χριστιανούς είναι το δεύτερο μέρος, η κάθε δοστονάδη. Είναι ένα κείμενο που ξέρουμε ότι διαβαζόταν πολλές φορές μέσα στη λειτουργική πράξη τουλάχιστον της Δύσης. Είναι ένα κείμενο όμως που επηρέασε οικονογραφικά και την Ανατολή και τη Δύση. Έχει επηρεάσει οικονογραφικά και τη γνωστή ορθόδοξη απεικόνιση της Ανάστασης με τη γνωστή εικόνα με την εισάδου κάθεδο. Επομένως βλέπουμε το κείμενό μας ότι μπορεί να είναι ένα κείμενο απόκρυφο αλλά όπως ακριβώς συνέβη και με άλλα κείμενα, δεν είναι ένα διάφορο κείμενο απέναντί σε ένα κείμενο φαίνεται ότι είναι σε συνεχή διάλογο με τη ζωή της Εκκλησίας. Βέβαια στη Δύση, η Σύνδοση του Τριδέντου στα 1558 σταματάει την οποιαδήποτε χρήση του κειμένου. Η Σύνδοση του Τριδέντου είναι η απάντηση θα λέγαμε στην μεταρρύθμιση από μέσω μεταθολικής Εκκλησίας, όπου εκεί πλέον κλείνουν για τη Δυτική Εκκλησία, κλείνει ο κανόνας για τη Δυτική Εκκλησία, τα όρια του κανόνα παγιώνονται, κάτι που δεν συνέβη με αυτόν τον τρόπο στην Ανατολή, όπως έχουμε πει και σε άλλα μαθήματα και επομένως με τη Σύνδοση του Τριδέντου το κείμενο μας πλέον πάβει να χρησιμοποιείται επίσημα μέσα στην λατρευτική ζωή της Δυτικής Εκκλησίας και παραμένει ένα απόκριφο που φυσικά μελετάται από κάθε ενδιαφερόμενο σύγχρονο μελετητή. Λίγο σύντομα, πολύ σύντομα θα πούμε για τα περιεχόμενα του κείμενου μας. Το κείμενό μας χωρίζει σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος είναι αυτό το οποίο ουσιαστικά περιέχει τα λεγόμενα πρακτικά της δίκης του Κυρίου Ιησού. Εδώ ο τρόπος που παρουσιάζεται η δίκη του Ιησού διαφέρει αρκετά από τον τρόπο που παρουσιάζεται στην κανονική παράδοση. Στην κανονική παράδοση ο Ιησούς είναι μόνος και έχει απέναντι τους κατηγόρους του. Εδώ τα πράγματα δεν είναι έτσι, υπάρχουν και οι υπερασπιστές. Δηλαδή προσπαθεί το κείμενο να παρουσιάσει μία κανονική δίκη. Εδώ βέβαια αποτυπώνει κυρίως την κατάσταση των δικαστηρίων της εποχής του 5ου αιώνα, όπου υπάρχουν οι διάφοροι οι ενάγοντες, υπάρχει εναγώμενος, υπάρχουν και αυτοί οι οποίοι είναι υπεράσπιστοι και υπάρχει και ο δικαστής. Στις κατηγορίες είναι πολύ ενδιαφέρον, όπως είπα και νωρίτερα οι κατηγορίες διαφοροποιούνται από αυτές που γνωρίζουμε στην Καινή Διαθήκη. Το κείμενο μας παίρνει τη γνωστή κατηγορία που υπάρχει στην Καινή Διαθήκη, ότι ο Ιησούς διώχνει τα δαιμόνια με τη δύναμη του Βελζεβούλ και κατηγορούν τον Ιησού για μαγεία, γνωρίζουμε ότι δεν συνέβη, τουλάχιστον σύμφωνα με την Ευαγγελική Αφήγηση για τη δίκη του Ιησού. Επίσης βλέπουμε τον Πηλάτο εδώ να παρουσιάζεται αρκετά διστακτικός και αρκετά δίκιο, όστα λέγαμε, προσπαθεί να τηρήσει την νομιμότητα και αυτή που ουσιαστικά πιέζουν για μια γρήγορη εσφευμένη προσαγωγή του Ιησού και μάλιστα ανεβία, είναι η Ιουδαία, σαφώς αντιδουδαϊκός εδώ ο χαρακτήρας. Φυσικά πάλι εδώ εμφανίζεται η γυναίκα του Πηλάτου, την γνωρίζουμε και από τα Ευαγγέλια, όμως εδώ είναι ακόμα πιο έντονη η παρουσία της, την γνωρίζουμε από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου που λέει ότι ακριβώς η γυναίκα του είπε μην πειράξεις αυτόν τον άνθρωπο γιατί πολλά έπαθα εξαιτίας του. Εδώ υπάρχει μια ολόκληρη ιστορία, να δείτε ακριβώς πώς λειτουργεί ένα απόκριφο, ξεκινάει από αυτή τη φράση του Ματθαίου, μην κάνεις τίποτε να μην δεις αυτόν τον δίκιο άνθρωπο γιατί πολλά τράβηξα τη νύχτα εξαιτίας του και συνεχίζει το κείμενο, όμως προσθέτει δηλαδή και άλλα στοιχεία. Κάλεσε τότε ο Πιλάτος όλους τους Ιουδαίους και τους λέγει ξέρετε ότι η γυναίκα μου είναι θεοσεβούμενη και ακολουθεί περισσότερο μαζί σας, μαζί με εσάς τη συνήθιση Ιουδαϊκής της και παρουσιάζει δηλαδή η πρόκλα ως μια εθνική η οποία όμως είναι φιλικά διατεθειμένη απέναντι στον Ιουδαϊσμό και τους λέει τι συνέβη ακριβώς με τη γυναίκα, το ότι είδε ένα όνειρο, ότι το όνειρο την έπεισε ότι δεν πρέπει ο Ιησούς να τιμωρηθεί και αποκρίθηκαν οι Ιουδαίοι στον Πιλάτο και του λένε δε σου το είπαμε ότι είναι μάγος, ορίστε έστειλε ονειροπόλημα στη γυναίκα σου. Λέγουμε δηλαδή ότι εδώ αυτό που παρουσιάζεται πάρα πολύ έντονα είναι η σκληρότητα, η σκληρή στάση των Ιουδαίων, αντίθετα ο Πιλάτος παρουσιάζεται και πάλι ακολουθώντας την παράδοση καινοδιαθηκική ως αρκετά επιφυλακτικός ή τουλάχιστον προβληματισμένος. Η δεύτερη κατηγορία είναι αυτή που υπάρχει στο τέταρτο κεφάλαιο που λέει, εμείς δεν υποστηρίζουμε ότι γεννήθηκε από μια πρόστιχη πράξη, αλλά ξέρουμε ότι εραγωνιάστηκε... Συγγνώμη, αυτήν την κατηγορία που του λένε οι υπόλοιποι στο κεφάλαιο τρία λέει, πρώτα πρώτα γεννήθηκες από μια πρόστιχη πράξη, ύστερα η γέννησή σου έγινε αφορμή να σκοτωθούν μωρά παιδιά στη Βιθλέν. Τρίτο, ο πατέρας σου Ιωσήφ και η μητέρα σου η Μαρία έφυγαν στην Αίγυπτο γιατί δεν μπορούσαν να αντικρίσουν το λαό στα μάτια. Εδώ έχουμε μια πολύ διαφορετική εκδοχή των γεγονότων. Όμως εδώ εμφανίζονται οι περασπιστές του Ιησού στο τέταρτο κεφάλαιο, οι οποίοι παρουσιάζονται ως συνήγοροι και λένε, εμείς δεν υποστηρίζουμε ότι γεννήθηκε από μια πρόστιχη πράξη, αλλά ξέρουμε ότι εραγωνιάστηκαν η Μαρία και ο Ιωσήφ και έτσι δεν γεννήθηκε από πρόστιχη πράξη. Αυτά όλα είναι κατηγορίες τις οποίες δεν τις ξέρουμε από την Καινή Διαθήκη. Γνωρίζουμε όμως ότι πρέπει να κυκλοφορούσαν στο διάλογο μεταξύ Ιουδαίων και Χριστιανών ήδη από τα πρώτα χρόνια, γιατί ένα μεγάλο ζήτημα στην Αρχαία Εκκλησία, το είπαμε άλλωστε και σε άλλα μαθήματα, είναι η Δαβηδική Καταγωγή του Ιησού, η οποία Δαβηδική Καταγωγή του Ιησού συνδέεται άμεσα και με τη Μησιανική του ιδιότητα. Ο Μασίας, σύμφωνα με την παράδοση των Ιουδαίων, θα προέρχεται από τη γενιά του Δαβή, επομένως σημαντικό να ανταδειχθεί ακριβώς και να αποδειχθεί αυτή η Δαβηδική προέλευση Καταγωγή του Ιησού. Φαίνεται όμως ότι αυτό αποτελεί ένα σημείο τριβής μεταξύ Αρχαιών Χριστιανών και Ιουδαίων και ένα σημείο στο οποίο ακριβώς διαφοροποιούνται. Και φυσικά, όπως έχουμε πει και άλλη φορά, στην αρχαιότητα πάρα πολλές φορές ο τρόπος που γίνεται η επιχειρηματολογία και τη μετόπιση των αντιπάλων, θα λέγαμε, είναι με χτυπήματα κάτω από τη ζώνη και με πολλές φορές ανυπόστατες κατηγορίες. Για να περάσουμε σύντομα στο δεύτερο μέρος, για να πούμε ότι έχουμε τα κεφάλαια 12 μέως 16, όπου εκεί πολύ σύντομα περιγράφεται, περιγράφεται περιστατικά που έχουν να κάνουμε τον Ιωσήφ τον από αριμαθές, είναι αυτός που έρχεται και ζητάει το σώμα του Ιησού και το παίρνει τελικά. Και ο Ιησούς είναι εκείνος ο οποίος εμφανίζεται και στον Ιωσήφ τον από αριμαθές και πραγματικά και ο Ιωσήφ αποτελεί ένα μάρτυρα της Ανάστες. Σαφώς εδώ το κεντρικό πρόσωπο δεν είναι ο Πιλάτος, όπως ήταν στο προηγούμενο μέρος, εδώ το κεντρικό πρόσωπο είναι ο Ιωσήφ ο από αριμαθές. Είπαμε και νωρίτερο ότι είναι ένα κείμενο το οποίο προσθέθηκε αργότερα στην αρχική εκδοχή. Και εδώ έχουμε ακριβώς μία πρώτη αναφορά στην Ανάσταση του Ιησού, πως πάλι οι Ιουδαίοι τηρούν την ίδια σκληρή στάση και δυσπιστούν. Και στη συνέχεια από το κεφάλαιο 17 έως και το 27 έχουμε την πολύ ενδιαφέρουσα κάθοδο του Ιησού στον Άδη, την οποία την βεβαιώνει τα τρία παιδιά του Σημεών οι οποίοι αναστήθηκαν, τα νεκρή και αναστήθηκαν, εκεί είναι οι μάρτυρες οι διάψεστοι καθώς επίσης και ο Ιωσήφ ο από αριμαθές. Λέει λοιπόν η ιστορία ότι ακριβώς παρουσιάζεται μάλλον, είναι πάρα πολύ ενδιαφέρος θα διαβάσω μόνο το 20 κεφάλαιο, ότι φυσικά υπάρχει μία αναμονή και μία δημονία στον κάτω κόσμο μεταξύ των δικαίων γιατί έχουνε πληροφορηθεί ότι έρχεται ο Ιησούς και υπάρχει χαρά και μέσα στην τόση χαρά όλων ήρθε ο Σατάν, ο κληρονόμος τους σκότους και λέει στον Άδη «φαταούλακια χόρταγε, για πρόσεξε καλά τα λόγια μου, από τη γενιά των Ιουδαίων είναι κάποιος Ιησούς που ονομάζεται τον εαυτό του Υιό του Θεού, μιας όμως και δεν είναι τίποτε άλλο παρά μοναχά ένας άνθρωπος με τη βοήθεια τη δική μου τον σταύρωσαν οι Ιουδαίοι. Και τώρα που πέθανε να είσαι έτοιμος να τον ασφαλίσουμε καλά εδώ πέρα, γιατί εγώ ξέρω ότι είναι άνθρωπος» και τον άκουσα μάλιστα να λέει ότι «μια λύπη βαριά σαν τον θάνατο πλακώνει μέσα μου την ψυχερό παραπέμπειστο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο. Μου έκανε πολλές ζημίες τον πανοκόσμο τότε που συναστρεφόταν ακόμα τους θνητούς, γιατί όπου και ανέβησκαν τους δικούς μου δούλους τους έδιωχνε και όσους ανθρώπους εγώ έκανα, καμπούριδες, τυφλούς, λεπρούς, παράλληλους και ότι άλλο τέτοιο με το λόγο του μόνο τους διάτρελε. Και πολλούς που ετοίμασα για να τους τάψουν και αυτούς με το λόγο πάλι τους ξανάδωσε ζωή. Είναι πολύ ενδιαφέρον εδώ ότι ο διάβολος παρουσιάζεται ως αυτός ο οποίος έχει προκαλέσει όλα αυτά τα δεινά. Εδώ παίζει με ορισμένα στοιχεία της συνοπτικής και της Ιωάννιας παράδοσης όπου παρουσιάζεται ο διάβολος ως ο κυρίαρχος του κόσμου από την οποία έρχεται να ελευθερώσει ο Χριστός τον άνθρωπο και απαντά ο Άδης. Λέγει ο Άδης τόσο δυνατός είναι αυτός ώστε με το λόγο μόνο να κάνει τέτοια πράγματα και αν πράγματι είναι όπως τον λες μπορείς εσύ να του αντισταθείς. Εμένα μου φαίνεται ότι αν είναι όπως τον περιγράφεις δεν θα μπορέσει να του αντισταθεί κανένας. Και που λες ότι τον γνώρισες να φοβάται το θάνατο παίζοντας μαζί σου και γελώντας το είπε. Γιατί ήθελε να σαρπάξει με το δυνατό του χέρι. Εδώ υπάρχει πάλι μια αναφορά που υπάρχει στη συζήτηση, στις ολογικές συζητήσεις της Αρχαίας Εκκλησίας για το αν ξεγελάστηκε ο διάβολος, αν δεν είχε καταλάβει τον Ιησού και αν τον κατάλαβε γιατί τον οδήγησε στο θάνατο. Εδώ υπάρχει η ιδέα ότι ο διάβολος ξεγελάστηκε, δεν αντιλήφθηκε την πραγματική ιδιότητα του Ιησού και επομένως τον οδήγησε στο θάνατο οδηγώντας με αυτόν τον τρόπο τον εαυτό του στην καταστροφή. Και συνεχίζει. Ο Σάταν, Φαταούλα και Αρχόρτο Γεάδη, τόσο πολύ φοβήθηκες που άκουσες για τον κοινό εχθρό μας. Εγώ δεν τον φοβήθηκα, αλλά έβαλα τους ιουρουδέρους και τον σταύρωσαν και τον πόδησαν με ξύλι και χωλή. Ετοιμάσου λοιπόν να τον κρατήσεις γεγά, όταν θα έρθει εδώ κάτω. Και από που κρίνει ο Κοάδης τώρα, κληρονομή του σκότου γέ του χαμού διάβολε. Τώρα δά που μου είπες ότι πολλούς που εσύ ετοίμασες για να τους τάψουν, αυτός με τον λόγο του μόνο τους ξανά δώσε ζωή. Και αν γλίττουσε τους άλλους από τον τάφο πως ο ίδιος και με ποια δύναμη θα κρατηθεί από μας, εδώ είναι πάλι μια θερλογική επεξεργασία των θαυμάτων της Ανάστασης που έχουμε στην Καινή Διαθήκη και έχουμε τον Ιησού να κάνει θαύματα και αυτό θεωρείται ότι αποτελεί προτύπωση της δικής του Ανάστασης. Εγώ δεν πάει πολύ καιρός που κατάπια κάποιον νεκρό με το όνομα Λάζαρος και μετά από λίγο κάποιος από τους Ζωντανούς με τον λόγο του μόνο τον τράβηξε με τη βία έξω από τα έγκατά μου. Νομίζω ότι είναι αυτός που λες εσύ και συνεχίζει για να μην το διαβάσω ολόκληρο γι' αυτό και σε εξορκίζω σε ό,τι αγαπάς και αγαπάω μη μου το φέρεις αυτόν εδώ. Γιατί νομίζω ότι έρχεται εδώ πέρα για να αναστήσει όλος τον νεκρό Ζωντανούς που αντιλαμβάνεται την επικείμενη καταστροφή του. Και τούτος σου λέω μα το σκοτάδι που έχουμε εάν τον φέρεις αυτόν εδώ πέρα δεν θα μου μείνει κανείς πια νεκρός. Είναι πάρα πολύ ζωντανή και αρκετά χειμωριστική θα λέγαμε η παρουσίαση εδώ των δύο δυνάμεων που συζητάνε για τα βασίλιά τους και πόσο κινδυνεύουν. Και ακούστε τώρα εδώ πώς παρουσιάζει την ιστορία γνωστή και από τη λειτουργική πράξη της Εκκλησίας. Και ενώ έλεγαν αυτά ο Σατωνάς και ο Άδης μεταξύ τους ακούστηκε μια δυνατή φωνή σαν τη βροντίνα λέει, ανοίξτε άρχοντες τις πύλες σας και παραμερίστε πύλες αιώνιες και θα διαβεί ο βασιλιάς της δόξας. Είναι ένα ψαλμικό χωρίο το οποίο επαναλαμβάνει και ο ιερέας όταν μεταφέρεται ο επιτάφεως μπροστά και φτάνει μπροστά στην πόρτα της Εκκλησίας μετά την περιφορά. Και εδώ υπάρχει πολύ πιθανόν εδώ βέβαια το κείμενό μας να αναπαράγει τη γνωστή λειτουργική πράξη ή το αντίθετο, η λειτουργική πράξη να στηρίζεται και εδώ. Σαν το άκουσε ο Άδης λέει στον Σατανά βγες έξω αν έχεις τη δύναμη και εμπόδεις έτων. Βγήκε λοιπόν έξω ο Σατανάς λέει έπετα ο Άδης τους δαιμονές του ασφαλίστε καλά και δυνατά τις χάλκινες πύλες και τις ιδερένιες μπάρες και παραφυλάται όρθι από όλες τις μεριές γιατί αν μπει αυτός εδώ μέσα αλίμονο θα μας κυριεύσει. Και μετά υπάρχει διαμαρτυρία όλων των προπατών οι οποίοι λένε άφησε να έρθει και τα λοιπά και έρχεται πάλι η φωνή που λέει ανοίξτες τις πύλες. Όταν άκουσε ο Άδης για δεύτερη φορά τη φωνή αποκρίθηκε σαν τάχα να μην ήξερα αυτό είναι πάλι γνωστό από το διάλογο που γίνεται μεταξύ του ιερέα και του νεοκόρου όταν έκλειστες οι πόρτες στην περιφορά του επιταφείου ποιος είναι αυτός ο βασιλιάς της δόξας λένε οι άγγελοι του δεσπότη ο κύριος ο ισχυρός και δυνατός, ο κύριος ο δυνατός στη μάχη πάλι το ψαρμικό χωρίο και αμέσως με τα λόγια αυτά οι χάλκινες πύλες συντρίφτηκαν και οι ισδερένιες μπάρες σπάσανε σε χίλια κομμάτια και οι αχμαλωτισμένοι νεκροί ελευθερώθηκαν από το δεσμά του και εμείς μαζί του. Και ήρθε μέσω βασιλιάς της δόξας σαν ένας άνθρωπος και όλα τα άραχλα μέρη του Άδη φωτίστηκαν. Αμέσως σούρλιαξε ο Άδης, νικηθήκαμε αλίμονό μας. Μα ποιος είσαι εσύ που έχεις μια τέτοια εξουσία και δύναμη, ποιος είσαι που ήρθες χωρίς μία αμαρτία εδώ κάτω που φαίνεσαι μικρός μόνο μπορείς να κάνεις μεγάλα, ο ταπεινός και υψηλός, ο δούλος και δεσπότης, ο στρατιώτης και βασιλιάς, ο εξουσιαστής πάνω σε ζωντανούς και μιλήσες όλη τη δύναμή μας. Ναι, να είσαι τότε μήπως ο Ιησούς που μας έλεγε ο Αρχισατράπης ο Σατάν ότι με το σταυρό και το θάνατο μέλης να κληρονομήσεις ολόκληρο τον κόσμο και τότε ο βασιλιάς της δόξης ο Ιησούς δηλαδή έπιασε από το κεφάλι τον Αρχισατράπη Σατάν και παραδίδοντάς τους αγγέλους είπε δέστε τον καλά στα σίδερα τα χέρια και τα πόδια του, το σβέρκο και το στόμα του, έπειτα παραδίδοντάς τον στον Άδη είπε πάρτε τον και φ βλέπουμε λίγο την ορθόδοξη εικόνα της Ανάστασης θα δούμε ότι υπάρχει το σκοτεινό σπήλαιο του Άδη και μία μορφή δεμένη χειροπόδορα, σπασμένες οι πύλες και οι μεντεσέδες να φαίνονται, να τις αποδίδει ο γεωγράφος και εδώ ακριβώς είναι η ίδια παράσταση που έχουμε από το κείμενό μας, τον Ιησού να τραβά από το χέρι τους πρωτόπλαστους ή άλλους δικαίους, τον Αδάμ και κάποιον άλλο δίκαιο της Παλαιάς Διαθήκης βλέπουμε λοιπόν ότι εδώ με την οικογραφική επίδραση που έχει, μάλλον στην οικονογραφία, αυτή η παράδοση και αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον κομμάτι αυτής ακριβώς της γενικότερης ιστορίας πρόσληψης των κρυφών κειμένων μέσα στην υπόλοιπη χριστιανική παράδοση. Επομένως, καταλήγοντας να πούμε, για να μην μακρηγορώ, ότι πρόκειται για ένα κείμενο εξαιρετικά ενδιαφέρον, με μια πλούσια ιστορία παράδοσης κειμένου αλλά ταυτόχρονα και μια πλούσια ιστορία πρόσληψης και επίδρασης στην μετέπειτα χριστιανική γραμματεία. Είναι ένα κείμενο το οποίο μπορέμε να μην διαβάζεται, να μην γίνει ποτέ αποδεκτός κανονικό κείμενο στην εκκλησία, ωστόσο είναι ένα κείμενο που πολλούς και διάφορους τρόπους και κυρίως από εξαιτίας αυτής της τόσο ζωηρής και τόσο θα λέγαμε παραστατικής θεολογίας του, έγινε κτήμα των απλών χριστιανών και ταυτόχρονα έδωσε έμπνευση για επικονίσεις εικονογραφικές του γεγονότος της Ανάστασης και κυρίως αυτής της τριήμερης διάρκειας της παραμονής του Ιησού στον θάνατο. |