: Ο Λουκέος Κασταρτίνος είναι συνειδιοκτήτης στο καφενείο Οι Πρίτυπους, το οποίο έχει μια ιστορία πρόκτυγη του καφενείου που αγόρασε ο παππούς μου με τον αδερφό του, όταν ήρθαν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Η καταγωγή των παππούδων αυτών ήταν από τα σύλλα τα οποία έκανε ο Λουκέος Κασταρτίνος, ο πατέρας του κάποια στιγμή με τίκησε σε μια πόλη κοντά στο Σαλιχλί, που λέγεται Κούλα, και εκεί εγκαταστάθηκαν πάρα πολύ καραμαλίδες. Και τον 19ο αιώνα δημιουργήθηκε μια στική τάξη, ελληνική, με δύο ενορίες. Ο παππούς μου το 19ο αιώνα προκειμένου να αποφύγει από τον αδερφό του, από το τάγμα τους εχμαλωτήστηκε, και όταν είδαν αυτά τα χαρτιά, τους είπαν, «Ναι, εσείς είστε προγώτες, Οθωμανοί, Υπίκοοι και είστε στον Ελληνικό στρατό». Και ήταν για πέντε χρόνια, πριν το 19ο αιώνα δημιουργήθηκαν πάρα πολύ καραμαλίδες. Και ο παππούς μου, το 19ο αιώνα δημιουργήθηκε, και όταν είδαν αυτά τα χαρτιά, τους είπαν, «Ναι, εσείς είστε προγώτες, Οθωμανοί, Υπίκοοι και είστε στον Ελληνικό στρατό». Και ήταν για πέντε χρόνια, εχμαλωτός, αυτά που διαβάζουμε, δηλαδή, στο Βνηλία Βενέζη. Και ο παππούς μου με τον αδερφό του, που είναι και συνονόματός μου, ήμουν στον Πειράδο του 1927, η μία η αδερφή, η Αρτεμισία, έχει έρθει με τον σύζυγό της στη Θεσσαλονίκη και μένανε ελευσύμος με άφωνο σε ένα σπίτι, το οποίο πρόσφατα κατέρασε κιόλας. Ο παππούς μου από το 1927, περίπου για ένα χρόνο, δούλευε σε πληθοχόραφα, στην Ιγρύτα. Και έρχοντανε, ξεκινούσε σάββατο απόγευμα από εκεί, με τα πόδια, για να είναι εδώ το πρωί να πάνε στη λειτουργία σαν οικογένεια και να φάνε. Και μετά από το φαγητό, ξεκινούσε τον αντίστροφο δρόμο για να είναι το πρωί της Δευτέρας στη Βυλάκη. Ανατριχιάζω τώρα. Αυτό δεν το έκανε για πολύ διάστημα. Άρχισε να πουλάει σε πάγκο σάμαλι, ακριβώς στο σπίτι του Κεμάλ. Και προφανώς εκεί, επειδή όλα αυτά τα καταστήματα στην Αποστόλου Παύλου, ήταν στην ιδιοκτησία του Ισλαχανέ, περάσαν στον Ελληνικό κράτος, όπως όλα τα. Και κάποια πήρε το μάτι του μία αγγελία τώρα, το μάθε, ήταν αγγελία, δεν ξέρω πώς. Η Εθνική Τράπεζα πληστηρίαζε αυτό το καφενείο. Ήταν καφενείο ενός Τούρκου. Ο παππούς μου βρήκε έναν εξοπλισμό στο χώρο αυτό. Γιατί ο ίδιος, όταν ήρθε από τα πέντε πιάτα και τα εφτά μαχαιροπύρουνα, τα γαλικά και το πιάνο, βρέθηκε με αυτά που φοράει μόνο. Και έτσι, με αυτόν τον τρόπο το 1931, ο παππούς μου κάλεσε τον αδερφό του Κωνσταντίνου, που ήταν στον Πουρειά, ενώσαν τις ομολογίες, πήρανε το καφενείο αυτό. Το όνομα του καφενείου ήταν «Καφενείο Ιελπίς», έτσι το είπαμε. Αλλά επειδή η καταγωγή του ήταν από την Καπαδοκία, είχε το παρονίμιο, τέλος πάντων, καφενείο του Καραμαλί, εξαιτίας της καταγωγής. Ακριβώς επειδή υπήρχε αυτός ο προσφυγικός πληθυσμός στην περιοχή, υπήρχε και η νοσταλγία. Παίζανε τουρκικά ακόμα, τουρκική μουσική στο γραμμόφωνο στο καφενείο. Μαζεβόντουσαν πολύ έτσι πρόσηγες. Υπήρχε κι άλλο ένα μεγάλο καφενείο στην Αγίου Δημητρίου, «Σκοπός». Ήταν ένα μοκρόστινο κατάστημα, ήταν 24 μέτρα το μήκος του και πίσω είχε δύο μικρά κτίρια στην αυλή. Ήταν το εσωτερικό και το καλοκαιρινό ήταν ο κήπος, όπου είχε πολλά πέφκα. Ήταν η αυλή του τρίτου, ουσιαστικά, τα οποία κοπήκαν μετά με την αντιπαροχή. Στη μουσία το καφενείο είχε κήπο, αφού διέσκυζε στο καφενείο. Αφού διέσκυζε στο καφενείο, δηλαδή τώρα εκεί που είναι η αυλή, η δικιά μας, το καφενείο, ήταν το κτίριο, εφαπτότανε με το δρόμο. Και έλεγε ότι εγώ δεν είμαι ένας ημερομιός. |