Διάλεξη 6: Υπόσχεσθα, χαίρομαι, να δω σε ποιότητάς και να ευλογήσω. Είμαι εύλογος, στους δεύτερους, να δω σε ποιότητάς και να ευλογήσω. Γεια σας, αγαπητές φίλοι και φίλοι. Στην έκτη διάλεξη του Μεταπτυχιακού Θεσμίου Ευρωπαϊκών Λαών, 10-τος-1-τος-20-ος-Ιώνας, και στα πλαίσια της Γενικής Θεματικής, το Δίκιο των Γορδάτων και Εκκλησιαστικών Συμβάσεων, βρισκόμαστε στην Διαστή Συμφωνία μεταξύ Αγίας Έδρας και Ιταλικής Δημοκρατίας, και συγκεκριμένα στο άρθρο 7, το οποίο αναλύομαι. Στην παράγραφο 1, το άρθρο 7 ορίζει «Ιταλική Δημοκρατία, επικαλούμενη τη συνταγματική αρχή, που εξαγγελέται στο άρθρο 20 του συντάγματος, επιβεβαιώνει ότι ο εκκλησιαστικός χαρακτήρας και ο σκοπός θρησκείας ή λατρείας ενός σωματίου ή ιδρύματος δεν μπορούν να αποτελούν αιτία ειδικών νομοθετικών περιορισμών, ούτε ειδικών δημοσιονομικών βαρών, για την ίδρυσή του, την νομική του ικανότητα και κάθε μορφή δραστηριότητας». Παράγραφος 2 «Παραμένοντας η νομική προσωπικότητα των εκκλησιαστικών οργανισμών, την οποία έχουν τώρα, η Ιταλική Δημοκρατία, και ύστερα από έτηση της εκκλησιαστικής αρχής και με τη συνέναισή της, θα συνεχίσει να αναγνωρίζει τη νομική προσωπικότητα των εκκλησιαστικών οργανισμών, που έχουν έδρα στην Ιταλία, που ιδρύονται ή εγκρίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονικού δικαίου, οι οποίοι έχουν σκοπούς θρησκείας ή λατρείας. Ανάλογα θα προχωρά για την αναγνώριση των πολικιακών αποτελεσμάτων κάθε ουσιόδους μεταβολής των ίδιων οργανισμών». Παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου 7. Για σκοπούς φορολογικούς των εκκλησιαστικών οργανισμών, που έχουν σκοπό θρησκείας ή λατρείας, όπως και δραστηριότητες που κατευθύνονται σε αυτούς τους σκοπούς, εξομοιώνονται με εκείνες που έχουν σκοπό οφέλειας ή εκπαίδευσης. Οι δραστηριότητες διαφορετικές από εκείνες της θρησκείας ή της λατρείας, που αναπτύσσονται από τους εκκλησιαστικούς οργανισμούς, υπόκεινται με σεβασμό στην οργάνωση και τους σκοπούς των εν λόγω οργανισμών, στους νόμους του κράτους που αφορούν τις εν λόγω δραστηριότητες και στο φορολογικό καθεστώς που προβλέπεται για τους ίδιους. Παράγραφος 4. Τα οικοδομήματα που είναι ανοιχτά στη λατρεία. Οι δημοσιεύσεις πράξεων, οι αφησοκολλήσεις στο εσωτερικό ή στην είσοδο οικοδομημάτων λατρείας ή εκκλησιαστικών κτιρίων και οι έρανοι που πραγματοποιούνται στα εν λόγω οικοδομήματα θα συνεχίσουν να υπόκεινται στο ισχύον καθεστώς. Παράγραφος 5. Η διοίκηση των αγαθών που ανήκουν στους εκκλησιαστικούς οργανισμούς υπόκειται στους ελέγχους που προβλέπονται από το καλονικό δίκιο. Οι αποκτήσεις των ελόγων οργανισμών υπόκεινται όμως και σε ελέγχους που προβλέπονται από ιταλικούς νόμους για τις αποκτήσεις νομικών προσώπων. Παράγραφος 6 του ίδιου άνθρωπου 8. Τα συμβαλόμενα μέρη ιδρύουν μια ισομερή επιτροπή για τη διοτύπωση των κανόνων που πρέπει να υποβληθούν στην έγκρισή τους για τη ρύθμιση όλης της ύλης, δηλαδή οτι αφορά τους οργανισμούς, τους εκκλησιαστικούς οργανισμούς και τα εκκλησιαστικά αγαθά και για την αναθεώρηση των οικονομικών υποχρεώσεων του ιταλικού κράτους και των παρεμβάσεων του ίδιου στην περιουσιακή διαχείριση των εκκλησιαστικών οργανισμών. Με τα Βατικά και με σκοπό την έναξη της ισχύος της νέας ρύθμισης θα παραμείνουν ισχύοντα τα Άρθα 17, 3, 18, 27, 29 και 30 του προηγούμενου κειμένου του Κογκορδάτου. Στο άρθρο λοιπόν 7 επαναλαμβάνεται η συνταγματική αρχή του άρθρου 20 του ιταλικού συντάγματος, κατά το οποίο οι οργανισμοί, οι εκκλησιαστικοί που έχουν σκοπό θρησκείας ή λατρείας, δηλαδή καθαρά θρησκευτική, που αναπτύσσουν δηλαδή τις καθαρά θρησκευτικές δραστηριότητες, δεν θα πρέπει να καθίστανται αντικείμενο μεταχείρισης δισμενέστερης από εκείνην που προβλέπεται για τα σωματεία ή τα ιδρύματα, τόσο όσον αφορά την ίδρυσή τους, όσο και όσον αφορά τη νομική τους ικανότητα, καθώς και οποιαδήποτε μορφή δραστηριότητας. Στην παράγραφο 2 αναγνωρίζεται η ισχύς της νομικής προσωπικότητας των εκκλησιαστικών οργανισμών, των καθολικών οργανισμών, που έχουν ήδη αυτή τη νομική προσωπικότητα. Όμως, η Ιταλική Δημοκρατία, ύστερα από έτηση τσαρμόδιας εκκλησιαστικής αρχής και με τη συναισή της, θα συνεχίσει να αναγνωρίζει τη νομική προσωπικότητα των καθολικών οργανισμών που έχουν έδρα την Ιταλία και που θα ιδρύονται ή θα εγκρίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονικού δικαίου και οι οποίοι εκκλησιαστικοί οργανισμοί θα έχουν σκοπούς θρησκείας ή λατρείας, δηλαδή καθαρά θρησκευτικές δραστηριότητες. Όταν υπάρχουν μεταβολές στο καθεστώς των εκκλησιαστικών οργανισμών από πλευράς κανονικού δικαίου, αυτές οι μεταβολές θα αναγνωρίζονται από πλευράς κράτους με τις ίδιες προϋποθέσεις, δηλαδή ότι οι εκκλησιαστικοί οργανισμοί, οι καθολικοί εκκλησιαστικοί οργανισμοί έχουν έδρα την Ιταλία, είναι ιδρυμένοι σύμφωνα με το κανονικό δίκιο και έχουν σκοπούς θρησκείας ή λατρείας. Οι εκκλησιαστικοί οργανισμοί της Καθολικής Εκκλησίας που έχουν σκοπό θρησκείας ή λατρείας, δηλαδή αυτοί που αναπτύσσουν καθαρά εκκλησιαστικά, αυτοί που αναπτύσσουν καθαρά εκκλησιαστικά, αυτοί που αναπτύσσουν καθαρά εκκλησιαστικά, αυτοί που αναπτύσσουν καθαρά εκκλησιαστικά, αυτοί που αναπτύσσουν καθαρά εκκλησιαστικά δραστηριότητες για φορολογικούς σκοπούς, θα εξομοιώνονται με εκείνους τους κοινωνικούς οργανισμούς που έχουν σκοπό κοινή ωφέλεια ή εκπαίδευση. Αν όμως έχουν δραστηριότητες οι θρησκευτικοί οργανισμοί της Καθολικής Εκκλησίας, οι οποίες δεν είναι καθαρά θρησκευτικές, ή όπως αποκαλούνται από το κείμενο της Συμφωνίας, δραστηριότητες διαφορετικές από εκείνες τις θρησκείες της λατρείας, δραστηριότητες καθαρά θρησκευτικές, αν δεν έχουν καθαρά θρησκευτικές, τότε αυτοί και μόνον, δηλαδή αν έχουν δραστηριότητες φιλανθρωπικές, λειτουργία νοσοκομείων για παράδειγμα, εκπαιδευτικές, ίδρυσης σχολείων, πανεπιστημίων κλπ, ενημερωτικές, ίδρυσης χρειοκτικών, ρεδιφωνικών σταθμών κλπ, θα υπόκεινται στους νόμους του Ιταλικού Κράτους που αφορούν αυτές τις δραστηριότητες και θα υπόκεινται επίσης και στο φορολογικό καθεστώς που προβλέπεται για αυτές τις μη καθαρά θρησκευτικές δραστηριότητες, δηλαδή τις δραστηριότητες τις θρησκευτικά αιτιολογούμενες. Αυτές οι δραστηριότητες, δηλαδή, που κατά το κείμενο των άρθρων 2 και 3, όταν παραγράφουν 2 και 3 του άρθρου 7 της Συμφωνίας του 1984 μεταξύ Αγίας Έδραση Καθολικής Εκκλησίας, αναφέρονται ως εκκλησιαστικοί οργανισμοί που έχουν σκοπούς διαφορετικούς από τη θρησκεία ή την λατρεία, σημαίνει ότι αυτές οι θρησκευαστικοί οργανισμοί της Καθολικής Εκκλησίας έχουν δραστηριότητες, όχι καθαρά θρησκευτικές, αλλά θρησκευτικά αιτιολογούμενες, όσον αφορά τη δραστηριότητά τους και το φρολογικό τους καθεστώς. Τις σκεφτικά αιτιολογούμενες δραστηριότητες είναι εκείνες που αφορούν τη φιλανθρωπία, την εκπαίδευση, όχι την καθαρά θρησκευτική και επίσης την ενημέρωση. Εννοείται ότι αυτές οι δραστηριότητες με αυτούς τους σκοπούς, όταν έχουν θεσμικά χαρακτηριστικά. Όσον αφορά τη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας των εκκλησιαστικών οργανισμών, αυτή υπόκειται στους ελέγχους του κανονικού δικαίου. Οι αποκτήσεις είναι δωρεές, είναι αγορές. Υπόκειται όμως και στους ελέγχους, η παράγραφος 5 του άρθρου 7, υπόκειται και σε ελέγχους που προβλέπονται από τους ιταλικούς νόμους για τις αποκτήσεις νομικών προσώπων εν γένη. Και προχωρούμε στο άρθρο 8. Παράγραφος 1. Αναγνωρίζονται τα πολιτιακά αποτελέσματα των γάμων που συνάπτουν σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονικού δικαίου. Υπό την προϋπόδεση ότι η σχετική πράξη εγγράφεται στο Λειξιαρχείο, ύστερα από προμιγούμενη δημοσίευση στο Δημαρχείο. Αμέσως μετά την τέληση ο εφημέριος ή ο εξουσιοτημένος από αυτόν θα εξηγήσει στους νεωνύμφους τα πολιτιακά αποτελέσματα του γάμου, διαβάζοντας τα άρθρα του αστικού κώδικα που αφορούν τα δικαιώματα και τα καθήκοντα των συζύγων και θα συντάξει κατόπιν εις διπλούν πρωτότυπο την πράξη του γάμου, στην οποία θα μπορούν να ενσωματωθούν οι δηλώσεις των συζύγων που συνέντησαν στην έψη του γάμου, σύμφωνα με το αστικό κώδικα. Η Αγία Έδρα ενημερώνεται ότι δεν θα μπορεί να λαμβάνει χώρα η αναγνώριση αυτών των πολιτιακών αποτελεσμάτων του κανονικού γάμου, όταν οι σύζυγοι δεν εκπληρώνουν τις προϋποθέσεις του αστικού νόμου για την απαιτούμενη ηλικία τέλεσης γάμου. Δεύτερον, όταν υφίσταται μεταξύ των συζύγων κόλλημα, που αστικός νόμος θεωρεί αθεράπευτο. Το άρθρο λοιπόν 8 της Εθνούς Συμφωνίας του 1984 μεταξύ της Αγίας Έδρας και της Καθολικής Εκκλησίας αναγνωρίζει τα πολιτιακά αποτελέσματα του κανονικού γάμου, δηλαδή του γάμου που συνάπτεται σύμφωνα με τη διατάξη του κανονικού δικαίου, και φόσον εκπληρώνονται οι προϋποθέσεις τις οποίες το άρθρο 8 της Εθνούς Συμφωνίας προβλέπει. Και είναι η καταχώρηση της πράξης του γάμου που συντάσσει ο εφημέριος στο λειξιαρχείο, καθώς και η προηγούμενη δημοσίευση ανακοίνωσης για την τέλεση του γάμου στο Δημαρχείο. Επίσης δεν θα μπορούν να γράφονται, να καταχωρούνται στο λειξιαρχείο, οι γάμοι, οι κανονικοί, δηλαδή που συνάπτουν το σύμφωνο του κανονικού δίκιο, εφόσον οι σύζυγοι δεν έχουν την απαιτούμενη ηλικία που προβλέπεται από το στικοδίκιο, και όταν υφίστανται κολλήματα τα οποία δεν μπορούν να θεραπευθούν. Στη συνέχεια υπάρχουν ιδικότερες ρυθμίσεις που αφορούν τα θέματα του κανονικού γάμου, στα οποία δεν χρειάζεται να επισέρθουμε σε τόση λεπτομέρεια, δεδομένου ότι δεν υπάρχει η ίδια προβληματική που θα έχει ενδιαφέρον για την Ελλάδα. Και περνάμε στο άρθρο 9. Η Ιταλική Δημοκρατία, στην παράγραφο 1, σύμφωνα με την αρχή της ελευθερίας του σχολείου και της δασκαλίας και μέσα στους όρους που βλέπονται από το Σύνταγμα, ανεγγυάται στην Καθολική Εκκλησία το δικαίωμα να ιδρύει ελεύθερα σχολεία οποιασδήποτε τάξης και βαθμού και εκπαιδευτικά ιδρύματα. Σε αυτά τα σχολεία που έχουν ίση μεταχείριση με τα υπόλοιπα, διασφαλίζεται η πλήρης ελευθερία και στους μαθητές τους. Μια μεταχείριση σχολείου που εξωμειώνται με εκείνη των μαθητών των σχολείων του κράτους και των άλλων εδαφικών οργανισμών του κράτους, ακόμη και όσον αφορά την εξέταση την κρατική. Η Ιταλική Δημοκρατία, αναγνωρίζοντας την αξία της θρησκευτικής κουλτούρας και λαμβάνοντας υπόψη ότι οι αρχές του καθολικισμού αποτελούν μέρος της ιστορικής κληρονομιάς του Ιταλικού λαού, θα συνεχίσουν να διασφαλίζουν στο πλαίσιο των σκοπών του σχολείου τη δασκαλία του καθολικού μαθήματος των θρησκευτικών, στα δημόσια σχολεία τα μη πανεμπιστημιακά, οποιασδήποτε τάξης και βαθμού, με σεβασμό στην ελευθερία συνείδησης και στην εκπαιδευτική ευθύνη των γονέων, είναι εγγυημένος οποιονδήποτε το δικαίωμα να διαλέγει εάν θέλει να αποφεληθεί, δεν θέλει να αποφεληθεί από αυτή τη διδασκαλία. Στην πράξη εγγραφής των μαθητών, στην πράξη εγγραφής τους, οι μαθητές ή οι γονείς τους στασχούν το εν λόγο δικαίωμα, ύστερα από έτηση της αρχής του σχολείου, χωρίς η επιλογή τους αυτή να μπορεί να δώσει οποιαδήποτε αφορμή για κάποια μορφή διάκρισης. Το άρθρο 9 διασφαλίζει την αρχή της ελευθερίας των σχολείων και της διδασκαλίας. Δηλαδή, διασφαλίζει την αρχή του ιδιωτικού σχολείου και της διδασκαλίας των ιδιωτικών σχολείων για την Καθολική Εκκλησία, μέσα στα όρια που προβλέπονται από το Σύνταγμα. Κατεφαρμογή λοιπόν αυτού του δικαιώματος της Καθολικής Εκκλησίας στην ελευθερία του σχολείου και της διδασκαλίας, η Καθολική Εκκλησία έχει το δικαίωμα να ιδρύει ελεύθερα σχολεία οποιασδήποτε τάξης ή βαθμού η εκπαιδευτικά ιδρύματα προσχολικής, αγωγής πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Αυτά τα σχολεία αποτελούν αντικείμενο ήσης μεταχείρισης με τα δημόσια σχολεία. Και οι μαθητές αποτελούν αντικείμενο μάλλον υποκείμενο μεταχείρισης εξομοιωμένης με τους μαθητές των κρατικών σχολείων και των άλλων δημόσιων σχολείων, δηλαδή των εδαφικών οργανισμών του ιταλικού κράτους. Η παράγραφος 2 αναγνωρίζει την αξία της θρησκευτικής κουλτούρας και λαμβάνει υπόψη ότι οι αρχές του καθολικισμού αποτελούν μέρος της ιστορικής κληρονομιάς του ιταλικού λαού. Γι' αυτό συνεχίζει η ιταλική δημοκρατία να διασφαλίζει το καθολικό μάθημα των θρησκευτικών σε προαιρετική βάση για όσους μαθητές το επιλέγουν και αυτό πρέπει να το δηλώσουν κατά την εγγραφή τους σε κάθε έτος φίτησης. Βέβαια δεν υπάρχει μάθημα θρησκευτικών σε πανεπιστημιακό επίπεδο. Άρθρο 10. Τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, παράγραφος 1 του Άρθρο 10, τα σεμινάρια, οι ακαδημίες, τα κολέγια και τα άλλα καθηδρίματα για κληρικούς και για μοναχούς και για την εκπαίδευση στις εκκλησιαστικές επιστήμες που ιδρύονται σύμφωνα με το κανονικό δίκαιο, θα συνεχίσουν να εξαρτώνται μόνο από την εκκλησιαστική αρχή. Όλα αυτά τα είδη σχολείων, οποιοδήποτε βαθμό από πανεπιστημιακό βαθμό και κάτω, όταν παρέχουν θρησκευτική διδασκαλία, εξαρτώνται αποκλειστικώς από την εκκλησιαστική αρχή. Όταν ιδρύονται δηλαδή κατά το κανονικό δίκαιο και παρέχουν θρησκευτική διδασκαλία, εξαρτώνται αποκλειστικώς από την εκκλησιαστική αρχή. Παράρρυφος 2. Οι ακαδημαϊκοί τίτλοι στη Θεολογία και στις άλλες εκκλησιαστικές επιστήμες, που καθορίζονται κατά συμφωνία μεταξύ των υψηλά συμβαλόμενων μερών, που απονέμονται από τις σχολές που εγκρίνονται από την Αγία Έδρα, αναγνωρίζονται από το κράτος. Αναγνωρίζονται επίσης τα διπλώματα, που αποκτώνται στις σχολές του Βατικανού Παλιογραφίας Διπλωματικής, Αρχιακής και Βιβλιοθικονομίας. Το άρθρο λοιπόν 2 αναφέρεται στη αναγνώριση την κρατική ακαδημαϊκών τίτλων στη Θεολογία και σε άλλες επιστήμες. Ποιες είναι οι άλλες εκκλησιαστικές επιστήμες καθορίζονται με συμφωνία ειδική, στην οποία παναπέμπει το άρθρο 10 της Συμφωνίας Πλαισίου του 1994. Τίτλοι, λοιπόν, η ακαδημαϊκή στη Θεολογία και στις άλλες επιστήμες, που απονέμονται από σχολές που εγκρίνονται από την Αγία Έδρα, αναγνωρίζονται από το κράτος. Όπως και τα διπλώματα που αποκτώνται στις συγκεκριμένες σχολές του Βατικανού, τις οποίες προναφέραμε. Η παράγραφος 3 του άρθρου 10 ορίζει «Η διορισμή των διδασκόντων του Καθολικού Πανεπιστημίου του Σάκρου Κόροι της Αγίας Καρδιάς και των εξαρτώμενων Ινστιτούτων» υπόκεινται στην απόλαυση, υπόκεινται σ' όνος ουμπορδυνάται, υπόκεινται στη διαβάθμιση της αρμόδιας εκκλησιαστικής αρχής κάτω από το προφύλτο θρησκευτικό, δηλαδή ειδικά για τους διορισμούς του Καθολικού Πανεπιστημίου του Σάκρου Κόροι και των εξαρτημένων από αυτό Ινστιτούτων. Αυτοί λοιπόν οι διορισμοί υπόκεινται στη διαβάθμιση της αρμόδιας εκκλησιαστικής αρχής από την πλευρά του θρησκευτικού προφύλου. Στο σημείο αυτό τελείωσε ο χρόνος της έκτης διάλεξης του μεταπτυχιακού των Θεσμών Ευρωπαϊκών Λαών του δεύτερου έτους και θα συνεχίσουμε πάλι με την Συμφωνία Πλαίσιο του 1984 μεταξύ Αγίας Έδρας και Ιταλικής Δημοκρατίας, εισερχόμενοι στο επόμενο άρθρο αυτής με αριθμό 12, στην επόμενη έβδομη διάλεξη. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. |