Διάλεξη 4 / Διάλεξη 4 / Διάλεξη 4

Διάλεξη 4: Στο σημερινό μας μάθημα θα συνεχίσουμε την παρουσίαση των θεολογικών σκέψεων του αρχαίου ομοχριστιανισμού, της θεολογικής σκέψης να το πω καλύτερα. Και μάλιστα είχαμε πει στα προηγούμενα μαθήματα, είδαμε την ιστορία της έρευνας για τον ιστορικό Ιησού, μιλήσαμε για τον ίδιο τον Ιησού και τ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Τσαλαμπούνη Αικατερίνη (Επίκουρη Καθηγήτρια)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας / Θεολογία της Καινής Διαθήκης
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά-Παρόμοια Διανομή
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=f8b4890e
Απομαγνητοφώνηση
Διάλεξη 4: Στο σημερινό μας μάθημα θα συνεχίσουμε την παρουσίαση των θεολογικών σκέψεων του αρχαίου ομοχριστιανισμού, της θεολογικής σκέψης να το πω καλύτερα. Και μάλιστα είχαμε πει στα προηγούμενα μαθήματα, είδαμε την ιστορία της έρευνας για τον ιστορικό Ιησού, μιλήσαμε για τον ίδιο τον Ιησού και τον Κύριο Ιημάκου, στη συνέχεια αναφερθήκαμε την πρώην εκκλησιαστική κοινότητα στην Ιερουσαλή. Και τώρα θα μπούμε πλέον σε ορισμένα μαθήματα τα οποία είναι αφιερωμένα στον κατεξοχή θεολόγο της πρώτης χριστιανικής κοινότητας, που είναι ο Απόστολος Παύλος. Θα αφιερώσουμε ορισμένα μαθήματα στη σκέψη του γιατί πραγματικά είναι μια σκέψη εξαιρετικά πολύπλοκη και σύνθετη με την έννοια ότι ο Παύλος συνδυάζει ταυτόχρονα στοιχεία από το αρχαίο εγωνοχριστιανικό κηρύγμα αλλά και δική του θεολογική παραγωγής και δημιουργίας. Επίσης θα δούμε ο Παύλος είναι βαθιά επηρεασμένος από την Παλαιά Διαθήκη και από το μήνυμα της και αυτό επίσης εντάσσεται μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της δασκαλίας του όπως θα δούμε μάλιστα σήμερα με περισσότερες δεπτομέρειες και μάλιστα σήμερα θα εστιάσουμε το ενδιαφέρομα σε δύο στοιχεία, σε δύο σημεία της θεολογίας του Παύλου, στη χριστολογία του και στη σωτριολογία του. Δηλαδή σε οτιδήποτε λέει όσον αφορά το πρόσωπο του Ιησού Χριστού και όσον αφορά το θέμα της σωτηρίας του. Μίλησες, εντύδοντας κάποια εισαγωγικά στοιχεία όσον αφορά στο θέμα μας, θα πρέπει να πούμε και γενικότερα στη θεολογική σκέψη του Παύλου, θα πρέπει να πούμε ότι η βάση για τη διερεύνηση του ζητήματος είναι καταρχάς οι εφτά επιστολές που θεωρούνται σήμερα γνήσιας του Αποστόλου Παύλου και συγκεκριμένα αυτές είναι οι Ρωμαίους, οι Α και Β Κοριθείους, οι Α Θεσσαλονικοί, οι Φιλιππησίους, οι Γαλάντας και οι Προσφυλίμωνα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα δούμε υπόψη και τα δεδομένα που έχουμε από τις λεγόμενες δευτεροπαύλιες επιστολές, οι οποίες σήμερα στην έρευνα θεωρούνται ότι είναι επιστολές οι οποίες σε γενικές γραμμές προέρχονται από τον κύκλο των μαθητών του Παύλου και ουσιαστικά αποτελούν την πρόσληψη και την επαναεπιεξεργασία και εφαρμογή της Παύλιας θεολογίας μέσα σε νέες βέβαια αυτή τη φορά ιστορικές και συνάφιες και διαφορετικές θεολογικές συζητήσεις. Αυτό είναι σημαντικό να το έχουμε υπόψη, είναι θέμα καθαρά μεθοδολογικό, αυτό δεν θα πω ότι μειώνει σε τίποτε τις λεγόμενες δευτεροπαύλιες επιστολές απ' ελλαγδίας, δείχνει τη συνέχεια που υπάρχει μέσα στη χριστιανική παράδοση ήδη από τα πρώτα χρόνια. Και φυσικά ως γνωστό όνος δευτεροπαύλιες τελούνται όλες οι υπόλοιπες 7 επιστολές, συγκεκριμένα η Β προς Θεσσαλονικής, οι Εφεσίους και οι Φιλιτισίους, η ΑΒ προς Θημόθεων, οι Προστίτων και οι Προσεβραίους επιστολή. Αυτές λοιπόν είναι οι επιστολές μας οι οποίες αποτελούν το ενδιαφέρον επόμενο βήμα και τον συνδετικό θα λέγαμε κρίκο με τα όσα θα ακολουθήσουν στη συνέχεια στον πρωίμο χριστιανισμό του δευτέρου αιώνα. Ένα δεύτερο στοιχείο μεθοδολογικό το οποίο είναι επίσης σημαντικό είναι ότι δεν θα πρέπει να περιμένουμε όταν διαβάζουμε τον Απόστολο Παύλο να βρούμε ένα κείμενο δοκίμιο συστηματικό θεολογίας. Κάτι το οποίο έχουμε συνηθίσει στο χώρο κυρίως ακαδημαϊκής θεολογίας και το οποίο σήμερα είναι ένα ιδιαίτερο θα λέγαμε θεολογικό είδος μέσα στο χώρο της θεολογικής συγγραφής. Όταν μιλάμε για τον Απόστολο Παύλο και γενικά για τα κείμενα της Καινής Διαθήκης θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μας και ιδιαίτερα αυτό είναι εμφανές στην περίπτωση του Παύλου το περιστασιακό τους χαρακτήρα. Και λέγοντας περιστασιακό χαρακτήρα εννοώ ότι ο Απόστολος Παύλος δεν ξεκινά το όλο έργο του με τη διάθεση να δώσει μια συστηματική ανάπτυξη της διδασκαλίας του. Όπως είπα και άλλα σε προηγούμενο μάθημα να έχει ένα κείμενο έναν Παύλος το οποίο θα το χωρίσει σε χριστωλογία, θεολογία, εκκλησιολογία, σχατολογία, οτιδήποτε από όλα αυτά. Αυτό είναι κάτι που εμείς εκ των ιστέρων κάνουμε διαβάζοντας τα κείμενα του Απόστολου Παύλου προσπαθούμε να συστηματοποιήσουμε τη σκέψη του. Και για να καταλάβουμε και εμείς ποιες είναι οι βασικές του θεολογικές προϋποθέσεις και ποιες είναι οι συνέπειες αυτού των θεολογικών προϋποθέσεων, ποιες είναι οι θεολογικές πρακτικές προεκτάσεις, τον όσον λέει. Αυτές οι τίτλοι που δίνουμε στα μαθήματα, χριστωλογία, θεολογία, σχατολογία κτλ είναι καθαρά εκ των ιστέρων και είναι καθαρά τεχνική όρη και ένας τεχνητός θα λέγαμε τρόπος οργάνωσης της σκέψης του Παύλου γιατί ακριβώς όπως θα δούμε πάρα πολλές φορές αυτά τα πράγματα συνδέονται μεταξύ τους τόσο στενά που κάποιες φορές είναι εξαιρετικά δύσκολο να διακρίνουμε το ένα από το άλλο, το ένα επηρεάζει πάρα πολύ το άλλο γιατί ακριβώς είναι μια συνεχή σκέψη ενός βαθιά στοχαζόμενο θεολόγου και ενός ανθρώπου με μια πολύ δυνατή εμπειρία. Έχουν εμπειριστασιακό χαρακτήρα γιατί ακριβώς τα κείμενα αυτά ο Παύλος τα γράφει απαντούντας σε ερωτήματα ή σε προβλήματα ή σε προκλήσεις που έχει από τις διάφορες κοινότητες στις οποίες είναι συνεργαστό ότι ο Παύλος είναι από αυτούς τους αποστόλους τους οποίους γνωρίζουμε αρκετά πράγματα όσον αφορά το ιεραποστολικό τους έργο, ο Παύλος ιδρύει μια σειρά από κοινότητες οι οποίες κοινότητες μεταξύ τους συνδέονται και ο ίδιος καταβάλει μεγάλες προσπάθειες αυτές οι κοινότητες να αισθανθούν αυτό το σύνδεσμο μεταξύ τους και επίσης να αισθανθούν και αυτό το σύνδεσμο με την Ιερουσαλήμ όπου θεωρεί ότι είναι ακριβώς η μητέρα όλων των εκκλησιών. Ο Παύλος δημιουργεί ένα πλέγμα κοινωτήτων, ένα δίκτυο με τη σύγχρονη ορολογία και προσπαθεί ακριβώς μέσα από τις επιστολές του ακριβώς γιατί για πρακτικούς λόγους αδυνατή να βρίσκεται παντού ή πάντοτε στις καταστάσεις που δημιουργούνται, προσπαθεί μέσα από τις επιστολές του λοιπόν να απαντήσει σε προβλήματα και να δηλώσει και την παρουσία του μέσα στις διάφορες κοινότητες. Από μέσα τα κείμενα έχουν περιστασιακό χαρακτήρα. Ο Παύλος δηλαδή, για παράδειγμα στην κόρυφη που είναι ένα πολύ χαρακτηστικό παράδειγμα η α από σκορετιούς είναι μια σπονδυλωτή επιστολή, διότι ο Παύλος απαντά σε διάφορα ερωτήματα, τα οποία ερωτήματα μάλιστα προφανώς είτε του τέθεσαν με επιστολές που έστειλαν οι κορύφοι είτε από πληροφορίες που ο ίδιος είχε και επομένως τον βλέπουμε εκεί να απαντά σε διάφορα θέματα τα οποία μπορεί μεταξύ τους να έχουν μια εν α προς κορυφείους που είναι η ιδέα της ενότητας της εκκλησίας, αλλά τα επιμέρους θέματα είναι θέματα θα λέγαμε περιστασιακού χαρακτήρα, γι'αυτό και ακριβώς δεν θα δούμε τον Παύλο να επανέρχεται συχνά στα ίδια θέματα εκτός να δοθούν βέβαια ίδιες ή παρόμοιες προκλήσεις. Πίσω όμως από αυτόν τον περιστασιακό χαρακτήρα το έργο της Θεολογίας Καινής Διαθήκης είναι να ανοιχνεύσει τις θεολογικές προϋποθέσεις και τις έννοιες εκείνες οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα τη στάση που παίρνει ο Παύλος στις συγκεκριμένες περιπτώσεις ή τις θέσεις τις οποίες αναπτύσσει. Αυτή είναι η δουλειά μας και εδώ υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα που έχει τεθεί στην έρευνα τα τελευταία χρόνια, κατά πόσο μπορούμε να μιλάμε για μια σταθερή σκέψη του Αποστόλου Παύλου ή για μια εξέλιξη της θεολογικής σκέψης του. Βυσικά αντιλαμβάνεται κανείς ότι ούτε η μεταστροφή του Αποστόλου Παύλου ούτε και η όλη εξέλιξη και πορεία της ζωής του μπορεί να φερθεί ως ένα ασφαλισμένο μέγεθος. Οπωσδήποτε υπάρχει εξέλιξη, οπωσδήποτε υπάρχει μια σταδιακή και σταδιακή θα λέγαμε κατανοήση από τον Παύλο του Μυστηριού του Ιησού Χριστού και οπωσδήποτε μια σταδιακή και αυξανόμενη προοδευτική εμβάθηση στο μήνυμα του Ευαγγελίου από τον Απόστολο, παρόλο που για παράδειγμα στις πράξεις του Αποστόλου αυτά παρουσιάζονται σαν να είναι δεδομένα. Ωστόσο σήμερα δεν είμαστε σε θέση πάντοτε να διακρίνουμε αυτή την εξέλιξη στη σκέψη του Παύλου. Και τι θα πει αυτό, αυτό φίλεται καταρχάς ότι έχουμε πάρα πολύ μικρό αριθμό κειμένων του Παύλου, έχουμε μόνο 7 επιστολές που θεωρούνται γνήσιες Παύλιες οι επόμενες είναι το επόμενο στάδιο μετά το θάνατο του Παύλου, τουλάχιστον αυτό δέχεται σήμερα σε γενικές δραστηριότητες και αυτό αποτελεί βάση θα λέγαμε και των παρόντων μαθημάτων. Από την άλλη μεριά όμως έχουμε και το εξής πρόβλημα ότι δεν έχουμε αρκετή πληροφόρηση για όλη τη δράση του Παύλου. Ξέρω πράγματα για τον Παύλο, κυρίως από τις πράξεις, αλλά ακόμα και η εικόνα που έχουμε για τον Παύλο από τις πράξεις είναι μία εικόνα ως συγγραφέ ο οποίος μάλλον τουλάχιστον σε κάποια σημεία ενδιαφέρει πάρα πολύ από την εικόνα που έχουμε από τις επιστολές. Αυτό σημαίνει δηλαδή ότι ο συγγραφέας των πράξεων προφανώς είναι κάποιος ο οποίος δεν έχει άμεση γνώση του Παύλου αλλά ίσως είναι ένας μαθητής ο οποίος ανοίξει ένα ευρύτερο κύκλο των μαθητών του Αποστόλου Παύλου και ίσως σε μια δευτεροπαύλια ομάδα μαθητών. Όμως καταλαβαίνετε ότι εδώ μας λείπουν κομμάτια από την ιστορία, μπορεί βέβαια να ξέρουμε αρκετά πράγματα για τον Παύλο, στην πραγματικότητα όμως αν κανείς τα βάλει κάτω και τα συγκρίνει θα δείτε ότι ξέρουμε πολύ λίγα. Ίσως ξέρουμε λίγο περισσότερα, σαφώς πολύ περισσότερα από ό,τι για άλλους Αποστόλους, ίσως ξέρουμε αρκετά τόσα όσα ίσως και για τον Ιησού Χριστό, αλλά και πάλι ξέρουμε λίγα. Ξέρουμε λίγα και μας λείπουν κομμάτια από την πορεία της ζωής του έτσι ώστε να μπορούμε να δούμε τι ακριβώς συνέβη στα χρόνια της δράσης του και δεν έχουμε πιστολές από όλη τη φάση της δράσης του παρά μονάχα από ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα ανάμεσα στο 1951, 1952 και 1956-1957, τότε καταλαβαίνετε ότι είναι ένα μάρα πολύ μικρό χρονικό διάστημα για να μπορέσουμε να μιλήσουμε είτε για εξέλιξη είτε για σταθερότητα. Αυτό που είναι όμως ενδιαφέρον είναι συγκεκριμένες επιστολές οι οποίες γράφονται στην ίδια περίπου εποχή. Παρατηρούμε μία θα λέγαμε κοινή σκέψη του Παύλου, δηλαδή ιδέες οι οποίες εντοπίζονται μέσα στις επιστολές του. Θα λέγαμε ότι γενικά είναι οι ίδιας ή τέλος πάντων προσιάζουν κάποιες αναπτύξεις περισσότερες στο μία ή στην άλλη επιστολή αλλά ουσιαστικά οι θεολογικές του βάσεις είναι σταθερές. Αυτό μας οδηγεί βέβαια στο συμπέρασμα ότι για αυτό τουλάχιστον το κομμάτι μπορούμε να έχουμε μία αρκετά, δεν θα έλεγα σαφή αλλά τουλάχιστον μία συγκεκριμένη εικόνα για το πώς σκέφτεται και λειτουργεί ο Απόστολος Παύλος. Και εδώ δεν έχουμε σαφή γιατί καταλαβαίνετε πάρα πολλά πράγματα. Σήμερα είναι υπό συζήτηση όσον αφορά το τι ακριβώς εννοούσε ο Παύλος ή πώς ακριβώς κατανοούσε ορισμένα από αυτά. Μιλώντας τώρα για Χριστολογία όπως είπα ότι θα είναι το πρώτο μέρος του μαθήματός μας, όταν λέμε Χριστολογία ουσιαστικά στη γλώσσα της θεολογίας καινείς Διαθήκης, εννοούμε την παρουσίαση του προσώπου του Ιησού Χριστού και του ρόλου του μέσα στην ιστορία της σωτηρίας. Ποιος ήταν δηλαδή ο Ιησούς Χριστός και ποια είναι η θέση του μέσα στο έργο της σωτηρίας, έτσι όπως το αντιλαμβάνει το Παύλος και την παρουσιάζει. Νομίζω βέβαια και άλλη φορά ότι ο Παύλος δεν είναι αυτό από της μάρτυρας. Ο Ίδιος βέβαια θα μιλήσει στις Εναλφακοριθείους και θα θεωρίζει και τον εαυτό του μάρτυρα της Ανάστασης του Ιησού, αναφέροντας εκεί τον κατάλογο των μαρτύρων της Ανάστασης και θα πει ότι τελευταίο ανάμεσα σε όλους αυτούς που εφανίστηκε ο Κύριος, ήμουν και εγώ. Ο Ίδιος δεν θεωρεί ότι ως ένα σημείο είναι μάρτυς της Ανάστασης. Από την άλλη μου σμεριά, η ανήθεια, το είπαμε και στο προηγούμενο μάθημα όσον αφορά σε σχέση με τους Ελληνιστές, ο Παύλος είναι μαθητής των πρώτων μαθητών του Ιησού. Επομένως, έχει τεθεί πολλές φορές το ζήτημα κατά πόσο ο Παύλος ουσιαστικά είναι πιστός στο κήρυγμα του ιστορικού Ιησού, κατά πόσο συνεχίζει αυτό που λέει ο Ιησούς ή αν υπάρχουν διαφοροποιήσεις. Υπάρχει μια μεγάλη μερίδα, υπήρχε τουλάχιστον παλαιότερα, μια μεγάλη μερίδα ρέντον, η οποία πίστευε και ότι ο Παύλος ουσιαστικά απομακρύνεται από το κήρυγμα του Ιησού, ουσιαστικά, εισάγει καινούργιες ιδέες και μάλιστα πολύ συχνά και σε λαϊκότερες μορφές θεολογίας ακούγεται πολύ άδικα πολλές φορές ότι η κρίση ότι ο Παύλος ουσιαστικά δεν έχει καμία σχέση με το κήρυγμα του Ιησού πονάντι σε αυτό που είναι ένας Εβραίος ο οποίος προσπαθεί, δοσλαβάνει ας πούμε το κήρυγμα του Ιησού και ουσιαστικά του δίνει μια εβραϊκή ερμηνεία. Αυτό είναι εξαιρετικά ανακριβές και άδικο με την έννοια δηλαδή ότι διαβάζοντας τα κείμενα του Παύλου βλέπουμε ότι ο Παύλος μπορεί μεν να μην έχει μία αφήγηση για τη ζωή του Ιησού στον τρόπο που την έχουμε συνηθίσει στα Ευαγγέλια. Ο Παύλος δεν αφηγείται την ιστορία του Ιησού γιατί δεν είναι ο στόχος του αυτός. Είπαμε ότι ο στόχος του κειμένου ήταν να αντιμετωπίσει συγκεκριμένα προβλήματα. Ήρθε και έναν προστασιακό χαρακτήρα όλη η πιστολογραφία του Παύλου. Αυτό που κάνει ο Παύλος, όμως, είναι ότι γνωρίζοντας τη ζωή του Ιησού και το κήρυγμα του Ιησού, πάνω σε αυτό χτίζει, για να απαντήσει, στα διάφορα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει στις διάφορες κοινότητες. Τα απλό παράδειγμα. Στην άλμο προς Θεσσαλονικής, όταν οι Θεσσαλονικοί αντιμετωπίζουν και του θέτουν το ζήτημα, το ρώτημα, τι θα γίνει με την Δευτέρα Παρουσία, εσύ μας είπες ότι θα έρθει και ότι δεν θα περάσει αυτήν την κενιά μέ πως είναι από το κήρυγμα του Ιησού. Ενώ, όμως, τώρα εμείς πεθαίνουμε, γιατί φαίνεται ότι είχαν αρχίσει να πεθαίνουν κάποιοι χριστιανοί ανάμεσα στους Θεσσαλονικείς, πράγμα που τους προκάλεσε, θα λέγαμε, ένα σκανδαλισμό και ένα προβλήμα. Και ο Παύλος λέει ότι εγώ σας είπα αυτά και σας λέω με βάση τα λόγια του Ιησού. Καλείται δηλαδή τους Λόγους του Κυρίου, όπως τον ονομάζει, αναφέρει κάποια πράγματα που σήμερα θεωρούμε ότι είναι κομμάτια από το κήρυγμα του ίδιου του Παύλου εδώ στη Θεσσαλονίκη, το οποίο τους το υπεθυμεί, και το οποίο ουσιαστικά δεν είναι τίποτε άλλο παρά το κήρυγμα του ίδιου του Ιησού, γιατί ξέρουμε ότι και ο Ιησούς έχει ανάλογες διδασκαλίες μέσα στα λόγια και στις δ ανθρώπους κορηθείους μιλώντας για το θέμα της ενότητας και κυρίως για τα προβλήματα που δημιουργούνται κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας. Ο Παύλος θα ανατρέξει στα ιδρυτικά λόγια και στο ιδρυτικό θα λέγαμε γεγονός της Θείας Ευχαριστίας, στο μυστικό δείπνο, θα επαναλάβει κάποια στοιχεία τη γνωστή σε εμάς από τα Ευαγγέλια και ιστορία, και πάνω σε αυτή θα στήσει μετά όλη τη δασκαλία του λέγοντος ότι δεν μπορείτε να μαζεύεστε στα δείπνα, τα κοινά δείπνα και στο κυριακό δείπνο όπως το ονομάζεται, το δείπνο της Ευχαριστίας, και άλλοι να τρώτε και άλλοι να μην τρώτε, γιατί θα πούμε ότι στην Αρχαία Εκκλησία δείπνο και ευχαριστία ήταν συνδεδεμένα μεταξύ τους, δηλαδή συμμετείχαν στην Ευχαριστία και έτρωγαν και μαζί. Όλοι μαζί εκεί είχε δημιουργηθεί ένα πρόβλημα όπως γνωρίζετε, οι έχοντες και οι μη έχοντες ήταν δύο διαφορετικές πιθανόν κοινωνικές ομάδες, οι έχοντες είναι αυτοί που είχαν προφανώς κάποια οικονομική επιφάνεια, οι οποίοι φρόντιζαν να απολαμβάνουν στο δείπνο τα καλύτερα τα οποία έφεραν μαζί τους χωρίς να τα νοιράζονται με τους στοχούς. Ο Παύλος βλέπει εδώ ένα σημαντικό πρόβλημα, βλέπει ένα πρόβλημα θα λέγαμε που απειλεί την ενότητα της Εκκλησίας και γι' αυτό ανατρέχει στους λόγους του Ιησού και ανατρέχει στον περιστατικό της Θείας Ευχαριστίας, στον μυστικό δείπνο για την ακρίβεια για να διδράξει από εκεί πέρα τους κορύθιους και να τους προτείνει κάτι το οποίο φυσικά δεν το βρίσκουν μέσα στα Ευαγγέλια, διότι δεν υπήρχε αυτός ο κορυματισμός φυσικά μέσα στα κείμενα του Ευαγγέλιου γιατί εκεί είναι άλλες οι προϋποθέσεις και άλλοι λόγοι πολυγούς στη συγγραφή τους. Βλέπουμε λοιπόν πώς ο Παύλος, και έφερα δύο απλά και πολύ χαρακτηστικά παραδείγματα, συνεχίζει την ίδια σκέψη που υπάρχει μέσα στη τασκαλία του Ιησού. Επομένως ο Παύλος γνωρίζει και το κήρυγμα του Ιησού, γνωρίζει τη τασκαλία του και πάνω σε αυτή χτίζει και αυτό ακριβώς είναι η Θεολογία και αυτό ακριβώς είναι και η Παράδοση. Η Παράδοση σημαίνει στατικότητα, ούτε η Θεολογία σημαίνει στατικότητα, σημαίνει επανερμηνία, ένταξη μέσα στα νέα πλαίσια ιστορικά, κοινωνικά, θεολογικά του προηγούμενου μηνύματος, έτσι ώστε να είναι πάντοτε επίκαιρο και πάντοτε να έχει σημασία για τους ανθρώπους. Από την άλλη μεριά όταν λέμε σωτριολογία συνειδητοποιούμε δύο πράγματα στη γλώσσα πάλι της Θεολογίας και της Διαθήκης. Το ένα είναι το πάθος και η Ανάσταση του Χριστού και τι σημασία έχουν αυτά τα πράγματα, αυτά τα δύο γεγονότα. Αυτό είναι το ένα, δηλαδή είναι το ιστορικό γεγονός θα λέγαμε του πάθους και της Ανάστασης, το γεγονός το οποίο ογουσαστικά σηματοδοτεί τη σωτηρία. Αυτό είναι το ένα. Το δεύτερο στοιχείο που εξιτάζουμε στη σωτριολογία είναι η σημασία που έχει το γεγονός της σωτηρίας ως περιεχόμενο του χριστιανικού κηρύγματος και ως πραγματικότητα πλέον της Εκκλησίας. Δηλαδή ο Σταυρός και η Ανάσταση του Ιησού τι σημασία μπορούν να έχουν για τις επόμενες γενιές, για όλους τους χριστιανούς, κάθε εποχής και κάθε εθνικότητας, όλους αυτούς αυτοί οι οποίοι ανήκουν στην Εκκλησία αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο τη σημασία έχουν. Αυτό το δεύτερο κομμάτι της σωτριολογίας για τα δύο θα τα δούμε να υπάρχουν μέσα στο κήρυγμα του Παύλου, βέβαια κυρίως εστιάζει στο πρώτο στη σημασία του Παύλου και της Ανάστασης του Χριστού αλλά υπάρχουν πάρα πολλές προεκτάσεις μέσα για όλη τη σημασία που μπορεί να έχει το γεγονός της του Παύλου και της Ανάστασης για όλους τους χριστιανούς. Και καταλαβαίνετε λοιπόν από αυτό ότι η Χριστολογία και οι Συντριολογίες, τα σκέψεις του Παύλου συνδέονται πάρα πολύ, αυτό θα φανεί πάρα πολύ καθαρά στη συνέχεια, εξετάζοντας επιμέρους κμήματα της διδασκαλίας του Παύλου όσον αφορά το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, πως απώρεια της χριστολογικής σκέψης του Παύλου είναι τα όσα λέει περί σωτηρίας και θα το δούμε αυτό μέσα από παραδείγματα. Ας ξεκινήσουμε τώρα λίγο να δούμε ποιους χριστολογικούς τίτλους συνήθως χρησιμοποιεί ο Παύλος για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Θα πω καταρχάς ότι όταν λέμε χριστολογικούς τίτλους, εννοούμε εκείνες τις φράσεις, εκείνους τους χαρακτηρισμούς, οι οποίοι αποδίδουν ή προσπαθούν να περιγράψουν κάτι από την φύση και από τη δράση και το ρόλο του Ιησού μέσα στο σχέδιο της σωτηρίας. Θα δούμε ότι στον Παύλο απουσιάζουνε ορισμένοι παραδοσιακοί χριστολογικοί τίτλοι, όπως για παράδειγμα δεν θα βρούμε τον όρο ο Υιός του ανθρώπου. Έναν όρο που πολύ συχνά τον βρίσκουμε στα συνοπτικά Ευαγγέλια και είπαμε σε παλαιότερο μάθημα ότι ουσιαστικά αποτελεί και έναν από τους βασικούς αυτοχαρακτηρισμούς του Ιησού. Ρησούς φαίνεται ότι προτιμούσε πολύ συχνά να αναφέρει προς τον εαυτό του χαρακτηρίζοντας τον Υιό του ανθρώπου. Επίσης δεν απουσιάζει ένας άλλος ενδιαφέρον πρωτοχριστιανικός χριστολογικός τίτλος, ο οποίος τον δανείζεται το αρχαίο χριστιανικό κήρυγμα από την προφητική διδασκαλία και αυτός είναι ο τίτλος Δούλος Κυρίου. Δούλος Κυρίου είναι ένας τίτλος που υπάρχει υπές Κυρίου στο αρχαίο, υπάρχει στον Δευτεροϊσαία, είναι ένα πρόσωπο το οποίο έχει μεσιανικά χαρακτηριστικά και ο οποίος έρχεται και θυσιάζεται για τον λαό και είναι ο απεσταλμένος του Θεού. Αυτό αυτό το πρόσωπο ερμηνεύτηκε μέσα στον χριστιανικό κήρυγμα ως ο Ιησούς Χριστός, για αυτό δουλεύουμε πάρα πολλές φορές ο Ιησούς να αναλαμβάνει αυτόν τον ρόλο και να υπάρχει και αυτός ο χαρακτηρισμός, ο χριστολογικός δηλαδή τίτλος για αυτόν μέσα σε άλλα κείμενα της Καινής Διαθήκης. Ο Πάντως δεν τις χρησιμοποιεί αυτός τους δύο όρους. Και επίσης δεν επιμένει τόσο πολύ στη δαβηδική καταγωγή του Ιησού. Είναι η δαβηδική καταγωγή, όπως έχουμε πει, συνδέεται και με τη μεσιανική ιδιότητα του Ιησού, αφού από τη γενιά του Δαβίδ ο Ιουδαισμός προσδοκούσε την έλευση του Μεσσία. Αυτός ο χριστολογικός τίτλος, ο Ιός του Δαβίδ, η Απόγονος του Δαβίδ, παίζει σημαντικό ρόλο στα Ευαγγέλια. Θα θυμίσω τον ρόλο που παίζει μέσα στον Καταματσαίον Ευαγγέλιο, όπου από την αρχή τονίζεται η δαβηδική αυτή καταγωγή του Ιησού, ή ακόμα και στον Καταλουκάν Ευαγγέλιο, ιδιαίτερα στη λεγόμενη προϊστορία του Ιησού, δηλαδή στα πρώτα κεφάλαια και στον Ευαγγελισμό, όπου εκεί και πάλι είναι ξεκάθαρος αυτός ο σύνδεσμος μεταξύ του Δαβίδ και του προσώπου του Ιησού. Ο Παύλος δεν το κάνει αυτό, δεν ενδιαφέρεται για να τονίσει τόσο τη δαβηδική καταγωγή, ας μην ξεχνάμε ότι κυρίως απευθύνται σε ανθρώπους, σε χριστιανούς εξεθνών, όπου μία τέτοια συζήτηση για τον δαβηδικό Μεσσία, ίσως να μην είχε και τόσο μεγάλη σημασία. Βλέπετε, υπάρχει μια αναφορά στην προζωμένη συμπιστωλή στον Ιησού ως απόγονο του Δαβίδ, όπου λέει εκεί μιλώντας τον Ιησού, γεννωμένο εξπέρματος Δαβίδ, κατά σάρκο ότι ως πως την ανθρώπινη του καταγωγή είναι απόγονος του Δαβίδ. Και φυσικά εκεί ο Παύλος το χρησιμοποιεί για να δείξει ότι στο πρόσωπο του Ιησού εκπληρώνονται οι προφητείες. Ο όρος που κυρίως συναντώνουμε στον Παύλο είναι ο όρος Χριστός. Θα πρέπει να πω βέβαια ότι ο όρος Χριστός αρχικά ήταν ένας χριστολογικός τίτλος, δηλαδή ένας τίτλος ο οποίος συνόδευε το όνομα του Ιησού, σαν επίθετο. Δηλαδή ο Χριστός ως όρος είναι μια ελληνική λέξη, η αντίστοιχη για τη λέξη Μεσσίας της εβραϊκής γλώσσας, Μασιά, που είναι και χρησμένος, ο απεσταλμένος του Θεού. Οι Χριστιανοί από την αρχή είπαμε ότι τόνισαν τη δαβιδική καταγωγή και τη μεσιανική ιδιότητα του Ιησού και επομένως του προσέδωσαν τον τίτλο Χριστός. Στα χρόνια του Παύλου φαίνεται ότι είμαστε στη φάση εκείνη, όπου αυτή η λέξη, αυτό το επίθετο Χριστός, καθίσταται πλέον δεύτερος συνθετικός του ονόματος του Ιησού. Ήρθατε σήμερα πλέον να μην λέμε Ιησούς, αλλά να λέμε Ιησούς Χριστός και να εννοούμε ένα πρόσωπο, τόσο που πολλές φορές λαμφασμένα ορισμένοι να θεωρούν ότι και τα δύο αποτελούσαν εξ αρχής ονόματα του Ιησού, το επίγειο όνομα του Ιησού, το όνομα του Ιησού κατά άνθρωπο ήταν Ιησούς. Χριστός είναι ο τίτλος ο Χριστολογικός, τον οποίο προσέδωσε σ' αυτόν η εκκλησία που είδε στο πρόσωπό του τον Μεσσία, ο οποίος όμως ακριβώς μέσα από μία συνεχή χρήση κατέληξε σιγά σιγά να γίνει το δεύτερο του όνομα. Γι' αυτό και σήμερα, βλέπετε, πολλές φορές αποφεύγετε εξ ολοκλήρου να αναφέρετε το όνομα Ιησούς και η επιμονή είναι κυρίως το όνομα Χριστός. Ο όρος Χριστός τώρα, επειδή στο όσο στον Παύλο, έχει ακόμα πολλές φορές τον χαρακτήρα του Χριστολογικού τίτλου, δηλαδή είναι μεν πολύ συχνά το δεύτερο συσθετικό του ονόματος του Ιησού, με άλλη μεριά, όμως υπάρχουν φορές που φαίνεται ότι ο Παύλος το κατανοεί ως τίτλο. Δηλαδή, ότι ακόμα διατηρεί το περιεχόμενο το οποίο είχε αρχικά. Και μάλιστα στον Παύλο, ο όρος Χριστός συνδέεται κυρίως με το Σταυρό και την Ανάσταση του Ιησού. Γι' αυτό θα δούμε πολλές φορές να λέει ο Σταυρός του Χριστού, ο Εσταυρωμένος, Χριστός Εσταυρωμένος και ούτω καθεξής, είναι με όνομα, αλλά βλέπουμε εδώ ότι ήδη ακόμα διατηρεί κάποια στοιχεία από την αρχική του λειτουργία ως επίθετη. Βέβαια, ήδη στην εποχή του είπα είναι δεύτερο συστατικό το ονόματος του Χριστού, αλλά χωρίς αυτό πάντοτε να είναι και απόλυτο. Πρέπει κανείς να προσέξει λίγο πώς ο Παύλος χρησιμοποιεί τον όρο. Ένας άλλος όρος που πολύ συχνά ο Παύλος χρησιμοποιεί είναι ο όρος Κύριος. Όταν μιλάει για τον Ιησού, δεν τον λέει Ιησού ή Ιησού Χριστό, αλλά πολύ συχνά τον ονομάζει Κύριος και μάλιστα το χρησιμοποιεί συνήθως χωρίς άρθρο αυτόν τον τίτλο. Και το βρίσκουμε κυρίως αυτόν τον τίτλο του Ιησού στις διάφορες ομολογίες τις οποίες έχει ο Παύλος μέσα στο κείμενό του, όπου λέει Κύριος Ιησούς, τον ονομάζει, ή Ισ-Κύριος, ένας είναι ο Κύριος, και ούτω καθεξής. Ο όρος κύριος στον Παύλο κυρίως αναφέρεται στον ασθημένο Ιησού, δηλαδή συνήθως, αλλά υπάρχουν περιπτώσεις που τον χρησιμοποιεί τον όρο και για την επίγεια φάση της ζωής του Ιησού. Δηλαδή βλέπουμε ότι δεν έχει μία σταθερότητα, έχει μία, θα λέγαμε, ρευστότητα ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί ο Παύλος τον όρο. Λέει ο λόγος του Κυρίου και αναφέρει κάποιο κομμάτι της δασκαλίας του Ιησού, ή μιλώντας για την οικογένεια, τα αδέρφια του Ιησού λέει οι αδελφοί Κυρίου. Καταλαβαίνουμε ότι ο Παύλος, βέβαια, αυτό δείχνει σαφώς ότι στη σκέψη του Παύλου ο επίγειος Ιησού με τον ασθημένο Ιησού αποτελούν μία ενότητα. Δεν είναι δύο διαφορετικά πρόσωπα, όπως είπαμε, προς έγινη προσπάθεια να τονιστεί απορρισμένους κύριος δυτικούς θεολόγους. Και το βασικότερο είναι επίσης ότι ο Παύλος συνδέει αυτόν τον τίτλο και με τις δύο φάσεις της ζωής, θα λέγαμε, του Ιησού. Λέω ενδιαφέρον ότι ο όρος Κύριος έχει μία λειτουργική χρήση μέσα στον Παύλος. Δηλαδή, βλέπουμε ότι συχνά ο Παύλος λέει ότι ο όρος αυτός τον έρωτα χρησιμοποιείται με κάποιο λειτουργικό λεξιλόγιο, όπως λέει στη Ρωμαίως, ας πούμε, επικαλείστε το όνομα Κύριου. Η επίκριση μπορεί κανείς να την κατανοήσει και μέσα στο πλαίσιο της λειτουργικής ζωής. Επίσης, πολύ γνωστή μας ο Κύριος ημών, ή την φράση την οποία ο Παύλος διασώζει σταραμαϊκά, στην Αλθόπρος Κορυφίου, ήταν πολύ ενδιαφέρος αυτή η φράση, γιατί είναι σταραμαϊκά και η οποία πιστεύουμε σήμερα ότι προέρχεται από κάποια λειτουργική επίκληση της Αρχαίας Εκκλησίας, η φράση «Μαράνα θα», ο Κύριος εγγύς, δηλαδή εκεί, ή της ουφηλή των Κύριων, ή το ανάθεμα «Μαράνα θα». Όποιος δεν αγαπάει τον Κύριο, ας ξεχωρίσει από τη μέσα από την κοινότητα, ο Κύριος εγγύς, ο Κύριος έρχεται. Προφανώς, ήταν μια ομολογία ή μια δήλωση της κοινότητας μέσα σε κάποιο λειτουργικό πλαίσιο, τουλάχιστον αυτή είναι μια από τις ευχές και ελεμονίες που έχει γραφεί. Ο Ιησούς, όμως, εκτός από Κύριος, εκτός από Χριστός, στον Παύλο συχνά ονομάζεται και Υιός του Θεού. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό, θα δούμε ότι ο χριστουργικός ασθεντός δεν είναι πανταπαντού μέσα στην Καινή Διαθήκη, ας πούμε ο Μάρκος για παράδειγμα τον αποφεύγει, είναι πολύ έντονη η ιδέα και η χρήση του στον κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο. Εδώ, στον Παύλο, τη βρίσκουμε στη μορφή Υιός Θεού ή Υιός του Θεού. Και όταν χρησιμοποιεί τον όρο αυτό ο Παύλος, συνήθως αναφέρεται στην αποστολή του Ιησού μέσα στον κόσμο, αλλά και στην Ανάστασή του. Γιατί ακριβώς αποτέλεσμα της ιδιότητας του Ιησού, ότι είναι ο Υιός του Θεού, είναι και η Ανάστασή του. Μου λέει, χαρακτηριστικά στο Ρωμαίους 1.4, δηλαδή πολύ πολυαρχή στην επιστολή του, μιλώντας για τον Ιησού, ορισθέντος Υιού Θεού, εν δυνάμη, κατά Πνεύμα αγιωσύνης, εξ Αναστάσεως νεκρών. Εδώ, βλέπετε, είναι πολύ σύνδετη η σκέψη και η σύνταξη του Παύλου, αλλά αν προσέξουμε, ο Παύλος εδώ συνδυάζει τρία πράγματα. Καταρχάς, ότι είναι ο Υιός του Θεού και έχει τη δύναμη που έχει ένας Υιός του Θεού, το Πνεύμα της αγιωσύνης και κυρίως, το τελευταίο, την Ανάσταση των νεκρών. Θα συνδέονται μεταξύ τους. Πολλές φορές, στην σκέψη του Παύλου, εδώ φέραμε απλώς ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Αναφή, πολλά, οι τρεις βασικοί χριστολογικοί τίτλοι, στους οποίους αναφερθήκαμε, δηλαδή Κύριος, Υιός του Θεού και Χριστός, είναι ο τίτλοι οι οποίοι έχουν ο καθένας το δικό του ιδιαίτερο περιεχόμενο. Μπορεί βέβαια κάπου να ταυτίζονται ή να συναντιώνεται ο ένας να επικαλείπτει τον άλλο, στην πραγματικότητα, όμως, ο καθένας από αυτούς έχει και μια ιδιαίτερη σημασία και μια ιδιαίτερη λειτουργία. Έτσι, για παράδειγμα, η Υιός του Θεού περισσότερο τονίζει τη σχέση του Ιησού με τον Θεό, αλλά τονίζει ταυτόχρονα και την εξουσία και τη δύναμη. Στο στιγμή που είναι ο Υιός του Θεού, καταλαβαίνει η κανείς ότι έχει την εξουσία που έχει ο ίδιος ο Θεός, έτσι και την ίδια, θα λέγαμε, δύναμη. Ο όρος Χριστός, είπαμε, αναφέρεται κυρίως στο Σταυρό και την Ανάσταση του Ιησού και ο όρος κύριος τόσο στην επίγεια δράση του και στον Αναστημένο Ιησού. Μας, δηλαδή, βλέπουμε ότι υπάρχει αυτή η επικάλυψη, υπάρχει, όμως, μια ιδιαίτερη κάθε φορά έμφαση, μερικές φορές πολύ λεπτοί και δύσκολο διάκριτοι, σε κάθε επιμέρους τίτλων. Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτοί οι τίτλοι εντάσσονται πολύ συχνά μέσα σε ομολογίες πίστεως στα κείμενα του Παύλου. Υπάρχουν τέτοιες ομολογίες πίστεως οι οποίες συνδέονται προφανώς και με το πρωτοχριστιανικό κήρυγμα και την πρωτοχριστιανική λειτουργική ζωή, λατρευτική μάνοζωή και ο Παύλος πολύ συχνά λέει ότι είναι σημαντικό να ομολογεί κανείς τον Ιησούχ και μάλιστα χρησιμοποιεί αυτούς τους τίτλους ως στοιχείο αυτής της ομολογίας. Λέει χαρακτηριστικά «εάν ομολογήσεις εν τω ονόματί σου Κύριον Ιησούν», αν ομολογήσεις δηλαδή ότι ο Ιησούς είναι Κύριος. Αυτό είναι σαφώς μια χρήση ενός κριστολογικού τίτλου μέσα σε μια συνάφεια ομολογίας πίστες. Και φυσικά αυτού που πρέπει πάντοτε να έχουμε εμπόδιο, όπως επικαλείδονται μεν οι όροι συχνά, έχουν τον ιδιαίτερο τους χαρακτήρα, υπάρχει ένας κοινός άξονας όμως, και ο κοινός άξονας είναι ο σταυρός και η ανάσταση του Ιησού. Αυτά είναι πολύ σημαντικά σημεία στη σκέψη του Παύλου, βλέπουμε πολύ συχνά γίνεται μια προσπάθεια να τα διακρίνουμε αυτά, ιδιαίτερα απορρισμένους δυτικούς θεολόγους και τονίζεται ιδιαίτερα ο σταυρός του Ιησού, κάποιοι άλλοι σε αντίθεση και στον αντίποδα προς αυτό απαντούν και λένε κυρίως θα πρέπει να τονίσουμε την ανάσταση, νομίζω ο υπερτονισμός του ενός ή του άλλου αδικεί τη σκέψη του Παύλου, γιατί στον Παύλο αυτά τα δύο είναι νομένα μεταξύ τους. Το ένα είναι όχι συνέπεια το άλλο, το ένα προϋποθέτει το άλλο και επομένως δεν μπορούμε να πούμε ότι ένα από τα δύο πρέπει να τονίσουμε, γιατί ακριβώς τονίζοντας το ένα από τα δύο χάνουμε το βαθύτερο νόημα της σκέψης του Παύλου. Και τα δύο του Παύλου λοιπόν είναι κεντρικά θέματα, σημαντικά θέματα, είναι αυτή η κεντρική θεολογική άξοδος πάνω στους οποίους χτίζει όλο το οικογραμμό. Μια ενδιαφέρουσα παράμετρος της σκέψης του Παύλου είναι το θέμα της προείπαρξης και της ενανθρώπισης του Ιησού Χριστού. Θα πω πάλι ότι δεν υπάρχει έννοια της προείπαρξης του Ιησού σε όλους τους, θα λέγαμε, στις συγγραφείς της Καινής Διαθήκης. Δηλαδή, υπάρχουν συγγραφείς οι οποίοι τονίζουν ιδιαίτερα το θέμα της προείπαρξης ή το προϋποθέτουν με έναν αρκετά εμφανή τρόπο, χαρακτηριστικό παράδειγμα το πρόλογος του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου, υπάρχουν όμως άλλοι συγγραφείς οι οποίοι δεν το αναφέρουν ιδιαίτερα και δεν το φέρνουν στο προσκήνιο. Ο Παύλος προϋποθέτει αυτήν την προείπαρξη και φυσικά η προείπαρξη συνδέεται στη σκέψη του Παύλου και με την ανθρώπιση του Ιησού, με έναν τρόπο που μάλιστα μερικές φορές είναι ιδιαίτερα, θα λέγαμε, δύσκολο να διακριθεί το ένα από το άλλο. Ένα πάρα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι στην Προσφυλιπισίους Επιστολή, ο λεγόμενος Χριστωλογικός Ιημός, στο οποίο βρίσκουμε ήδη στην αρχή της Επιστολής, είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον γιατί ακριβώς θα δούμε εκεί πώς συνδέονται οι δύο ακριβώς αυτές οι έννοιες, δηλαδή η προείπαρξη, ότι ο Ιησούς προϋπήρχε και στη συνέχεια τον έστειλε ο πατέρας του στον κόσμο και εν ανθρώπισε. Αυτή η ιδέα λοιπόν είναι εξαιρετικά χαρακτηριστική στον Παύλο και γι' αυτό ακριβώς θα πρέπει λίγο να την προσέξουμε και να δούμε ακριβώς πόσο και μαζί στην συγκεκριμένη Επιστολή έχει έναν πάρα πολύ κεντρικό και καθοριστικό ρόλο αυτή η δήλωση. Διαβάζω λοιπόν χαρακτηριστικά, «Τούτο γαρ φρονίσθαι εν ημίν ο καιν Χριστό Ιησού, ο Παύλος απευθύνται στους Φιλιππίους» και λέει να έχουν όλοι το ίδιο φρόνιμα όπως και το φρόνιμα του Ιησού Χριστού και συνέχεια εξηγεί ποιο είναι αυτό το φρόνιμα του Ιησού Χριστού. Ως εν μορφή θεού υπάρχων, εδώ έχουμε ήδη την προείπαξη, ουχ αρπαγμονηγίσατο το είναι ίσα Θεό, αλλά εαυτόν εκείνος εν μορφή δουλουλαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γεννόμενος και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος. Άρα έχουμε την προείπαξη, ο Ιησούς έχει τη μορφή του Θεού έτσι εξ τον πρωτέρο, ωστόσο ο ίδιος, ακριβώς από την άκρα καθήλους γιατί αυτό το ταπεινό φρόνιμα είναι αυτό που κυριουστονίζει ο Παύλος στην επιστολή αυτή, ο Ιησούς ωστόσο αδιάζει τον εαυτό του κατά κάποιο τρόπο και γίνεται άνθρωπος. Και βλέπουμε εδώ προείπαξη και ενανθρώπιση, πόσο στενά συνδέωται μεταξύ τους. Παρόμοια ιδέα, για παράδειγμα θα δούμε στην Μπουσγαλάτας επιστολή, στο δεύτερο κεφάλαιο, όπου εκεί ο Παύλος γράφει «όταν δε ήλθεν το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστηνε ο Θεός των υιών αυτού γεννόμενων εκ γυναικών, ύνα την υιοθεσίαν απολάβονται». Αυτό το εξαπέστηλε προϋποθέτει ότι ο Ιησούς, ο Υιός του Θεού μάλλον, υπήρχε κάπου και από εκεί τον έστειλε. Δεν είναι δηλαδή ένα πρόσωπο το οποίο είναι ένας άνθρωπος, γεννιέται με κάποιο ίστος και θαυμαστό τρόπο και ο Θεός τον αθέτει το έργο της σωτηρίας. Αλλά είναι ο Υιός του Θεού, ο οποίος υπήρχε, που υπήρχε, τον στέλνει και εκείνος μέσα από την ανθρώπιση έρχεται στον κόσμο με αποτέλεσμα εμείς στο τέλος. Το αποτέλεσμα αυτού του πράγματος είναι εμείς να απολάβουμε την υιοθεσία, να ξαναγίνουμε δηλαδή παιδιά του Θεού. Και άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα στην Προζωμαίου Σεπιστολή, στο 8ο κεφάλαιο, «ο Θεός των αυτού υιών Πέμψας εν ομοιώματι σαρκός αμαρτίας». Εδώ η ομοιώματι σαρκός αμαρτίας αναφέρεται ακριβώς στη θνητή φύση, στη θνητή ανθρώπινη φύση. Και επομένως καταλαβαίνουμε ότι είναι και αυτό ένα κομμάτι της, βασικό θα λέγαμε, καθοριστικό της σκέψης του Αποστόλου Παύλου. Είπα και πριν ότι ο Σταυρός και η Ανάσταση είναι τα δύο, θα λέγαμε, κομβικά στη σκέψη του Παύλου γεγονότα από τη ζωή του Χριστού. Θα να δω λοιπόν μια κεντρική θέση και από εδώ θα λέγαμε τις προϋποθέσεις και τους βασικούς θεολογικούς άξονες γύρω από τους οποίους τρέφεται η υπόλοιπη σκέψη του Παύλου. Είναι πάρα πολύ σημαντικό, είπα και πριν, ότι δεν θα πρέπει να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στην Ανάσταση και στο Σταυρό, προσπαθώντας αυτά τα δύο γεγονότα στη σκέψη του Παύλου να τα διαχωρήσουμε και να αναζητήσουμε ποιο από τα δύο καταλαβάνει σημαντικότερη θέση. Για τον Παύλου και τα δύο είναι εξίσου σημαντικά και όπως είπα και πριν συνδέονται τόσο σωστά μεταξύ τους, το ένα είναι προϋπόθεση του άλλου με κάποιον τρόπο ή αποτελεί συνέπεια του άλλου. Δηλαδή αδικούμε τον Παύλο, αδικούμε τη θεολογία του Σταυρού και τη θεολογία της Ανάστασης όταν προσπαθούμε να εστιάσουμε κυρίως σε ένα από τα δύο και με αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά λειτουργούμε με μεγάλη μονομέρεια θεολογική. Ο θάνατος τώρα καταρχάς του Ιησού συνδέεται άμεσα με την ενανθρώπιση. Το είδαμε πάρα πολύ ξεκάθαρα στην περίπτωση της Φιλιππισίας Επιστολής όπου λέει «Όσ' εμμορφή θεού υπάρχουν, αρπαγμών υγείσα θεών, αλλά εαυτόν εκείνος η μορφή δούλου λαβών». Και συνεχίζει «Ο Παύλος γεννόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού». Ακριβώς συνέπεια της ενανθρώπισης ήταν ότι ο Ιησούς θα έπρεπε να μοιραστεί την τύχη όλων των υπόλοιπων ανθρώπων, την μοίρα των υπόλοιπων ανθρώπων που είναι ο θάνατος. Ο Ιησούς γίνεται υπήκος μέχρι θανάτου. Βλέπετε, στην περίπτωση του Ιησού ο θάνατος είναι τραγικός και σκληρός και άδικος, είναι ο θάνατος το σταυρό. Όμως βλέπουμε εδώ ακριβώς τη συνέχεια που υπάρχει στη σκέψη του Παύλου. Από την άλλη μεριά και η Ανάσταση συνδέεται άμεσα με το θάνατο του Ιησού. Δηλαδή, θα δούμε ότι η Ανάσταση είναι το αποτέλεσμα πρώτον του γεγονότος του Ιησούς είναι Θεός, ο Υιός του Θεού, και δεύτερον του γεγονότος της προείπαρξής του Ιησού, όμως ότι ακριβώς ο Ιησούς είναι Θεός και προείπηρχε ως Υιός του Θεού. Δεν μπορεί να χωρέσει σε αυτό το σχήμα η ιδέα ότι ο Ιησούς θα πέθυνε και δεν θα αναστηνόταν. Γι' αυτό ακριβώς η Ανάσταση είναι, θα λέγαμε, η λογική και η προφανής συνέχεια όλης της θεολογικής σκέψης του Παύλου. Δηλαδή ο Παύλος δεν βρίσκει κανένα θεολογικό πρόβλημα στη σκέψη, κανένα λογικό θα λέγαμε να το πούμε ακριβώς στην ιδέα της Ανάστασης, γιατί ακριβώς βλέπει αυτή τη θεολογική συνέχεια. Και μάλιστα στον Παύλου θα βρούμε και τους δύο γνωστούς και απαλού, τις δύο διαφορετικές διατυπώσεις όσον αφορά την Ανάσταση του Χριστού, που είναι στο πρώτο χριστιανικό κείμενο. Βρίσκουμε συνήθως δύο δύο διατυπώσεις. Η μία είναι κυρίως ο Θεός ίγυρεν τον Ιησού, δηλαδή ο Ιησούς είναι το αντικείμενο στο ρήμα. Υπάρχουν όμως και άλλες διατυπώσεις όπου ο Ιησούς, αναφέρετος στο υποκείμενο, ο Ιησούς γέρθει εκ νεκρών. Και οι δύο στον Παύλου δεν έχουν καμία, θα λέγαμε, ιδιαίτερη βαρύτητα, ή τέλος πάντων, με ποια έννοια, η μία ή η άλλη, με την έννοια δηλαδή ότι ο Παύλος μπορεί όταν χρησιμοποιεί την παθητική φωνή, να μιλάει για έναν Ιησού ο οποίος δεν είναι Θεός και έπρεπε να αναστηθεί από τον πατέρα του, ως αποτέλεσμα του γεγονότητας ότι ήταν συνυπτός. Δεν υπάρχει αυτή η σκέψη που θα δούμε ότι αργότερα αναπτύσσεται στους κόλπους σε ωστινές ομάδες, μάλλον, της αρχαίας εκκλησίας, την οποία στο τέλος καταδικάζεται ως αιρετική. Ο Παύλος δεν μπαίνει σε τέτοιες λεπτομέρειες. Ο Παύλος υιοθετεί δύο διαφορετικούς όρους, δύο διαφορετικές διατυπώσεις του γεγονότητας της Ανάστασης, η οποία σε κάθε μία έχει τη δική της θεολογική βαρύτητα και τις διαφορετικές θεολογικές προϋποθέσεις, χωρίς όμως αυτές να βάλουν, θα λέγαμε, ή να πλύττουν με οποιοδήποτε τρόπο την ίδια τη φύση του Ιησού. Δηλαδή δεν μπαίνει σε αυτή τη διαδικασία, ούτε θα πρέπει να κάνουμε κάτι τέτοιο, διαβάζοντας με αυτόν τον τρόπο τον Παύλο, διότι αυτό αποτελεί σαφώς αναχρονισμό. Και ένα επόμενο στοιχείο που είναι πολύ ενδιαφέρον σχετικά με την Ανάσταση, είναι ότι η Ανάσταση του Ιησού αποτελεί την προϋπόθεση και συνδέεται άμεσα με την Ανάσταση των νεκρών. Αυτό ιδιαίτερα ο Παύλος το εξηγεί στην προσκοριθείως επιστολή στο 15 κεφάλαιο, στην πρώτη προσκοριθείως, όπου εκεί ο Παύλος εζητά ακριβώς το πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί μέσα στην αρχαία εκκλησία με ορισμένους χριστιανούς, μια ομάδα για την οποία δεν ξέρουμε πολλά πράγματα, πέρα από αυτά που μας λέει ο Παύλος, οι οποίοι φαίνεται να αμφισβητούν την Ανάσταση των υπολύπων ή να μιλούν για μια Ανάσταση, η οποία έχει ήδη συντελεστεί, ο Παύλος λοιπόν είναι εξαιρετικά κριτικός σε αυτή τη θέση και αναφέρει χαρακτηριστικά αυτό το πράγμα, ότι ακριβώς επειδή ο Ιησούς ηγέρθη, ανεστήθηκε, αυτό αποτελεί την προϋπόθεση της Ανάστασης των νεκρών. Γι' αυτό λέει συγκεκριμένα στο 15 κεφάλαιο, «Νινί δε Χριστός εγήγερ τεκ νεκρών, απαρχή των γεκοιμημένων». Είναι ο πρώτος από τους νεκρούς, ο οποίος ανασταίνεται και αποτελεί την εγγύηση ως απαρχή. Και θα λέμε και το αντιπροσωπευτικό παράδειγμα για όλους τους υπόλοιπους νεκρούς, οι οποίοι στη συνέχεια και εκείνοι θα αναστηθούν. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον σε σκέψη, το βρίσκουμε πολύ συχνά μέσα στις συγγραφές του Παύλου, γιατί ακριβώς ο Παύλος βλέπει τη συνέχεια. Άρα βλέπουμε προήπαρξη, ενανθρώπιση, πάθος, ανάσταση, ανάσταση των νεκρών. Αυτή είναι μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα γραμμή, θα την ξαναδούμε σε λίγο, πώς βοηθάει τον Παύλο να κατανοήσει τον χρόνο και τη θέση των ανθρώπων μέσα στην ιστορία. Μιλώντας τώρα λίγο περισσότερο για τη θυσία του Ιησού, για την οποία ο Παύλος, όπως είπα, αφιερώνει αρκετό μέρος της δασκαλίας του, ο Παύλος θεωρεί ότι η θυσία του Ιησού Χριστού έχει αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα. Δηλαδή, ότι ο Ιησούς ουσιαστικά πεθαίνει για χάρη όλων μας και αντιπροσωπεύοντας όλο το ανθρώπινο γένος. Έτσι λέει λοιπόν «έτι αμαρτωλών όντων ημών, Χριστός υπερημόνα πέθανε», λέει στην προζωμιώση, επειδή ακριβώς εμείς είμαστε αμαρτωλοί, για χάρη μας, πέθανε ο Ιησούς Χριστός. Και δεν είναι μονάχα για χάρη μας, δηλαδή για τα μέλη της εκκλησίας, όπως θα μπορούσε πιθανόν κάποιος να το κατανοήσει, αλλά για τον Παύλος εξεκάθαρο. Η θυσία του Ιησού έχει οικουμενικό χαρακτήρα, αφορά τους πάντες και τα πάντα. «Υπερπάντων να πέθανε», λέει ο Ιησούς, στην πίτα προς Κολυθείους, ή να ειζώνταις, μη και τι αυτοί ζώσιν, αλλά του υπεραυτών αποθανώνται και γερθένται. Για όλους μας πέθανε, ώστε όσοι ζούμε σήμερα, εξαιτίας του, να μην ζουν για τον εαυτό μας, να μην τον φοβίσουμε στον εαυτό μας, αλλά σε εκείνον που πέθανε για μας και βλέπετε και αναστήθηκε. Λέει εξεκάθαρο ότι η θυσία στον Ιησού και το πάθος του Ιησού, του Ιησού συγνώμη, στον Παύλου δεν σταματάει στο σταυρό, αλλά μέσα σε αυτό εντάσσεται και η Ανάσταση. Αυτή η ιδέα της αντιπροσωπικής θυσίας του Ιησού για όλο τον κόσμο, θα τη δούμε αργότερα και στη Δευτεροπαύλη σε επιστολές. Πάρα πολύ έντονα, εκεί θα δούμε και μερικά παραδείγματα συνέχεια. Βλέπουμε δηλαδή πώς αργότερα η σκέψη του Παύλου στους μαθητές του Παύλου συνεχίζει να αναπτύσσεται και τονίζεται αυτή η οικουμενική διάσταση με πολύ χαρακτησικό βεβαιό παράδειγμα, στο χριστωλογικό ήμουνα από την προσκολασσαής επιστολή, όπου εκεί δηλώνεται αυτή η καταλλαγή, αυτή η συμφιλίωση, αυτός ο αντιπροσωπικός και οικουμενικός χαρακτήρας της θυσίας του Ιησού και μάλιστα εκεί ο οικουμενικός χαρακτήρας δεν αφορά μόνο τους ανθρώπους, αλλά αφορά τα πάντα, δηλαδή ολόκληρη τη δημιουργία. Και με αυτήν την ιδέα της θυσίας του Ιησού για χάρη των ανθρώπων, συνδέεται και μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα που βρίσκουμε στον Παύλο, όπου ο Ιησού συμφανίζεται ως ο νέος Σαδά. Ο Παύλος δεν αναφέρεται στην πτώση και στην ιστορία, ξέραμε αυτή τη γέννηση για την πτώση και για τους πρωτόπλαστους διεξοδικά μέσα στις επιστολές του, αλλά φέρνει την προϋποθέτη. Και την προϋποθέτη ακριβώς όταν χαρακτηρίζει τον Ιησού ως Σαδά. Και λέει ότι ουσιαστικά είναι ο νέος Σαδά με την έννοια ότι αυτός έρχεται ουσιαστικά να αναπληρώσει τα κενά και να διορθώσει τα λάθη που έκανε ο προηγούμενος Σαδά. Και επομένως ο Ιησούς είναι ο αντιπροσωπικός άνθρωπος, είναι ο κατεξοχήνας άνθρωπος και αυτός ο οποίος έρχεται ουσιαστικά και αντιπροσωπικά για όλους μας θυσιάζεται. Αυτή είναι πολύ ενδιαφέρουσα η ιδέα του Αδάμ. Είναι μια εξαιρετικά λεπτή θεολογική σύλληψη. Υπάρχει μεγάλη συζήτηση βέβαια ποιες μπορεί να είναι οι θεολογικές επιρροές του Παύλου. Και η συζήτηση φυσικά ακόμα δεν έχει κλείσει αυτό το ζήτημα. Αν εξάρτα όμως από το αν εδώ ο Παύλος ουσιαστικά συνθέτει κάτι καινούργιο, είναι εντελώς καινούργια σύλληψη ή αν εδώ έχουμε μια, θα λέγαμε, περισσότερη επεξεργασία από τη μεριά του Παύλου προηγούμενων ιουδαϊκών αντιλήψεων, αν εξάρτα από αυτό αν είναι το ένα ή το άλλο όπως είναι το ιδιωτικό στη μέρα, το θέρο μας είναι ότι ακριβώς το περιεχόμενο αυτής της θεολογικής σύλληψης που είναι ακριβώς συνδεδεμένο, όπως είπα, η εικόνα του Αδάμ, συνδεδεμένη με την ιδέα της αντιπροσωπευτικής θυσίας του Ιησού. Η θυσία του Ιησού έχει εξηλαστήριο χαρακτήρα, θα διαβάσουμε πολλές φορές μέσα στα κείμενα του Παύλου, είπαμε ότι είναι αντιπροσωπευτικός ο χαρακτήρας του θανάτου Ιησού και έχει έναν εξηλαστήριο χαρακτήρα, εδώ Παύλος ουσιαστικά δανείζεται στοιχεία από την Παλαιά Διαθήκη και κυρίως από την λειτουργική πρακτική του αρχαίου Ιουδαϊσμού όπου εκεί προσφέρουν τα θυσίες για τις αμαρτίες του λαού και με καταχαρακτηριστική τη γνωστή αδερφή με ένα ζώο το οποίο προσφερότανε ως θυσία άπαξου ενή αυτού, δηλαδή μια φορά το χρόνο, για τις αμαρτίες του λαού. Ο Παύλος πάνω σε αυτήν την ιδέα που υπάρχει από τον Ιουδαϊσμό, θα στήσει ολόκληρη την θεολογική του σχέση, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι ο Παύλος προσπαθεί με διάφορες τέτοιες εικόνες να δώσει, να καταστήσει κατανοητό το περιεχόμενο της θυσίας του Ιησού. Λέει λοιπόν ο Παύλος, μιλάει για τον αντιπροσωπευτικό αυτό, εξηλαστήριο χαρακτήρα του θανάτου του Ιησού και λέει χαρακτηριστικά στη Μποσγαλάτα σε επιστολή, «Χριστός ημάς εξηγόρασεν εκ της κατάρας του νόμου γεννόμενος υπερημών κατάρα» και αναφέρομαι ως την κατάρα που έγινε ο Ιησούς να φέρεται στο ταβρικό του θάνατο. Κατάρα το σπάσω κρεμάμενος επί ξύλου και αναφέρεται σε ένα χωρίο του Δευτερομουμιού και λέει χαρακτηριστικά, αυτό που είδανε και πριν στην Πιτακοριθείως, ότι πέθανε για όλους ώστε όλοι να ζουνε για χάρη εκείνου που πέθανε και αναστήθηκε για αυτούς. Αυτό είναι το ένα, το συνδέει δηλαδή με τη λειτουργική πρακτική και το δεύτερο το συνδέει με διάφορες Παλαιοδιατικές προφητείες και κυρίως για την προφητεία στο Ισαϊα 53, στο Δευτεροϊσαϊα, για τον Πε Κυρίου, για τον Δούλο Κυρίου, ότι «δια τις αμαρτίες ημών παρεδόθη». Είπα πριν ότι ο Παύλος δεν χρησιμοποιεί τον χριστολογικό τίτλο «Δούλος Κυρίου Αυτού» και δεν σημαίνει ότι επειδή του χρησιμοποιεί, δεν γνωρίζει αυτήν την πρωτοχριστιανική ερμηνεία του Δευτερου Ισαϊα. Υπάρχει και ένα χαρακτητικό παράδειγμα στην άρφα προς κορηθείους, όπου λέει «απέθανε ο Ιησούς υπέρ των αμαρτιών ημών». Εδώ είναι ένας παραλληλισμός, αυτό που είπα από τον Δευτεροϊσαϊα, που λέγεται «δια τις αμαρτίες ημών παρεδόθη». Η θυσία του Ιησού παραλληλίζεται με τις εξυλαστήρες θυσίες της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίες στον Παύλο κατανοούνται ως οτύπος της θυσίας του Ιησού. Από την άλλη μεριά, αυτή η ιδέα περνάει στη συνέχεια μέσα στην αρχαία εκκλησία και κυρίως μέσα στη σκέψη του Παύλου. Η ιδέα όσον αφορά το θάνατο του Ιησού είναι ότι ο θάνατος του Ιησού είναι λύτρο ή αντίλύτρο. Η ιδέα αυτή υπάρχει και στα Ευαγγέλια. Τι εννοούμε όμως τα κείμενα της Καινής Διαθήκης όταν μιλάν για λύτρο. Λέει χαρακτηριστικά στον Μάρκο ότι θα δοθεί ο Υιός του ανθρώπου λύτρον αντί πολλών. Το ερώτημα είναι τι μπορεί να σημαίνει το λύτρο. Υπάρχουν δύο πιθανές εμμονίες. Η μία να είναι τα λύτρα που καταβάλλονται για να απελευθερωθεί κάποιος ο οποίος τον έχουν απαγάγει ή χρωστάει κάτι και είναι το αντίτιμο του χρέους του. Και το δεύτερο είναι τα χρήματα που χρησιμοποιούνται για την αγορά και την απελευθέρωση κάποιου που είναι δούλος ή αχμάνοτος πολέμου. Έχει μια μικρή διαφορά. Το ένα έχει να κάνει με το χρέος, το δεύτερο έχει να κάνει με τα χρήματα της απελευθέρωσης. Όποια και να είναι όμως από πίσω η ιδέα, το ενδιαφέρον είναι ότι η θυσία του Ιησού κατανοείται με αυτήν την εικόνα. Και αυτό το μοτίβο της εξάγορας υπάρχει όπως είπα μέσα στην Καινή Διαθήκη. Υπάρχει δηλαδή και στα Ευαγγέλια θα το βρούμε. Υπάρχει και σε άλλες επιστολές και σε δευτεροπαύλιες. Υπάρχει όμως και στις παύλιες επιστολές. Για παράδειγμα, στην Άλφα προς Κορηθείους, στο έκτο κεφάλαιο και στο έβδομο, ο Παύλος λέει, μιλώντας στους Κορηθείους, «ηγοράστητε γάρ τιμής». Εταμπλήθηκε για εσάς ένα αντίτιμο για να ελευθερωθείτε. Ελευθερωθείτε, ο ίδιος Παύλος θα πει, για να γίνετε δούλοι πλέον κυρίου, που ουσιαστικά είναι μια δουλειά ελευθερίας. Υπάρχει εδώ ένα παράδοξο, δηλαδή, με τη σκέψη του Παύλου. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο Παύλος εδώ χρησιμοποιεί αυτή την ιδέα του λύτρου, της καταβολής, δηλαδή ενός αντιτίμου, ώστε αυτό να οδηγήσει στην εξαγορά, η απελευθέρωση, ή κάποιου που είναι δούλος ή αιχμάλτος πολέμου, γιατί ακριβώς υιοθετεί αυτή την ιδέα, και την ανατήσει πάρα πολύ, θα δούμε σε επόμενο μάθημα όσον αφορά τον άνθρωπο, πάρα πολύ να αναπτύσσει στο πλαίσιο της διδασκαλίας του για την αμαρτία, ως κατάστασης που ουσιαστικά είναι τα κατάσταση δουλειές για τον άνθρωπο. Υπάρχει και μια άλλη πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα στον Παύλο, και αυτή είναι η ιδέα της καταλλαγής, της ειφυλίουσης. Είναι μια πάρα πολύ όμορφη ιδέα, την βρίσκουμε και σε άλλα κείμενα της Καινής Διαθήκης, και κυρίως σε συζεγόμενες δευτεροπαύλιες πιστολές, να αναπτύσσεται περιττέρω αυτή η ιδέα. Ένα λοιπόν πολύ χαρακτηστικό παράδειγμα είναι στη δίδα προσπορετιούσια πιστολή, όπου ο Παύλος μιλώντας ακριβώς για το νόημα της θυσίας του Χριστού λέει, «Θεός είναι Χριστό, κόσμον καταλάσσονε Αυτόν». Ο Θεός δηλαδή μέσω του Χριστού συμφιλίουσε τον κόσμο μαζί Του, μη λογιζόμενος αυτής τα παραπτώματα Αυτόν, δεχώς να λαβάνει υπόψη χαρίζοντάς τους θα λέγαμε, όλες τις αμαρτίες τους. Επομένως ο Σταυρός του Ιησού, ως η εξηλαστήρια θυσία, απαλήφει τις αμαρτίες των ανθρώπων με τον αντιπροσωπευτικό της χαρακτήρα, ουσιαστικά φέρνει τους ανθρώπους κοντά στον Θεό και τους συμφιλιώνει. Μια πάρα πολύ ωραία ιδέα που καταλαβαίνει κανείς και πόσες σύγχρονες του εκτάσεις θα μπορούσε να έχει σε έναν κόσμο ο οποίος σήμερα καλανίζεται από το μίσος, την ισαλοδοξία και την εχθρότητα. Και χαρακτηριστικά όσον αφορά στην εχθρότητα, ο Παύλος μιλώντας για την εχθρότητα, που είχαμε μεταξύ μας οι άνθρωποι προ Χριστού και με το Θεό, λέει στην προσδομή μας η Πεστολή, «Ήδα ρε χριώντες κατυλάγει μεν το Θεό διά του θανάτου του υιού αυτού, πολλό μάλλον καταλλαγέμιντες σωθυσόμεθα εν τη σωή αυτού». Η καταλλαγή αυτή μας φέρνει κοντά στο Θεό, η καταλλαγή όμως αυτή για τον Παύλο σημαίνει και σωτηρία. Αυτό είναι η σωτηρία για τον Παύλο, η συμφιλίωση και η αποκατάσταση των σχέσεων του ανθρώπου με το Θεό αλλά και με τους συνανθρώπους του και θα δούμε πολλές φορές με τη σκέψη του Παύλου στην προζωμαίως χαρακτηριστικά στο όμορφο κεφάλαιο, συμφιλίωση του ανθρώπου και με την υπόλοιπη δημιουργία. Δηλαδή είναι πολύ πιο οικουμενική θα λέγαμε και πολύ ανοιχτή η σκέψη του Παύλου όσον αφορά στην καταλλαγή, είναι εξαιρετική όπως είπα θεολογική έννοια και έχει φυσικά καταλαβαίνετε οικουμενικό χαρακτήρα αυτή η καταλλαγή όπως την περίγραψα αλλά και εκκλησιολογικές προεκτάσεις αφορά και στην ίδια την Εκκλησία. Και εδώ αυτή η ιδέα του Παύλου αναπτύσσεται με ιδιαίτερη σαφήνια στις Δευτεροπαύλιες επιστολές από τους μαθητές του δηλαδή. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Χριστωλογικός Ίμνος που έχουμε στην Προσκολασαΐση επιστολή όπου ο Ιησούς παρουσιάζεται ως εκείνος ο οποίος έρχεται και να συμφιλιώσει τα πάντα. Και αυτά τα πάντα μέσα στον Ίμνο αυτόν παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο, τα βρίσκουμε παντού σε όλον τον Ίμνο. Τα πάντα αφορούν όχι μονάχα στους ανθρώπους μέσα στον Ίμνο αυτό, αφορούν σε ολόκληρη τη δημιουργία ορατή και αόρατη και στον φυσικό κόσμο. Ο μέλος βλέπει, θα λέγαμε, τη τρονικουμενικό χαρακτήρα της θυσίας, εδώ ο συγγραφέας της Προσκολασαΐσης και αυτός ο Χριστωλογικός Ίμνος και αυτό που βλέπει εδώ ο συγγραφέας ουσιαστικά αποτελεί προέκταση των όσων είπα νεωρίτερα ότι υπάρχουν στη σκέψη του Παύλου. Και ένα άλλο στοιχείο είναι ακριβώς αυτό που είπα εκκλησιαλογικές προεκτάσεις. Ο άνθρωπος μιλάει πάρα πολλές φορές για την ενότητα και θεωρεί ότι η ενότητα είναι ακριβώς αποτέλεσμα αυτής της θυσίας του Ιησού γιατί ακριβώς και την κατανοεί ως καταλλαγή. Αυτό πάρα πολύ όμορφα δηλώνεται στην Προσεφεσίους Επιστολή, στο δεύτερο κεφάλαιο, όπου ο συγγραφέας περιγράφει τη σχέση μεταξύ Ιουδαίων και Εθνικών, μεταξύ των διαφόρων ανθρώπων και λέει το μεσό τείχο του φραγμού Λύσσας την έχθρανε τη σακή αυτού είναι και από καταλάξη τους Αμφωτέρους εν ενί σώματι το θεό δια του σταυρού. Δηλαδή ουσιαστικά το σταυρό του κρεμίζει αυτό το τείχος που χώριζε Ιουδαίους και Αθηνικούς και τους συμφιλιώνει. Και τους συμφιλιώνει δια του σταυρού του. Άρα καταλαβαίνουμε δηλαδή την ιδνοποιό διάσταση και την λογική της καταλλαγής την οποία βλέπει ο Παύλος μέσα στο γεγονός της θυσίας και της ανάστασης του Ιησού. Και στο τελευταίο ακριβώς κομμάτι του μαθήματος πολύ σύντομα να πούμε ότι όλα αυτά που είπαμε έως τώρα, πάθος και ανάσταση συνδέονται άμεσα με την ανάληψη και τη δόξα του Κυρίου. Αυτό που στην Παλαιά Διαθήκη πολύ συχνά εκεί στα Ευαγγέλια παρουσιάζεται ο Υιός του ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά του Θεού εν δόξι, δοξασμένος. Αυτό που περιγράφεται ως η ανάληψη του Ιησού. Αυτό που δηλώνει ουσιαστικά το παρόν για τους ανθρώπους σήμερα του Ιησού είναι ο Χριστός ο οποίος είναι στα δεξιά του Πατρός και εν δόξι. Χριστός, όπως λέει ο Παύλος στη Ρωμαίου, ο απόθανόν, μάλλον δεν γερθείς, βλέπουμε πάλι θάνατο και ανάσταση συνδέονται ως και στην εν δεξιά του Θεού. Εδώ βλέπετε πάρα πολύ ξεκάθαρα πώς πάθος, ανάσταση, ανάληψη συνδέονται μεταξύ τους στα ενότατα. Και ακριβώς επειδή ο Ιησούς είναι εν δόξι στα δεξιά του Πατέρα, αυτό δεν σημαίνει και έχει αναληφθεί. Αυτό δεν σημαίνει για τον Παύλο και για τους πόρους χριστιανούς ότι ο Ιησούς δεν είναι παρόν μέσα στη ζωή της Εκκλησίας. Απαντίας ήδη θεωρούν ότι ο Ιησούς είναι παρόν στη ζωή της Εκκλησίας και μέσα στη λειτουργική κυρίως πράξη της και μέσα στη λειτουργική της εμπειρία. Γι' αυτό βλέπουμε τις συχνές επικλήσεις του ονόματος του Ιησού μέσα στα λειτουργικά λατρευτικές συνάθησες που βρίσκουμε και στον Παύλο. Και το γεγονός από την άλλη μοσμεριά ότι ο Ιησούς είναι στα δεξιά του Πατέρα, έχει και μια επόμενη συνάπτια την επάνω δό του. Βλέπουμε δηλαδή από τη μία μεριά ο Ιησούς, η ανάληψη συνδέεται με την Ανάσταση, αλλά συνδέεται και με την παρουσία. Γι' αυτό θα δούμε, αυτό φαίνεται για παράδειγμα στις πράξεις των Αποστόλεων, που η ανάληψη παρουσιάζεται με έναν τρόπο, ώστε να συνδεθεί άμεσα με τη δευτέρα παρουσία. Λένε οι άγγελοι, οι εκείς τους μαθητές, ότι όπως τον είδατε να φεύγει, έτσι θα έρθει ξανά. Είπα βέβαια ότι αυτό το φεύγει στην κοινότητα, ποτέ δεν κατανοήθηκε ως μία φυσική απουσία του Ιησού. Πάντοτε θεωρούνταν από και πέρα ότι ο Ιησούς είναι τέρα μορφή, δηλαδή μέσα από τη λειτουργική της εμπειρία είναι παρόν. Ο Ιησούς εδώ, στον Παύλο, ο Ιησούς Χριστός, θα επανέλθει και μάλιστα στον Παύλο θα δούμε ότι είναι πάρα πολύ έντονη αυτή η προσδοκία της παρουσίας. Ακριβώς αυτή η άξοντα που είπα, ανάσταση, ανάληψη και παρουσία, είναι οι τρεις άξοντες, οι οποίοι ουσιαστικά ορίζουν το παρόν των Χριστιανών μέσα στην ιστορία για τον Παύλο. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι στον 15ο κεφάλαιο της Άλφα Προσκοριθείου, ουσιαστικά συζητά το θέμα της ανάστασης. Με αφορμή βέβαια την αφισβήτηση που έχουν κάποιοι για την γενική ανάσταση των νεκρών, ο Βαύλος ξεκινάει από την ανάσταση του Ιησούς για να δείξει μια ολόκληρη δασκαλία όσον αφορά το τι σημαίνει αυτή η ανάσταση. Υπό χαρακτηριστικά, στον 25 και 28 στίχο μιλώντας για τον Ιησού και αφού λέει, ξεκινώντας από τον 23 για να πω καλύτερα, απαρχεί Χριστός και αναφέρεται στην ανάσταση, ότι είναι απαρχή όλων όσων θα αναστηθούν, είπαμε και πριν, ότι είναι απαρχή των διακυλουμένων. Έπειτα, η Χριστού, εν την παρουσία Αυτού, πρώτα δηλαδή αναστήθηκε ο Χριστός και μετά θα αναστηθούν οι τουριοι Χριστού κατά την παρουσία Του. Ήταν το τέλος, μετά θα έρθει το τέλος. «Όταν παραδότει βασιλείαν, το πθεό και πατρί, όταν καταργήσει, πάσαν αρχήν και πάσαν εξουσία και δύναμη. Δίγαρα αυτών βασιλεύει, άχρησουν άνθιοι, πάντα στους εχθρούς, υπό τους πόδας αυτού, έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος». Εδώ λοιπόν, αν το προσέξουμε, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο, γιατί ακριβώς μας δίνει το συνεχές της ιστορίας, της σωτηρίας. Ανάσταση του Ιησού, που αποτελεί την εγγύηση και τον τύπο της Ανάστασης όλων, το οποίο λέει ο Παύλος ότι θα έρθει στα έσχατα, ότι θα ολοκληρωθεί ενός πάντων η πορεία αυτού του κόσμου και μετά θα έρθει το τέλος. Και σε αυτή την περίοδο από την Ανάσταση του Ιησού, μέχρι να αναστηθούν οι νεκροί, έχουμε τη Βασιλεία του Ιησού Χριστού. Και βλέπετε εδώ ο Παύλος με αυτόν τον τρόπο καταφέρει να συνδυάσει από τη μία μεριά το ότι ο Ιησούς θα ξανάρθει, δηλαδή ο Ιησούς είναι δηλαδή, ξέρω, το Πατέρα του και θα ξανάρθει, με την ιδέα ότι ο Ιησούς ουσιαστικά δεν έφυγε ποτέ, αλλά είναι εδώ. Είναι λοιπόν η περίοδος της Βασιλείας του Θεού. Εδώ για πρώτη φορά βρίσκουμε τόσο μεπτυγμένη στον Παύλο, ότι είναι της Βασιλείας του Θεού, την οποία την έχουμε δει και τη βρίσκουμε και στα Ευαγγένεια. Έχουμε λοιπόν την έννοια της Βασιλείας, στην οποία περίοδο της Βασιλείας ο Ιησούς Χριστός θα νικήσει όλους τους εχθρούς, ενώντας τον διάβολο την αμαρτία εδώ, την ασθένεια ο Παύλος, και θα τους υποτάξει όλους αυτούς στον Πατέρα, γιατί φυσικά καταλαβαίνετε το τελικό σημείο αναφορά στον Παύλο δεν είναι ο Χριστός μόνο, αλλά είναι ο Θεός Πατέρας, και τότε θα έρχεται ο τέλος. Και τελευταίος από όλους θα καταργηθεί ο θάνατος. Ακριβώς συνδεόμενος με την Ανάσταση των Νεκρών, που ακριβώς θα σημαίνει και την ολοκληρωτική νίκη επί τον Θανάτου. Βλέπουμε λοιπόν εδώ, πόσο όμορφο τρόπο η ιδέα του Πάθους και της Ανάστασης του Ιησού, ουσιαστικά διατρέχει όλη τη σκέψη του Παύλου, και ουσιαστικά αποτελεί θα λέγαμε καθοριστικό σημείο αναφοράς, για όταν θέλει να αναζητήσει το χριστολογικό κήρυγμα του Ιησού, η χριστολογική δασκαλία μάλλον του Παύλου, μέσα στις επιστολές του. Βλέπουμε ακριβώς πως, και όπως είπα και πριν, ότι δεν μπορούμε να κάνουμε διάκριση Πάθους και Ανάστασης, βλέπουμε ότι υπάρχει ένα συνεχές στη σκέψη του Παύλου, όπου ξεκινάμε προήπαξη, ενανθρώπιση, Πάθος, Ανάσταση, Ανάληψη και ενδόξη καθέδρα του Ιησού, παρουσία. Και η περίοδος αυτή από την Ανάστασή του μέχρι την παρουσία είναι η Βασιλεία του Θεού. Η Βασιλεία του Ιησού Χριστού μάλλον, στην οποία ο Ιησούς δεν θα κάνει τίποτε άλλο παρά καθήκον τάξη και θα καταργήσει κάποια εξουσία και τελευταίο από όλους θα καταργήσει τον θάνατο. Τη σημασία όμως που έχουν όλα αυτά, πως συνδέεται η Χριστολογία στη συνέχεια με την Ανθρωπολογία, όπου κατανοεί ο Παύλος τον άνθρωπο και τη σχέση του με την Αματίε, θα τα δούμε στο επόμενο μάθημα.