: Η χείρα του Ριτσότη Γαρυμπάλδη φτάνει στην Ελλάδα το 1937. Την υποδέχονται στο Πειραιά Έλληνες Γαρυμπαλδινοί, ένας εκ των οποίων ο Παναγιώτης Σταματιάδης, ο οποίος της προσφέρει άρθρο. Οι παλαιοί Γαρυμπαλδινοί πολεμιστές καλωσορίζουν στην Ελλάδα τη χείρα του Ριτσότη Γαρυμπάλδη, που μόθισε για τα δίκαια και την ελευθερία των αδικημένων λαών. Σας ευχαριστώ πολύ όλους. Είναι μεγάλη κίνη για μένα η Ριτσότη να αναγνωρίζεται η προσφορά του στις ελληνικούς αγώνας για την απελευθέραση από τους ατομαριούς. Θυμάμαι πόσες δυσκολίες εσείς συναντήσεις από τις δαλειτές αρχές, όταν αποφάσισαν να έρθει στην Ελλάδα τα χρόνια πιο σχεδόν. Η Ιταλική Βουλή, ένα μαμά της στάσης εξωτικής, σας απαγορέθηκε εξωτικά υπάρχει, όπως μεταφέρει στην Ελλάδα και να μετέχει στο μετροδελικό μέρος. Με ποιον δικαίωμο αποφασίσατε κάτι τέτοιο? Η Ιταλική κυβέρνηση, έπειτα από συνονιώσεις με την ελληνική, κρίνει τις δράσεις εξωτικοί και αντίθεται με τα συμφέροντα των ελληνικών χωρών. Αντίθεται με τι? Λογίζετε πολύ καλά πόσες φορές το παρελθόν οι Ιταλοί και οι Έλληνες ανέλαβαναν κοινούς στροτιωτικές δράσεις και τις ιδεολογικές υπηρεσίες της χριστιανικής πίστης και του πολιτισμού που μας ενώνουν. Απορρεπτήσατε στον καταστάτης κύριε Καρυβάντη. Η αλληλεγγύη των λαών δεν είναι επανάσταση, είναι χρέος και η συλλογική προσβάθεια εργαθείται. Ακούστε τα λόγια του παιδιβού Μακρυγιάνη. Ένα πράγμα μπορούμε να παρέγγισε και εμένα να γράψω, ότι εντούδη την πατρίδα την έχουμε όλοι μαζί, και σοφή και αναφύση, και πολιτική και υπηρετική, και πλούσιη και φτωχή, και ο πλέον μικρότερος άνθρωπος, όσοι αγωνιστήκαμε ανά λόγω στους αφείς, έχουμε να ζήσουν εδώ. Και το λοιπόν θέλουμε όλοι μαζί, να τη φυλάμε όλοι μαζί, και να μην έγινε ούτε διάτισε εγώ το άδειο μας. Ξέρετε τότε να λέει διάτισε εγώ, όταν αγωνιστεί μόνος του και φτιάξει χαλάζει, τότε να λέει λοιπόν. Όταν αγωνιστεί μόνος του και φτιάχνει, τότε να λέει εμείς. Κι είμαστε εμείς και εκεί στέκω. Και στο εξής να μάθουμε γνώση. Άμα θέλουμε να αναθέξουμε χωριόντας, να ζήσουμε όλοι μαζί. Κύριε Καρυβάλτη, σας διατάζω να επακούσετε τις αποφάσεις της Γαλλικής Βουλής. Δύσκολο είναι ο τιμός άνθρωπος να κάνει τα χέρια του πατριωτικός. Όσοι μας κυβερνούν, όσοι έχουν την τύχη μας στην χέρια τους, το έχουν σε τιμή, το έχουν σε ικανότητα να τους πεις ότι έκλειψαν, ότι πρόδωσαν, ότι έφεραν τόσα πακάες στην πατρίδα, είναι άξιοι άνθρωποι και τιμώνοι και βραβεύονται. Όσοι είναι τιμή, κυνηγιούνται ως ανάξια της κοινωνίας και της πολιτείας. Να διατάσετε τον εαυτό σας, όλους τους λαούς. Οι λαοί εμπαραστατούν και συνεργάζονται για γινούς σκοπούς, πολιτικής απερότητα, ανεξαρτησία και ελεύθερους θεσμούς. Αυτά να βάλετε στο νου σας. Δείτε εμπρόσωπη τον λαό. Κύριε Καρυπάδη, είσαι αθάδης και τρελός. Τρελός που τους παλέπει την ελευθερία. Τρελός θα τον ολοκοτώνεις όταν ξεκίνησε τον αγώνα για ελεύθερη Ελλάδα. Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Εμείς, αν δεν ήμασταν τρελοί, δεν θα κάναμε την Επανάσταση. Ομοιάζομαι σαν να είμαι εσένα λοιμμένα 50-60 καράβια φωτομένα. Ένα από αυτά ξεκόφνει, κάνει πανιά, πηγαίνει στη χιλιά με μια μεγάλη φουρτούνα, με μεγάλο άνθρωπο, πηγαίνει, πουλάνει, κερδίζει, γυρίζει πίσω σώ. Τότε πού στα υπόλοιπα καράβια να λέγουν, ειδού άγθιμος, ειδού παλικάρια, ειδού φρόνιμος και όχι σαν εμείς που καθόμαστε έτσι εδώ βρυλεί, χαμένοι και κατηγορούνται οι υπόλοιποι καπετανέοι ως ανάξι. Αν δεν έπτωχνε το τίπος στον καράβι, ήθελα υπούν. Μα τι γνωλός, να σκόφτει με τέτοιο φουρτούνα, με τέτοιο άνεμο, να χαθεί ο παλιάνεμος, έπινε τον τόσμο στο λαιμό του. Ω, Εμικέλης, στέλνουμε την τελευταία εβδομάδα, χαθείτε! Κάνε πέρα, όποτε ο σταλμπίστας μου πλησιάζει, θα το πημπήσω και εμικέλησε το στόμα στον τελευταίο λαό. Ήταν αλήθεια, ένας πολύ τελείως άνθρωπος. Ριψοχή, όταν έφτασε στην Ελλάδα, τον αποδέχθηκε ο γουλευτής Αλέξιμος Ρώμος. Καλώς ήρθες φίλη της να έχουμε στην Καρυβάλη, είμαστε πρόμορφοιη για την αποδέχεια που ήρθες να μας προσφέρεις. Λύγημαστε τώρα στον αγώνα που λύγημαστε τότε. Έτσι δεν είσαι, Διέμ. Έλεγα το μερικοί όταν έφτιαχναν τις θέσεις τους μύρους. Είναι αντίναντις τα θέσεις και εμείς, όμως είναι δυνατός ο ποιος μας προστατεύει. Και αν είμαστε όλοι και παιδόμαστε με έναν τρόπο, ότι η τύχη μας έχει πάλι να τους έχετε σχολείους. Ότι αρχίκε τέλειος, παλιέχθηκε και ώστε τώρα, όλα τα θεγιά πρέπει να μας φάνουν και δεν μπορούμε. Θέλω να κομνάς και να είχε μαγιά. Και αν οι αλλοί θα ζήσουν να πεθάνουν και πάλι να έχουν την απόφαση, λίγες φορές χάβουν και πολλές θα είναι. Πάντε λίγο να σας είμαστε και θα είμαστε, Αλέξανδρε. Ήρθαμε θελωτές από την Ευρώπη, η Ταρία και η Βρετανία, για να στηρίσουμε τα δίκαια των ελλήντων. Αυτού του λαού που μας έδωσε τα φόρτα του και που τόσο ταλαιπωρήθηκε και τόσο διαφορετικό αγώνα έδωσε τόσο χρόνια πριν. Για σας φόλεμάμε, Καπετάν Φόρτα. Η επανάσταση συδική μας δεν μοιάζει με καμιά άλλη από όσες γίνονται σήμερα στην Ευρώπη. Της Ευρώπης επαναστάσης εναντίον των δικησιών τους είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο δικός μας πόλεμος ήταν ο πλέον δίκαιος. Ήταν έθνος με άλλο έθνος. Ήταν με ένα λαό όπου ποτέ δεν θέλησε να αναγνωριστεί ως τέτοιος, ούτε να οργιστεί, παρά μόνο ότι έκαμε ιδεία. Ούτως ο Φιλτάνος θέλησε ποτέ να αναγνωρίσει τον ελληνικό λαό ως λαό, αλλά ως σκλάβος. Μια φορά, όταν πήραμε τον άθλιο, ήρθε ο Χάμιλτον να με δει. Μου είπε ότι πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμμιβασμό και οι Αγγλιαί να με συντεύσουν. Εκότω που κρύφτηκα ότι αυτό δε γίνεται ποτέ. Εμείς, Καπετάν Χάμιλτον, ποτέ συμμιβασμό δεν κάναμε με τους Λούχους. Ελευθερία ή κάνατες. Ούτε κάναμε, ούτε και θα κάναμε συμμιβασμό. Όπως δε συμφάστησες και εσείς, στρατιοί καρυβάλλοντες, για ψήφισης απειλές και δε σάμα συντράμες. Όλος ο λαός είναι μαζί μας. Και με θελοντών, λεφταβόλικα πένω του ελληνισμού. Άνθρωποι έτοιμοι να προσφέρουν πέρα από ιδιωτέλεια, η ίδια, που κάποτε στήριξε την Επανάσταση. Χάρινες μεγάλες, χρωστά οι πατρίδες όλους του περιέχεση. Και κατ' εξοχήνες αυτούς τους αγαπηκούς και γενναίους άντρες, τους αγμούς αγωνιστές, ότι αυτοί, αφού εσείς της φοράς τους ήταν όντως μεγάλοι και μας αγνέστησαν απ' τα μητά μας, βέβαια εσείς απ' ό,τι εδώ όλο και απ' άλλο, να κατατρέχουν πεθαμένος οι ζωντανοί και οι άντροι, να μην θέλουν να ρουθήξουν αυτή γη και θάλασσα, να μην ζήσουμε άλλοι, δυστυχίστα, ταπρινομένοι κάτω στο νότου και κάτω σκοτωμένοι τόσο καιρό. Αυτοί δεν ήθελαν να χτισταβλήσουν άντε και προσωρινά, θέλαβαν να φωτίσουν τον κόσμο με φώτα πατοτεινά, έτσι να τους ανθρώπους αρετεί, τους γίνωναν από τη δική διαγωγή και τι ούτως θέλωσα κοινικώς την ανθρωπότητα και γίνονταν δάσκαλας της αλήθειας. Κι εσείς, απ' ό,τι ξέρω, δεν ήσασταν βέβαιοι ούτε για την αναγκαιότητα του πολέμου, ούτε για την πολιτιά μας. Ναι, μπράβο, όπως το τύο πάλι είναι όσο μακριά και σωτή. Εμείς το χρέουμε στον Ταρατίνα με το πράσινο και βγήκαν αυτοί να καθόψουν την Πατρίνα. Μαζί έμεισαν τα τρία και διχόνια. Δε θέλουν την Πατρίνα μητέρα και μητέρα, εδωμένες θα με βάζουν στο φτέρνινο, γι' αυτό παίρνουν και να ευχαίνουν τον κόσμο με τέρινες και γαμώματα. Έτσι και τώρα, όλοι διαφωνούσαν. Αλλά σήμερα, στρατιογραφή, ήδη, γη, τεκόρις πρωθυπουργών, πολιμβιών, νίκες, δίμαχοι, κυρίες της Ευρωπρατίας, στου ευδύναμους στόνους υπηρεσίδης με διάφορους λόγους. Από στιγμές που αφασίσαμε να πολεμήσουμε, δεν συγκλονιστήκαμε ούτε πως ήμεθα, ούτε πως δεν έχουμε άμματα, ούτε ότι η Τούρκη μας σώσα κάστρα και τις πόνεις. Ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε, πού πάντα να πολεμήσετε με στάρο κάραμα πατσέλα. Αλλά ως μια δοχή έπεσες όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι πρωιστήκες και τα νέοι και ο κλήρος μας, και έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι υποφασίσαμε να συνεργαστούμε για αυτό τον σκοπό και κάνουμε την Επανάσταση. Είμαι ευτυχής, διότι όχι μόνο κατά την ατυχία της Ελλάδας παρεβαίνεται στα παιδιά των μαχών, αλλά και κατά την ευτυχία και τη δόξα αυτής σπέρνω όπως θα δω στρατιώτης μαθητής. Θεωρώ μάλλον στον εαυτό μου ευτυχέστερο, εάν αφήσω την ύστατη μου την πνοή στα αιμαντόχρευτα μεγαλοντικά παιδεία. Βίβα Κρέτσα! Πολλοί βουλευτές έχουν αφησίδεται με τις βουλίες και τη βάθεια της πρωτηγραμμής. Ο βουλευτής και η ποιητής γνωρίζει με αμπιλίες και την περασπίστη στη Βουλή του δικαίου μας ελευθερίας των δαιών. Μόνο ελευθερία ζητούμε στα διάφορα νέα δαιών και από τη σύγκρουση αυτή θα γεννθεί ως πυλφύλας, ο οποίος μεγαλώντας αδιακά, θα είναι ο ποιητής της φυλής που θα ενώσει όλη τη θερμότα και το φως του παρελθόντος. Και με αυτή τη θερμότα και φυλόθος θα φωτίσει και θα θερμάνει την φυλή στον τρόμο προς το νήσι στο προορισμό μας. Γιατί ενώ ποινέρα συνδέχονται στον ελληνικό στρατό, αφού τόσο πολύ θέλεις να μπορέσεις. Δεν θέλω να καταγω, αλλά με θέλω να βάλω σε ηλικία, που ο κοβερνιζέτος που πας παίρνει τα ατριότητα. Έλα να σε βάλω εγώ στο κεντερίο και να δώσεις τη συνησφορά σου μέσα του κουριεδικής άνθρωπος σου. Όχι, του είπα. Τα λιερικά μήματα, τα σονένια, τα παιζογραφήματα, οι μη αναφράσεις, δεν έχουν καμία χώροντας αξία την πατρίαιτερη του το μέλλον. Εγώ, λοιπόν, θα πάω στο αγιάρι μου. Σου ζητώ λοιπόν, σμαδία καρυμπάρι, να με δεχτείς το σώμα των κολλεριστών σου. Ένας πατριότης σαν εσένα είναι πάντα ανθρώπιτος. Τιμή μου να σε αποπλάει το χαλιέμα βήλ, σ' αυτό τον αγώνα. Κάθε μοσογόλια και κάθε χρώμα, κάθε πουλίο και λάδι μ' ασυνάει, πόθος, τα φιλοκάρδια μου και ελπίδα, να σου ξαναφυλήσω το αγιοχώμα, να ξαναεδώ το δικό σου μάνα, ομορφή μου, καλή, δικιά πατρίδα. Και όταν θα σημαίνεις άλλο δικά στον δικαίκαν παραδείγμα, θα πάω να αφήσω κι εγώ τα ελληνικά σου, σε μια ρεματιά της ονειρεμένης μου φίλη. Υποκλίνω να σημαίνω σε την αμπρία σου το χαλιέμα. Πώς θα οραμάσεις την πατρίδα σου? Πατρίδα, σαν τον ίδιο σου ίδιο σου Αλυδελάδη. Φαντάζεις σαν τον ίδιο σου κι εσύ, καλή πατρίδα. Και μάνια σαν τα μάνια σου στον κόσμο, αλλά δεν είδα. Ελλάδες, το μεγαλείο σου βασίλειο, μάλλον, δεν έχει. Και δίχως του νεύχτια, του σκαιρούς ή δόξους, του διατρέχει. Όσες φορές να σε βοτήσει ο ίδιος σου αιθή, θέλω να σε βρει παιδά μου θε στεφανωμένη αιθή. Ποτέ δεν είχα φανταστής να πηγαίνει, ότι θα είχα τη μεγάλη τιμή να μεθάνω με την Ελλάδα. Καλότουτος λοιπόν θα είσαι, Λοχαγέ. Αφού λυσμονάς την πικρία της ζωής και αφήνεις τον νου να αντιμετωπίσεις τα βάσανα της, εσύ που διψάς και πάντα σε διψάσεις στη βρίση της ελευθερίας. Λοιπόν, κυρία Γαριμπάλτη, έτσι πολέμησα μαζί, έιναι στη φιλέγνεση, Ιταλή και Ευρωπαία για την ελευθερία των λαών μας, για το όραμα των ελεύθερων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Έτσι πολέμησε ο κυριτζότης Γαριμπάλτη φωνάζοντας... Βίβα Κρέτσια! ΣΥΚΟΥ ΕΛΑΣ!!! |