Διάλεξη 6 / Διάλεξη 6 / Διάλεξη 6

Διάλεξη 6: Συνεχίζουμε με τις παραδόσεις των μαθημάτων που αφορούν την συνοπτική παράδοση και τη σχέση μεταξύ των συνοπτικών ευαγγελίων. Είδαμε στα προηγούμενα μαθήματα εισαγωδικά το ζήτημα του λεγόμενου συνοπτικού και στη συνέχεια στο προηγούμενο μάθημα συζητήσαμε αρκετά αδιεξοδικά το θέμα της πηγή...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Τσαλαμπούνη Αικατερίνη (Επίκουρη Καθηγήτρια)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας / Σπουδή στη συνοπτική παράδοση και στην Q
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=d3415636
Απομαγνητοφώνηση
Διάλεξη 6: Συνεχίζουμε με τις παραδόσεις των μαθημάτων που αφορούν την συνοπτική παράδοση και τη σχέση μεταξύ των συνοπτικών ευαγγελίων. Είδαμε στα προηγούμενα μαθήματα εισαγωδικά το ζήτημα του λεγόμενου συνοπτικού και στη συνέχεια στο προηγούμενο μάθημα συζητήσαμε αρκετά αδιεξοδικά το θέμα της πηγής κοιού λέγοντας ότι η συνοπτική παράδοση της συνοπτικής παράδοσης είναι σημαντική. Είναι ένα πολύ σημαντικό εργαλείο αυτή τη στιγμή, υποθετική βέβαια πηγή με την έννοια και δεν την έχουμε στα χέρια μας. Σήμερα όμως η έρευνα καταλήγει ότι είναι ένα χρήσιμο ερμονίο, ειδικά για όσους προσπαθούν με κάποιο τρόπο να βρουν έναν δρόμο μέσα σε αυτό που λέμε λαδίδουθος του συνοπτικού προβλήματος. Αλλά θυσβείται τα πραγματικά πραγματικά πραγματικά πραγματικά πραγματικά πραγματικά πραγματικά πραγματικά πραγματικά Αλλά θυσβείται τα υπάρχουν πάρα πολλές προτάσεις και θυμάστε ότι είχαμε πει στο προηγούμενο μάθημα, έτσι πολύ λίγο είχα αναφέρει για την πιθανή σχέση της λευόμενης πηγής κοιού με το Ευαγγέλιο του Θωμά. Σήμερα στο μάθημα μας θα κεντρωθούμε περισσότερο σε αυτό το Ευαγγέλιο, το Ευαγγέλιο του Θωμά και την πιθανή του σχέση με τα συνοπτικά Ευαγγέλια. Και θα δούμε ακριβώς πως βάζω σε ένα τέταρτο παράγοντα μέσα στο παιχνίδι αυτό ή στην εξίσωση αν θέλετε καλύτερα που λέγεται συνοπτικό πρόβλημα πως μπορεί πράγματα να αλλάξουν και πως δεχομένως ανάλογο με τις λύσεις που θα αποδεθούμε το συνοπτικό πρόβλημα αποκτά μία διαφορετική λογική και οπτική. Μιλώντας εισαγωγικά να πούμε καταρχάς μερικά βασικά πράγματα για το Ευαγγέλιο του Θωμά. Το Ευαγγέλιο του Θωμά είναι ένα από τα πλέον σημαντικά εξοκανονικά κείμενα. Και λέω είναι από τα πλέον σημαντικά εξοκανονικά κείμενα γιατί ακριβώς έχει προκαλέσει πάρα πολλές συζητήσεις. Πολύ περισσότερες από οποιοδήποτε άλλο απόκλειφο κείμενο, αυτό το Ευαγγέλιο έχει προκαλέσει μεγάλο ενδιαφέρον. Τα σήμερα σε όλα τα μεγάλα φόρα που συνεχίζουν τη βιβλική επιστήμη υπάρχουν πάντοτε ιδικές συνεδρίες αφιερωμένες απαπληστικά στο Ευαγγέλιο του Θωμά και στη σχέση με τα σημαντικά Ευαγγέλια. Μολονότι είναι ένα κείμενο το οποίο βρέθηκε σχετικά αργά. Και όχι σχετικά αργά γιατί υπάρχουν άλλα απόκλειφα κείμενα όπως για παράδειγμα το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου ή το Ευαγγέλιο του Νικοδήμου ή οι πράξεις Αποστόλου Παύλου και Φέκλας τα οποία βέβαια είναι σημαντικά κείμενα. Με την έννοια δηλαδή ότι πολύ συχνά σας βρουν το Ευαγγέλιο Πέτρο. Αυτά όμως τα γνωρίζουμε σχετικά παλαιότερα. Ίσως ό,τι το Ευαγγέλιο του Πέτρου. Τα άλλα όμως σχετικά νωρίτερα. Και κανένα από αυτά δεν έχει προκαλέσει τόσο πολύ στη συζήτηση και το ενδιαφέρον όσο το Ευαγγέλιο του Θωμά. Το οποίο βρέθηκε το Δεκέμβριο του 1945 στη γνωστή σε όλους μας βιβλιοθήκη του Νακχαματί. Προθέτουμε ότι προέρχεται από κάποιο μοναστήρι, η Βιβλιοθήκη αυτή η οποία χρονολογείται στον 4ο αιώνο. Τα χειρόνοφα έτσι όπως τα έχουμε σήμερα. Βέβαια προέρχεται για ένα κείμενο εξαιρετικά ενδιαφέρον. Το κείμενο του Θωμά. Διότι είναι ένα κείμενο το οποίο παρόλο που το συκοταλέγουμε ενάντασα στα Ευαγγέλια, αν παρατηρήσει κανείς, δεν έχει την μοφή του Ευαγγελίου, παρά περισσότερο έχει την μοφή μιας συλλογής λογίων. Για την ακρίβεια πρόκειται για 114 λόγια του Ιησού, τα οποία δεν έχουν ένα συγκεκριμένο αφηγηματικό πλαίσιο. Δεν το πω θεωρημένα, δηλαδή μέσα σε μια ιστολία. Λόγια του Ιησού όμως αφώς και στη Συνοπτική και στη Ιωάννια παράδοση, όμως είναι ενταχμένα οργανικά μέσα σε μια αφήγηση. Εδώ, στο Ευαγγέλιο του Θεού, τα πράγματα είναι διαφορετικά, είναι απλώς το ένα πίσω από τα άλλα τα λόγια, χωρίς πολλές φορές να υπάρχει και μια λογική συνέχεια μεταξύ τους, είναι μια συνοχή. Υπάρχει βέβαια κατά καιρούς, μέσα στο Ευαγγέλιο διακρίνουμε μια τάση ομαδοποίησης, αλλά όχι όμως συγκροτημένη προσπάθεια ειδοποίησης του Ιησού, όπως ζούμε στις Συνοπτικά Ευαγγέλια. 14 λόγια του Ιησού, τα οποία σώρονται σήμερα, στο μεγαλύτερο μέρος, στα Κοπτικά. Δηλαδή, θα λέγαμε ολοκληρωμένο το κείμενο, τουλάχιστον αυτό που έχουμε, τα 114 λόγια, το έχουμε από την Βουλεθήκη, όπως είπα, του Νάχα Ματή και είναι στην Κοπτική Λόσα, αλλά το πρωτότυπο ηκάζουμε ότι είναι στα ελληνικά. Γιατί έχουμε σπαράγματα παπίρων, τα οποία βρήκαμε στην Αίγυπτο, και τα οποία έχουν κομμάτια του Ευαγγελίου στην ελληνική. Είναι ο πάπιρος οξυρίδι του 1, ο πάπιρος οξυρίδι του 654, του 655, όλα πρέπει να λέμε στην οξύριδι. Σήμερα λέμε ότι το κείμενο του Νάχα Ματή είναι του 4ου χρόνου, έτσι ότι περίπου χρονολογούμε όλα αυτά τα χειρόγραφα αυτής της ελληνικής, αλλά η ελληνική, δηλαδή, τότε θα πρέπει να το κοθπίδει πιο πριν. Και ανάλογα, βέβαια, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, το πώς θα αποφασίσουμε, ποια σχέση θα διαλέξουμε να έχει το κείμενό μας, του Θωμάδε, δηλαδή, μετά συνοπτικά, ανάλογα θα καταλήξουμε και στην χρονολόγηση. Να προλάβω να πω ότι γενικά η έρευνα οικάζει, ότι στο μεγαλύτερο μέρος, γιατί υπάρχουν φυσικά και διαφωνίες, ότι το κείμενο το ελληνικό, στην μορφή τουλάχιστον, σε κάποια από τις μορφές, όπως είχε και πει, αποτυπώνεται μέσα στους πατήρους μας, προέρχεται από το 120 με 140 μετά Χριστόνια, δηλαδή η επόμενη φάση μετά τα κείμενά μας. Βέβαια, επαναλαμβάνω, αυτό εξαλτάται από το πώς θα χρονολογίσουμε το κείμενο, όχι πώς θα χρονολογίσουμε, πώς θα βρούμε τη σχέση του κείμενου, ποια σχέση θα προσδιορίζουμε ότι έχει το κείμενό μας με τα υπόλοιπα κείμενα της, τα ευαγγελικά κείμενα και ειδικά τα συνοπτικά. Που γράφτηκε η ελληνική εκδοχή, σαφώς γράφτηκε κάπου μάλλον έξω, όχι σαφώς, μάλλον γράφτηκε έξω από την Αίγυντο και κατά πάσα πιθανέτα, ως τόπος θεωρείται η Συρία. Και είπα πριν για το 120 με 140, ακριβώς γιατί οι πάπυροι που έχουμε είναι γύρω στο 200 στιγμια, πάπυροι ο Σοξυρίου που ένας, ένα κομμαφιότος από τους τρεις, κάπου πριν από το 200, η γλώσσα και τα γράμματα και όλα αυτά οδηγούσαν σε μια θυμαλόγηση την οποία ήδη ανέφερα. Το κείμενο αυτό εκδόθηκε, μάλλον βρέθηκε το 1945, δημοσιεύθηκε κάπου γύρω στο 1956, εκδόθηκε και λίγο αργότερα, περίπου λιγότερο από ένα χρόνο, το 1957 ο Ζιου Κυσπέρ έγραφε ότι το Ευαγγέλιο του Θωμά προφανώς διασώζει μία παράδοση ανεξάρτη από εκείνη των συνοπτικών Ευαγγελίων. Δηλαδή ο Ρεμπτής εντόπισε αυτήν την ομοιότητα και τις διαφορές με τα συνοπτικά και θεώρησε ότι ακριβώς αυτές οι διαφοροποίησεις αλλά και οι συγκλήσεις πρέπει να οφείλονται στο γεγονός ότι ο Θωμάς μοιράζεται μαζί τους κάποια παράδοση η οποία, ίσως μοιράζεται μία παράδοση η οποία είναι κοινή, αλλά σε κάθε περίπτωση αυτό σαγγείλει απευθείας από αυτήν την παράδοση και ανεξάρτητα από τους συνοπτικούς. Αυτή η ιδέα που απλώς διατυπώθηκε πάρα πολύ απλά για μία παράδοση εξάρτητα από αυτοί τους συνοπτικούς για να εκείνοι πρέπει να εξάρτητα από τους συνοπτικούς θα βρει στη συνέχεια αποδοχή από μία μερίδα εργαλειτών και στα 1965 ο Helmut Kröster θα μιλήσει για μία ανεξάρτητη παράδοση. Δηλαδή, εγώ πρέπει να επαναλάβω το κεισπέλ και θα πω ότι πρόκειται για μία ανεξάρτητη παράδοση έχουμε ένα εντελώς διαφοροποικομείο το οποίο δεν εξαρτά τα συνοπτικά και το 1971 ο ίδιος μαζί με τον Λόμπινσον θα εκδόσουμε ένα βιβλίο το οποίο άσχησε μεγάλη επιρροή στις συζητήσεις που έγιναν τέρι αρχαίγον του χριστιανισμού, το βιβλίο «Tradjectories through Helli Christianity» το οποίο λίγο πολύ οι συγγραφείς ασχολεί να δω και με άλλα θέματα του αρχαίγον του χριστιανισμού υπολογίζουν ότι πρόκειται για μία πηγή, ανεξάρτητα από αυτοί τους συνοπτικούς για μία πηγή που μπορεί να σταθεί ισότημα δίπλα στην κοινού, στην πηγητολογία. Το 1993 ο Πάτερσον στο βιβλίο «The Gospel of Thomas and Jesus» θα πει ότι πρόκειται για αυτόν ουμό Ευαγγέλιο και μάλιστα για ένα Ευαγγέλιο το οποίο αποτελεί μία σημαντική πηγή στη μελέτη του συνοπτικού ζητήματος. Ιδιαίτερη, θα πούμε, αποδοχή και ιδιαίτερη συζήτηση για το Ευαγγέλιο αυτό έχουμε κυρίως το λεγόμενο «Jesus Seminar». Το «Jesus Seminar» είναι μία ομάδα κυρίως αμερικανούμενα βιβλικών οι οποίοι ασχολήθηκαν με το θερασίδι, με το ιστορικό Ιησού και οι οποίοι συνδέονται με αυτό που λένε σήμερα «third quest» και η τρίτη βιβλιακή φάση της αναζήτησης για τον ιστορικό Ιησού η οποία επανήλθε στις πηγές και κυρίως αναζήτησε άλλες πηγές έξω από τα κανονικά Ευαγγέλια, θεωρώντας ότι σε αυτής θα μπορούσε να βρει κάποια απάντηση για το θέμα του ιστορικού Ιησού. Βέβαια, όπως είχαμε και σε άλλα μαθήματα, ο ιστορικός Ιησούς ο ζήτημας συνδέεται άμεσα με το συνοπτικό πρόβλημα, οπότε ήταν πάρα πολύ λογικό όλο αυτό το θέμα, η συζήτηση για τον ιστορικό Ιησού να συμπεριλάβει και τη συζήτηση για τα συνεκτικά Ευαγγέλια. Επομένως, μέσα στα πλαίσια των εργασιών αυτού του Jesus seminar, που κυρίως παρουσιάστηκα στις αιτήσια συναντήσεις της SBL, Society of Public Literature, τονίστηκε ιδιαίτερα ότι ακριβώς αυτή η ανάγκη, θα λέγαμε, συμπερίληψης του Ευαγγελίου του Θωμά στις πηγές του αρχαίου βέβαια χριστιανισμού πρώτα και δεύτερον στη συζήτηση για το συνοπτικό πρόβλημα. Δηλαδή, το θέμα το οποίο τέθηκε με κάθε τρόπο, ήταν ακριβώς το πώς θα εξηγηθεί και πώς ακριβώς και ο Θωμάς μπορεί να ενταχθεί μέσα στη συζήτηση. Και μάλιστα αυτό που προτάχθηκε είναι ότι ο Θωμάς κατά πάσα πιθανότητα διασούζει μία μορφή της κοιού. Ή, όπως είπα, μία πηγή ανεξάρτητη και παράλληλα με τη γη, ή μία μορφή της κοιού επεξεβασμένη, ή, αν θέλετε, στην πολύ αισιόδεξη εκδοχή ορισμένων υπερασπιστών συμμετεχώντους του Σέλινα, ότι το Ευαγγέλιο του Θωμά, ουσιαστικά, εκπροσωπεί, είναι η πηγή κοιού. Βέβαια, αυτή η αρχική αισιόδουξη, όπως δέχει μετριαστεί πάρα πολύ σήμερα, σήμερα ξενασυζητήθηκε το θέμα του Θωμά πάρα πολύ και ακόμα δεν έχει πειστεί η ακαδημαϊκή κοινότητα ότι πραγματικά πρόκειται για ένα κείμενο, το οποίο θα μπορούσε να εκτιμηθεί και να αξιολογηθεί, ανεξάρτητα από τα συνοπτικά Ευαγγέλια και ως ένα κείμενο εντελώς ανεξάρτητο, όσο στις συνολικές του εξαρτήσεις από αυτά τα κείμενα. Πρόσφατα κυκλοφόρησαν δύο βιβλία, το 2012-2012 του Μαρκου Τέικου και επίσης το 2014 του Στίβεν Κάδεκου, οι οποίοι και οι δύο ανεξάρτητα δουλεύοντας ο ένας από τον άλλο, σχολήθηκαν με το Ευαγγέλιο του Θωμά, χρησιμοποιήσαν πολύ διαφορετικές μεθόδες. Πρέπει να δούμε ότι και οι δύο προέρχονται, θα λέγα, από την ίδια σχολή, την ιστορικοκριτική, αντίπληξαν κυρίως με το κείμενο, αν και ο δεύτερος, ο Κάδεκον, βάζει πολύ περισσότερο από ότι ο πρώτος στη συζήτηση και των παράγοντας της προηγουργότητας. Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, και οι δύο, εργαζόμενοι καθένας ανεξάρτητα από τα μάτια, κατέληξαν σε πολύ ενδιαφέροντες συμπεράσματα όσον αφορά το Ευαγγέλιο του Θωμά. Ο σηστικάς τόχος τους ήταν να τονίσουν την εξάρτηση του Θωμά από τους συλλογικούς, κάτι το οποίο, η αλήθεια είναι ότι δέχεται, βέβαια, το μεγαλύτερο μέρος της πανεπιστριακής κοινότητας, όμως υπάρχει και ένα μέρος άνθρωποι-ερευνητές, που ακόμα και εκπροσοκούν τη γραμμή του Τζίσου Σιάμινα, όπως είναι ο Τζόρκ Κλάμπ, ή μπορεί να είναι ο Χέλιντ Κέστα ή ο Πάτερσον, όπως αναφέραμε πιο πριν. Και τουλάχιστον προσπάθησαν, λοιπόν, αυτοί οι δύο, ο Γκάδερκολ και ο Κούταικ, να αφήσουν υπό αμφισβήτηση αυτή τη βεβαιότητα εκείνων που δέχονται ότι το Ευαγγέλιο του Θωμά είναι μια ανεξάρτητα και παράλληλα στα συνεκτικά πηγή. Οπωσδήποτε, κανείς μπορεί να συμφωνήσει, να διαφωνήσει στα περισσότερα, ή σε κάποια από τα επιχειρήματά του, στις αντιφυσμοί, τα όντως γενικότερη θέση τους, φαίνεται να βρίσκει σε συμφωνία, να βρίσκει σύμφωνος, τους ερευνητές, γιατί ακριβώς αποτελεί, θα λέγαμε, την πιο ευλογοφανή, ίσως και την απλούστερη λύση. Βέβαια, όπως είπα, η ισοδοξία επικρατεί ακόμα και σήμερα σε πολλούς κύκλους και δηλαδή αναφέρω εδώ χαρακτηριστικά μια πάρα πολύ χαρακτηριστική φράση. Στα 1983, όταν η συζήτηση για το Ευαγγέλιο του Θωμά ήταν, θα λέγαμε, σε μεγάλη ακμή και υπήρχαν συνεχώς εκδόσεις και μελέτες πάνω στο θέμα του Ευαγγελίου του Θωμά, τότε, λοιπόν, ο Στύβαν Ντέιβις, εφαρουσιάζοντας το Ευαγγέλιο του Θωμά σε ένα άφλο του, υποστηρίζει τα εξής. Το Ευαγγέλιο του Θωμά έμεινε θαμμένο για 1.600 χρόνια και χωρίς να το δίνει κανείς σημασία για ακόμα 30 χρόνια. Είναι εκείνη η περίοδος που είπαμε ότι δημοσιεύτηκε, αλλά δεν υπήρξε μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά θα πρέπει τώρα να το πάρουμε στα σοβαρά. Δεν είναι απλά το τέταρτο συνοπτικό Ευαγγέλιο, είναι οικείο. Βλέπετε εδώ ακριβώς αυτό που σας είπα την πόσο μεγάλη ασιοδοξία είχαν και έχει ακόμα ένα μεγάλο μέρος, δεν θα πω πολύ μεγάλη, όσο συνηπερβολή, ένα μεγάλο μέρος των ερευνητών, οι οποίοι ακόμα αντιμετωπίζουν τον Θωμά σαν ένα ισότυμο με τα τρία συνοπτικά Ευαγγέλια, ανεξάρτητα από αυτά και ταυτόχρονα ως ακόμη και την ίδια την Κιου. Θα μπούμε τώρα στη συνέχεια στο μάθημα μας, λίγο θα εξετάσουμε ορωσμένα πράγματα, προσπαθήσουμε να διερνήσουμε κατά πόσο όντως τα πράγματα έχουν έτσι ή τελος πάντων θα θέσουμε ορισμένα ερωτήματα, γιατί θα πρέπει να προλάβω και να πω ότι δεν μπορούμε να δώσουμε μια σαφή λύση στο μάθημα, γιατί ακριβώς δεν υπάρχει σαφή λύση. Είναι αυτό που πολύ χαρτομένα η Μόρνα Χουκέρ έλεγε ότι θα έπαιπε να γράφηκε πάνω στο τραπέζι κάθε βιβλικού επιστήμα, δεν ξέρω, γιατί ακριβώς έχουμε να κάνουμε κείμενα του παρελθόντος, έχουμε να κάνουμε κοινότητες ο οποίες πια δεν υπάρχουν. Κι επομένως θα πρέπει να κοινούμαστε πρώτον που σε χειτρά και δεύτερον με οικασίες, τις οποίες βέβαια πάντα δεν μπορούμε να ξεχνάμε ότι είναι οικασίες και υποθέσεις. Το μεγάλο λοιπόν ζήτημα, από το οποίο εξαρτάται άμεσα και το θέμα της ονολόγησης, είναι το θέμα της εξάρτησης και της φύσης της εξάρτησης του Ευαγγελίου του Θωμά από τα τρία συνοπτικά Ευαγγέλια. Είπαμε ότι μια μεγαλύτερα ερευνητών, κυρίως αυτή που προέρχονται σήμερα από το Jesus Seminar, υποστηρίζουν ότι το Ευαγγέλιο του Θωμά είναι μια ανεξάρτη πηγή, ότι ουσιαστικά κινείται εντελώς παράλληλα με τα συνοπτικά. Κάποιοι βέβαια και ακόμα πιο τορμηρά είπαν ότι ίσως να είναι και πηγή των συνοπτικών, μα εφόσον βέβαια θελτούμε ότι ίσως πίσω από το Ευαγγέλιο του Θωμά κρύβεται η πηγή των λογίων. Η μεγάλη μερίδα του ερευνητών, ωστόσο, δέχεται μια φυλλολογική εξάρτηση μεταξύ των κειμένων μας. Ο Woodacre συγκεκριμένα υποστηρίζει αυτήν την εξάρτηση, το οποία δέχεται και ο Gatherhall. Ο Gatherhall, όμως, είναι λίγο πιο, θα λέγαμε, τολμηρός, και λαμβάντας υπόψη τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των τριών συνοπτικών, ακόμα και εκεί που φαίνεται ότι ο Θωμάς αντιγράφει τους συνοπτικούς, θέτηκε το ζήτημα της δευτερογενούς κομφορικότητας. Και επειδή έχει γίνει και πρόσφατα, σε μια έκδοση του Journal of the Study 74, με μεγάλη συζήτηση για το τι ακριβώς εννοούσε με δευτερογενή προφορικότητα ο Gatherhall και πόσο μπορεί να είναι αυτό το σοβαρό επιχείρημα, ο ίδιος διευθυμίζει ότι κατανοεί, βέβαια, τη δυσκολία που υπάρχει με τη δευτερογενή προφορικότητα, ότι είναι, καταλαβαίνουμε, το έχουμε πει και στα μαθήματά μας, ότι πρόκειται για τις κρίζες, θα λέγαμε, ζώμας του συνοπτικού προβλήματος, καθώς έχουμε να κάνουμε με προφορικό λόγο, ο οποίος δεν είναι φυσικά κάπου καταγεγαλμένος, παραμονάγα, ηκάζουμε από τις ομοιότητες και διαφορές. Όμως, λαμβάνω σε υπόψη, όπως είπα και τις μελέτες του Walteron και άλλων, θεωρεί ότι δεν θα πρέπει να το αφήσουμε εντελώς εκτός συζήτησης το θέμα της δευτερογενής προφορικότητας, με την έννοια, δηλαδή, ότι ο Θωμάς καταγράφει μία εξέλιξη, θα λέγαμε, των συνοπτικών λογίων ή και της συνοπτικής των λογίων σε μία διαφορετική εποχή και καταγράφει, ουσιαστικά, την εξέλιξη αυτού του γραφτού κειμένου σε μία προφορική παράδοση, την οποία ο ίδιος πληκά αποτυπώνει μέσα στο κείμενο, προφανώς παραβέντος, ο ίδιος, συντακτικά. Και ο ίδιος σημαίνει ο Caterpole ότι δεν υποστηρίζει ότι αυτή είναι η μόνη μοίση, δηλαδή η μόνη μοίση της Δευτερουγέννης Προφορικής, απλά το θέτει υπόψη ως μία πιθανότητα και ως ίσως ένα παράγοντα ο οποίος θα μπορούσε να δώσει μία λύση στο πρώτο. Η εξάρτηση, λοιπόν, φαίνεται να είναι βεβαία σήμερα. Είπα, η οποία ομάδα είναι αυτή που εξακολουθεί να πιστεύει στην εξάρτηση και θα δούμε στη συνέχεια. Και κάποια παραδείγματα, είναι άγνωστη όμως η τρώτη της εξάρτησης. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο που θέλουμε να πούμε, ότι πρέπει να εξαρτώνεται, αλλά τώρα, αν ο συντάχτης του Ευαγγέλιο του Θωμά, έχει υπόψη το ένα στεκριμένο Ευαγγέλιο, και αυτό το Ευαγγέλιο είναι στη μορφή που το έχουμε εμείνει σήμερα, ή αν έχει υπόψη του μια προφορική πηγή, η οποία πιθανόσαμε να κλά τα συγκεκτικά κείμενα ή όχι, αυτό είναι με μεγάλη συζήτηση. Αυτό που θέλετε σήμερα να καταλήγει η έρευνα, είναι ότι προευγούνται τα συνοπτικά και έπεται το Ευαγγέλιο του Θωμά, αποκλείοντας δηλαδή την εκδοχή να είναι είτε η Q, η ίδια αυτοί καθ'αυτοί, είτε να είναι η πηγή των συνοπτικών περισσότερων. Υπάρχει μια βεθυωρία που λέει ότι μπορεί να είναι μια καταγραφή της Q, ή έστω μια ασφαλήση της Q, που σημαίνει ότι οι συνοπτικοί εξαρτώνται από αυτόν φιλονογικά και όχι αντίστοι. Τώρα, αν προσέξουμε λίγο τα λόγια μας στο Ευαγγέλιο του Θωμά, θα παρατηρήσουμε ότι περίπου τα μισά από τα λόγια του Ευαγγέλιου απαντούν και στα συνοπτικά Ευαγγέλια. Δεν είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον, γιατί αυτό δείχνει ακριβώς με μεγάλη συγγένεια μεταξύ τους. Όμως, από τα υπόλοιπα τώρα, που έχουμε κοινή σχέση, εξάρτηση, να μας ενδιαφέρουν και εκείνα, στα οποία δεν έχουμε καμία εξάρτηση, γιατί ακριβώς πρέπει να είναι εξάρτητα λόγια και πρέπει να δούμε εκείνα από πού έρχονται. Και τα υπόλοιπα, αν προσώξουμε, υπάρχουν μερικά λόγια τα οποία μοιάζουν στα συνοπτικά. Είναι, παραδείγμα, σωστά, κάποιες παραβολές, οι οποίες μας είναι άγνωστοι από τα Ευαγγέλια, αλλά παραδίδονται μέσα στο Ευαγγέλιο του Θωμά. Και επίσης και διάφορα γνωστικού χαρακτήρα κείμενα. Γιατί φαίνεται ότι σε κάποια φάση το Ευαγγέλιο του Θωμά δέθηκε κάποια επίδραση, γνωστικής κυρίως προέλεψης, με αποτέλεσμα αυτή να αποτυπωθεί μέσα κείμενα. Και ίσως και γι' αυτό ακριβώς το Ευαγγέλιο του Θωμά ήταν ένα από τα κείμενα τα οποία αξιοποιήθηκαν, αξέρομαι, διαβαζόταν από τους γνωστικούς. Όχι γιατί το ίδιο στην αρχή του ήταν γνωστικό, αυτό είναι κάτι πρέπει να το εξηγήσουμε, γιατί πολλές φορές νομίζω εσφαλμένα λέγεται το γνωστικό Ευαγγέλιο του Θωμά. Δεν είναι το γνωστικό Ευαγγέλιο του Θωμά, το ίδιο το Ευαγγέλιο μπορεί να περιέχει γνωστικίζοντα στοιχεία ή έστω και γνωστικά στοιχεία, όμως το ίδιο δεν είναι, δεν μπορούμε να πούμε λιγότα, ότι είναι αυτό καθαυτό γνωστικό κείμενο. Έχει όμως στοιχεία επεξεργασίας γνωστικής, το οποίο σημαίνει ακριβώς ότι κάποια στιγμή αποτέλεσε ανάγνωσμα για κάποιους άγνωσους σε μας, νεραγνωστικές ομάδες. Αυτά λοιπόν τα λόγια βλέπουμε ότι είναι διαφοροκατηγοριών. Βλέπουν λοιπόν τα συνοπτικά λόγια, λόγια δηλαδή που ξαναξανούνται ή έχουν συγγένεια με τη συνοπτική παράδοση, λόγια συνοπτικού χαρακτηρά αλλά άγνωστα στους συνοπτικούς και λόγια γνωστικού χαρακτηρά. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι δεν μπορούμε να δώσουμε μία απάντηση, και αυτό είναι μία γενικότερη παρατήρηση, η οποία να αφορά όλο το κείμενο μας. Αλλά πρέπει προφανώς το κάθε λόγιο να εξεταστεί ξεχωριστά. Και εξεταζόμενο ξεχωριστά είναι προφανές ότι θα υπάρξουν διάφορες εκδοχές σχέσεων μεταξύ των κείμενων. Πρώτον ότι το Ευαγγέλιο του Θωμά είναι η χαμένη πηγή των λογίων, είτε ότι το Ευαγγέλιο του Θωμά εξαρτάται από τα Ευαγγέλια, ευθασιμοπτικά, είτε ότι το Ευαγγέλιο του Θωμά και τα κανονικά Ευαγγέλια αντλούν από μία κοινή προφορική παράδοση. Αυτές όμως είναι εκδοχές που θα δούμε ότι μπορούν να έχουν εφαρμογεί σε επιμέρους χωρίες ενδεχομένως, όσο όχι όλες, αλλά και όχι όλες μαζί. Πράγμα που σημαίνει ακριβώς ότι το κάθε κείμενο είναι και μία ξεχωριστή περίπτωση. Και είναι καλό σε αυτές τις περιπτώσεις να αποφέρει κανείς τις γενικές διατυπώσεις, οι οποίες μάλλον προκαλούν σύγχυση και δεν δίνουν λύσεις στο πρόγραμμα. Η λεκτική συμφωνία ανάμεσα στο Ευαγγέλιο του Θωμά και στα συλλητικά Ευαγγέλια έχει πολλές φορές αναφερθεί ως ένα βασικό επιχείρημα για την επιστοποίηση της σχέσης μεταξύ αυτών των κειμένων. Ειδικά στις παλαιότερες γενιές αυτή η λεκτική συγγένεια τονιζόταν ιδιαίτερα. Σήμερα είναι περισσότερο προσεκτικοί οι ερευνητές γιατί υπάρχουν αρκετά προβλήματα. Βέβαια ο Κούτε-Είκλ και ο Κάθερ Κόλ είναι από αυτούς που επανεφέρουν το επιχείρημα της λεκτικής συγγένειας και λένε πραγματικά υπάρχει η μεγάλη λεκτική εξάρτηση αλλά μέσα στο Ευαγγέλιο του Θωμά και στα συνοπτικά. Όμως από την άλλη μεριά και αυτή ακριβώς η λεκτική συγγένεια τους οδηγεί στο συμπέρασμα ότι εδώ πρόκειται για ένα κείμενο το οποίο συστικά στηρίζεται πάνω στα συνοπτικά κείμενα και αυτά αποτελούν την πηγή του. Από την άλλη μεριά εκείνοι που θέλουν τον Θωμά να είναι εξάρτητος από τα τρία συνοπτικά, σημαίνουν και νομίζω ορθά ότι το κείμενο μας δεν το έχουμε στα κοπτικά, έχουμε μόνο πολύ μικρό κομμάτι στα ελληνικά και γνωρίζουμε αυτό δεν μπορούμε να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσμα, όταν είναι μερικά μομολόγια για το τι ακριβώς συμβαίνει στο Ευαγγέλιο του Θωμά. Το κείμενο μας λοιπόν είναι γραμμένο στα κοπτικά και γνωρίζουμε είναι πάρα πολύ δύσκολο να μπορέσουμε να κάνουμε συνδέσεις. Περισσότερο δεν, πρέπει να ξέρουμε ότι ακριβώς επειδή η έρευνα δέχεται ότι το αρχαιότερο κείμενο ήταν στα ελληνικά, έγινε μια προσπάθεια να μεταφρασθεί στο κείμενο στα ελληνικά. Και όντως υπάρχει υποφωνή σήμερα η ελληνική εκδοχή του Ευαγγελίου του Θωμά με βάση στην κοπτική μετάφραση, μετάφραση μεταφράσους δηλαδή, όπως δεν πρέπει να ξεκινούμε. Και αυτό είναι μια σωστή παρατήρηση ότι η μετάφραση αυτή στην αρχαία ελληνική έγινε από κοινοδιατικολόγους που αυτοί σημαίνει ότι είχαν υπόψη τους έτσι και αλλιώς το κείμενο το συλλοκτικό. Γνώριζαν τους συλλοκτικούς και καθώς λοιπόν γνώριζαν τους συλλοκτικούς ήταν πάρα πολύ λογικό να ποδώσουν το κείμενο με τέτοιο τρόπο ώστε να παραπέμπει λίγο πολύ στα συλλοκτικά μας κείμενα. Δηλαδή επομένως εδώ κανείς πρέπει να είναι αρκετά προσεκτικός προσπαθώντας να εξηγήσει τι μπορεί ακριβώς να σημαίνει. Και ο Πάτερσον προχωρώντας το επιχείρημα λίγο παραπέρα λέει ότι όχι μόνο μπορούμε να πούμε ότι εδώ πρόκειται για μια υπερβολική ασφαλή, μια θα λέγαμε μαξιμαλιστική εφαρμογή του κλειτήριου της λεκτικής συγγένειας αφού ουσιαστικά προσπαθούμε να συγκρίνουμε δύο κείμενα σε δύο διαφορετικές γνώσεις. Αλλά και οι όποιοι συγγένειες δεν υποχρεωτικό να σημαίνουν εξάρτηση από τους συλλοκτικούς, αλλά ότι όλοι τους βλέπουν από την ίδια πηγή που είναι η πηγή του λογίου. Ο Πάτερσον είναι περισσότερο αυτής της θεωρίας. Και βέβαια εδώ κανείς πρέπει να θέσει και το ζήτημα τι ρόλο μπορεί να έπιξε η προφορική παράδοση. Δηλαδή οι λεκτικές παρατώσεις, οι λεκτικές ομοιότητες μπορούν να έχουν να κάνουν προφορικές παρατώσεις κοινές, οι οποίες με κάποιο τρόπο καταγράφονται. Επιχείρημα όσον αφορά την προφορικότητα δέχεται αρκετή συζήτηση γιατί ακριβώς δεν ξέρουμε κατά πόσο μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει μια τόσο μεγάλη αγγίτητα και πιστότητα στην καταγραφή μιας προφορικής παράδοσης από ένα κοινού σώμα. Πάντως όπως και να έχει το πράγμα η λεκτική συμφωνία είναι κάτι το οποίο επισημαίνεται και μάλιστα αυτοί που μιλάνε για την λεκτική συμφωνία επιπλέον θέτουν και το ζήτημα πάλι θα πω της δευτερογενείς προφορικότητας. Δηλαδή κατά πόσο μπορεί το κείμενο του θεμά να γράφει, να παρουσιάζει συγγένεια όσχο στην έκφραση και στις λέξεις με τα υπόλοιπα συνορτικά και να μην αυτό σημαίνει αναγκαστικά μια άμεση εξάρτηση αλλά πολύ περισσότερο να σημαίνει μια εξάρτηση κυρίως από την προφορική παράδοση, την προφορική μετέπειτα ζωή ενός γραπτου κειμένου όπως είναι τα συνορτικά μας ευαγγέλια. Δηλαδή ακριβώς επειδή συνεχίζουν να ζουν προφορικά, αυτό είναι υπό αποτυπώνει το κείμενο του θεμά και εκεί πρέπει να το αποδώσουμε. Άρα αυτό το επιχείρημα της δευτερογενείς προφορικότητας βλέπουμε ότι μπορεί να λειτουργήσει τίπλα. Μια μία ιδέα είναι να το χρησιμοποιήσει για να εξηγήσει τις διαφορές και να δηλώσει τη συγγένεια με τους συνορτικούς παρά τις διαφορές. Μια ιδέα χρησιμοποιείται ακριβώς για αυτό το λόγο, για να τοριστεί ακριβώς ότι δεν είναι καταγεντικό το επιχείρημα της ελληνικής συμφωνίας και ότι μπορεί ο θεμάς να είναι αυτός ο οποίος βέβαια καταγράφεται στο δηγενείο προφορικότητα, αλλά μπορεί και αντίστοιχα ήδη οι συνορτικοί να καταγράφουν αυτή την πηγή του διού μέσα από μια τέτοια διαδικασία. Είναι πάρα πολύ δύσκολο ζήτημα, αλλά όπως καταλαβαίνετε ήδη πόσο είπα, μάλλον η πλάστη καγένει προς τη φυλλολογική εξάρτηση του Θωμά από τα συνορτικά Ευαγγέλια. Στη συζήτηση ακριβώς για αυτό το ζήτημα της εξάρτησης, είναι ένα θέμα που επίσης τίθεται ήδη το θέμα του φυλλολογικού είδους. Γιατί από πολύ νωρίς τονίστηκε από τους ερευνητές που θέλαμε το Θωμά να είναι μία εξάρτηση από τα συνορτικά Ευαγγέλια πηγή, το ζήτημα του φυλλολογικού είδους, λέγοντας ότι ο συγκεκριμένος φυλλολογικός είδος είναι τόσο αρχαίο και τόσο απλοϊκό, που επομένως μας αναγκάζει να εντεχθούν ότι θα πρέπει να το αποθηθεί ο Θωμάς πριν από τα υπόλοιπα συνορτικά. Σήμερα δε βλέπουμε κανείς τη διαφωνία, όσον αφορά το φυλλολογικό είδος του Θωμά. Πολύ όλοι συγκλίνουν στα ίλια, όλοι περίπου καταλήγουν ότι πρόκειται για μία συλλογή λογίων ή για ένα κανονομολόγιο, κατά διάλογο τρόπο όπως υπάρχουν στον αρχαίο κόσμο για διάφορους φιλοσοφούς με διάφορους άνθρωποι. Επομένως δεν είναι απόφυνα όπως είναι κάτι πρωτοφανές. Ο Τζί βέβαια υποστήριξε ότι ακριβώς αυτό το φυλλολογικό είδος είναι μία συλλογή λογίων μαρτυρή την αρχαιότητα του κειμένου, όμως αυτό σήμερα αφισβητείται, γιατί ακριβώς βλέπουμε ότι δεν είναι και τόσο ασφαλές επιχείρημα. Πρώτα πρώτα γιατί ο Τζί λέει βέβαια ότι οι συλλογές των λογίων προηγούνται τον Ευαγγελία, ότι γενικά η τάση στην παράδοση είναι σιγά σιγά να επαγιώνεται και να αποκτάνει σε μια πιο συγκροτημένη μορφή και να μπαίνει μέσα σε ένα αφηγηματικό πλαίσιο και δεύτερον λέει ο ίδιος ότι τέτοιες οι λογές λογίων ουσιαστικά αποτελούν πιο απλοϊκές μορφές της παράδοσης δηλαδή θα λέγαμε τις πιο συνθετείες που είναι τα κανονικά Ευεγγένια, δηλαδή βλέπει μια γραμμική θα λέγαμε εξέλιξη στην παράδοση και βλέπει δηλαδή τον Θωμά στην αρχή αυτής της εξέλιξης νομίζοντας σημαντικά κάπου προς το τέλος αυτής της πορείας. Οι Κούτε Ήκρου και Γκάδρεκο, οι οποίοι ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με τον φιλολογικό είδος του Ευεγγένιου του Θωμά, υποστηρίζουν και νομίζω σωστά ότι δεν μπορεί το θέμα του φιλολογικού είδους να επηρεάσει το θέμα της χρονολόγησης ή της εξάρτησης από τα συνοπτικά. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να το πούμε αυτό αλλά μάλλον εδώ πρόκειται για παρανόηση και ίσως και για ένα θέρετο θα λέγαμε επιχείρημα και αυτό γιατί ξέρουμε ότι πάρα πολύ νωρίς από την αρχαιότητα υπήρχαν συλλογές λογίων αλλά συλλογές λογίων σχηματίζονται και πολύ αργότερα. Βάσει τα συνοπτικά κείμενα είναι βάσει άλλα κείμενα της κεντρικής τελεγωμένου λογιολέγγια. Ξέρουμε ότι πάθουμε πάρα πολύ αργά μέσα στην αρχαιότητα και εξυπηρετούν διαφορετικούς κάθε φορά σκουχούς. Δεύτερον τίποτα δεν μας απαγορεύει να έχουμε παράλληλη υπάρξη διαφορετικών φιλολογικών ειδών. Δηλαδή σήμερα και εδώ που καλούνται μια βασική αρχή της σημερινής έρευνας δεν μπορούν να μιλάμε για μια γραμμική και μονοσύμμαντη εξέλιξη των φιλολογικών ειδών μέσα στην συνοπτική παράδοση ή γενικότερα μέσα στην αρχαία φιλολογική παράδοση. Είναι πάρα πολύ φυσικό και ενδεχομένως όμως ταυτόχρονα να επιβιώνουν διαφορετικές μορφές κειμένων χωρίς αυτό να μπορεί από μόνο να αποδείξω ότι είναι αρχαιότερο μόνο και μόνο γιατί είναι διαφορετικό. Και τέλος, ένα που έχω αρθεί με πιο τορμηρά από τον Κάδρυπο λέει ότι και η εικόνα του Ιησού ως δασκάλου, έτσι δηλαδή όπως τον έχουμε μέσα στην Ευαγγέλεια του Θεομάτου, εισόδερο προσερβιάζει στην εικόνα του Ιησού κατά τον δεύτερο αιώνα μετά Χριστό, ότι υπάρχει ενδιαφέρον να τονιστεί ακριβώς αυτή η δακτική θα λέγαμε πλευρά της προσωπικότητας του Ιησού παρά θα λέγαμε σε κάπως τις πολύ αρχές της παράδοσης που ονομάζουμε στις ένας ναυτοδομός. Βλέπουμε δηλαδή ότι τα επιχειρήματα για το φιλολογικό είδος δεν μπορούν να είναι, θα πούμε, κατανοητικά. Και επομένως κανείς θα πρέπει να είναι αρκετά ευφυλακτικός. Τα αξιωματικά επιβάλλει ένα τέτοιο επιχείρημα χωρίς μάλιστα και εκπληρωμού, χωρίς μάλιστα να καταθέτει και αποδεικτικά στοιχεία τα οποία αναβεβαιώνουν την ασφάλεια και την ακρίβεια του λόγου για το αξιωματικό σου. Ένα άλλο συχείο που συζητήθηκε είναι οι διαφορές στη σειρά της αφήγησης. Βλέπετε, δηλαδή, τη σειρά που παραθέτει τα λόγια του Βαγγέλη και τη σειρά που βρίσκεται τα λόγια μέσα στα συνοπτικά Ευαγγέλια, ο Κλόπεμπαν παρατηρεί ότι οι διαφορές είναι άξιοσιμιότητες. Δεν μπορούμε να τις αγώσουμε, δεν είναι πολλές, αλλά είναι σημαντικές. Και είναι αλήθεια ότι δεν ακολουθείται η σειρά που υπάρχει στα συνοπτικά Ευαγγέλια. Το επιχείρημα επομένως είναι ότι αυτή αποτελούν την πηγή των συνοπτικών, γιατί αν όντως το Ευαγγέλιο του Θωμά εξατώ, τόσο άμεσα από τα συνοπτικά Ευαγγέλια, το λογικό θα ήταν να είχε ακολουθήσει τη σειρά των συνοπτικών Ευαγγελίων. Εδώ μεταξύ των δικαιητήτρων περίπου ακολουθούν την ίδια σειρά. Υπάρχει το επιχείρημα του Gather Call ότι στην περίπτωση του Θωμά, μάλλον γενικά στις υπερπτώσεις των συλλογολογιών, δεν βρίσκουμε πάντα μια διάθεση να υπάρξει μια λογική σειρά οργάνωσης των λογικών. Είπαμε ότι το φιλολογικό είδους το οποίο ανήκει το κείμενο μας δεν είναι φυσικά και εμφανές. Είναι ένα είδους το οποίο ήδη υπάρχει στον αρχαίο κόσμο και συγκρίνοντας ο Gather Call αντίστοιχα κείμενα, βλέπει ότι δεν ακολουθείται και εκεί μια αντίστοιχη γραμμή. Επομένως παρατηρεί ότι δεν μπορούμε να πούμε σήμερα με βεβαιότητα ότι ακριβώς επειδή δεν υπάρχει η ίδια σειρά, ότι αυτό σημαίνει ότι προηγείται το Ευαγγέλιο του Θωμά έναντι των υπολύπων τριών συναπτικών. Αυτό μπορεί να είναι και ανεξάπτο και να φύγεται γενικότερα σε μια τάση από μη συλλέκτες λογίων, να μην ακολουθούν μια λογική σειρά και ταυτόχρονα μπορούμε να πούμε ότι δεν είναι και τόσο τυχαίο αυτό, καθώς ο ίδιος ο συγγραφέος του Ευαγγελίου του Θωμά κάνει μια προσπάθεια να οργανώσει το ειλικό του. Και ξεκινώντας τα συζήτηση, ότι υπάρχει μια τάση στο κείμενό του να κινηθεί οργανώνοντας κάποια λόγια, ακολουθώντας είτε μία αθωματική, είτε πλουσίτρο λέξη κλειδιάξου. Εγώ μιλάω για τους αδερφούς και οπομένως έχει και ένα δεύτερο λόγιο το οποίο έχει να κάνει για τους αδερφούς, αν και μπορεί να μην είναι άμεσα στην ίδια λογική, να είναι του ίδιου νοήματος όπως το προηγούμε. Λέξη αδερφή λειτουργεί εκεί πέρα θα λέγαμε όσο η βασική λέξη αναφέρασε. Επομένως βλέπουμε ότι δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την ασφάλεια στο επιχείρημα της Συρά, κατά άλλο τρόπος δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε με ασφάλεια το επιχείρημα για τη γλώσσα και για τη γλωσσική ομοιότητα. Τώρα η ενότητα του Θωμά και οι πηγές του είναι πολύ σημαντικό ζήτημα, γιατί ακριβώς βλέπουμε στην καρδιά αυτό που λένε σχέση του Θωμά με τις συνακτικά Ευαγγέλια. Αλλά φυσβείται το κείμενο δεν έχει μια συναρχή, είναι μια σειρά λογίων τα οποία είπαμε κατά καιρούς υπάρχουν κάποιες τάσεις ομοδοποίησης, αλλά σε γενικές στραμές δεν υπάρχει μια κοινή στόχευση, είναι προφανώς λόγια τα οποία μαζεύονται και ο σκοπός για το οποίο μαζεύονται είναι μια μεγάλη συζήτηση, είναι απλώς για ένα σημείο αναφεράση, είναι για κυριακηματικούς σκοπούς, δεν γνωρίζουμε. Πάντως σε κάθε περίπτωση δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι κείμενο ενωτιημένο ούτε μέσα σε μία, ένα πλαίσιο αφηγηματικό και συνήθως ενέβη να διατυπώσουμε τι είναι θεωρίες όσον αφορά την ενότητα και το χαρακτήρα του κείμενου, ούτε θεωρείται σύνθετο κείμενο, ούτε θεωρείται ένα κείμενο με πολλά στρώματα επεξεργασίας. Αυτό δεν είναι ακριβώς το ίδιο και επίσης πιράζει και το θέμα της ομολόγησης. Το να πούμε ότι είναι ένα κείμενο σύνθετο σημαίνει ότι όλα αυτά τα κοπλόγια που ανέφερα, που είναι τριλόγια που είναι συνοπτικά ή θυμίζουν συνοπτικούς είτε είναι γνωστικού, ότι όλα αυτά μαζί κάποια στιγμή συγκλώθηκαν, ανακατεύθηκαν και έγιναν αυτό που έγινε το κείμενο που έγινε. Δηλαδή το σύνθετο υποχρεωτικά δεν σημαίνει ότι είναι και αρχαίο ή τέλος πάντων ότι υπάρχει μια σταδιακή εξέλιξη. Θα τα ακούμε με πολλά στρώματα επεξεργασίας. Εκεί τότε δεχόμαστε ότι πήθαμε σε αρχικό σπουλή μας το κειμένο, ο οποίος κάποια στιγμή δέχεται επεξεργασία στη συνέχεια, και ξανά επεξεργασία, έτσι ώστε τελικά να έχουμε αυτό που έχουμε σήμερα στα χέρια μας. Δύσκολο να καταλήξουμε, κανείς θα μπορούσε να επιλέξει είτε τη μία είτε την άλλη, ή μπορεί να της επιλέξει και τις δυο μαζί λύσεις και να πει ότι πρόκειται για ένα σύνθετο κείμενο, δηλαδή έχει πολλές πηγές, οι οποίες όμως διαπιστώνονται και εντοπίζονται σε διαφορετικά στάδια της επεξεργασίας. Και φυσικά το επόμενο ρώτημα είναι οι πηγές του κειμένου. Ποιες μπορεί να είναι οι πηγές του ασχετωμένου κειμένου. Αυτό βέβαια πάλι εξαρτάται αν θα δεχθούμε ότι εδώ πρόκειται για ένα κείμενο το οποίο αντιγράφει τους συμμετοικούς ή αν θα δεχθούμε ότι πρόκειται για ένα κείμενο το οποίο αντλεί από μία παράδοση προφορική, στην οποία πρέπει να μπορούσε κανείς να πει ότι είναι και ή πηγή των λογιών δεδοκομένως, ή κάποια παρόμοια πηγή. Το θέμα λοιπόν των πηγών παραμένει ανοιχτό, παραμένει υπό συζήτηση και νομίζω ότι όπως είπα και πριν πολύ δύσκολα θα μπορέσουμε να καταλήξουμε σε συμπεράσματα γιατί ακριβώς αυτό το οποίο διαπιστώνει κανείς είναι η απορία θα λέμε με της έρευνας, το αδιέξοδο καθώς έχει να κάνει με εκείνα του παρελθόντος τα οποία πρώτον είναι αποσταθωτικά και δεύτερον είναι εκτός συνάφευσης πολιτισμικής και ιστορικής. Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι πρόκειται για ένα δύσκολο κείμενο, ένα κείμενο όμως εξαιρετικά ενδιαφέρον και ένα κείμενο που πραγματικά αξίζει κανείς να ασχοληθεί και να το μελετήσει ιδιαίτερα. Τώρα θα ήθελα μαζί να δούμε ένα παράδειγμα στο δεύτερο και τελευταίο μέρος του αφήνατος από το Ευαγγέννη του Κομμάου. Πρόκειται για το λόγιο 65 το οποίο έχει να κάνει με τον Γεωργό και τον Αμπέλη, είναι γνωστή ιστορία και την ξέρουμε και από τον Ματθέο όπου και εκεί υπάρχει μια ανάλογη ιστορία και από τον Λουκά και από τον Μάρκο. Είναι μια ιστορία η οποία δηλαδή υπάρχει και στους τέσσερις και αυτό καθιστά φυσικά την ιστορία μας εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Θα διαβάσω πρώτα το Ευαγγέλιο του Θωμά και μετά θα δούμε λίγο και τις άλλες τρεις εκδοχές στο Ματθέο, στο Μάρκο και στο Λουκά. Λέει λοιπόν στο Ευαγγέλιο του Θωμά, είπε, εννοεί τον Ιησούς, ένας αγαθός άνθρωπος είχε Αμπέλη. Τον είκαν σε σε γεωργούς για να τον καλλιεργήσουν και αυτός να παίρνει τον καρπότο από αυτούς. Απέστρεφε τον δούλου του για να τον δώσουν γεωργή τον καρπότο Αμπέλη μου. Αυτοί τον πήραν και τον έδινα. Παρ' λίγο μάλιστα και να τον σκοτώσουν. Επέστρεψε ο δούλος και τα είπε ο Θεός στον Κυριό. Είπε ο Κύριος, ίσως δεν τον εναγνώρισε. Έστειλε άλλο δούλο. Η γεωργή κι αυτόν τον έγραμ. Τότε ο Κύριος έστειλε τον γιο του και είπε, θα σεβαστούν εσούς τον γιο μου. Όταν όμως η γεωργή κατάλαβα ότι αυτός είναι ο Κυρουγόμος του Απολού, τον έπιασε και τον σκότωσε. Όπως έχει αυτιά, ας ακούσει το συγγνωστή μας φράση, ο έκωνότα ακούει, ακουέ του. Όπως είπα και πριν, η ιστορία μας είναι γνωστή και από τα κείμενα των συνοπτικών Ευαγγελίων. Γιατί ακριβώς και εκεί αυτή η ιστορία φαίνεται να παίζει ένα ρόλο στην αφήνυση. Είναι ένα ενδιαφέρον κείμενο, το οποίο το έχουμε σε όλες μας τις παραποτεσμένου μας τα κείμενα τα συνοπτικά και το άλλο το χωμάτι. Θα διαβάσω λίγο το Ευαγγένιο του Μάρκο, που είναι και η αρχιότερη κατά τη θεωρία των δύο πηγών πηγή και λέει χαρακτηριστικά. Ο Ιησούς άρεσε να τους μιλάει με παραβολές. Ένας άνθρωπος φύτεψε αμπέρι. Το περιφράξε, έσκαψε άνοιγμα κάτω από τον πατητήρι και έκτισε κλίμα. Μετά τον ένικε στις γεωργούς και έφυγε σε άλλον τόπο. Όταν ήρθε ο καιρός έστειλε έναν δούλο στους γεωργούς για να πάρει το μερίδι από τον καρκό του καμπελίου. Αυτοί τον έτιασαν, τον έδιραν και τον έστειλαν φύσου με άδεια χέρι. Τους έστειλαν ξανά και άλλον δούλο και αυτό το χτύπησαν με πέτρα στο κεφάλι, τον κακοποίησαν και τον έδιωξαν. Έστειλαν και άλλον και τον σκότωσαν και πολλούς-πολούς άλλους έστειλαν, από τους οποίους άλλους έδιραν και άλλους σκότωσαν. Τους έμεινε ένας ακόμα αγαπημένος του γιος. Αυτόν τους τον έστειλε τελευταίο. «Θα σαβαστεί το γιο μου» σκέφτηκε. «Οι γιογιούς εκείνοι όταν τον είδαν να έρχεται, είπαν ενταξύ τους. Αυτός δεν είναι ο κουρονόμος. Εμπρός θα σκοτώσουμε την κοινωνία θα είναι δική μας». Τον έρχεσαν λοιπόν, τον σκότωσαν και τον πέταξαν έξω από τα μπέλη. Τι θα κάνει με λιωπτή του σταβελούν, θα έρθει και θα ψελοδρέψει αυτούς τους γεωργούς και θα δώσει το αντέξει σε άλλους. Ούτε αυτό το λόγο της γραφής διαβάσατε. «Ο λίθος που τον πέταξαν σαν άχαρστου υπογόνου, αυτός έγινε αδιονάρι. Ο κύριος θα έκανε αυτό και είναι αξιοθάμωστος στα μάρθα μας». Ήρθαν λοιπόν και τελικά και τελικά να σηλάβουν τον Ιησού. Αυτή είναι η εκδοχή του Μάρκου. Αν πάμε στο Μακθαίος, στο 21 κεφάλαιο, στο Σπίθος 33-46, θα δούμε εδώ μια λίγο διαφορετική εκδοχή της ίδιας ιστορίας. «Ακούσετε άλλη πορά πολύ. Ένας γεωκτήμονας φύτευσε έναν τέρι το περίφραξε, έσκαψε σε αυτό πατητήρι, έκτισε τύρο, τον είκε σε συνεργούς και έφυγε για άλλον τόπο. Στην ιστορία της εποχή της καρποφορίας έστειλε τους δούλους τους στους γεωργούς να πάρουν το νερί δυο του από τους καρπούς. Οι γεωργοί όμως έφτιασαν τους δούλους του και άλλον τον έδιραν, άλλον τον σκότωσαν και άλλον τον λυθοβόλησε. Ξανά έστειλε άλλους δούλους περισσότερους από τους πρώτους και τους έκαναν τα ίδια. Τελευταίοι όμως έστειλε το γιο του με τη σκέψη θα σεβαστούν το γιο μου. Οι γεωργοί όμως τα είδαν το γιο, είπα μεταξύ τους «αυτός είναι ο γεωργός μας, ευρώ σα το σκοτώσουμε και σαμπάξουμε τη γεωργονιά του». Έτσι τον έφτιασαν, τον έβγαλα έξω από τα αμπέλια και τον σκότωσαν. Λέει ο Ιησούς ποτέ δεν διαβάζεται τις γραφές, ο ίδιος που τον πέταξε σαν άχρηστο οικοδόμη, αυτός έγινε αγκονάρι, ο κύριος το έκανε αυτό και είναι αξιοθάμωστος στα μάτια μας. Και πάμε στην εκδοχή του Λουκά, έτσι μπορείτε έχοντας και το κείμενο μπροστά σας του Θωμά να δείτε και τις ομοιότητες και τις διαφορές. Βγαίνω στο Ευαγγέλιο του Θωμά, παρατηρούμε και εκεί αρκετές ομοιότητες με την ιστορία όπως τη βρίσκουμε στον Μαρτέο και στον Μάρπο. Υπάρχουν όμως κάποιες ενδιαφέρουσες ομοιότητες με το Θωμά περισσότερο και αποκλείσεις από τις άλλες δύο εκδοχές. Λέει λοιπόν χαρακτηριστικά στο 20ο κεφάλαιο στους τύπους 9-10. Λέει λοιπόν χαρακτηριστικά πάλι για τους Γεωργούς. Κάποιος άνθρωπος φύτευσε έναν τέλη, τον οίκιασε σε Γεωργούς και έφυγε σε άλλον τόπο για πολλά χρόνια. Όταν ήρθε ο καιρός έστρεψε τους Γεωργούς έναν τούλο για να του δώσουν το μερίδι από τον Μαρπό τον Μέλλον, η Γεωργία όμως τον έδινε και τον έστρεψε με άδεια χέρια. Είσαι να τους έστρεψε και άλλον τόλο, εκείνοι τον έδινε και αυτόν και τον αγοπίσαν και τον έστρεψε με άδεια χέρια. Είσαι έστρεψε και τρίτον αλλά κι αυτοί τραυμάτησαν και τον έδιωσαν. Αυτό το ειδικτή του Σταβελιού είπε «Τι να κάνω, θα στυλώ τον αγαπημένο μου γιο, ίσως όταν τον δω να τον σεβαστώ». Όταν τον είδα η Γεωργία είπα μεταξύ τους «Αυτός είναι ο Γεωργός, ας τον σκοτώσουμε για να γίνει δικιά μας συγχρονιά». Κι αφού τον έβγαλα έξω από το Σταβελιού τον σκόψε. Τι θα τους κάνει λοιπόν αυτούς ο ιδιοκτήτους Σταβελιού, θα έρθει και θα εξολοθρέψει αυτούς τους Γεωργούς και θα δώσει το Σταβελιού σε άλλους. Όταν το άκουσαν αυτοί, ποτέ τέτοιο πράγμα. Ο κύριος όμως τους κοίταξε και τους είπε «Τι συνέβη λοιπόν τα ακόλη τα λόγια της γραφής, λύτως που τον πέταξαν σαν άχρηστο γεγονόμη, αυτός έγινε αγγοδάρε». Και όπως πέσε πάνω σε αυτό το λύθο θα σακιστεί κτλ κτλ. Εδώ βλέπουμε πάλι ότι έχουμε δύο, αν δούμε υπάρχουν διαφορές με τα συγκεκριτά Ευαγγέλια και το Ευαγγέλιο του Θωμά. Καταρχάς υπάρχουν δύο προσθήκες οι οποίες είναι ενδιαφέρουσες. Βλέπουμε την ιδέα της εργασίας στην αρχή-αρχή που λέει ότι τονίσει την ιδέα της εργασίας όπως επίσης στο 65-3 είναι αυτή η συζήτηση που κάνει, τη σκέψη που κάνει τέλος πάντων ο ιδιοκτήτης και λέει ίσως να μην αναγνώρισαν τον δούλο μου κτλ κτλ. Και επίσης μια άλλη ενδιαφέρουσα πτήχη είναι ότι ο Λουκάς και ο Θωμάς κάνουν λόγο μόνο για το θάνατο του παιδιού περισσότερο, καλά τα αφήνουμε πολύ ενώ οι άλλοι δύο αφήνουν να ενωθεί ότι και οι άλλοι πρέπει να καταλήθαν πολύ και σκοτώθηκαν κάποιοι ο Θωμάς και ο Λουκάς. Θεωρώ ότι κυρίως ο τελείως ο γιος σκοτώθηκε, θαματώθηκε από τους και αυτό που παρατηρεί κανείς να συγκρίνει τις τέσσερις εκδοχές θα δει ότι πιο κοντά στο Θωμάς είναι στο Ευαγγένειο του Λουκά. Φαίνεται να υπάρχει μεγαλύτερη εξάρτηση. Επομένως αυτό το λόγιο το οποίο συνήθως θεωρείται λόγιο ανεξάρτητος στο Θωμάς μάλλον δεν μπορεί να θεωρθεί τέτοιο αφού βλέπουμε ότι μαζί με τον Λουκά κίνονται περίπου στο ίδιο Λούκος κύματος. Επομένως θα λέγαμε ότι δεν μπορεί με τόση ασφάλεια και με τόση βεβαιότητα να πούμε αυτό που συνήθως υποστηρίζεται από τους εκφραστές της θέσης ανεξαρτησίας του Θωμά ότι είναι τόσο καθαρή η ανεξαρτησία. Εδώ βλέπουμε ότι υπάρχει μεγάλη εξάρτηση. Από τον Λουκά και ο Λουκάς δεν είναι ο πρώτος στη μη σειρά των Ευαγγελίων για πολλούς και διάφορους λόγους, στο οποίο βέβαια θα αναφερθούμε τώρα λεπτομερώς αφού ήδη αναφερθήκαμε σωστά από αυτά στα προηγούμενα μαθήματα και θα έχουμε την ευκαιρία για αυτό να συζητήσουμε και περιπέρον στα επόμενα μαθήματα. Κλείνοντας πολύ συμπερισματικά και έχοντας πιο συνέστηση ότι εδώ απλώς ακουμπήσαμε στο πρόβλημα χωρίς φυσικά να μπορούμε να δούμε ότι δώσαμε καταλυτικές απαντήσεις σε όλα τα ζητήματα, μπορούμε πρώτα απλώς να πούμε ότι αυτό που είδαμε και νωρίτερα ότι εδώ έχουμε διάφορα λόγια από διαφορετικές τουφανώς εξαρτήσεις, ότι πρόκειται για ένα σύνθετο κείμενα που ταυτόχρονα είναι και ένα κείμενα με πολλά διαφορετικά στρώματα επεξαρτασίας, άρα μιλάμε για μια πάρα πολύ δύσκολη διαδικασία από μένους ανίχνευσης των εξαρτήσων. Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι στα χωριά τα οποία είναι συνεπτικού χαρακτήρα αλλά δεν είναι στις συνεπτικά δηλαδή κείμενα τα οποία θυμίζουν συνεπτικά αγνώσεις από τα συνεπτικά παραβολές ή λόγια, τότε πρόκειται ίσως προφανώς για μια αρχαία προφορική παράδοση. Υπάρχει δηλαδή κάποιο λογό το οποίο έχει πολλές συγγραφές και το οποίο ουσιαστικά καταγράφει. Στα χωριά που έχουμε παράλληλη σχέση με τους συνεπτικούς, ίσως εδώ γνωρίζει τα συνεπτικά, ίσως ορμούς για να εξηγήσουμε ακριβώς και τις κάποιες αλλαγές που υπάρχουν, έχει πρόσβαση και σε μία θα λέγαμε προφορική παράδοση και αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον επίσης γιατί ακριβώς μας δίνει και μία άλλη πτυχή του πράγματος. Και υπάρχουν επίσης χωριά τα οποία προδίδουν ότι υπάρχει εδώ μία παράδοση, μία ιστορία σύνταξης. Δηλαδή φαίνεται ότι έχουν δεχθεί επεξεδρασία και ίσως αυτό μπορεί να εξηγήσει τις διαφορές ή έρχονται τις πολλές ομοιότητες σε κάποιες περιπτώσεις με τα συνεπτικά. Σε κάθε περίπτωση ακόμα αυτό που πρέπει να πούμε είναι ότι δεν μπορούμε να αποκλείσουμε και το εντεχόνινα της Δευτερογενής Προφορικότητας στις περιπτώσεις εκείνες που θα μπορούσαν πραγματικά να δώσουν μία λύση στις μεγάλες διαφοροποιήσεις. Μεταξύ δηλαδή μεγάλες διαφοροποιήσεις που ταυτόχρονα έχουν και μεγάλη σχέση και εξάρτηση από τα συνοπτικά Ευαγγέλια. Και τέλος δεν πούμε ξεχνάμε ότι ένα κομμάτι που συνήθως παραλείπεται και δεν συζητήκε τόσο έντονα στα θέματα μας τα συνοπτικά είναι ότι έχουμε χωριά τα οποία ομοιάζουν περισσότερο με τον Ιωάννη και έχουν τόσο με τα συνοπτικά. Αυτό είναι σημαντικό στοιχείο το οποίο μας διευκολύνει ίσως ενδεκομένου στο να τοποθετήσουμε χρονικά την όλη διαδικασία εξεργασίας του υλικού της σύνταξης του Ευαγγελίου του Θωμά. Και αν βάλουμε πραγματικά και τον παράγοντα Ιωάννης σε αυτή τη συζήτηση καταλαβαίνουμε ότι αλλάζει πολύ το ζήτημα της χρονολόγησης και επομένως δεν χωρεί καμία εφευβολία ότι ο Ευαγγέλιος του Θωμά είναι ένα κείμενο το οποίο έπεται εκείνο το συνοπτικό. Όλα όσα είπαμε δεν είχαν φυσικά την πρόθεση όπως είπα και πολλές φορές βαρύτερα να δώσουν μια αποστομιωτική απάντηση και μια οριστική απάντηση στο ζήτημα του Ευαγγελίου του Θωμά. Γιατί ακριβώς είναι κείμενο το οποίο παρουσιάζει πάρα πολλές δυσκολίες να τη μόνο του. Πόσο μάλλον βέβαια όταν αυτή η εξαιρετικά δύσκολο κείμενα έρχεται να ενταχθεί και μέσα στην όλη συζήτηση που κάνουμε για τα υπόλοιπα εξαιρετικά προορισμικά διαδικασία του Ιωάννου Αυτό που μπορούμε να πούμε και να το πούμε έτσι με ευευαιρότητα είναι ότι δεν έχουμε μια σαφή απάντηση ωστόσο οι ενδείξεις μας οδηγούν στους συμπέρασμους ότι πρέπει να είναι ένα κείμενο το οποίο έπαιρνε από σωστά. Πολύ πιθανό να εξαρτάται και από κείμενα αλλά με ποιον τρόπο αυτό μας είναι εξαιρετικά άγνωστο δηλαδή δηλαδή όταν μιλάμε για εφημονική εξάς σημαίνει ότι ο συγγραφός είχε μπροστάω τα κείμενα και αντέγραφε ή έπαιρνε λέξεις ή ιδέες από το άλλο ή αν πρόκειται για μια προφορική εξάρτηση μέσω αυτού του μηχανισμού που ονομάσαμε δευτερογενή προφορικότητα. Εγώ μας μιλάμε για ένα κείμενο εξαιρετικά σύνθετο, εξαιρετικά βοβηματικό, απλώς εξαιρετικά βοηθητικό ακριβώς εξαιτίας αυτών των τόσων έντοντων σχέσεων που έχει με τα συνοπτικά Ευαγγερία. Επομένως αυτό που μπορούμε να ακούμε και αυτό που πρέπει να προσέξουμε και να φροντίσουμε είναι να αποφύγουμε, θα λέγαμε, μια γενικότητα και να εξετάσουμε το κάθε κολλείο εξωτοριστά, να μην αποκλείσουμε και το Ευαγγερία το χρονά από τη συζήτηση του συνοπτικού προβλήματος και να μην το θεωρούσουμε όμως ως καταλυτικό παράγοντα αλλά μάλλον ως ενδεικτικό για τις διαδικασίες και τις διαργασίες που φαίνονται να ακολουθήθηκαν για την καταγραφή του κολλικού της παράδοσης για τον Ιησού. Και να δούμε ακριβώς και το ευαγγένιο του Θωμάσα μια τέτοια σαν δικαιοπαράδειγμα αυτής της καταγραφής της παράδοσης με τις φιλολογικές και τις άλλες εξαρτήσεις του από τα άλλα κείμενα και στην οικημένη περιβάλλονση αυτών των συνοπτικών Ευαγγένων.