«Ο θείος Αβραάμ μένει πάντα εδώ» παρουσίαση του νέου βιβλίου της Έλενας Χουζούρη /

: Λοιπόν, η ώρα και η ζέστη δεν αγαπούν και πολύ τη λογοτεχνία. Αλλά έχουμε δει και χειρότερα, οπότε ας ξεκινήσουμε. Φίλες και φίλοι, να σας κολοσορίσω στην απόψη της δήλωσης, την οποία οργανώνουν οι εδιώσεις Πατάκη και του διοπολίου της Τασσούλας του Ιδιοτρόπιο στην πάντοτου φιλοξενιστή της Βουλειο...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Είδος:Πολιτιστικές εκδηλώσεις
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Βέροιας 2022
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=F6mU-W-v7O0&list=PLF_TSWFK8X_O_0A8Hmh_04RACYy9nvU7S
Απομαγνητοφώνηση
: Λοιπόν, η ώρα και η ζέστη δεν αγαπούν και πολύ τη λογοτεχνία. Αλλά έχουμε δει και χειρότερα, οπότε ας ξεκινήσουμε. Φίλες και φίλοι, να σας κολοσορίσω στην απόψη της δήλωσης, την οποία οργανώνουν οι εδιώσεις Πατάκη και του διοπολίου της Τασσούλας του Ιδιοτρόπιο στην πάντοτου φιλοξενιστή της Βουλειοθήκης, κάνει διακοπές. Απόψε φιλοξενούμε την Ερένα Τικουζούρη. Η αλήθεια είναι ότι... ήθελε πάρα πολύ να βαρουσιάσω αυτή τη γραφέα και απόψε μου δείτε τη τιμία αυτή και η χαρά. Χάρη πρώτα που μας είχε δει τη γραφέα και της εκδόσης Πατάκη. Εντάξει τώρα. Λοιπόν, έλεγα ότι αυτή τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, η οποία μου δίνει τη γραφέα και τη χαρά μου την δίνει η Ερένα Τικουζούρη, και τον ευχαριστώ πολύ. Και παρενθετικά να σας πω ότι τον ξέρω από τα βιβλία του. Είχαμε και μία επαφή μέσα από email και από τηλέφωνα, ακριβώς πριν μερικά χρόνια. Και όταν αποπασίστηκε να γίνει εδώ η εκδήλωση, είπα ο Γιώργος όλοι, δεν θα μιλήσει ποιος άλλος. Λοιπόν, αυτό το βιβλίο έχει σχέση όντως με τη μνήμη και μάλιστα με τη μετάμνήμη, διότι προσπαθεί να διαχειριστεί τη μνήμη τριών γενιών, τριών γενιών σεφαραδιτών Εβραίων, και μάλιστα της Φεσσαλονίκης. Γιατί πιστεύω ότι το Ολοκάπτωμα της Φεσσαλονίκης είναι ένα από τα, για να μη σας πω μετά το Ολοκαυτομαστό Λότζ της Πολωνίας, το σπουδαιότερο, τουλάχιστον των Βαλκανίων, ίσως και ένα από τα πιο σημαντικά στην Ευρώπη. Άρα, εδώ έχουμε τρεις γυναίκες, την εγγονή, τη μητέρα και τη γιαγιά. Η εγγονή προσπαθεί, η οποία μένει στο Ισραήλ, στο Τελαβίδι, είναι μια φοιτητή τριέκοσι επτάχρονη και κάνει το μεταπτιακό της πάνω στο βίο και στο έργο του Αβραμπεναρώγια, έρχεται στη Θεσσαλονίκη για να ανακαλύψει τις ρίζες της, την ταυτότητά της, να συμφιλειωθεί με τη μνήμη και κυρίως να συμφιλειωθεί η μητέρα της με τη μνήμη, γιατί το γεγονός ότι η γιαγιά της, η Λούνα, σώθηκε από το Ολοκαύτομα με αιρετικό τρόπο, αυτό δεν της το συγχωρούσε η κόρη της, δηλαδή η μητέρα της κοπέλας που έρχεται να ανακαλύψει την ιστορία της οικογένειας και ειδικότητας της γιαγιάς της. Έχουμε λοιπόν αυτό το ζήτημα. Πριν προχωρήσω θα σας πω ότι με απασχολούσα πολλά χρόνια αυτό το θέμα, γιατί δεν μπορούσα να καταλάβω, έχω κινηθεί στη Θεσσαλονίκη και έχω μεγαλώσει στην Αθήνα. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι είχε αυτή η άκρη. Έφυγε αυτό, πού πήγε. Λοιπόν, στο θέμα των Εβραίων. Ανοιχτό είναι, εντάξει. Γιατί, κατά ψέματα, πριν εκλεγεί ο Γιάννης Μπουτάρης στη δημαρχία της πόλης, υπήρχε ένα πέπλο σχετικά με την πολυπληθή παρουσία της εβραϊκής κοινότητας στη Θεσσαλονίκη, πολλών αιώνων εξάλλου. Όσον αφορά στην Αθήνα, πρέπει να σας πω, ότι εγώ, με ρώτησε επιστημονός άνθρωπος, και όχι γύρω στα 48-50, όταν του είπα ότι πρόκειται να ασχοληθώ με τους Εβραίους στη Θεσσαλονίκη, με ρώτησε, μα καλά, υπήρχαν Εβραίοι στη Θεσσαλονίκη. Λοιπόν, όλα αυτά σε ένα βαθμό ξεκίνησαν, και ήθελα να επανωρθώ, σαν μια αδικία που έπρεπε να πληρωθεί. Έγινε, δηλαδή, ότι έπρεπε να το κάνω αυτό. Και έτσι άρχισα να ψάχνω, να ψάχνω πάρα πολύ. Και ο τίτλος του βιβλίου, τώρα το έλεγα πριν από λίγο στον δημοσιογράφο, σημαίνει, αθενώς, ότι το όνομα Αβραάμ είναι το αρχαιτυπικό όνομα το εβραϊκό, Αβραάμ Εγέννηση Σάκρη, δ.λ. Δεύτερον, όντως, ο θείος Αβραάμ είναι ο Αβραάμ Μεναρώια. Και τρίτον, το ότι μένει πάντα εδώ σημαίνει ότι η εβραϊκή μνήμη της Θεσσαλονίκης θα είναι πάντα σύμφυτη με τη συλλογική ιστορική μνήμη αυτής της πόλης. Είτε αρέσει σε κάποιους, είτε δεν αρέσει. Να κάνουμε μια διακοπή εδώ, να πούμε ότι έχω ετοιμάσει μια σειρά από φωτογραφίες. Εδώ βλέπουμε τον Αβραάμ Μεναρώια. Ο Αβραάμ Μεναρώια, όλοι δεν γνωρίζουν, ήταν μια πολύ σπουδαία προσωπικότητα του Μεσοπόλεμου, ο οποίος ζούσε στην Θεσσαλονίκη. Ήταν ο πρωτοπόρος σοσιαλιστής, ο οποίος ίδρυσε τη Φεντερασίον, την Εργατική Συνομοσπονδία, και στη συνέχεια ήταν ένας από τους συνειδητές του ΣΕΚΙΑ, δηλαδή του Πρόδρομου Κόμματος, του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας. Ο οποίος επιβίωσε στο χωλόν του Ισραήλ το 1978, ζώντας πάνφτωπος και εδώ, μια μικρή συνταξή πρέπει να το ελληνικό κράτος και διατηρώντας ένα περίπτερο. Και με την ευκαιρία αυτή, να πούμε ότι σε αυτήν εδώ τη φωτογραφία, δεν είναι βέβαια σε μεγάλη ανάλυση δυστυχώς, τι βλέπουμε. Βλέπουμε ένα σπίτι, αυτό με το μπαλκονάκι, το οποίο βρίσκεται στο κάστρο της Φολεγάνδρου. Είναι το σπίτι στο οποίο ζούσε εξόριστο Σαβράν Μπαιναρόγια. Βέβαια η Έλενα, η Χουζούρια, αναφέρει στο βιβλίο της ότι εξορίστηκε στην Άξο. Ναι, αλλά έχουμε ιστορικές πληροφορίες ότι έκανε ένα πέρασμα και από την Φολεγάνδρο. Αυτό, λοιπόν, το λένε οι ντόπιοι Ανωάκοι. Είναι το σπίτι στο οποίο έμενε ο Μπαιναρόγια και μάλιστα, ψάχνοντας κάποια πράγματα για τον Μπαιναρόγια και τη σχέση του με τους κατοίκους του νησιού, εντυπωσιάστηκα όταν έμαθα ότι το Μπαιναρόγιας επιβίωσε ως παρατσούκλις στην Φολεγάνδρο και οι Φολεγανδρινοί, τον τρελό τον επαναστάτη του νησιού, τον αποκαλούν με το παρατσούκλι Μπαιναρόγιας. Μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία. Η Θεσσαλονίκη, βέβαια, η Εβραϊκή Θεσσαλονίκη στους περισσότερους είναι γνωστή από τα διάφορες τους αναγνώσματά τους. Είναι μια πόλη, η οποία βίωσε τον αφανισμό του 93-94% περίπου του εβραϊκού της πληθυσμού και είναι μια πόλη που μέχρι σήμερα ξέχνει αίμα και βία. Κυρωδικά τα κτίρια τους, τα σπίτια τους, τα καταστήματά τους στάζουν ακόμα αίμα. Στάζουν ακόμα αίμα από τις αδικαίωτες υμογιές, από τους αδικαίωτους θρύνους. Είναι μια πόλη η οποία για δεκαετίες δεν επιχείρησε να σπάσει αυτήν την κρούστα η οποία μόλις τα τελευταία χρόνια έκλειψε το βρώμικο παρελθόν που υπήρξε σε αυτήν την πόλη. Είναι μια πόλη η οποία μέσα σε τρία χρόνια ξαφνικά έγινε εντελώς διαφορετική. Εδώ βλέπουμε την οδό Εγκατίας. Η σημαίνει τον Αγγελωτό Σταυρό είναι τα γραφεία του Εθνικοσοσοσυνταστικού Κόμματος Ελλάδος. Εδώ βλέπουμε την είσοδο γερμανικών στρατευμάτων και όπως τα δείτε υποδέχονται τους Γερμανούς οι κάτοικοι της πόλης παλαϊκά και μάλιστα με ναζιστικούς συγχαιρετισμούς. Αλλά αυτό δεν συνέβαινε μόνο στη Σαλονίκη. Ας έρθουμε και λίγο πιο κοντά μας, εδώ στην πόλη μας. Ίδια σκηνή στη Βέρια. Στο εστιατόριο Άλκη. Και εδώ πέρα ντόπιοι κάτοικοι της Βέριας κοζάρουν ανέτους με τους Ναζί. Λοιπόν, είπε πριν κάτι η Ελένα Χουζούρη ότι πραγματικά το βιβλίο αυτό πραγματεύεται τη μεταμνήμη. Τι είναι η μεταμνήμη. Μεταμνήμη είναι μια μνήμη που μολονότι έρχεται από δεύτερο χέρι. Λοιπόν, είναι μια μνήμη που μολονότι έρχεται από δεύτερο χέρι εντούτοις μπορεί να εισβάλλει βασανιστικά και να καθορίσει συντριπτικά στις ζωές και στις συνειδήσεις των επιγόνων. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτή η μνήμη εισβάλλει απρόσκλητη και βασανιστική στη ζωή της Αλίζας. Η Αλίζα είναι μια κοπέλα σύγχρονη η οποία αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει ένα καλά κρυμμένο οικογενειακό μυστικό το οποίο νιώθει την ανάγκη που θα πρέπει να αποκαλύψει μετά το θάνατο της γιαγιάς της στη Λούνα. Η Αλίζα δηλαδή είναι το έσωπτρο τόσο της Λούνας όσο και όλων των υπολοίπων ιρών του μυθιστορύματος. Το μυθιστόρυμα αυτό ο πρωταγωνιστής δεν είναι ο Αβραάμ ο Μπαιναρόγια αλλά πρωταγωνιστές είναι κατά κύρου λόγου η Λούνα βεβαίως και τα άλλα πρόσωπα της οικογένειας. Αλλά ο Μπαιναρόγια είναι αυτός ο οποίος συνέχει στρατηματικά πρόσωπα. Σωστά, Έλενα? Ναι. Τώρα να ρωτήσω το εξής. Για ποιον λόγο μετακινηθήκατε από αυτήν την αιμονική σχεδόν σχέση με τους πολιτικούς πρόσφυγες στους Εβραίους της Θεσσαλονίκης προσωπικά? Δύο. Λοιπόν, λέω ότι κατ' αρχάς δεν έχω αιμονική σχέση με τους πολιτικούς πρόσφυγες στους Εβραίους της Θεσσαλονίκης προσωπικά. Λέω ότι δεν έχω αιμονική σχέση με τους πολιτικούς πρόσφυγες στους Εβραίους της Θεσσαλονίκης προσωπικά. Λέω ότι δεν έχω αιμονική σχέση με τους πολιτικούς πρόσφυγες στους Εβραίους της Θεσσαλονίκης προσωπικά. Λέω ότι δεν έχω αιμονική σχέση με τους πολιτικούς πρόσφυγες στους Εβραίους της Θεσσαλονίκης προσωπικά. Λέω ότι κατ' αρχάς δεν έχω αιμονική σχέση με τους πολιτικούς πρόσφυγες. Ασχολήθηκα μαζί τους, όπως και με τη δεύτερη γενιά, αλλά είναι ο ίδιος άξονας που συνδέει το σκοτεινό βαρδάρι. Στο σκοτεινό βαρδάρι υπάρχει ο ξεριζωμός και η απόλη της πατρίδας, διότι υπάρχει η προσφυγιά των Ελλήνων από όπου ήταν ο παππούς μου, από την πλευρά της μαμάς μου, όπου κατέβηκαν όλοι μετά την συνθήκη του Βουκουρεστή του 1913 στο Συντηρόκαστο και στις αίρες. Υπάρχει αυτό θέμα του ξεριζωμού, της απώλειας της πατρίδας, των αγαπημένων προσώπων, του έρωτα κλπ. Αυτό σε μεγαλύτερο βαθμό περνάει στο πατρίδα του Βαμβάκη, με την πολιτική προσφυγιά που ήταν ακόμα ισχυρότερη, μεγαλύτερη και πιο επώδυνη. Το τρίτο, το δύο φορές αθώα, μπαίνει πάλι το θέμα της πατρίδας και της ταυτότητας. Γιατί τα παιδιά που έρχονται από εκεί, δεν έρχονται πια παιδιά, έρχονται μετά τα 20 τους χρόνια, δεν ξέρουν ποια είναι η πατρίδα τους. Η πατρίδα των γονιών τους, δηλαδή η Ελλάδα, αυτή με την οποία τους γαλούχισαν, ή η πατρίδα που άφησαν πίσω, δηλαδή η Τασκένδη η Ρωσία. Και εκεί υπάρχει ένα μπέρδεμα έντονο. Εδώ υπάρχει πάλι το θέμα του ξεριζωμού της απώλειας γιατί το ολοκάφτωμα. Για μένα τουλάχιστον που μπήκα μέσα σε αυτό και πρέπει να σας πω δεν ήταν καθόλου εύκολο, αν αυτό δεν υπάρχει τίποτα που να συγκριθεί στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ούτε γενοκτονίες, ούτε εθνοκαθάρσεις, οι οποίες μπορεί να είχαν μια, αν θέλετε, βάση, αιτιολογίες, εδώ δεν υπήρχε τίποτα, απολύτως. Δηλαδή ο πλήρης παραλογισμός και η πλήρης παραλία κατεξοχήν. Άρα δεν βλέπω να έχω μετακινήσεις. Ουσιαστικά τα τέσσερα βιβλία έχουν σχέση μεταξύ τους. Οι άξονες τους δηλαδή έχουν σχέση μεταξύ τους. Επραγματεύεσαι τη μνήμη και το τραύμα και είναι αλήθεια ότι θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι σε ό,τι αφορά τη συμβίουση των Εβραίων με τους χριστιανούς συμπολίτες τους, αλλά κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με το ολοκάφτωμα, τόσο η ιστοριαγραφία όσο και η λογοτεχνία ασχολήθηκαν πολύ κατεστηριμένα σε σχέση με το αντίστοιχο παράδειγμα της Ευρώπης. Θα λέγα μάλιστα ότι περισσότερη ιστοριαγραφία άργησε παρά η λογοτεχνία. Ίσως η λογοτεχνία προηγήθηκε. Έχουμε τα κείμενα, τα πρόδρομα του Τσίζεκ το 1946 ή 1948, να θυμάμαι καλά. Στη συνέχεια έχουμε τον Κοκάτζι με την Τζοκόντα, έχουμε τον Γιώργο τον Λαμπρινό, τον Γιώργο τον Ιωάννο και αργότερα είναι πολύ λίγη η παραγωγή. Όταν λοιπόν στην Ευρώπη ήδη ο Πρυμολέβη, ο Σεμπρούν, ο Ζάνα Μερή, πραγματεύονται αυτές τις έννοιες που σήμερα είναι δημοφιλής ως παιδεία στη λογοτεχνία, το τράμα και τη μνήμη. Τι ήταν αυτό το οποίο καθυστέρησε τα ελληνικά γράμματα για να πραγματευτούν αυτή την θέμα. Πρέπει να ρωτήσεις τους άλλους συγγραφές. Εγώ δεν μπορώ να απαντήσω εκ μέρους των συγγραφέων, των ελλήνων συγγραφέων, γιατί δεν… Όχι, το ερώτημα μου είναι να κάνει την καθυστέρηση γενικότερα στην ελληνική λογοτεχνία, που μπορεί να αποδοθεί αυτή. Κοίταξε, εγώ μπορώ να μιλήσω για το βιβλίο μου. Τώρα, γιατί γενικά καθυστέρησε η λογοτεχνία, νομίζω για τους ίδιους λόγους που καθυστέρησε και η ιστοριογραφία. Η ιστοριογραφία για το Ολοκάνθρωμα ξεκινάει το 2000 και μετά με το βιβλίο της Ρένας Μόλχο. Νομίζω ότι οι λόγοι θα αναζητήσουν στο πώς οι Έλληνες αντιμετωπίζουν δευτεροί πράγματα. Και ιδιαίτερα οι Θεσσαλονικοί. Αυτό το θέμα, το είπα πριν από λίγο, ήταν εντελώς θαμμένο για διάφορους λόγους. Αλλά θα ήθελα να συζητήσουμε περισσότερο για το βιβλίο. Όχι γενικά ζητήματα. Δηλαδή, νομίζω ότι... Είναι ευκαιρία όμως να ανοίξουμε έναν διάλογο. Ναι, αλλά ας μείνουμε λίγο στο βιβλίο και μετά σε ανοίξουμε τον διάλογο. Εγώ θα ήθελα να σας διαβάσω κάτι, αν συμφωνείτε κι εσείς και ρε βαριέστε. Δεν ξέρω, εσείς τι λέτε. Έτσι, για να μπούμε λίγο και στο κλίμα του βιβλίου, στο πώς είναι γραμμένο, γιατί λογοτεχνία. Κακά τα ψέματα, είναι το πώς γράφεται κάτι. Διαφορετικά, μπορεί κανείς να διαβάσει μελέτες γύρω από το βοκάρθωμα και μια χαρά. Δεν είναι το ίδιο, είναι άλλο. Πολύ διαφορετική προσέγγιση. Καταρχάς είναι η γλώσσα, η λογοτεχνική είναι. Είναι η γλώσσα και η κατασκευή. Χαίρομαι που η κυρία θα συμφωνεί, νομίζω. Λοιπόν, θα διαβάσω ένα κείμενο. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πριν, που είναι το ευτυχισμένο πριν, μέχρι να μπουν οι Γερμανοί μέσα. Στο τότε και στο μετά. Στο πριν, όμως, υπάρχει και η Αλίζα, ταυτόχανα, η οποία ψάχνει. Και μέχρι να ψάξει, βρίσκει αυτά τα στοιχεία που θα την οδηγήσουν στη Δεσσαλονίκη. Τώρα, τη βρίσκουμε, λοιπόν, στο ξενοδοχείο που έχει φτάσει στη Δεσσαλονίκη. Και τη βλέπουμε να βγαίνει στο μπαλκόνι και να κοιτάζει απέναντι. Και βλέπει η Αλίζα, ακριβώς απέναντι, την νεοκλασική του σακεραμιδένια στέγη της αγοράς Μοδιάνο. Όπως την πληροφόρησε, χθες, ο νεαρός στη ρεσεψιόν, ότι λέγεται. Και αμέσως την έβαλε σε σκέψεις. Μοδιάνο, ευλόγως, αναρωτήθηκε. Διότι δεν γνώριζε η νεαρά εκείνη τουλάχιστον τη στιγμή, αφού αργότερα θα μάθει και θα πληροφορηθεί και τα κάλλιστα και τα χείριστα, ούτε τα ονόματα των μηχανικών που την έκτισαν, του Ελλή και του Σαουλ Μοδιάνο, βεβαίως, της απανταχού της γης πια σκορπισμένης μεγάλης οικογένειας, στην οποία με περιφάνεια θα αναφερθεί λίγο αργότερα ο εξαφθής καταγόμενος σπουδαίος Γάλλος συγγραφέας. Θα ακούσει τις μουσικές που έπαιζαν τα όργανα του Σπεράντζα και οι ορχήσφρα της Μακαμπή και πολύ περισσότερο να γευθεί τις εφαραδίτικες λιχουδιές που σίγουρα θα τις θύμιζαν εκείνες της αγαπημένης γιαγιάς Λούνα, δηλαδή τα αυγά χαμηνάδος και τις πίτες μπουγίδες, άσε που σίγουρα θα συναντούσε εκείνους που δεν υπήρχαν πια, τους προπάπους και τις προγιαγιάδες της, δηλαδή και τους ακόμη παραπίσω με τις μακριές γεννιάδες και τις δρόμπες ή τα δαντελτά μπούστα και τα μεταξωτά φορέματα τα στολισμένα σαν γουναρικά. Τώρα όμως είναι ακόμη στο μπαλκόνι και λίγο δεξιότερα πάντα απέναντι βλέπει το στενό δρόμο με τα μαγαζιά δεξιά και αριστερά να καταλήγουν σε μια πλατεία πρέπει να είναι. Τεντώνει το κεφάλι της να διακρίνει καλύτερα. Λουλούδια βέβαια, φουλάνε λουλούδια. Και εκείνο το κοκκινωπό οικοδόμημα με τους θόλους εμφανέστατα παλιό. Ποια εποχής? Της θυμίζει χαμάμ. Ξέρει από αυτά. Έχει δει και έχει δει τέτοια. Στη Γιάφα, στην Άκο, στην Ιρουσαλήμ, βέβαια, χαμάμ είναι. Πέρα μακριά, ένα μικρό κομμάτι θάλασσας. Ο Θερμαϊκός, το Αιγαίο, η Μεσόγειος, όλα μαζί σε μία και μοναδική θάλασσα. Αυτής της πόλης, της γιαγιάς Λούνα την Πόλη, του θείου Αβραάμ την Πόλη. Πριν το θάνατο της γιαγιάς Λούνα, το Πέσαχ του έτους 5771, αποκτήσεως κόσμου, σύμφωνα με το εβραϊκό σε ελληνικό ημερολόγιο, του 2011, δηλαδή, σύμφωνα με το κοσμικό δυτικό, η Αλίζα είχε ακροθυγός μύθι, ναι, αυτή είναι η σωστή λέξη, πραγματικά μιας παράξενης καταγωγής και μιας ακόμη πιο παράξενης γλώσσας, ή μάλλον δύο γλωσσών, που μερικές φορές αλληλοκαλύπτονταν, καθώς προσπαθούσαν να μιλήσουν για κάτι φαινομενικά ξεχασμένο, αλλά στην πραγματικότητα, στον αιώνα τον άπαντα, ζωντανό. Ήταν εκείνα τα αργόσυρτα, αλλά τόσο μελωδικά και θλιμμένα μαζί τραγούδια της γιαγιάς Λούνα. Πριμαβέραν σαλόνικο, καβίατ καφέ μαζλούμ, ουνανίνιαν τόγιος πρέτος και σαν τα ισόνα ουτ. Ή στην άλλη γλωσσική εκδοχή, άνοιξη στη Σαλονίκη, στο μαζλούμ τον καφενέ, μαυρομάτα με ναούτι τραγουδάει τον αμανέ. Που η Αλίζα την άκουγε να τα σιγοτεργουδάει, καθώς μαγείρευε τις δικές της συνταγές, όπως τις ονόμαζε, συνταγές που είχαν στη βάση τους το αγαπημένο της αζαβατικό τη μελιτζάνα και που καθόλου μα καθόλου δεν άρεζαν στη μαμανόρα. Ούτε εκείνα τα τραγούδια ήθελε να τα ακούει. Μια φορά μάλιστα, όταν επιστρέφοντας ξαφνικά έπιασε τη γιαγιά αλλού να τραγουδάει ένα τραγούδι. Σαν εμβατήριο ακουγόταν στην άλλη γλώσσα, όχι την αργόσυρτη τραγουδιστή. Θύμωσε πάρα πολύ, έγινε έξαλλη. Αυτά να τα αφήσεις στο βουνό, όπου ανέβηκες για να σωθείς, παρατώντας τους δικούς σου στο χαμό. Άκουσε η Αλίζα τη μαμανόρα να φωνάζει. Τα ήταν δέκα, έντεκα. Της έμεινε η απορία. Ποιοι ήταν αυτά, ποιο βουνό και ποιος είχε παρατήσει η γιαγιά αλλού να για να σωθεί. Δεν τόλμησε ποτέ να ρωτήσει και δεν θυμόταν τη γιαγιά αλλού να να έχει ξανατραγουδήσει δυνατά τουλάχιστον εκείνο το τραγούδι εμβατήριο. Κάποιες φορές, λίγες στην αλήθεια, η γιαγιά αλλού να έλεγε στην Αλίζα παραμύθια. Σε εκείνη τη γλώσσα που, κατά δήλωσή της, αγαπούσε και γνώριζε εξαιρετικά καλά. Πολύ καλύτερα, μάλιστα, από την πατρογονική τραγουδιστή, που την έκανε να αφήνεται σε έναν ύπνο γλυκό, σχεδόν μελωδικό, αρθαδαστούμε, έναν ύπνο να πλέει μέσα σε ένα κύμα από πανάρχιες συλλαβές. Επειδή όμως τα παραμύθια με τα ζαχαρωμένα τους ψέματα μπορεί να προκαλέσουν έως και μεγάλη μενεφορία, πλην όμως επίπλαστη και φαινομενικά φόα, η Αλίζα μας διακόπτει αποφασιστικά τη σχεδόν μελωμένη συναισθηματική ατμόσφαιρα και αφήνει και πάλι το βλέμμα της να οδηγηθεί, να πετάξει, θα ήταν το σωστό ρήμα, πάνω από τις κεραμιδένια στέγες και τις ταράτσες των πολυκατοικιών που απλώνονται μπροστά της για να πάει πού. Θα λέγα ότι το ύφος της Έλληνας της Χουζούρης είναι μονατικό, αναγνωρίσιμο, έχει μία στέρε αρχιτεκτονική, δεν έχει κανένα πτιασίδι, δεν χρειάζεται καμιά εσωτερική διακόσμιση όπως έλεγε και ο Ernest Hemingway. Τι κάνει, είναι ένα πολυπείμενο μυθιστορήμα το οποίο είναι πολυφωνικό. Έχουμε όλα τα πρόσωπα του μυθιστορήματος, τα οποία μιλούν, αλλά υπάρχει ένας αφηγητής. Ο αφηγητής απλώς κοιτάει τρεις φωτογραφίες. Λοιπόν, η αφηγήτρια ο αφηγητής βλέπει τρεις φωτογραφίες. Κοίτα κάτι! Τραβάει μέσα από τις φωτογραφίες τα πρόσωπα της ιστορίας του, τα παίρνει από το χέρι, και τα παίρνει από το χέρι, και τα παίρνει από το χέρι, και τα παίρνει από το χέρι, και τα παίρνει από το χέρι, και τα παίρνει από το χέρι, και τα παίρνει από το χέρι, και τα παίρνει από το χέρι, και τα παίρνει από το χέρι, και τα παίρνει από το χέρι, και αντί να ενοχριστρώσει την αφήγησή τους ο αφηγητής, ενοχριστρώνται ιστορία ήρωες του βιβλίου. Ο αφηγητής καταγράφει μόνον τόσο όσο, ό,τι βλέπει. Από εκεί και πέρα υποθέτει ο αφηγητής τι έχει πει ο κάθε ήρωας ξεχωριστά. Σωστά, Ελένα? Είναι πολύ ενδιαφέρος αυτή η τεχνική, η οποία δεν συναντάται. Πιπλέον, δεν ήθελα να πω το ενδιαφέρον του βιβλίου. Έχει να κάνει με το ότι δεν είναι ένα κόμμα βιβλίου για το ολοκαύστομα, διότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια έκρυξη εκδοτικής παραγωγής. Στο χώρο της Λομπεδιθνίας. Ναι, υπάρχει μια έκρυξη. Υπάρχουν αρκετές εκδόσεις. Να μην τις κατονομάς τώρα μία προσμία, αλλά δεν στέκεται καθ' αυτό το γεγονός του ολοκαυτώματος. Αυτό που κάνει ενδιαφέρον το μυθιστόριμα, είναι ότι προσπαθεί να μπει σε ένα άλλο πεδίο, που είναι πολύ πιο λεπτό και ιδιαίτερο, και έχει να κάνει με τη σιωπή της δεύτερης γενιάς των ομήνων των στρατοπέδων, γι' αυτόν τον που απαστοτός σώθηκαν από τον διωγμό. Και προσπαθεί, μέσα από τη δεύτερη γενιά, και την προσπάθεια της Ελίζας να εξεδελίξει το κουβάρι της οικογενειακής, της προσωπικής μνήμης, να αναειφάνει η Αλίζ την μνήμη, ώστε να μπορέσει να συμφιλειωθεί η μητέρα της με την γιαγιά της, και έτσι να υπολωθεί το τράμα της μνήμης. Εγώ, δηλαδή η Αλίζ, ανασυστήνει, η γιαγιά της, εκτός από τις πλήσεις φωτογραφίες, της αφήνει και μια σειρά χρονολογιών, χωρίς σχόλια όμως. Και μέσα από αυτές τις χρονολογίες, γίνεται μια ανασύσταση της παλιάς Θεσσαλονίκης, κυρίως βέβαια του εβραϊκού της κομματιού. Βέβαια του εβραϊκού της κομματιού. Βέβαια του εβραϊκού της κομματιού. Βλέπουμε δηλαδή, παραδείγματος χάρη, τον κύριο Ιακώβ. Ο κύριος Ιακώβ είναι ο πατέρας της Λούνα, δηλαδή ο προπάγος της Αλίζα. Ένας πολύ σοβαρός και έντοιμος εισαγωγέας γαλλικών υφασμάτων, με γραφείο στη Στοάσαουη και κατάστημα στη Βενιζέλλου. Τον βλέπουμε ένα περιφέρεται στη Θεσσαλονίκη, με τον μικρό του Ιακώβ, γιατί η Λούνα έχει και έναν αδερφό λίγο μεγαλύτερο τον Αλμπέρτο, και να περιφέρεται και να δείχνει στον μικρό διάφορες τοποθεσίες, οι οποίες υπήρχαν πριν την πυρκαγιά του 1917, η οποία είχε πραγματικά ρημάξει το κέντρο της Θεσσαλονίκης και κυρίως τις ευρωαϊκές συνικίες. Αλλά σιγά-σιγά φαίνεται και η αλλαγή που συντελείται στην πόλη και ιδιαίτερα μετά την έλευση των μικρασιατών και των ελλήνων προσφύγων από τον Πόντο και τα λοιπά. Και εδώ λοιπόν υπάρχει κάτι. Δεν ξέρω, μήπως σας κουράζω. Για να δείτε πώς στείνεται η Θεσσαλονίκη, πώς συγκίνεται η ανασύσταση της πόλης. Στο μεταξύ η Θεσσαλονίκη άλλαζε. Ελάχιστα πια θύμιζε την πόλη των παιδικών και φιδικών του χρόνου. Ακόμα και τα βλέμματα άλλαζαν. Οι φωνές των τελάληδων άλλαζαν. Οι λαλιές άλλαζαν. Ο Χαχάνης δεν γύριζε στην πλατεία χρηματιστήριου κάθε Παρασκευή λίγο πριν τη δύση του ηλίου για να υπενθυμίσει στους ομόθρησκους του μαγαζάτορες. Ας εράντος λαμπουτήκας σερμανής, νό σε που έντα λαβωράρ μας. Τα πρόσωπα που παινόβιαναν στα επίσης καινούργια καταστήματα που έρχονταν να ανοίξουν κοντά στα παλιά τα γνώριμα, άλλαζαν από τη πολύ μακρινή πια εποχή των παππούδων και των προπαππούδων του κυρίου Ιακώβ. Ο κόσμος άλλαξε μετά τον μεγάλο πόλεμο Τζάκο. Η πόλη μας άλλαξε μετά τώρα. Η πόλη μας άλλαξε μετά την μεγάλη πυρκαγιά Τζακίτο. Και να μου το θυμηθείς, θα αλλάξει κι άλλο. Μπορούμε άραγε να κάνουμε κάτι ή βρισκόμαστε μπροστά σε αλλαγές που δεν είναι δυνατό να ελέγξουμε, όπως είναι η μάθη σου η ιστορία. Κακά τα ψάρια μου, δεν μιλάμε πια εμείς, μιλάμε ιστορία. Και αυτό δεν σου κρύβω είναι που φοβάμαι, έλεγε ένα βράδυ και το είχα να μιλήσω με τον κύριο του Ιακώβ, και το είχα να μιλήσω με τον κύριο του Ιακώβ και τον παιδί του Μάρκου Λεών. Είχε απορρίσει ο κύριος Ιακώβ με όσα του είχε εκμιστεδευτεί ο εξάδελφος Λεών. Μήπως κι αυτός άλλαζε, μήπως κι αυτός άλλαζε λοιπόν όπως ο κόσμος, όπως οι πόλοι τους, είχε αναρωτηθεί ο ίδιος υπηρεχημένος της αγωγίας υφασμάτων. Ήταν έμμελες και ευτυχέστατες παιδικής και φιδικής του ηλικίας και επειδή του άρεσαν πολύ οι βόλτες, άρχισε να παίρνει μαζί του τον πρωτότογο γιο του Αλμπέρτο, μόλις πάρτησε τα τέσσερα του χρόνια, και να του διηγείται ιστορίες από την παλιά πόλη αυτήν που τόσο είχε περιτρέξει, διασχίσει, αγαπήσει πριν την μεγάλη πυρκαγιά. Περπατούσαν ας πούμε στην παραλία και ξαφνικά ο νεαρός πατέρας σταματούσε και έλεγε στο γιο του. Εκεί, Αλμπέρτο, ήταν ένα από τα πιο όμορφα και μεγάλα ξενοδοχεία της Σαλονίκης, το Splendid Palace, όταν έφταναν κοντά σε αυτή που κατά ηρωνία της τύχης, όπως θα φανεί αργότερα, είχε ονομαστεί Πλατεία της Ελευθερίας, σταματούσαν και πάλι. Εκεί, Αλμπέρτο, βλέπεις, δίπλα στο Στάιν ήταν ακόμη ένα πολυκατάστημα, το Tiring. Έσπρυγαν μετά, ανηφόρηζαν τη Δενυζέλλου και ξαναέσπρυγαν στην Ερβού, για να εισχωρίσουν στην πολύβοη αγορά Βλάλη. Εδώ, Αλμπέρτο, έρχονταν ο παππού σου και ο προπάππος σου, που ήταν Αραβίνος. Πλατεία Αρχηραβινίας, την έλεγαν. Εδώ, βρισκόταν και η σχολή Ταλμούδ, τώρα, με πολλά πολλά βιβλία, τόσα που ακόμα δεν έχεις δει, μικρέ μου. Τι απέγιναν? Τα έκαψαν οι φλόγες, τα έκανε στάχτη μεγάλη πυρκαγιά γέμω. Ελάχιστα σώθηκαν. Πιέσχιζαν μετά την πολύβοη αγορά με τα μαγαζάκια και τις πραμάτειες τους εκτεθειμένοι στην κοινή θέα, με ό,τι χρειάζεται έναν οικοκυριό. Πιέσχιζαν την νεότευκτη πλατεία Αριστοτέλους και έφταναν στην οδό Αγίας Σοφίας. Και όταν άρχισαν να την κατηφορίζουν προς την παραλία, ο πατέρας έλεγε στο γιο, «Αυτός ο δρόμος, γέ μου, είναι από τους πιο παλιούς της Σαλονίκης». Και ξέρεις πως τον έλεγαν παλιά? «Αυτός ο δρόμος, γέ μου, είναι από τους πιο παλιούς της Σαλονίκης». Και ξέρεις γιατί? Γιατί είχε είκοσι πίχες πλάτος. Από εδώ και κάτω μάλιστα, να, έως την παραλία, ήταν οι συνοικίες Πούλια, Λεβυγέ και Μπαρού. Τι απέγιναν? Κάηκαν στη Μεγάλη Πυρκαγιά, Αλμπέρτο, το 1917. Δεν είχες γεννηθεί ακόμα. Και όταν ο μικρός, όπως όλοι στην ηλικία του, ο κύριος Ιακώ, έκανε στροφή και κατηφορίζοντας την Κομνινών, οδηγούσε τον γιό του στην Αγίου Μινά, όπου το μεγάλο κατάσταμα των φίλων του Μπέζα και Ρεβάχ, στο οποίο μπορούσες να βρεις κυριολεκτικά και του πουλίου το γάλα. Τι γαλικά κρασιά, βορτό και μποζολέ, τι τα κονιάκνα από λεόν και καλβαντός και βέβαια τις σοκολάτες Νεστλέ και Περουτζίνα, που λάτρευε ο Λιχούδης Αλμπέρτος και με τις οποίες αποζημιωνόταν για τις βόλτες της Σαλονίκης των παιδικών χρόνων του πατέρα του. Μιας και ανέφερε την Πλατεία Ελευθερίας η Έλενα, βλέπουμε εγώ στην φωτογραφία την Πλατεία Ελευθερίας, μεταξύ Ιωναζαργούμη και Ελευθερίου Βενιζέρω, δηλαδή εκεί παρακάρνουν τα αυτοκίνητά μας σήμερα. Αυτή η φωτογραφία είναι από την υποχρεωτική συγκέντρωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, ηλικίες από 18-45 ετών, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν σε αυτή την πλατεία, έτσι και μια ακόμα φωτογραφία την ίδια πλατεία. Στο βάθος βλέπετε το κτίριο Στάιν, το οποίο αναφέρεται επίσης στις αφηγήσεις στο Μινστόριμα και δίπλα του τήριν. Κατοντάδες από αυτούς, τη συνέχεια, εξαναγκάστηκα σε καταναγκαστική εργασία. Μια εικόνα της κατοικικής Θεσσαλονίκης, μετά την εφαρμογή των πυλαιτικών μέτρων. Και εδώ είναι ένα τμήμα της Πομπής των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, από ο δρόμος της πόλης προς το σύνορα παλαιοσύρδοτονικό σταθμό, το τελείωμα τακτιμιστικό σταθμό του ΧΥΡΣΑ, από όπου οδηγούνταν στο Άλβιντς. Το γραφή είναι τραπημένο το 1943. Από μια τέτοιου το σπομπή, είχε απαχθεί η Λούνα, η ροήδα του έργου, για να διαφύγει στη συνέχεια στα βουνά, από όπου διατέλεσαν τάρτισαν και από όπου επέστρεψε στην μετακατονική Θεσσαλονίκη. Για να διαφύγει στη συνέχεια παράνομα προς την Παλαιστίνη, με το αιριέντα σολτ, αυτό είναι το αιριέντα σολτ, στο οποίο έβαινε η Λούνα. Εδώ είναι αραγμένο σε κάποιο ξερονίσιο του Αιγαίου. Και εδώ πέρα, μια Εβραία με το βρέχο της, το οποίο φυλάζει. Ευρωμεί λοιπόν, αυτό θα έλεγα ότι ο κ. Σαυράμ μπαίνει πάντα εδώ, είναι μια νοπογραφία της μεσοπολεμικής, της κατοχικής και της μεταπολεμικής Θεσσαλονίκης και διατρέχει όλα τα σημαντικά γεγονότα που σχετίζονται με τη συμβίωση των Εβραίων με τους Χριστιανούς της πόλης και δοκιμάζουν τη συμβίωση αυτή, όπως είναι η καθιέρωση της κυριακάτοικης αργίας, υποχρονική και για τους Εβραίους το 1924-25. Στη συνέχεια ο εμπρισμός της συνοικίας του Κάμπελ, η φασιστική δράση των διεψηλητών, στη συνέχεια βέβαια η κατοχή, η εφαρμογή των φιλιοτικών μέτρων, η σύλληψη των Εβραίων, ο αφανισμός τους και στη συνέχεια η διαφορετική Θεσσαλονίκη μετά τον πόλεμο και σε όλη τη διάρκεια του εμφυλίου. Σωστά, Έλληνα. Απλώς να πω ότι υπάρχει και ένας μεγάλος έρωτος εδώ, πάντα υπάρχει ένας έρωτος, δεν μπορεί χωρίς έρωτο να γίνεται το ιστορινό. Δηλαδή, η Λούνα σώζεται από τον αγαπημένο της Παύλο, ποιος είναι αντάρτης ήδη και αυτό είναι ακόμα χειρότερο, χειρότερα στο να της το συγχωρήσει η κόρη της, γιατί ξέρετε, υπάρχει κάτι φοβερό ότι οι επιζώντες του Άουσβιτς, ένιωθαν ενοχές επειδή σώθηκαν. Και αυτές τις ενοχές τις παίρνουν και στα παιδιά τους. Πολύ περισσότερο να σωθείς με τον τρόπο που σώζεται η Λούνα. Να το διαβάσω αυτό? Επειδή μας έδειξε την Πομπή, υπάρχει ένα κείμενο που είναι έτσι κάπως πιο ποιητικά γραμμένο και το οποίο συνδέεται με ένα πόσπασμα από την βιβλική έξοδο, έξοδο των Εδραιώληνων με τον Μωυσή και τα λοιπά. Θα διαβάσω μόνο τα δύο-τρία τελευταία από την έξοδο, την βιβλική, για να ήδη συνδέω με το κείμενο αυτό που σας είπα. Και βέβαια, τώρα πια ξεκινάει το κεφάλαιο τότε, έτσι ξεκινάει. Είπε δε όχα. Είπε δε Μωυσής προς τον λαόν, «Θαρσείτε, στείτε και οράτε τη σωτηρίαν την παρά του Κυρίου, εν ποιήσει ημήν σήμερον. Όν τρόπον γάρ εωράκατε τους Αιγυπτίους σήμερον. Ου προσθήστες τε έτη ηδείν αυτούς τί ποιήσει, κύριος, πολυμήσει περί ημών και ημείς σηγήσεται». Και σιγούν. Περπατούν και σιγούν. Τα δήματά τους μόλις ακούγονται, καθώς έρνονται πάνω στην κακοθιαγμένη άσφαλτο, καθώς μπερδεύονται μέσα στη σκόνη των χωματόδρομων. Καθώς πάνω στη σκόνη των χωματόδρομων, καθώς μπερδεύονται μέσα στη σκόνη των χωματόδρομων. Δεκάδες, χιλιάδες βήματα. Βήματα βαριά, ασύκωτα βήματα γερόντων. Βήματα γεμάτας φρίγος και πυγμή κάποτε. Μετέωρα και άνευρα σήμερα νέων και όλημων ανδρών βήματα. Απορριμμένα, αμύχανα, φοβισμένα γυναικών βήματα. Συνεφάκια, ανάλαφρα βήματα, βηματάκια παιδιών. Πού πάνε λοιπόν όλοι τους? Πού όλες τους? Που όλες οι παιδιά τους? Εώνες επί εώνων έχουν περάσει από εκείνη την πρωταρχική έξοδο. Την έξοδο προς την ελευθερία. Και ο Μωυσής δεν είναι πια παρά ένα βιβλικό πρόσωπο. Όσο για τον Κύριο και Θεό, ποιος ξέρει? Ποιος μπορεί να είναι πλέον σίγουρος? Ήταν άρχιε τόσο σίγουροι όλοι για την ύπαρξη Του? Ή ένιωθαν ή έστω υποψιάζονταν ότι αυτή τη φορά δεν υπήρχε κανένας Μωυσής. Πολλοί περισσότερο, κανένας Θεός για να τους σώσει και να τους οδηγήσει στην ελευθερία. Τίποτα δεν είναι σίγουρο. Πολλοί περισσότερο, όταν γράφεις ένα μυθιστόρημα με τόσα κακορίζικα πράγματα. Ή μάλλον για το πιο κακορίζικο πράγμα από τότε που γεννήθηκε ο κόσμος. Και τώρα, από μια θέση ισχύος και από μεγάλη χρονική απόσταση, προσπαθείς να φουγγραστείς αυτά τα δήματα που σέρνονται προσπαθώντας να περπατήσουν αυτές τις ανάσες που έχουν κοπεί σε κομματάκια. Αυτά τα βλέμματα που βλέπουν, χωρίς να βλέπουν. Και ωστόσο, η σειρά αυτών των ανθρώπων μεγαλώνει. Όλο και μεγαλώνει. Όλο και φιδωσέρνεται στους δρόμους της φόβης. Μιας πόλης έρημης γεδόν. Κάποιοι, θα υποθέ αργότερα, είχαν βγει στα μπαλκόνια και κοιτούσαν. Ίσως και να χαμογελούσαν. Κάποιοι άλλοι, κρυμμένοι πίσω από τις κουρτίνες των σπιτιών τους, παρακολουθούσαν φοβισμένοι ίσως. Αμέτωχοι, ωστόσο, παρακολουθούσαν. Κάποιοι τρίτοι, οι λιγότεροι, όπως θα υποθεί επίσης αργότερα, ίσως και να είχαν συγκινηθεί. Διότι θα είχαν αναγνωρίσει ανάμεσα στην κρυζό-μαύρη πομπή, που όλο και σέρνονταν κάποια ρόζα ή κάποιο νίνο, με τους οποίους θα είχαν παίξει στην ίδια γειτονιά βόλους ή τσιλίκα τσομάκα ή και τον δικό μας τον κύριο Ιακώβ, από τον οποίον τόσα ωραία υφάσματα θα είχαν ψωνίσει. Ήταν βέβαια και εκείνοι, οι ίδιοι, τους οποίους είχαμε συναντήσει σε προηγούμενες σελίδες, να κέναι και να ρημάζουν με πράξεις και με λόγια, που όχι απλώς θα χαμογελούσαν, αλλά θα έφταναν στο έσχατο σημείο της αισχύνης να γράψουν την επάβριο. Υπήρχε η ώρα. Οι δέβυλοι ας φύγουν. Και ενώ η μακριά αυτή Πομπή όλο και προχωρούσε, αργά και νομοτελιακά προχωρούσε, ξαφνικά μια κίνηση, μια ελάχιστη αναταραχή. Ποιος, τι, που. Ακριβώς εκεί που η οδός Εγνατίας συναντούσε εκείνη της Ελένης Βορώνου, στο σημείο που γωνιάζουν οι δύο δύ, η κεφαλή της Πομπής είχε αρχίσει να σπρίβει, έχοντας δεξιά και αριστερά της τους θεοπράσινους φρουρούς με τα προτεταμένα όπλα, αλλά και εντόπιους πολυτοφύλακες να ακολουθούν, παρακολουθούν, ελέγχουν. Να σπρίβουν κι αυτοί να μένει για ελάχιστα λεπτά, δευτερόλεπτα ίσως, ένα μέρος αφρούριτο, ανέλεμτο, ελεύθερο. Και τότε για πότε και από πού εμφανίστηκαν εκείνοι οι άντρες. Για πότε και πώς έσπρωξαν, χώθηκαν, άρπαξαν εκείνη τη γυναίκα. Για πότε, για πού έτρεξαν, έστρυψαν, χάθηκαν. Για πότε. Λοιπόν, στο μυθιστόριμα γίνονται, αρκεί να πλήθως αναπονώ σε πραγματολογικά στοιχεία, τα οποία προδίδουν ότι η Έλληνα Χουζούρη έχει κάνει μια βαθιά και δυσδυτική έρευνα στις πηγές, στις αρχαίες δευτερογενείς πηγές. Το ερώτημα έχει να κάνει με το εξής. Η ιστορία της Λούνα και των άλλων ιρρών ακουμπούν σε αληθινές ιστορίες που σας έχουν στηρευτεί, ενδεχομένως, σε επιζώντες. Έχετε πάρει συνέντευξη από επιζώντες. Ναι, ναι, αλλά όχι, η ιστορία της είναι καθαρό να είναι. Είναι μυθοπλασία. Λοιπόν, να δώσουμε τον λόγο στις φίλες και στους φίλους. Ναι, βέβαια. Άκια, κάποιος έχει να υποβάλλει κάποιο ρώτημα. Ναι, Χρήστο. Είχα ένα αποτέλεσμα για αυτήν την ορκή μου, το μυθό, λόγω του Ιντάλη, με τον παλιμπάν. Θα ήθελα να ρωτήσω αν είναι κάτι από σένα που δεν καθατέρατε, σύνολου, από το που πήγες. Αν κάποιος που μας προσκέφτει ο μύτακος της γράψης, το όνομα της γράψης, είναι ίδιο όσον αφορά την κλωχή, όσον στους καρακείλες. Εντάξει, στην αρχή σκεφτόμουν να σχοληθώ κυρίως με τον Αβραάν Μπεναρώγια. Μετά, επειδή ήθελα να πω όλα αυτά που τελικά είπα, ο Μπεναρώγια έμεινε σαν συμπολικό πρόσωπο μέσα. Και εμφανίζεται τρεις φορές. Τη μία φορά να μιλάει ο ίδιος, αυτά τα οποία γράφονται μέσα βασίζονται σε δικαιοτικά του λόγια. Έτσι, δεν επινοήσεις. Η ίδια η Αλίζα θέτει κάποια ερωτήματα σχετικά με τον Μπεναρώγια, γιατί υπάρχει ένα ζήτημα με τον Μπεναρώγια που έχει γεννηθεί. Η Ρικιπερδία λέει ότι έχει γεννηθεί στον βιδίνη της Βουλγαρίας. Αλλά ο ίδιος, στις τελευταίες επιστολές που στέλνει από τεχολών, σε παλιότερους αναγωνιστή, που είναι δημοσιευμένες στο βιβλίο Ελπίδες και Πλάνες, λέει ότι θέλει να επανωφώ σαν λάθος. Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη. Τώρα, τι να σας πω. Γεννήθηκε και τον πήραν μικρόν και πήγαν στη Βουλγαρία και μετά επέσπεψε. Το θεωρεί ότι αναγεννήθηκε μεταφορικά. Δεν έχω τέτοια πάντα. Το θέμα είναι ότι εμφανίζεται λίγες φορές όσο, για να εμφανεί αυτή η συμβολική του παρουσία. Αλλά ήταν τόσα πολλά αυτά που ήθελα να πω. Τελικά... Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική