Διάλεξη 7: Εκκλησιαστικού Δικαίου, Προπτυχιακού Εαρινού Μαθήματος Εκκλησιαστικού Δικαίου. Γεια σας αγαπητές φίλες και φίλοι. Στην 7η διάλεξη του Προπτυχιακού Εαρινού Μαθήματος Εκκλησιαστικού Δικαίου έχουμε φτάσει στους λόγους για τους οποίους κρίθηκε το 1930 αναγκαία από τον ιστορικό νομοθέτη, η λύση ο ΔΕΠ και η διαχείριση από αυτόν της σημαντικότερης περιουσίας των μοναστηριών. Πρώτος λόγος, αφενός για να διασώσει τη μοναστηριακή περιουσία από την απειλούμενη διαρπαγή από τρίτους ιδιώτες γιατί πολλές ιερεσμονές ήσαν έρημες, είχαν ελάχιστοι τους μοναχούς αδύναμους τότε να προασπίσουν την περιουσία των μονών τους. Δεύτερον, αφετέρου για τη μεγαλύτερη κατά το δυνατόν αξιοποίηση της μοναστηριακής περιουσίας με την κατάλληλοργανωμένη ορθολογιστική διοίκηση και διαχείριση του προϊόντος από τη ρευστοποίηση κεφαλαίου και του εισοδήματος του κεφαλαίου, τόκων και λοιπά, με την επένδυση τους σε κινητές αξίες, εθνικά χρεόγραφα, επ. μ. της Δικαιούχου Μονής. Ερωτάται, όμως, εξακολουθούν να συντηρέχουν σήμερα οι δικαιολογητικές αυτές αιτίες για τη δημιουργία ενός οδέπ στο όνομα της εκκλησίας της Ελλάδος, δηλαδή από την εκκοιώ. Με άλλα λόγια, δεν είναι και σήμερα πράμα της αιθέσης οι Ιερές Μονές να προασπίσουν την περιουσία τους από τρίτους ή να αξιοποιήσουν ορθολογιστικά και κερδοφόρατα εισοδήματα φυσικούς και πολιτικούς και καρπούς αυτών της περιουσίας τους. Όμως, ούτε το ένα ούτε το άλλο ανταποκρίνονται στα σημερινά δεδομένα και στη σύγχρονη πραγματικότητα. Η συντριπτική πλειοψηφία των Ιερών Μονών διαθέτει σήμερα οργανωμένες και πολυπληθείς αδελφότητες στα μέρη των οποίων περιλαμβάνονται όχι απλώς μορφωμένοι μοναχοί, αλλά κάτωχοι ενός και δύο πανεπιστημιακών πτυχίων ή με εξειδικευμένη παιδεία. Δεν είναι μάλιστα λίγες οι φορές που η Κεντρική Δήξη Εκκλησίας Ελλάδος προστρέχει στη πνευματική και η ελικοτεχνική βοήθεια τέτοιων αδελφωτήτων. Τι θα ισχυριστεί λοιπόν κάποιος σήμερα ότι οι αδελφότητες αυτές είναι στο επίπεδο των αρχών της συστάσεως του ελληνικού κράτους ή του 1930 ή των μεταπολεμικών χρόνων και δεν είναι σε θέση να προασπίσουν την περιουσία της Μονής τους από επιβουλές τρίτων ή ότι δεν είναι σήμερα σε θέση μια τέτοια αδελφότητα να διαχειριστεί ορθολογιστικά και κερδοφόρα τα εισοδήματα της περιουσίας της Μονής της. Θα πρέπει δηλαδή να θεωρηθούν οι πράγματι αξιοζήλευτες αδελφότες των Ιερών Μονών ως πνευματικά ανάπηρες, ανήκανες να διαχειριστούν την περιουσία τους και γι' αυτό θα πρέπει να τεθούν υπό αναγκαστική διαχείριση. Διότι ο θεσμός του ΟΔΕΠ τίποτε άλλο δεν είναι παρά αναγκαστική διαχείριση περιουσίας προσώπων που κρίθηκαν ανήκανα να διαχειριστούν τα του οίκου τους. Όμως οι αδελφότες των μοναστριών που δεν υπέγραψαν τη Σύμβαση του νόμου 1811-1988 ήταν εκείνες που διεξήγαγαν νικηφόρα ένα δύσκολο και περίτεχνο δικαστικό αγώνα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όπου δεν τόλμησε να προσφύγει η Κεντρική Διοίκηση Εκκλησίας Ελλάδος. Αυτές λοιπόν οι αδελφότες θα θεωρηθούν κατώτερης διαχειριστικής ικανότητας από τα στελέχη της Κεντρικής Διοίκης Εκκλησίας Ελλάδος με το στήρο δημοσιοπαλικό πνεύμα και διάθεση. Αλλά μόνο αυτά, μήπως ο θεσμός το δέπε εξαιρετικά δισφημισμένος στο παρελθόν για διασπαθήσεις χρημάτων και διαχειριστικές ατασταλίες δεν απέτυχε ομολογουμένος στην υλοποίηση των στόχων του. Πόσες φορές δεν αλλάξε νομοθετικό σκοπός και τα μέσα του. Θάνει μόνο να αναφερθούν οι καταπληκτικά πολλαπλές τροποποιήσεις του νόμου 864 του 1930 με αρχή τη διαγραφή των πλέον βασικών σκοπών ιδρύσεως το ΔΕΠ μέσα σε 8 μολυσέτη από τη δημιουργία του. Και τώρα θα προχωρήσουμε σε ένα άλλο τμήμα που αφορά την περιουσία στην Ελλάδα των Μπρεσβυγενών Πατριαρχείων. Και ξεκινάμε με το αναπαλλοτρίωτο της περιουσίας των Μπρεσβυγενών Πατριαρχείων. Σύμφωνα με το άρθρο 18, παράραφος 8 του Συντάγματος. Δεν επιτρέπεται να απαλλοτριωθεί η αγροτική ιδιοκτησία των Σταυροπηγιακών Ιερών Μονών της Αγίας Αναστασίας της Φαραμακολυτρίας στη Καλκιδική, των Βλατάδων στη Θεσσαλονίκη και του Ευαγγελιστή Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμω με εξαίρεση τα Μετόχια. Επίσης δεν επιτρέπεται να απαλλοτριωθεί η περιουσία που βρίσκεται στην Ελλάδα των Πατριαρχείων Αλεξανδρίας Αντιοχίας και Ιεροσολύμων, καθώς και της Ιερής Μονής, Ιεράς Μονής του Σινά. Η διάταξη αυτή αποτελεί την απόλυξη μακρόχρονης και επικύλης νομοθετικής διεργασίας. Για την προστασία της αγροδικής ιδιοκτησίας και περιουσίας των παραπάνω μονών του Οικουμενικού Θρόνου και των Πατριαρχείων της Ανατολής από αναγκαστική απαλλοτρίωση. Η προστασία που παρέχει η παραπάνω διάταξη είναι ειδική. Η απαγόρευση που καθιερώνει αφορά, παρά τη γενικότητα της διατυπώσεως, μόνον την αναγκαστική απαλλοτρίωση. Τούτος συνάγηται και από την ένταξη της απαγορεύσεως στο πλέγμα των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 17 και 18 του συντάγματος που αναφέρονται στην αναγκαστική απαλλοτρίωση. Συνεπώς η εκούσια απαλλοτρίωση δεν απαγορεύεται. Υποστηρίζεται ότι θα έπρεπε να απαγορευθεί και η εκούσια εκποίηση της αγροτικής ιδιοκτησίας των τριών μονών του Οικουμενικού Θρόνου και της περιουσίας των λοιπών Πρεσβεϊνών Πατριαρχίων και της Μονής του Σινά. Μια και η δέσμευση αυτή μόνο θα μπορούσε να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των σκοπών στους οποίους απέβλεπε ο συνταγματικός νομοθέτης με τη θέσπιση της διάταξης. Πολύ περισσότερο γιατί οι σχετικές με τη μεταβίβαση, διανομή και σύσταση σε οποιοδήποτε εμπράγμα του δικαιώματος σε αγροτικά κτήματα της εκκλησιαστικής περιουσίας και των ομικών προσώπων δημοσίου δικαιοποσιμονές, διατάξεις των νόμων 248 του 1952 και 285 του 1952 έχουν επανειλημμένα καταστρατηγηθεί. Η συνταγματική αυτή διάταξη κρύση αναπαλλοτρίω ότι μόνο την αγροτική ιδιοκτησία των τριών μονών του οικουμενικού θρόνου, τόσο εκείνη που υπήρχε ήδη κατά τη δημοσίευση του συντάγματος όσο και εκείνοι που απέκτησαν ή θα αποκτήσουν στο μέλλον. Ο όρος αγροτική ιδιοκτησία αναφέρεται στα αγροτικά κίνητα που ανήκουν στην κυριότητα των μονών αυτών και όχι σε ολόκληρη την ιδιοκτησία τους με τη συνταγματική έννοια του όρου. Συνεπώς, τον Απαλλοτρίωτο δεν καταλαμβάνει την αστική ιδιοκτησία τους. Ειδικά, για την Ιερά Μονή Πάτμου διευκρινίζεται ότι η προστασία αναφέρεται μόνο στην περιουσία της Μονής, διότι ως τέτοια μνημονεύεται στο Σύνταγμα και όχι ως Πατριαρχική Εξαρχία Πάτμου με την οποία συμπίπτει, χωρίς ωστόσο να ταυτίζεται οργανικά. Επομένως, το άρθρο 18, παράγραφος 8, δεν καλύπτει τα άλλα μοναστικά καθηδρίματα που είναι στα όρια της εξαρχίας. Η διάταξη, όμως, στο άρθρο 18, παράγραφος 8, εδάφιον α, δεν κηρύσει ο Απαλλοτρίωτος την ολόκληρη την αγροτική ιδιοκτησία των τριών μονών που αναφέρει, εξαιρεί τα μετόχια. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η παραπάνω ρήθμηση δεν σκοπεύει να κατοχυρώσει με το Απαλλοτρίωτο όλες ανεξαίρετα τις μονές του οικουμενικού πατριαρχείου που είναι συναισθημένες ή πρόκειται να συσταθούν στο μέλλον, είτε βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια, είτε στην αλλοδοπία, αλλά μόνο τις τρεις μονές που περιοριστικά αναφέρει. Υποστηρίζεται ότι παράλληλα το Σύνταγμα κατοχυρώνει τον πατριαρχικό και σταυροπηγιακό χαρακτήρα των τριών αυτών μονών. Δεν διατηρεί απλώς και μόνο την προστασία, εφόσον και όσο οι μονές αυτές θα παραμένουν τέτοιες, με την έννοια ότι αν μία από αυτές πάψει να υπάγεται στην πατριαρχική δικαιοδοσία, θα στερηθεί αυτοδίκαια τον Απαλλοτρίωτο. Η διατύπωση του Συντάγματος των σταυροπηγιακών νομίζω πως δεν είναι απλώς διαπιστωτική, διαφορά την σταυροπηγιακή και πατριαρχική ιδιότητα των τριών μονών, αλλά το ίδιο επιβάλλει την διατήρηση αυτού του χαρακτήρα τους και τυχόν υπαγωγή τους σε άλλη εκκλησιαστική δικαιοδοσία, όσο και αν είναι θεωρητικά δυνατή από την άποψη του κοινού εκκλησιαστικού δικαίου. Και πραγματικά πολλές πατριαρχικές και σταυροπηγιακές μονές στην Ελλάδα έχασαν την ιδιωτητά τους αυτή και επεριλήθαν στη δικαιοδοσία των επιχωρήων αρχιερέων, είναι πλέον αντισταγματική. Αναφορικά πάλι, με την περιουσία των πατριαρχίων της Ανατολής και της Μονής του Σινά, πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα. Το αναπαλλοτρίο το εκτείνει όχι μόνο στην αγροδική ιδιοκτησία αυτών, αλλά σε όλη την ευρισκόμενη στην Ελλάδα περιουσία τους. Κατά την ορθότερη γνώμη, η έννοια της περιουσίας δεν πρέπει να νοηθεί ευρέως ως το σύνολο όλων των δικαιωμάτων και των νόμων σχέσεων που αποτιμώνται σε χρήμα, δηλαδή ως το σύνολο των οικονομικών αξιών των πατριαρχίων αυτών, αλλά στενότερα ως το σύνολο εκείνων των πραγμάτων, κινητών και ακυνήτων, αγροτικών και μη, μετοχιακών και μη, που ανήκουν κατά κυριότητα στα πατριαρχία αυτά και στη Μονή του Σινά. Διαφορετικά δεν θα μπορούσε να παρατηρηωθεί ακυνήτο τρίτου προσώπου, στο οποίο, λόγω χάρη, έχει εγγραφεί υποθήκη υπέρ κάποιου από τα πατριαρχία αυτά. Παράλληλα, η έλλειψη χρονικού προσδιορισμού στο Σύνταγμα κατοχυρώνει όχι μόνο την περιουσία που είχαν κατά δημοσίευση του Συντάγματος, αλλά και κάθε μελλοντικό περιουσιακό του στοιχείο. Τέλος, ως πατριαρχία, δεν πρέπει να νοηθούν μόνο τα κεντρικά όργανα διοικίσεως των εκκλησιών αυτών της Ανατολής, αλλά το σύνολο των περιφερειακών τους οργάνων, Μητρόπωλης, Ενωρίες, Ευαγήδρυματα, Ναΐ, Μονές, Προσκυνήματα κλπ., που απαρτίζουν τις εκκλησίες αυτές. Με την έννοια αυτή, αναπαλλοτρίωτο είναι κάθε πράγμα που ανήκει στην κυριότητα, λόγω χάρη, του Παναγιού Τάφου ή της Πατριαρχής Βιβλιοθήκης Αλεξανδρίας, ή ένα αστικό ακίντο της Εραποστολής Ουγκάνδας ή μιας Αμερικανικής Ενωρίας του Πατριαρχείου Αντιοχίας. Ας σημειωθεί ότι για κτήμα της σειράς Μονή Σινά που είχε απαλλοτριωθεί αναγκαστικά πριν από την έναξη ισχύους του συντάγματος του 1975, υπό το κράτος άλλου συνταγματικού κειμένου, το οποίο δεν περιλάμβανε διάταξη ανάλογη με εκείνη το Άρθο 18 Παράραφος 8, κρίθηκε ότι από την τελευταία αυτή συνταγματική διάταξη δεν συνάγεται ότι δεν υπόκειται σε παραγραφή αξίωση αποζημιώσεως παραπάνω Μονής για απαλλοτρίωση που έγινε πριν από την έναξη εφαρμογής του συντάγματος 1975. Το οποίο λοιπόν πρέπει να γίνει δεκτό και για όλα τα Πατριαρχεία που διαλαμβάνει το Άρθο 18 Παράραφος 8 του συντάγματος. Η διοίκηση και διαχείριση της ακίνητης περιουσίας των Μπρεσβεγενών Πατριαρχείων. Τώρα περνάμε σε αυτό το θέμα. Καταρχήν πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το Άρθρο 6 Νόμου 1700 του 1987, δεν υπήχθη στις διατάξεις του νόμου αυτού η υπηρεσία των Πατριαρχικών και Σταυροπηγιακών Μονών που εξαρτώνται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Πρώτον, Αγίου Όρους, βήτα Αγίας Αναστασίας Φαρμακολυτρίας Καλκιδικής, τρίτον Βλατάδων Θεσσαλονίκης, τέταρτον Ευαγγελιστή Ιωάνν του Θηλόου Πάτμου και πέμπτον των λοιπών Πατριαρχικών και Σταυροπηγιακών Μονών Δωδεκανήσου. Επίσης, δεν υπήχθη η υπηρεσία που βρίσκεται στην Ελλάδα όλων των πρεσβηγενών Πατριαρχείων του Παναγίου Τάφου και της Ιεράς Μονής Σινά. Όπως προναφέρθηκε, τα κίνητα όλων των νωτών εκκλησιών είναι ανεπίδεκτα χρησιεκτησίας. Τέλος, η διοίκηση και διαχείρισή τους, ελλείψη ειδικών ρυθμίσεων, γίνεται κατά τις κοινές διατάξεις. Αναφορικά τώρα με την ακίνητη υπηρεσία στην Ελλάδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου πρέπει να συμβιωθούν ειδικότερα τα ακόλουθα. Οι Πατριαρχικές και Σταυροπηγιακές Μονές Αγίας Αναστασίας και Βλατάδων εξερούνται από την εποπτεία του επιχορείου αρχιερέως που υπάγονται με όλη την κινητή και ακίντη υπηρεσία τους στην άμεση πνευματική κυριαρχία και διοίκηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Οι Μονές αυτές είναι αυτοτελεί νομικά πρόσωπα. Κατά την κρατούσα γνώμη θεωρούνται νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Καλύτερο όμως είναι να δεχθούμε και γι' αυτές, όπως και για όλες τις Πατριαρχικές Μονές στην Ελλάδα, ότι κατανοηγίες με τα ισχύοντα για τις Μονές Εκκλησίας Ελλάδος έχουν ομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου. Θα ήθελα να επισημάνω ότι ορθότερη κατά την απόψη μου γνώμη είναι ότι όσον αφορά τη διοίκησή τους θα πρέπει να θεωρηθούν οι Μονές αυτές, οι Πατριαρχικές Μονές εν γέννη στην Ελλάδα, ότι είναι δημοσίου δικαίου όσον αφορά τη διοίκησή τους και όσον αφορά την οικονομική διαχείριση τους, ότι είναι ιδιωτικού δικαίου, δηλαδή υπάγονται στην περίπτωση των αλληγόμενων δυφυών νομικών προσώπων. Κύριος της περιουσίας των Μονών αυτών είναι το νομικό προσωπό τους και όχι το οικουμενικό Πατριαρχείο στο οποίο ανήκουν. Τελευταίο ασκεί τη διοίκηση και έλεγχο επ' αυτόν. Εκπροσωπούνται απ' τον Οιγούμενό τους, τον οποίο διοριζει ο Πατριάρχης και η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Συνεπώς, για το έγκυρο οποιασδήποτε πράξεως, διοικίσεως και διαχείρισεως της περιουσίας τους απ' τον Οιγούμενο απαιτείται έγκριση αυτής απ' τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Με τα κίνητα του Πατριαρχείου Αλεξανδρίας πρέπει να σημειωθεί ότι στις κάθε είδους δικαιοπραξίες στην Ελλάδα που αφορούν σε αυτά, ιδιαίτερα στις εκποιητικές, το Πατριαρχείο εκπροσωπείται μένα από τον Πατριάρχη, πριν όμως για να είναι έγκυρες, πρέπει να έχουν προηγουμένως εγκληθεί από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου λόγω του συνοδικού συστήματος που διέπει την Εκκλησία αυτή. Αναφορικά τέλος με τα μετόχια του Παναγιού Τάφου και της Ιεράς Μονής Σινά πρέπει να σημειωθεί ότι εξαιρούνται από την εποπτεία του Επιχορείου Αρχιερέως, αναλογικά με τα ισχύοντα και για τις Πατριαρχικές Μονές υπάγονται με όλη την κινητή και ακίντη υπηρεσία τους στην άμεση νευματική κυριαρχία και διοίκηση του Πατριαρχείου Ιεροσολίμων και της Ιεράς Μονής Σινά αντίστοιχα. Και τώρα εισέρχόμαστε σε ένα καινούργιο θέμα που αφορά την ακίντη υπερουσία των Μητροπόλεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου που βρίσκονται στη Δωδεκάνησο. Οι Μητροπόλοις του Οικουμενικού Πατριαρχείου που βρίσκονται στη Δωδεκάνησο είναι πέντε Μητροπόλοις συν η Πατριαρχική Εξαρχία Πάτμου οι οποίες χωρίς να συγκροτούν χωριστή οργανωτική ενότητα, χωρίς να συγκροτούν χωριστή εκκλησία από άψη κανονικού καθεστότος έχουν ωστόσο ιδιαίτερο εκκλησιαστικό καθεστώς σύμφωνα και με το άρθρο 3 παράγραφος 2 του συντάγματος. Υπάγονται άμεσα στην κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου πράγμα που αναφέρεται και στον καταστρατικό χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος. Οι οργανωτικές μονάδες στις οποίες η Μητροπόλης του Οικουμενικού Πατριαρχείου που βρίσκονται στο Δωδεκάνησο υποδιαιρούνται, επαρχίες, ενωρίες και ιρές μονές έχουν σαφώς νομική προσωπικότητα. Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση 142 του 1979 της Ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, οι οργανωτικές μονάδες της Εκκλησίας της Δωδεκανήσου και εξ αρχεία Πάτμου είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, εκτός από την Ιρά Μονή Θεολόγου Πάτμου που έχει νομική προσωπικότητα ιδιωτικού δικαίου. Ορθότερο όμως είναι να δεχθούμε και για αυτήν, όπως και για όλες οι Πατριαρχικές Μονές στην Ελλάδα, ότι κατανογία με τα ισχύοντα για τις μονές της Εκκλησίας της Ελλάδος έχουν νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου. Κατά την άποψή, ορθότερο είναι να δεχθούμε την μη ερμηνευτική άποψη ως προς τις Μονές του Αγίου Όρους, ότι η Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Ιωάνν Θεολόγου Πάτμου έχει και αυτήν δίφυη νομική προσωπικότητα, δηλαδή ως προς τη δίκαιση είναι νομικού προσωπικού δημοσίου δικαίου και ως προς την οικονομική διαχείριση ιδιωτικού δικαίου. Η οργάνωση της Εκκλησίας στα Δωδεκάνησα εξαγγλουθεί και σήμερα να διέπεται κατά βάση από το κανονικό δίκαιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δηλαδή δεν έχει καταστατικό χάρτη των Μητροπόλεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που βρίσκονται στη Δωδεκάνησο. Συνεπώς, το σύστημα σχέσεων κράτους-εκκλησίας όσον αφορά τις Μητροπόλεις αυτές στη Δωδεκάνησο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι εκείνο της κρατικής εκκλησίας ή της νομοκρατούσας πολιτείας, αλλά του χωρισμού. Διότι το καταστατικό χάρτης των Μητροπόλεων της Δωδεκάνησου είναι το κανονικό δίκαιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δηλαδή εσωτερικό δίκαιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και όχι ένας κρατικός νόμος. Εάν υπήρχε καταστατικός χάρτης, όπως η εκκλησία της Κρήτης, ή αν υπήρχε ένας καταστατικός χάρτης που ψηφιζόταν από την Βουλή των Ελλήνων, τότε θα υπήρχε το σύστημα της κρατικής εκκλησίας ή της νομοκρατούσας πολιτείας και στη Μητροπόλη της Δωδεκάνησου. Απόρεια αυτού είναι ότι όταν εκλέγεται ένας Μητροπολίτης από την Πατριαρχική Σύνοδο Κωνσταντουπόλεως για μια Μητρόπολη της Δωδεκανήσου, εν προκειμένου Ρόδου, σε αυτή την περίπτωση δεν εκδίδεται προεδρικό διάταγμα αναγνωρίσεως και καταστάσεως του εκλεγέντος Μητροπολίτου μιας Μητρόπολης της Δωδεκανήσου, όπως συμβαίνει στις κρατικές εκκλησίες της Ελλάδος και της Κρήτης, ούτε ακολουθεί ορκομοσία ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας του εκλεγέντος Μητροπολίτου, αλλά εκδίδεται απλώς διαπιστωτική πράξη για την εκλογή από την Πατριαρχική Σύνοδο του εκλεγέντος Μητροπολίτη μιας Μητρόπολης του Δωδεκανήσου από τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί αυτή η διαπιστωτική πράξη για την χωρίγηση μισθού στον εκλεγέντα Μητροπολίτη μιας Μητρόπολης της Δωδεκανήσου. Όσες διατάξεις της πολιτιακής νομοθεσίας αναφέρονται στην εκκλησιαστική υπερουσία, εφαρμόζονται και στην Εκκλησία της Δωδεκανήσου, υπό την πρόϋπόθηση ότι καθιερώνουν γενικούς δικαιοικούς κανόνες και η συγκεκριμένη ρύθμιση δεν αφορά μόνο στην Εκκλησία της Ελλάδος. Έτσι, ο νόμος 3.250 του 1924, όπως το άρθρο 2 τροποποιήθηκε με το μόνο άρθρο νόμου 248 του 1952, ο οποίος απαγορεύει με ποινή την ακυρόθητα εμπράγματες δικαιοπραξίας επί αγροτικών ακινήτων για την πέρα των 200 παιδιαστραιμάτων έκταση να ιδιοκτήτει, χωρίς την άδεια του υπουργού Γεωργιές συνεχεία την Ομάρχη, ίσχυε και επί της εκκλησιαστικής υπερουσίας στα Δωδεκάνησα. Επίσης, αν και το άρθρο 62 παράγραφος 2 του νόμου 597 του 1977 για το καταστατικό χάρτης Εκκλησίας Ελλάδος, με το οποίο εισάγεται η εφραμμήγη των άρθρων 4 και 23 αναγκαστικού νόμου 1539 του 1938 και στα λιπά πλήν των μονών εκκλησιαστικά πρόσωπα, αναφέρεται στα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας Ελλάδος, βάσιμα υποστηρίζει ότι η διάταξη αυτή περιέχει νεότερο αστικοδίκιο που προσθέτει στα ανεπίδεκτα χρησιγκτησίας ακίνητα, όχι μόνο εκείνα που ανήκουν στα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας Ελλάδος, αλλά και στα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα άλλων κλιμάτων εκκλησιαστικών, άρα και στους ιερούς ενοριακούς ναούς των Μητροπόλεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου που βρίσκονται στο Δεκάνησο, για τα οποία δεν υπάρχει ειδική διάταξη. Η διοίκηση και διαχείριση αυτής της πυρουσίας γίνεται από τα αρμόδια όργανα κάθε αυτοτελούς οργανωτικής μονάδας, λόγω χάρη ενορίας, μονείς, κατά τις κοινές διατάξεις. Άς σημειωθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 6 Νόμου 1700 του 1987, ρίθνηση θεμάτων εκκλησιαστικής πυρουσίας, στη διατάξη του νόμου αυτού, δεν υπάγεται η πυρουσία των ιερών μονών που εξαρτώνται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μεταξύ των οποίων ρητά αναφέρεται και η μονή του Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού Πάτμου, καθώς και των λοιπών Πατριαρχηγών και στα αεροπηγιακών μονών Δώδε Κανίσου. Τα μοναστηριακά κύντα που κύνται στην περιφέρεια των μητροπόλεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου που βρίσκονται στο Δωδεκάνισο είναι ανεπίδεκτα χρήση εκτισίας. Με το νόμο 510 του 1947, μετά την παραχώρηση των Δωδεκανίσων στην Ελλάδα από την Ιταλία, εισήχθη στα Δωδεκάνισσα η νομοθεσία, αστικός κώδικας και λοιπά, βρίσκεται στην υπόλοιπη Ελλάδα μέχρι 22 Δευτερού 1946. Επίσης, με το διάταγμα της 31-12-10-1 του 1949, εισήχθη στα Δωδεκάνισσα και νομοθεσία περιδίκησης, διαχείρισης και προστασίας δημοσίων κτημάτων. Επομένως, από την 1η-1.1049, στα κτήματα των Ιερών Μονών της Δωδεκανίσου εφαρμόζονται, αναλόγως, οι ουσιαστικές και δικονομικές διατάξεις των Αγκαστικού Νόμων 1539-1938, περιπροστασίες των δημοσίων κτημάτων. Οι διαιρεσμονές θερούνται ότι έχουν αδιαλείπτως στη νομή τους τα κινητά τους, πλασματική νομή, ασχέτος προς οποιαδήποτε αφαίρεση αυτής από τρίτους, όπως ήδη είχαμε την ευκαιρία να εξηγήσουμε σε προηγούμενες διαλέξεις της ιδίας σειράς μαθήματος. Ειδικά για τη νομική αξία των αυτοκρατορικών δωρεών προς την Ιερά Μονή Πάτου με Χρυσόβουλα πρέπει εντελώς περιπτήκα να σημειωθεί ότι την παραχώρηση της νήσου Πάτμου και τον πέριξη αυτής νησίδων στην Ιερά Μονή Πάτμου από τον βυζανινό αυτοκράτωρα Αλέξιο Πρώτον Κομινινό με Χρυσόβουλο με τίγαγε παράγωγα λόγο δωρεάς την κυριότητα του να κηρύττω στην Ιερά Μονή και κατέστησαν έτσι εκκλησιαστική περιουσία για την οποίαν ισχύει το αναπαλλοτρίωτο σύμφωνα με τους ιρρούς κανόνες. Και το αναπαλλοτρίωτο της περιουσίας της διατηρήθηκε ως λέξης πετσιάλης και κατά τη διάρκεια της τουργοκρατίας παρά την ισχύ του οθωμανικού δικαίου λόγω των προνομίων που παραχωρούσαν οι εκάστοτε σουλτάνοι στους πατριάρχες με βεράτια είτε με αυτά θεωρηθεί ότι συνήθει η ονείδη Εθνή Σύμβαση είτε θεωρηθεί ότι συνισθούν μονομερή παραχώρηση του οθωμανού ηγεμώνα. Έτσι δεν αποτέλεσε αντικείμνο της διαδοχής του οθωμανικού δημοσίου με το ιταλικό και του ιταλικού με το ελληνικό. Τέλος, για το κατά το Άρθο 18 Παραυστοχτώ Συντάγματος αναπαλλοτρίωτο της αγροτικής ιδιοκτησίας Ιεράς Μονής Πάτμου, ισχύουν όσα αναφέραμε προηγουμένως. Στη συνέχεια θα προχωρήσουμε στο θέμα της ακίνητης περιουσίας της εκκλησίας της Κρήτης, αλλά όχι στην παρούσα διάλεξη, διότι έλειξε ο προελπώμενος χρόνος της, αλλά στην επόμενη. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την προσοχή σας. |