Εκκλησιαστικό Δίκαιο: Υπόσχεσθαι, αδερφή μου, στους αδερφούς του Εκκλησιαστικού Δικαίου του Δευτέρου Έτους. Ευχαριστούμε. Γεια σας, αγαπητές φίλες και φίλοι. Στην έκτη διάλεξη του Μεταπτυχιακού του Εκκλησιαστικού Δικαίου του Δευτέρου Έτους συνεχίζομαι με τις σχέσεις κράτους σκευμάτων στη Γαλλία, όπως μας τις παρουσιάζει στο σχετικό άρθρο της η καθηγήτρια Μπριζίτ Μπαστεβάν Γκοντμέ. Η Καθολική Εκκλησία δεν αποδέχθηκε το νόμο του 1905 ως προς τα θρησκευτικά σωματεία, ασοσιασιών κουλτιέλ. Και μέχρι το 1924 αρνούνταν να εφαρμόσει αυτό το νόμο του 1905, το γαλλικό για το χωρισμό, ως προς την ίδρυση θρησκευτικών σωματείων, διότι τα θρησκευτικά αυτά σωματεία έχουν πολίτευμα, δηλαδή οργάνωση και διοίκηση δημοκρατική, δηλαδή πολίτευμα δημοκρατικό, που δεν αντιστοιχεί στο μοναρχικό πολίτευμα της Καθολική Εκκλησίας. Αν δεχόταν την ίδρυση θρησκευτικών σωματείων, τότε ο επίσκοπος θα ήταν ένα απλό μέλος και θα είχε τα ίδια ακριβώς δικαιώματα ως προς τη δίκηση του σωματείου με τους ιερείς και με τους λαϊκούς, πράγμα το οποίο έκθεση αντίθεση με το εσωτερικό της δίκαιο, δηλαδή με το κανονικό της δίκαιο. Και δεν αποδέχθηκε αυτό το νόμο του 1905 παρά το γεγονός ότι στο άρθρο 4 προβλεπόταν ότι τα θρησκευτικά σωματεία πρέπει να συμμορφώνονται με τους γενικούς οργανιστικούς κανόνες της θρησκείας, την οποία το σωματείο πρέπει να προάγει. Δηλαδή θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτή η διάταξη στο άρθρο 4 κατοχύρωνε την εφαρμογή του κανονικού δικαίου στην οργάνωση δίκης και λειτουργία του σκεφτικού σωματίου και για την Καθολική Εκκλησία. Παρά τα αυτά η Καθολική Εκκλησία δεν αποδέχθηκε το νόμο του 1905. Το ζήτημα αυτό τακτοποιήθηκε με ανταλλαγή διπλωματικών διακοινώσεων διπλωματικός μεταξύ Αγίας Έδρας και Γαλλικού Κράτους μετά τον Πρώο Παγκοσμιοπόλεμο. Διπλωματικό συμφωνήθηκε ένα κείμενο καταστατικού επισκοπικού σωματίου, έτσι ονομάστηκε αυτή η δική μορφή νομικής προσωπικότητας για τους καθολικούς οργανισμούς. Αυτό το κείμενο του ενιαίου καταστατικού επισκοπικού σωματίου που συμφωνήθηκε διπλωματικός, κρίθηκε σύμφωνα με το Γαλλικό Δίκιο, σύμφωνα με τη μεσχετική γνωμοδότηση του Συμβουλού Επικρατίας της Καλλίας και ο Πάπας επέτρεψε την ίδρυση αυτού του είδους σωματίων. Τα επισκοπικά σωματεία συμμορφώνονται με τους νόμους του 1901 και του 1905 και επίσης εφαρμόζονται οι κανόνες του κανονικού δικαίου ως προς την οργάνωση, διοίκηση και λειτουργία των επισκοπικών σωματίων, τα οποία ενεργούν υπό την εξουσία του επισκόπου, ο οποίος επίσκοπος βρίσκεται σε κοινωνία με την Αγία Έδρα, δηλαδή δεν είναι σχισματικός ο καθολικός επίσκοπος και σε συμφωνία με τη θεμελιώδη οργάνωση της Καθολικής Εκκλησίας, εννοείται αυτή που προβλέπεται από το κανονικό της δίκιο, όπως αναφέρει το άρθρο 2 του ομοιόμορφου καταστατικού της. Επειδή η Καθολική Εκκλησία δεν αποδέχθηκε το νόμο του 1905, γι' αυτό δεν μπόρεσε να πάρει την ιδιοκτησία των θρησκευτικών κτιρίων, των δικών της, σύμφωνα με το νόμο αυτό, ενώ τα κτίρια των Πρωθυσταντικών Εκκλησιών και των Ιουδαίων περιήλθαν στα αντίστοιχα θρησκευτικά σωματεία. Οι νόμοι του 1907 και του 1908 μεταβίβασαν την ιδιοκτησία των καθολικών εκκλησιαστικών κτιρίων και την ευθύνη για την επισκευή τους, στο κράτος ως προς τους καθεδρικούς ναούς και τα επισκοπία και στους δήμους ως προς τις ενοριακές εκκλησίες και τα πρεσβυτέρια. Οι μουσουρμάνοι αξιοποιούν το νόμο για τα σωματεία του 1901 και ιδρύουν πολιτιστικά σωματεία. Τα πολιτιστικά σωματεία των μουσουρμάνων διοικούν και τα κορανικά σχολεία και τα μουσουρμανικά τεμένη, τα οποία βρίσκονται κοντά στα σχολεία. Και συνεχίζει η καθηγήτρια Μπριζίτ Μπαζδεβάν Μποντμέ για το θέμα των μοναχικών ταγμάτων της καθολικής εκκλησίας, για το νομικό, δηλαδή, καθεστώς κατά το κρατικό δίκιο της Γαλλίας των μοναχικών ταγμάτων της καθολικής εκκλησίας. Τα γαλλικά νομοθετικά κείμενα δεν δίνουν ορισμό του όρου «κονγκρεγκασιόν», μοναχικό τάγμα, επειδή ο κύριος σκοπός του νομοθεϊού του 1901 ήταν να εκδιώξει τα τάγματα τα μοναχικά της καθολικής εκκλησίας από το εθνικό έδαφος. Δεν υπήρχε σοβαρός λόγος να διεσμευθεί κάποιος στον ορισμό ενός θεσμού, τον οποίον επιθυμούσε να εξαλείψει πλήρως. Εναπόκειται στους δικαστές να κρίνουν ποιες ισοματώσεις μπορούν να θεωρηθούν ως μοναχικά τάγματα. Θα ληφθούν υπόψη μερικά πραγματικά δεδομένα. Η ύπαρξη των μοναχικών επαγγελειών, τα ευσεβή έργα που αναλαμβάνονται από το τάγμα, η απογή των μελών στον καταστατικό που εγκρίνεται από τις θρησκευτικές αρχές. Η παρούσα θέση των μοναχικών τάγματων κατανοείται επίσης κάλλιστα από την ιστορία της. Η νομοθεσία του 19ου αιώνα έλαβε διάφορες μορφές και γενικά μιλώντας, απαιτούνταν όμως ή διάταμα για την έγκριση μοναχικού τάγματος. Ωστόσο τα περισσότερα τάγματα εφίσταντο χωρίς την εν λόγο προβλεπόμενη έγκριση. Στην Τρίτη Δημοκρατία τα τάγματα έπρεπε να εξαφανιστούν. Με αυτή την έννοια, ο τίτλος 3 του νόμου του 1901, κήρυξε «απαγορευμένο κάθε τάγμα που δεν έχει αναγνωριστεί νόμιμα». Και το Κοινοβούλιο απέρριπτη συστηματικά κάθε έτημα για αναγνώριση, την οποίαν υπέβαλε οποιοδήποτε τάγμα. Όμως, από το 1914, τα χωρίς έγκριση τάγματα επέστρεψαν στη Γαλλία, ήταν παράνομα, αλλά δεν διώκονταν. Ο νόμος της 8ης Απριλίου 1942 βελτίωσε τη θέση τους με την κατάργηση του ποινικού αδικίματος της ύπαρξης παράνομου τάγματος. Μπορούσαν να εφίστανται ως «δε φάκτο» ομάδες χωρίς ύπαρξη ή προσωπικότητα. Από την άλλη πλευρά, χωρίς νομική ύπαρξη ή προσωπικότητα. Από την άλλη πλευρά, απλοποιήθηκε η διαδικασία για τη νομική αναγνώριση. Η έγκριση έγινε απλώς νομική αναγνώριση, που παραχωρείται με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και η οποία πονέμει νομική προσωπικότητα. Μόνο μετά το 1970 η διαδικασία επηρέασε τα νέα τάγματα και έχει επιταχυνηθεί από το 1987. Το 1987 η διαδικασία της νομικής αναγνώρισης διευρύνθηκε σε μη καθολικά τάγματα. Ένα αναγνωρισμένο τάγμα έχει πλήρ δικαιοπρακτική ικανότητα, δυνάμι του γαλλικού δικαίου. Οι θέσεις του είναι παρόμοια με εκείνη του σωματίου που αναγνωρίζεται ως «ουτηλυτέ publique», «δημόσιας οφέλειας». Αυτό δεν συνεπάγεται ότι ένα τάγμα είναι σωματίο. Το τάγμα υπόκειται σε μια μορφή διαχειριστικής εποπτείας εκ μέρους του κράτους, την οποίαν πρόσφατα μέτρα έχουν ελαφρύνει σημαντικά. Ως προς τον νομικό καθεστώς κατά το κρατικό δίκαιο της Γαλλίας των μοναχικών τάγματων της Καθολικής Εκκλησίας, σήμερα απαιτείται μόνο νομική αναγνώριση. Η θέση τους είναι παρόμοια με εκείνη του σωματίου «δημόσιας οφέλειας» χωρίς να είναι σωματίο, υπόκειται σε μια μορφή διαχειριστικής εποπτείας εκ μέρους του κράτους, που σήμερα είναι ελαφρά σημαντική. Στο παρελθόν, ο νόμος του 1901 επιδίωξε την εκδίωξη των μοναχικών ταγμάτων από τη Γαλλία και έκτοτε υπήρξε μια ιστορία της ανάπτυξης του νομικού καθεστώτος των μοναχικών ταγμάτων μέχρι που οδηγηθήκαμε στη σημερινή μορφή του καθεστώτος, του νομικού τους καθεστώτος. Στη συνέχεια, η καθηγήτρια Μπριζίτ Μπαζδεβάνγκοτ Μέ αναφέρεται στις θρησκευτικά κινήματα και σέκτες σε ισαγωγικά. Το γαλλικό δίκιο αντιμετωπίζει δυσκολίες στο να λάβει υπόψη τα νέα θρησκευτικά κινήματα, με δεδομένη την άρνησή του, να ορίσει τη θρησκεία. Οι δημόσιας αρχές πρωτίστως δεν έχουν αναγνωρίσει ως θρησκευτή κάθε ομάδα που προσπαθεί να παρουσιαστεί ως τέτοια. Εάν οι δημόσιας αρχές αποδειχθούν ότι ένα θρησκευτικό κινήμα οργανώνεται με τη μορφή θρησκευτικού σωματίου, παραδέχονται με αυτό το ίδιο γεγονός που θεωρεύουν να χρησιμοποιεί τον όρο. Ο γρακτηρισμός θρησκευτικού σωματίου απονέμεται σπάνια, ειδικά όταν πρόκειται για νέα θρησκευτικά κινήματα. Τα δικαστήρια διστάζουν να κρίνουν εάν μια ομάδα είναι θρησκευτική και έτσι να αναγνωρίσουν ότι ένα σωματίο είναι θρησκευτικό. Το Συμβούλιο της Επικρατείας το έχει πάντοτε απορρίψει με την ατιολογία ότι το άρθρο 19 του νόμου του 1905 ορίζεται ότι τα θρησκευτικά σωματεία πρέπει να έχουν αποκλειστικά θρησκευτικούς σκοπούς. Σε κάθε περίπτωση έχει κριθεί ότι η σκοπή του σωματίου φάνηκε ανασυμβίβαστη με τη διατήρηση της public, της δημόσιας τάξης, και το σωματίο είχε άλλα ιδραστηριότητες, πολιτιστικές, εμπορικές, ιατρικές. Πώς να διακρίνει κανείς μεταξύ θρησκείας και σέκτας. Για μεγάλο χρονικό διάστημα ο Γάλλος νομοθέτης στο όνομα της ελευθερίας της συνείδησης και της θρησκείας απέφυγε να νομοθετήσει για τις σέκτες. Ο αγώνας εναντίον αυτών των κινημάτων ήταν ουσιαστικά έργο των δικαστών. Που αρνήθηκαν να τους παράσχουν οικονομικά πλεονεκτήματα που απονέμονται στα θρησκευτικά σωματεία και οι οποίοι διατήρησαν υπό έλεγχο τις παράνομες δραστηριότητές τους. Ο νόμος της 12ης Ιουνίου 2001 εισήγαγε διάφορα μέσα με τα οποία οι συναλλαγές των ερέσεων θα μπορούσαν να ελέγχονται. Ο δικαστής μπορούσε να λύσει ένα νομικό πρόσωπο το οποίο οι δραστηριότητες προσιάζουν ορισμένους κινδύνους. Το καθεστώς της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων έχει διευρυνθεί. Ο νόμος τεσπίζει το αδίκημα της απατηρής κατάχρησης της κατάστασης άγνοιας ή μιας κατάστασης αδυναμίας. Τα νομισμένα σωματεία δημόσιας ωφέλειας που μάχονται τις σέκτες μπορούν να γίνουν διάδικη σε μια δίκη. Τα μεγάλα θρησκεύματα έχουν εκφράσει στην ανησυχία τους ότι οι δημόσιας αρχές κατά την εφαρμογή αυτού του νέου νόμου δεν θα έπρεπε να περιορίζουν τη θρησκευτική ελευθερία. Όπως μας έχει αναφέρει ήδη η καθηγήτρια Μπριζίτι Μπαστεβάν Κοτμέ το σύστημα σχέσεων κράτους θρησκευμάτων στη Γαλλία είναι αυτό του λαϊκού χαρακτήρα του κράτους, et al. laïc το οποίο απαγορεύει την αναγνώριση των θρησκευμάτων από το κράτος. Απαγορεύει τις άμεσες επιχορηγήσεις από το κράτος επίσης. Η απαγόρευση της αναγνώρισης θρησκευμάτων από το κράτος δεν σημαίνει απαγόρευση της απόκτησης νομικής προσωπικότητας βεβαίως αλλά σημαίνει ότι η Γαλλία δεν επιτρέπει να υπάρχει έναν ουτερό καθεστώς μεταχείρισης των θρησκευμάτων. Όπως έχουμε αναγνωρισμένα θρησκεύματα στην Αυστρία και το Βέλγιο. Η αναγνώριση ενός θρησκεύματος συνεπάγεται τη μετάβασή του σε ένα ανώτερο καθεστώς από το βασικό καθεστώς των θρησκευτικών κοινοτήτων. Το βασικό καθεστώς των εκκλησιών της θρησκευτικών κοινοτήτων είναι αυτό που προβλέπεται στη Γαλλία. Και το βασικό καθεστώς των θρησκευτικών κοινοτήτων στη Γαλλία είναι εκείνο των θρησκευτικών σωματίων, των κοινών σωματίων και ως προς την Καθολική Εκκλησία των Εμπισκοπικών Σωματίων. Η Γαλλία με τα κρατικά της όργανα αρνείται να δώσει ένα νομικό ορισμό της θρησκείας. Αυτό όμως, όπως και στο Βέλγιο, προκαλεί διακρίσεις. Διότι ο όρος «σεκτες», όπως είπαμε και στην περίπτωση του Βελγίου, είναι ένας πολιτικός όρος, δεν είναι νομικός όρος. Είχαμε πει τότε ότι ή μία ομάδα είναι θρησκευτική, δηλαδή θρίσκευμα, ή δεν είναι θρησκευτική, δηλαδή είναι ψευδοθρίσκευμα. Μεταξύ θρησκεύματος και ψευδοθρισκεύματος δεν υπάρχει κανένας όρος «σεκτα» από απόψι νομική, ούτε ο όρος «σεκτα» ταυτίζεται με την έννοια της ψευδοθρησκείας από απόψι νομική. Και είχαμε πει επίσης ότι το ζήτημα της ψευδοθρησκείας τίθεται μόνο σε σχέση με την απόλαυση προνομίων, όχι με την απόλαυση του βασικού επίπεδου των θρησκευτικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των που προβλέπονται από το Διεθνές και από το Συνταγματικό Δίκιο. Και προνόμια είχαμε πει ότι είναι αυτά τα θρησκευτικά δικαιώματα τα οποία χωρηγεί ένα κράτος, πέραν των θρησκευτικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από το Διεθνές και από το Συνταγματικό Δίκιο. Τα δικαστήρια τα γαλλικά αποφεύγουν να αναγνωρίζουν ως θρησκευτικά σωματεία τις λεγόμενες σέκτες. Αυτές δηλαδή τις οποίες το κράτος χαρακτηρίζει, η κυβέρνηση χαρακτηρίζει, τις σκεφτικές ομάδες τις οποίες χαρακτηρίζει ως σέκτες. Διότι δεν θέλει να χωρηγήσει οικονομικά πλεονέκτηματα. Ποιο είναι το κύριο οικονομικό πλεονέκτημα? Δύο είναι τα οικονομικά πλεονέκτηματα. Είναι πρώτον οι φορολογικές απαλλαγές που αποτελούν έμεση χρηματοδότηση, διότι η άμεση χρηματοδότηση απαγορεύεται, το σκεφμάτο απαγορεύεται στη Γαλλία. Επιτρέπεται όμως η έμεση χρηματοδότηση, δηλαδή οι φορολογικές απαλλαγές. Και επίσης οι επιχορηγήσεις από το κράτος, οι οποίες δεν θεωρούνται απαγορευμένες επιχορηγήσεις για θέματα επισκευής των χώρων λατρείας που περιέχονται στην ειδική λίστα των πολιτιστικών αγαθών. Αξιοσημείωτο είναι αυτό το οποίο αναφέρει η καθηγήτρια Μπριζίτ Μπαζδεβάνγκοτ Μέ, ότι ο νόμος του 2001 διεύρυνε το καθεστώς της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων. Είναι μια ιδιαίτεροτητα της Γαλλίας. Στην Ελλάδα δεν έχουμε ποινική ευθύνη νομικών προσώπων, έχουμε ποινική ευθύνη φυσικών προσώπων. Στην περίπτωση των σεκτών, των λεγόμενων σεκτών, οι οποίες αναγκάζονται να υιοθετούν τη μορφή του απλού σωματίου, ο νόμος του 2001 επιτρέπει τη λύση, την αναγκαστική λύση της νομικής τους προσωπικότητας στις περιπτώσεις τις οποίες προβλέπει. Ακόμα και τα μεγάλα θρησκεύματα στη Γαλλία ξέφρασαν τη διαφωνία τους με την ψήφιση αυτού του νόμου του 2001, ο οποίος ξεφεύγει από την ευμενή, από την θετική ουδετερότητα του Γαλλικού κράτους ενάντια των θρησκευμάτων και υιοθετεί μια αρνητική ουδετερότητα ενάντια των χαρακτηριζόμενων από τη Γαλλική Κυβέρνηση θρησκευτικών ομάδων ως σεκτών. Στη συνέχεια η καθηγήτρια Μπριζίτμπας Ντεβάν Κοτμέ προχωρεί στους οργανισμούς που παρέχουν κοινωνικές υπηρεσίες και αναφέρει Τα θρησκεύματα παρέχουν βοήθεια γενικού ενδιαφέροντος και λαμβάνουν μέρος σε δημόσια υπηρεσίες με ιδρύματα ειδικού χαρακτήρα. Διοικούν οργανισμούς θρησκευτικού χαρακτήρα σε συνεργασία με τις δημόσια αρχές, ειδικά στο τομέα της εκπαίδευσης και της κοινωνικής πρόνοιας. Στη Γαλλία η κοινωνική πρόνοια και η μέρημνα υγείας είναι πρωτίστως κρατικές υπηρεσίες, περισσότερο από ό,τι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, για παράδειγμα Γερμανία, Λονδία. Ωστόσο η παροχή μέρημνας είναι ουσιώδες τμήμα του θρησκευτικού έργου. Το γαλλικό δίκιο επιτρέπει στα θρησκεύματα να ελέγχουν τα δικά τους ιδρύματα μέρημνας, είτε προσφέρουν ανθρωπιστική βοήθεια είτε μέρημνα υγείας. Αυτό αφορά ουσιαστικά την Καθολική Εκκλησία με δεδομένη τη θέση της σε αυτή τη χώρα. Τα έργα φιλανθρωπίας με θρησκευτική αιτιολογία δεν διαθέτουν δυνάμη του θρησκευτικού χαρακτήρα τους, η δική και ομοιόμορφη νομική οργάνωση από την άποψη του κρατικού δικαίου λειτουργούν όπως οποιαδήποτε άλλη ιδιωτική πρωτοβουλία. Ιδιωτικά νοσοκομεία θρησκευτικού χαρακτήρα μπορούν να είναι ιδρύματα που αναγνωρίζονται ως δημόσιας ωφέλειας με απόφαση του Συμβούλου Επικρατείας ή εταιρίες που ακολουθούν το μοντέλο του σωματίων σε μια από τις δύο μορφές εκείνη των σωματίων δυνάμη του νόμου του 1901 με νομική προσωπικότητα, για εκείνη των σωματίων που αναγνωρίζονται ως δημόσιας ωφέλειας με διευρυμένη δικιοπρακτική ικανότητα, ικαναλαμβάνουν δωρεές και κληρονομιές, αλλά υπόκεινται σε μεγαλύτερο βαθμό διοικητικού ελέγχου. Η αναγνώση δημόσιας ωφέλειας είναι ανεξάρτητη από το θρησκευτικό χαρακτήρα παρέχεται σε σχέση με τους κοινωνικούς σκοπούς που επιδιώκονται και αποκτάται για το εν λόγω έργο. Ο θρησκευτικός χαρακτήρας κάποιου έργου αυτού του τύπου δεν είναι αντίθετος και λαμβάνεται υπόψια από τις δημόσιας αρχές ακόμη και αν δεν κατοχυρώνεται σε οποιοδήποτε συγκεκριμένο νομικό καθεστώς. Αυτό ισχύει για την ανθρωπιστική βοήθεια και το νοσοκομιακό έργο. Η νομική θέση αυτών των ιδρυμάτων μπορεί να επικύλει το τάγμα, η εταιρεία ή το σωματίο που ιδιοικεί το ίδρυμα μπορεί ή δεν μπορεί να έχει κατά κυριότητα τα κτίρια, το οικώπεδος στο οποίο βρίσκονται, τον εξοπλισμό. Μπορεί να εξαρτώνται από ιδιωτικά κεφάλαια, την περιουσία του τάγματος, τις ιδρύματα, τις δωρεές για τους Εράνους. Αυτούς τους πόρους θα προστεθούν εν γέννη επιχορηγήσεις από δημόσια κεφάλαια, από το κράτος ή τις τομπικές αρχές, καθώς αυτές δεν θερρούνται ως επιχορηγήσεις προς θρησκεύματα, οι οποίες απαγορεύονται από το νόμο του 1905. Άλλως υποστήριξη για έργο που παρέχεται για το γενικό συμφέρον. Οι θρησκευτικές αρχές μπορούν να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν ορισμένες ιατρικές πρακτικές στα ιδρύματα που έχουν διακεκριμένο χαρακτηρέχουν τον ένεχο του προσωπικού, που εργάζεται σε θρησκευτικά νοσοκομεία. Οι μοναχοί συνεχίζουν να εξαρτώνται από το τάγμα τους, όχι το νοσοκομείο. Η σύμβαση απασχόλησης αν υπάρχει είναι μεταξύ του ιδρύματος και του τάγματος. Οι μοναχοί δεν είναι μερους επιμέρους συμβαλόμενοι στη συμφωνία. Το προσωπικό στα νοσοκομεία με δισκοφορατήρα πτύνει όλο και περισσότερο να έχει πλειονότητα λαϊκών. Η νομική τους θέση, όροι πρόσληψης, εργασίας άδειας διέπεται από το κρατικό δίκιο και τις υφιστάμενες συλλογικές συμβάσεις. Τα προσώδια απασχόλησης εξαρτώνται από τους κρατικούς τίτλους σπουδών και τις σκεφτικές αρχές. Ωστόσο, μπορούν να έχουν τις δικές τους απαιτήσεις, τις οποίες επιβάλλουν στους απασχολουμένους τους και ο πολικιακός δικαστής θα τις σεβαστεί. Αυτές αφορούν μερικά θέματα που είναι θεμελιώδους σημασίες, είναι εξαιρετικά ιδικές και σχετικά λίγες σε αριθμό. Το κοινό εργατικό δίκιο θα εφαρμόζεται σε οτιδήποτε, δεν αντιμετωπίστη με αυτόν τον τρόπο από τη θρησκευτική αρχή. Στο κεφάλαιο για τους θρησκευτικούς οργανισμούς που παρέχουν κοινωνικές υπηρεσίες, η καθηγήτρια Brigitte Vande Vangoldme αναφέρει ότι η Γαλλία επιτρέπει την άσκηση της κοινωνικής πρόνοιας και της μέρημης υγείας που είναι πρωτίστως κρατικές υπηρεσίες και από τα θρησκεύματα. Αυτά τα θρησκεύματα μπορούν να συστήνουν κοινά σωματεία και τα σωματεία αυτά τα κοινά μπορούν να αναγνωρίζονται ως δημόσιας οφέλειας με σκοπό τη λήψη άμεσης χρηματοδότησης από το κράτος. Αυτή την περίπτωση για την άσκηση κοινωνικής πρόνοιας και μέρημης υγείας δεν θεωρούνται ως απαγορευμένες οι άμεσες επιχορηγήσεις διότι αποβλέπουν στην υποστήριξη του έργου αυτών των σωματείων δημόσιας οφέλειας για έργο φιλανθρωπίας, δηλαδή κοινωνικής πρόνοιας με θρησκευτική αττιολογία και μέρημης υγείας με θρησκευτική αττιολογία που παρέχεται για το γενικό συμφέρον. Η άσκηση των δραστηριοτήτων των κοινών σωματείων των θρησκευμάτων για την ανάπτυξη δραστηριοτήτων φιλανθρωπίας με θρησκευτική αττιολογία ή των αναγνωρισμένων ως δημόσιας οφέλειας κοινών σωματείων των θρησκευμάτων. Δεν έχει κάποια ειδική οργάνωση από άποψη του κρατικού δικαίου. Είναι η γενική οργάνωση που αφορά οποιαδήποτε ιδιωτική πρωτοβουλία ανάπτυξης δραστηριοτήτων φιλανθρωπίας. Δεν τούτοις τα σωματεία, τα κοινά των θρησκευμάτων που έχουν σκοπό την ανάπτυξη δραστηριοτήτων φιλανθρωπίας με θρησκευτική αττιολογία έχουν το δικαίωμα στην αυτονομία γιατί μπορούν να επιτρέπουν να απαγορεύουν ορισμένες ιατρικές πρακτικές στα ιδρύματα που έχουν διακεκριμένο χαρακτήρα. Για παράδειγμα εκτρώσεις. Έχουν τον έλεγχο του προσωπικού στα θρησκευτικά νοσοκομεία. Μπορούν να επιβάλλουν τις δικές τους απαιτήσεις στους εργαζομένους τους. Δηλαδή το λεγόμενο όρο ή προϋπόθεση πιστότητας στον εργοδότη τους με την έννοια δημοσίως να μην υποστηρίζουν απόψεις οι εργαζόμενοι τους οι οποίες απόψεις έρχονται σε αντίθεση με την επίσημη δασκαλία των εκκλησιών ή θρησκευτικών κοινοτήτων που είναι οι εργοδότες τους. Αν εργαζόμενοι είναι οι μοναχοί, είναι μοναχοί, οι μοναχοί δεν είναι επιμέρους συμβαλόμενοι στη συμφωνία μεταξύ του ιδρύματος του νοσοκομιακού και του μοναχικού τάγματος. Οι εργαζόμενοι που είναι λαϊκοί διέπονται από το κοινό εργατικό δίκαιο. Στο σημείο αυτό ολοκληρώσαμε την έκτη διάλεξη του Μεταπτυχιακού του Εκκλησιαστικού Δικαίου του Δευτέρου Έτους και μαζί ολοκληρώσαμε και τις σχέσεις κράτων συσκευμάτων στη Γαλλία. Θα επανέλθουμε στην έβδομη διάλεξη για τις σχέσεις κράτων συσκευμάτων στη Γερμανία, σε αναπτήσεις ο καθηγητής Γέρχατ Ρόμπερς και εμείς θα κάνουμε επισημάνσεις, αναλύσεις, κριτικοί και σχόλια πάνω στις απόψεις του καθηγητή Ρόμπερς επί του συγκεκριμένου θέματος. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. |