Ενότητα 10: Γλώσσα και Ταυτότητα / Διάλεξη 10 / Ορισμοί του ύφους, σχετικές θεωρίες και μελέτες, προσωπικό ύφος και υφολογική μεταβολή, λόγος- ταυτότητα και εαυτός.

Ορισμοί του ύφους, σχετικές θεωρίες και μελέτες, προσωπικό ύφος και υφολογική μεταβολή, λόγος- ταυτότητα και εαυτός.: Οι βιολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, τα οποία συνδέονται με τη γλώσσα και συνδέονται και με την επικοινωνία. Ξεκινήσαμε με φύλλο, ηλικία και μετά ξεκινήσαμε στα κοινωνικά χαρακ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Πολίτης Περικλής (Αναπληρωτής Καθηγητής)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας / Γλώσσα και κοινωνία
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=b0adcf9a
Απομαγνητοφώνηση
Ορισμοί του ύφους, σχετικές θεωρίες και μελέτες, προσωπικό ύφος και υφολογική μεταβολή, λόγος- ταυτότητα και εαυτός.: Οι βιολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, τα οποία συνδέονται με τη γλώσσα και συνδέονται και με την επικοινωνία. Ξεκινήσαμε με φύλλο, ηλικία και μετά ξεκινήσαμε στα κοινωνικά χαρακτηριστικά, εθνικότητα, κοινωνική τάξη. Είδαμε βέβαια και τα θέματα τα πιο ειδικά που συνδέονται δηλαδή με την ισοσοσία και με το διαδίκιο. Σήμερα θα ολοκληρώσουμε με την αναφορά στην ταυτότητα. Δηλαδή θα μιλήσουμε για το ύφος και ταυτόχρονα θα περάσουμε για να ολοκληρώσουμε τον δεύτερο μικρότερο κύκλο θερμάτιν που έχω προγραμματίσει. Δηλαδή θα μιλήσουμε και για ένα άλλο πολύ συζητημένο θέμα που είναι το λογικό λάθος. Και τα δύο είναι θέματα που συνδέονται πάρα πολύ στενά και με ιδιαίτερο τρόπο με τη δημοσιογραφία. Για το θέμα του ύφους είναι ένα αντικείμενο στο οποίο αναφέρομαι σε πολλά μαθήματα, σε όλο το μαθήμα. Θα θυμίσω δύο-τρία πράγματα και επίσης θα θα πούμε ότι είναι θέμα από τα πλέον δύσκολα, τα πλέον ακανθόδια, τα πλέον σύνθετα. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να θυμίσω είναι ότι υπάρχει μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε αυτό που λέμε προσωπικό ύφος στη λογοτεχνία, που λέμε καλλιέργεια ύφους προσωπικού, στην τέχνη γενικότερα και σε αυτό που ονόμαστε συμβατικοποιημένο ύφος. Το οποίο είναι ένα ύφος όχι προσωπικό, αλλά είναι ένα ύφος το οποίο παγορεύεται από επαγγελματικές στρατηγικές, από τη θεσμική λειτουργία των μέσων κλπ. Το άλλο που πρέπει να πει κανείς είναι ότι στο εσωτερικό υπάρχει δημοσιογραφικό ύφος. Μπορεί να πει κανείς ότι έχει νόημα να θέτει τόσο γενική ταμπέλα στην δημοσιογραφική γλώσσα. Ας το ξαναπούμε για λιγάκι αυτό το πράγμα. Είναι ένα θέμα το οποίο έχει ζητήσει πάρα πολύ. Άντε λες. Υπάρχει έστω ύφος ενός εντύπου, ενός καναλιού. Νομίζω είναι πιο πολύ το ύφος του ίδιου. Δηλαδή αν γράφει μια ίδιεση, το ύφος της ίδιης ή αν είναι μια ιστορία. Αυτό μπορούμε να το περιγράψουμε με μια σειρά χαρτιστικά, εσύ δεν είναι? Και όχι. Ξανατηλώς. Και το ύφος που όντως έχει καθένα μια ταυτότητα, γενικά υπάρχει δημοσιογραφικό ύφος. Ακόμα και ένα δοκίμιο είναι διαφορετικά γραμμένο που... Ένα δημοσιογραφικό... Ένα δοκίμιο εννοείς φιλοσοφικού τύπου, ας πούμε. Ναι, ναι. Ναι. Που ορίζεται από ποια πράγματα. Από την επικαιρότητα, ας πούμε, από το ότι απευθύνται σε ένα γενικό κοινό, από το ότι... Τι να πω, αποφεύγεται το τελικό λεξιλόγιο. Δηλαδή περισσότερο μπορείς να το ορίσεις από το τι αποφεύγει, από το τι κάνει, τι επιλέγει. Επειδή είναι πάρα πολλά πράγματα που καλύψει. Το τι επιλέγει, νομίζω είναι συνδυασμός πιο λόγιον στη γη. Εγώ μαζί είμαι λίγο πιο λαϊκά, κλεισέ. Και αυτός ο συνδυασμός είναι που φτιάχνει το, ας πούμε, δημοσιογραφικό ύφος. Μήνου το λες. Νομίζω ότι υπάρχει... Διδάσκεται, δηλαδή, το δημοσιογραφικό ύφος. Μπορεί να κάνεις αυτό. Μάθει, μπορεί να το... Μιμηθεί. Αλλά νομίζω ότι υπάρχει ένα δημοσιογραφικό ύφος. Δηλαδή, φαίνεται επίχει διαφορά δημοσιογραφικού κείμενο. Ο οποίος φιλείται που, στην πρώτη ύλη, ότι σε μια περίπτωση έχεις μυθοκλασία, στην άλλη περίπτωση έχεις επικαιρότητα, έχεις πραγματικό, σε αυτό. Όχι, νομίζω ότι απλά είναι πολύ πιο απλοπημένη η γλώσσα, η δημοσιογραφική. Απλή, εγώ θα έλεγα. Απλή και έχει σαν στόχο, σε μικρό χώρο, να έχει μεγάλη προληκτικότητα στις δημοσιογραφικές ιστορίες. Και φροντίζαμε χρησιμοποιημένο, νομίζω, στις δύσκολες λέξεις. Ναι, αλλά αυτό είναι σίγουρο. Τόσο από την εκλαίτιευση κάποια κείμενα, δηλαδή που εκλαγιεύουν επιστημονικό λόγο, και ανακόφευται υπάρχει λίγα ή ίσως και στη σχολειογραφία, επίσης, να υπάρχει κάποια προσώστως μεγαλύτερη λόγια, λεξιολόγια. Τώρα, από εκεί πέρα, το επόμενο θα μπορούσε κανείς να πει, είναι ότι δεν είναι όλες οι περιοχές της δημοσιογραφίας το ίδιο πρόσφορος για να καλλιεργείς κανείς ύφους. Παίχνουν, δηλαδή, κάποιες περιοχές, τα έχουμε εκεί και συζητιούνται κιόλας και, εντάξει, δεν επιστημώνουν αυτά, και σε διδακτορικά υπάρχουν ήδη, επειδή αναφέρεται και σωστά σε κοινωνικά ήδη, και σωστό αυτό που είπες, είναι ένας πόρος όπου το αποθυμμένο των δημοσιογράφων, που δεν γίναν λογοτέχνες, ο Μέμς θα το πω έτσι λίγο δημοστικά, εκτονώνει, σίγουρα. Επίσης υπάρχουν και τα σχολιαστικά κείματα, οποία, παρά το ότι δεν είναι λογοτεχνία, είναι ειδικά οι προσωπικές στήλες και ορισμένα είδη τα οποία θεωρούνται μίξεις με είδη μη δημοσιογραφικά, όπως το χρονογράφημα, η πιφιλίδα και οι κριτικοί ακόμα, είναι είδη τα οποία προσφέρονται για ένα γράψιμο που έχει ταυτότητα, που είναι αναγνωρίσιμο, που είναι υπογραφή κλπ. Κουμμήνως δύσκολα κανείς μπορεί να γενικεύσει και να πει ότι αυτό το συμβατικοποιημένο ύφος της είδης ζεογραφίας, αυτό που λέει η Χριστίνα και αυτό που λέει η Μαλονιάνα, είναι ότι περισσότερο με την ιδιογραφία έχει να κάνει έτσι, δεν είναι αυτό το αναγνωρίσιμο, το καθαραπληροφοριακό, το λιγό ξύρο, το χωρίς τεχνοκόλεξο κλπ. Έχει να κάνει πιο πολύ την ιδιογραφία, που είναι ο μεγάλος κομμός της δημοσιογραφίας. Η σχολειογραφία έχει μεγαλύτερα περιθώρια για την καλλιέργεια ύφους, ίσως και η συνέντευξη, αν και στη συνέντευξη τα πράγματα είναι αρκετά, έτσι πώς να πω, μεμυρμένα γιατί πιο πολύ ρωτάει ο ιδιογράφος, παράσχολιαζει, τουλάχιστον δεν το πρέπει να κάνει. Αυτά είναι εντελώς εισαγωγικά. Ήθελα σχεδόν περαστικά να δούμε πρώτα κάποια παραδείγματα και να πω λίγα θεωρητικά περί του ύφους, που είναι χρήσιμα όμως, πριν περάσουμε στο θέμα του γλωσσικού λάδους. Από τα αμέτρητα παραδείγματα που κανείς μπορεί να επιλέξει, διάλεξα ένα που είναι και κάπως επίκαιρο, με την έννοια ότι μ' αναφέρθησαν πραγματικές υπολογίες από πριν 10 χρόνια, ένα πολύ καλό υλικό από μια παλιά τυχιακή εργασία, η οποία έχει τα 6-7 κανάλια της εποχής εκείνες, η οποία έχει κυριακή βέβαια, από τους πολλούς δείκτες, γιατί μια δυσκολία από την γλωσσική σκοπιά καθαρά για να πει κανείς τι είναι το ύφος ενός ανθρώπου ή ενός εντύπου ή ενός καναλίου κλπ. είναι ποια χαρακτηριστικά γλωσσικά θα συμπεριλάβει σε αυτήν την περιγραφή, τα πάντα θα βάλει. Εδώ και έλεξα μόνο ένα που για τη δημοσιογραφία έχει ιδιαίτερη αξία, έχω πει αρκετές φορές, να το επαναλάβω τώρα σε παρένθεση, ότι εάν υποστηρίξουμε την ιδέα που είπε η Χριστίνα, δηλαδή και η Άννα, ότι η δημοσιογραφία έχει κάποια καθολικά, όπως λέμε στη γλώσσα, universal, δηλαδή κάποια γνωρίσματα γλωσσικά, που σε όποια χώρα και να πας, σε όποιο κειμενικό είδος και να πας, θα τα βρεις αυτά. Θα έλεγα ότι ειδικά για τη δημοσιογραφία, η δησεογραφία, είναι δύο. Είναι αυτό που ονομάζουν φόρμουλακή γλώσσα, που έχω εξηγήσει γιατί είναι απαραίτητο στη δημοσιογραφία και δεν είναι ίσως πουθενά αλλού τόσο πολύ απαραίτητο, γιατί διότι είναι μία δομή αυτές οι φρασούλες, δηλαδή επαναλαμβανόμενες, οι οποίες εξυπηρετούν πάρα πολύ, είναι η πρώτη ύλη για κάθε είδος, από άκρης περιοχομένων, έτσι, είδησης και ρεπορτάζ. Είτε αυτό είναι αθλητικό, είτε είναι οικονομικό, είτε είναι διεθνές, είτε είναι οτιδήποτε άλλο. Αυτή είναι η ιδιαιτερότητα του δημοσιογραφικού λόγου, αναμφίβολη. Δεν υπάρχει σε τέτοιο βαθμό σε κανένα άλλο είδος λόγο. Δηλαδή, αν δείτε, ας πούμε, επιστημονικά κείμενα μιας περιοχής, πάρετε βιολόγους, πάρετε αστρονόμους, δεν θα βρείτε τόσες πολλές φορμουλαϊκές εκφράσεις όσους θα βρείτε στο αστυνομικό ρεπορτάζ ή στο διεθνές ρεπορτάζ. Υπάρχει πολύ μεγάλη, μεγαλύτερο εύρος λεξιολογίου στα επιστημονικά κείμενα ή σε άλλες κατηγορίες κειμένων. Επειδή αυτό απευθύντει σε ένα πάρα πολύ ευρύ κοινό και πρέπει η συνανόηση να γίνει αμέσως και γρήγορα, αυτό είναι, ας πούμε, το βασικό γλωσσέριο, το οποίο επικοινωνεί το μεγάλο κοινό με τον κοινούσεο γραφές. Και δεν είναι μόνο αυτό, είναι και άλλα πράγματα, και μεταβολουτικές εκφράσεις κλπ. Αυτό είναι το ένα. Το δεύτερο, μετά τη φορμουλαϊκή γλώσσα, είναι ο αναφερόμενος λόγος, σίγουρα. Και ακριβώς σε αυτό το στοιχείο θέλω λίγο να προσέξουμε στο παράδειγμα αυτό. Αυτό που θα δούμε εδώ είναι τον εισαγωγή μιας ίδησης, της ίδιας ίδησης, για πέντε-έξι κανάλια της συγκεκριμένης μέρας. Είναι ο Νοέμβρος του 1934. Λοιπόν, επέλα, δέστε λίγο, μικρά είναι τα κείμενα, αυτό είναι στο πιο μεγάλο. Είναι τίτλοι που κατέβηκαν στη διάρκεια της έβδομης ίδησης. Και ας δούμε λίγο το κείμενο. Και μετά πείτε μου αν αυτό το πράγμα το θεωρείτε ύφος, το θεωρείτε διαφορά ύφος μεταξύ των πέντε-έξι. Γιατί νομίζω δεν υπάρχει η ίδια ίδηση σ' όλα τα κανάλια. Α, πριν δούμε τα παραδείγματα όμως, πρέπει να πούμε και κάτι άλλο. Αυτός είναι Κραπτός Λόγος, ο οποίος εκφωνείται, έτσι, αναγυρνώσκεται, που διαβάζει ο εκφωνητής από τον Ποτοκιού. Οι διαφορές μεταξύ των καναλιών δεν τελειώνουν εδώ, όπως καταλαβαίνετε, γιατί υπάρχει, σ' ό,τι αφορά το προσωπικό υφό, υπάρχουν και άλλα στοιχεία, τα οποία επίσης έχουν αναφερθεί κατά καιρός, όπως είναι ο τρόπος της εκφοράς του κειμένου, η προσοδεία δηλαδή και άλλα. Αλλά σε αυτά, αν απλωθούμε, δεν μπορείτε να τελειώσουν ποτέ. Ας δούμε το ίδιο το κείμενο, όπως το έγραψε κάποιος δημοσιογράφος, σε ό,τι αφορά αυτή τη μία από τις δύο βασικές διαστάσεις, ας πούμε, όψεις του ύφος, που είναι ο αναφερόμενος λόγος. Δηλαδή, τι είπε κάποιος, πώς λέγεται αυτό το «Ή είπε κάποιος». Βλέπετε το πρώτο, «Δεν είναι πιθανή πρόεπρος υφήσης κάποιου συναφρομή την εκλογή του δηλαδή, σύμφωνα με». Αυτή είναι μια έκφραση αναφερόμενου λόγου πάρα πολύ. Αυτό δεν είναι εκκλησιαρή μοσογραφικό, το σύμφωνα με. Πόσες φορές, το ακούμε κάθε μέρα. Εκτίμηση που έκανε, αυτή είναι μια ακλάγια μορφή αναφερόμενου λόγου, γιατί πίσω από το εκτίμηση, φανταζόμαστε τα λόγια κάποιου, έτσι δεν είναι, μία ξεονοήση. Μετά, αυτό το κλασικό «Ή είπε ότι» και μετά έχουμε και την αντιπολίτευση. Αναφέρθηκε, τονίζοντας, ότι το τονίζοντας είναι ένα ρήμα, ας το πούμε, στις θεωρίες του αναφερόμενου λόγου, από σαφήλησης. Υπάρχουν ρήματα ουδέτερα λεπτικά, όπως στα ελληνικά είναι το λέω και το αναφέρω, αλλά υπάρχουν και άλλα τα οποία εξειδικεύουν το είδος του λόγου. Έτσι, έχουμε εδώ τονίζοντας. Πήγα όμως στο δεύτερο παράδειγμα, υπάρχει και ένα άλλο, η Ετένα. Εδώ, από ό,τι βλέπετε, μιλάμε για την ίδια ακριβώς είδηση, το κείμενο είναι διαφορετικό και τα ρήματα είναι επίσης διαφορετικά. Μια βάζω τα κακάρκα, την εκτίμηση ότι δεν υπιθανεί πρόεδρος βγήσει κάποιος με αφορμή την εκλογή του Προέδρου Νομπέλε, εξέφρασε ο γραμματέας, τον Αγγέλις Μημαράκης, ο επρόσωπος του ίπου, είπε ότι, και ο πρόεδρος του Συναστηρισμού, επανέλαβε ότι είναι τρεις προτάσεις με τρία ρήματα προβολής διαφορετικά. Εξέφρασε, είπε, επανέλαβε. Αυτή είναι ακριβώς η είδηση, είναι αυτή που είδαμε λίγο πριν και πάμε μετά στη νέα τρία, τα τρία κρατικά κανάλια της εποχής. Κλίμα προεδρολογίας και πάλι στην πολιτική ζωή του τόπου, καθώς ο γραμματέας και λοιπά το πρωί έκανε λόγο για. Μετά έχουμε εχθεί λόγο, σε ισαγωγικά, η κυβέρνηση, επειδή είναι ευρύτερη να τη συνένισει, ήταν το σχόλιο που σημαίνει ότι αυτό μπορεί να ελεγχθεί, είναι βερμπάτιμ, αυτό λεξί, το τονίζει που το είδαμε και στην προηγούμενη εκδοχή και μετά συζητήσεις προκαλεί η πρόσκληση της οδεύτης του Νίκο Κωνσταντών. Και αυτή είναι μια απλά γιαμορφία αναφερόμενου λόγου, γιατί δεν ξέρουμε ποιο είναι το περιεχόμενο να τον συζητήσω. Αυτά είναι τα τρία κρατικά. Ένα από τα δυο ερωτήματα που θα θέσω είναι αν νομίζω ότι υπάρχουν αξιοσημείωτες διαφορές ύφους μεταξύ των τριών κρατικών και το δεύτερο είναι να δούμε τι γίνεται στα ιδιωτικά. Η είδηση παραμένει η ίδια. Πάμε στο νέα. Κοιτάξτε τώρα διαφορά. Μια σταλίτσα είναι. Πάμε, λοιπόν, Νίκο, λέει η Μάρα Ζαχαρέα, να δούμε το βίντεο με τη δίδυξη του Βαγγέλη Μαϊμαρέξ, γιατί σε βλέπω δεν κρατιέσαι, θες να το σχολιάσεις, οπωσδήποτε. Για να δούμε, λοιπόν, τι είπε ο Βαγγέλης Μαϊμαρέξ και να το σχολιάσουμε μετά. Αυτό είναι το «Ων» και μετά πέφτει το βίντεο. Ο «Αντένα» και προσέξτε και με ποια σειρά, έτσι, η σειρά δεν είναι η ίδια. Εδώ είναι η δέκατοιέκτη ίδιση, η «Στάη» ήταν τότε. Λοιπόν, έχουμε και σενάρια περί πρόλογων, τα οποία επανήλθαν πάλι στο προσχέδι με φωνή μια δήλωση που έκανε ο κύριος Βαγγέλης, και όχι Βάγγελος Μαϊμαρέξ, και η δήλωση αυτή έλεγε ότι συνδέεται η συνένδεση και λοιπά. Το Πασό καντέδρασε έντονα και ζέτησε και λοιπά και λοιπά. Πάμε στον Άλφα Χατζιλιμπολάου. Τα τελευταία ερώτημα θα σας κάνω, απευθύνεται στο Μητσοτάκι, ζητώντας να δούμε πριν το βίντεο με τα τελευταία σενάρια για την εκλογή Προέδικου Ιευθένων Τρομεών. Πάμε να το δούμε, θα το πούμε και αυτό. Τα άλλα δύο κανάλια δεν έχουν αναφορά σε αυτή την ίδιση. Τι λέτε, καταρχήν για τα κρατικά, αν έχουν διαφορά μεταξύ τους, ουσιαστικοί. Όχι όσον αφορά αυτά τα στοιχεία του αναφοράμενου λόγου, είτε άλλα στοιχεία. Και νομίζω ότι η διαφορά ανάμεσα στα κρατικά και τα ιδιωτικά είναι ολοφάνιας, δεν είναι? Ανά, τι λες? Και αν έχεις προτείνηση στο ένα από τα δύο, δηλαδή στο πιο συνομιλιακό, πιο προφορικό των ιδιωτικών ή στο πιο πληροφοριακό, πιο σοβαρό των πρώτων. Στο πιο συνομιλιακό παθαίνουμε όντως τι είναι ακριβώς συνοπτικά. Ενώ στο άλλο να υπάρχει ένα έτσι σαν να δίνουν το όνομα στο τέλος, ένα είδους με την κρατιέση, δηλαδή, για την άποψή τους στην ουσία τους. Άποψή είναι. Αντιβασικά δεν έχετε το σχόλιο του τέτοιου. Μαθαίνουμε κάτι. Και στα τρία καρμέλια. Βασικά στα τρία κρατικά όπως το άθλωσα. Τα κρατικά, ναι. Τα κρατικά έτσι όπως δημοφανική ήταν σαν άθλωσα περίπου τέτοια πράγματα. Μοιάζουν πολύ. Και μόνο αν τη λύσεις κιόλας. Μοιάζουν πολύ. Δηλαδή, εάν δεν ήταν ο άθλος που χρησιμοποίησαν τη λέξη κοεδρολυγία ακριβώς. Όλοι τη χρησιμοποίησαν. Όλοι φάνω, ναι. Αυτό είναι στο τίτλο που βλέπεστε, τα κεφαλαία. Εδώ είναι το πρώτο. Προεδρολογία δεν το βλέπω. Κοίταξε, το προεδρολογία είναι μια λέξη που την αποφεύγουν τα κρατικά κανάλια. Γιατί είναι, ας το πούμε, λαϊκή λέξη. Δεν νομίζω να υπάρχει στα κρατικά. Υπάρχει. Το βλέπετε εδώ. Α, ναι, στο ζήτημα προεδρολογίας να υπάρχει τριτεράδα από το τέλος. Α, ναι, υπάρχει κλίμα προεδρολογίας. Κομμένως, το παίρνω πίσω. Εδώ το έχουμε στο τίτλο, στον Αντένα και στον Άλφα. Αυτά, ναι. Άρα, υπάρχει παντού. Σωραία. Και το ύφος τους είναι... Τον κρατικόν. Είναι πιο επίσημο το πρώτο. Το κρατικόν. Γιατί γίνεται απλή καταγραφή, ουσιαστικά, του γεγονότον, του τι είπε ο ένας, τι είπε ο άλλος, θα τα γίνει να το λυγιέσουν. Στα ιδιωτικά, σαν να μου φαίνεται ότι το κάνω και λίγο πιο λαϊκά, πιο ανεπίσημα. Δηλαδή δεν σε βλέπω να κρατιέσεις, να σχολιάζεις. Να σας ρωτήσω κάτι να δούμε το βίντεο πρώτα, να πάω να πω και αυτό. Τι είναι το κρατινοσογραφικό, πιο αντιπροσπευτικό, τι είναι από τα δύο, θα λέγατε. Και εδώ μιλάμε για τη καρδιά της πολιτικής ιδιωσογραφίας. Νομίζω πρέπει να προσθέσουμε, σ' ό,τι λέγαμε για το ύφος, και μια διάσταση η οποία έχει να κάνει με την πρόσληψη, με το κοινό. Δηλαδή η εικόνα που είχαμε μέχρι τη δεκαετία του 90, για το τι η ιδιωσογραφία έχει αλλάξει θεματικά με τη λεγόμενη απορέθμιση, όπου ο στόχος δεν είναι απλώς η ιδιωχέντευση της πληροφοριάς, αλλά είναι καταρχήν η προσήλωση και η καθήλωση του κοινού να μας προσέξει, να μας ακούσει. Γι' αυτό ότι έχουμε όλων των ειδών αυτά τα τερτίκια, θα τα έλεγε κανείς, που έχουν και γλωσσική έκφραση, αυτά τα λοιπόν ας πούμε που επαναλαμβάνονται συνέχεια, ή διάφορες μεταγλωσσικές εκφράσεις του τύπου, έχουμε και σενάρια. Αυτό δεν είναι πληροφορία, αυτό είναι σχόλιο. Ξέρω εγώ, αυτό το «γιατί σε βλέπω δεν κρατιέσαι» αυτό είναι παραΐνε τον μοιρό, θα έλεγε κανείς, με τα δεδομένα της παλιάς τηλεόρασης. Αυτό για να δούμε λοιπόν, που είναι ένας πρωτοκληθυντικός πρόσωπος, εγκληστικός που συμπεριλαμβάνει το κοινό κλπ. Λοιπόν, τέτοια παραδείγματα κανείς θα μπορούσε να δει πάρα πολλά για να σχολιάσει και θα το πω για άλλη μια φορά με κίνδυνο, κανένα φορά να γίνω και κουραστικός. Θεωρώ ότι αυτή η συγκριτική ή αντιπαραθετική μελέτη, εξέταση του δημοσιογραφικού λόγου είναι εντελώς αναγκαία για την περίοδο της μαθητίας σας, της σχολής. Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη γλώσσα και τον λύφος για να δει κανείς πώς γράφουν, πώς μιλάνε οι καταξιωμένοι επαγγελματίες είτε στηλεόραση, είτε στο ραδιόκολλο, είτε στο τύπο. Και δεν είναι καθόλου εύκολο πράγμα και δεν είναι λίγη δουλειά. Πρέπει να το κάνετε συνεχώς έστω σαν αναγνώστες, έτσι δεν είναι. Πώς αλλιώς κανείς, εάν θα του ζητηθεί να γράψει ένα σχόλιο, ένα κυριόάρθρο, μια συντομή είδηση, ένα εκτεταγμένο ρεπορτάζ, πώς θα το γράψει εν αγνοία της ιστορίας του εντύπου, του πώς γράφουν ανταγωνιστικά έντυπα, του πώς θα χρησιμοποιείς τις πηγές του ή οτιδήποτε άλλο. Δεν μπορεί να πει εγώ γράφω έτσι και πάτε να, να, να, μην πω τη λέξη τώρα. Διαβάστε με πώς γράφω, έτσι μ' αρέσει. Είναι αδιαγνόητο αυτό το πράγμα. Το γράψιμο το δικό σας είναι γράφιμο επαγγελματικό. Θα είναι, θα πρέπει να είναι σε κάθε περίπτωση και αυτή είναι και μια άλλη μεγάλη διαφορά από το αθώλητο γράψιμο του λογοτέχνη ή άλλες μορφές γραφήσης, οι οποίες δεν έχουν τέτοιου τύπου δεσμεύσεις, έτσι. Λοιπόν, αυτό ήταν με ερεύθισμα έτσι για να βούμε στο πεδίο του δημοσιογραφικού ήχους που έχει όλες αυτές τις δεσμεύσεις, τους περιορισμούς. Θα περάσω σε ορισμένα θεωρητικά έτσι θέματα, χωρίς να ελπίζω να σας κουράσω με πολλή θεωρία, που είναι όμως απαραίτητα να έχουμε ως εργαλεία σκέψεις πάνω στο ζήτημα του ήχους, το οποίο πρέπει να διαβάσετε αρκετά πέρα από το πλαίσιο του μαθήματος. Να σας δείξω και μια σειρά διαφανιών για την έννοια του ήφους, δηλαδή να επισκεφτούμε με είπους ορισμούς, γιατί έχουν δοθεί πάρα πολύ ορισμοί για την έννοια του ήφους. Θα σας το στείλω αυτό το αρχείο να το δείτε, αλλά επειδή συνδέεται πιο πολύ με τη λογοτεχνία και δεν μας φτάνει ο χρόνος να ακούμε και σώλευτη μεγάλη συζήτηση, θα περάσω κατευθείαν σε αυτά που θα ήθελα να πω σε σχέση με το δικό μας αντικείμενο, δηλαδή κάτις θεωρητικές ιδέες βασικές, που έχουν διακυπωθήκει από την έννοια του ήφους, όπου μέσα σε αυτές συμπεριλαμβάνεται λίγο πολύ και η έννοια του λογοτεχνικού ήφους. Μια λέξη, μια έννοια που καλό είναι να την έχουμε υπόψη μας, είναι η έννοια της ιδιολέκτου. Μερικοί τη λένε και ως ουδέτερο, άλλοι τη λένε ως θηλυκό ή ιδιόλεκτος, όπως και ιδιάλεκτος, άλλοι λένε το ιδιόλεκτο, υπάρχει και η λέξη κοινωνιόλεκτος, σημαίνει ο τρόπος με τον οποίο μιλάει ή θα μπορούσε να μιλήσει ο κάθε ένας μας, αυτό σημαίνει το ίδιο, ο ατομικός τρόπος ομιλίας. Αλλά υπάρχει μια διαφορά με το ήφος εδώ και θα ήθελα να την υπογραμμέσω αυτήν. Ο ορισμός που θέλω να μείνει, ας πούμε, είναι η πρώτη παύλα, αυτό εδώ, το ολικό σύνολο και λέω ολικό, γιατί στη διάρκεια της ζωής ενός ανθρώπου, και πείτε μου, αλλάζει ή δεν αλλάζει ο τρόπος με τον οποίο μιλάμε ή γράφουμε. Σίγουρα λοιπόν, με τη μορφουσία του. Πριν από 10 χρόνια μιλούσας και έγραφες όπως τώρα, μετά από 20 χρόνια, 30, 80, 7, μιλάς ή δεν γράφεις. Άρα αλλάζει και το ήφος. Αλλά αυτό που θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν αλλάζει και είναι η ταυτότητά μας η ίδια, είναι ιδιόλεκτος. Γι' αυτό λέει, περιλαμβάνει όλα τα πιθανά εκφωνήματα, που σημαίνει ότι, όπως είναι το δακτυλικό μας αποτύπωμα, δύο δίβημα μιλάνε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Μπορεί να τίνονται με τον ίδιο τρόπο, μπορεί να κάνουν σγκριμάτσες, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να μιλάνε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Έτσι δεν είναι. Επομένως, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι ιδιόλεκτος είναι ό,τι πιο αναγνωριστικό, αναγνωρίσιμο επίσης στοιχείο ταυτότητας. Είσαι σε ένα δωμάτιο και δίπλα είναι ένα γνωστό σου πρόσωπο, δεν το ακούς καλά, αλλά αναγνωρίζεις τα λόγια του. Δεν θα πεις αμέσως ότι αυτός είναι ο Κώστες, αυτή είναι η Ελένη, κλπ. Από πού το καταλαβαίνεις αυτό το πράγμα? Αυτό το πράγμα ακριβώς είναι ιδιόλεκτος. Δηλαδή είναι η προσοδεία της φωνής του, είναι ο τρόπος που αναπτύσσει ορισμένα θέματα, επιχειρήματα κλπ. Επίσης, πρέπει να προσθέσουμε και αυτό, ότι δηλαδή όταν μιλάμε για ιδιόλεκτο, αναφερόμαστε στη γλώσσα ποιο είναι τη σκέψη. Αυτό που λέει ή θα μπορούσε να πει κάποιος. Από εδώ, από αυτή τη διαφάνεια, νομίζω ότι αυτό είναι αρκετό να το κρατήσουμε. Τώρα και για να συνδέσουμε αυτό τον ορισμό με το ύφος, θα κάνουμε μια διάκριση, την οποία είπαμε και πριν από λίγο, καθώς περνάει ο χρόνος και αλλάζουμε, καθώς προσθήθενται εμπειρίες, καθώς η σχέση μας με τη γλώσσα αλλάζει και λοιπά, το ιδιόλεκτο ή ιδιόλεκτος γίνεται διαφορές ως προς το ύφος. Και στον τρόπο που μιλάμε και στον τρόπο με τον οποίο γράφουμε. Επίσης, από εδώ, ήθελα να κρατήσουμε και αυτή την πρώτη πρόταση, όχι τόσο το δεύτερο που είναι λίγο τεχνικό ζήτημα. Αυτό έχει την εξής αξία, όταν λέμε ότι τα ιδιόλεκτα, ή τα μόνα πραγματικά γλωσσικά γίνεται σημαντικό πράγμα. Σημαίνει ότι δεν μπορείς να μάθεις γλώσσα με γραμματική, συντακτικό και λεξικά. Αυτό σημαίνει πραγματικά. Πρέπει να δεις πραγματομένο λόγο. Όταν μάθεις μια ξένη γλώσσα, σου αρκεί ένα λεξικό και μια γραμματική για να τη μάθεις. Δεν πρέπει να διαβάσεις κείμενα, δεν πρέπει να δεις λόγο ζωντανό. Το ίδιο συμβαίνει και για τη μητρική σου γλώσσα και για κάθε περίπτωση κειμενικού είδους. Δηλαδή, ο πραγματομένος λόγος, τόσο που ανταποκρίνεται σε κοινωνικές ανάγκες, ανάγκες πληροφόρησης, εκφρασίσεις προσωπικές, αυτός είναι και το λέμε αυτό γιατί. Το λεξικό δεν έχει ύφος, η γραμματική δεν έχει ύφος, έτσι δεν είναι. Άντε πάρε ένα λεξικό και κάτσε να γράψεις τις προτάσεις, άραβγες τις προτάσεις. Ακόμη και τα παραδείγματα που έχει το λεξικό σε κάθε λήμμα, μπορείς να πεις ότι έχουνε ύφος, είναι απλώς αντιπροσωπευτικά. Το ύφος δημιουργείται μέσα σε μια ολότητα που είναι το κείμενο, που είναι ο λόγος, που από πίσω του έχει έναν άνθρωπο, έχει μια παράδοση, έχει μια κοινωνική ομάδα, έχει μια τάση ή οτιδήποτε. Αυτή είναι η ζωντανή γλώσσα. Είναι η γλώσσα, όπως και είναι και το γραφικό, η οποία υλοποιείται μέσα σε πολύ συγκεκριμένα πλαίσια. Αυτό λοιπόν ονομάζουνε ύφος, είναι ότι μέσα στον χρόνο εξελίσσεται και φτιάχνει το ιδιόλεκτο όνος ανθρώπου. Τώρα, ας δούμε λίγο και μερικούς ορισμούς οι οποίοι είναι χρήσιμοι και μας βάζουν νομίζω σε ένα προβληματισμό. Αυτός είναι ένας παλιός ορισμός, αυτός είναι ένας ορισμός πάρα πολύ γνωστός, κυρίως τους γλωσσολόγους, στο ΣΥΡΙ έχω αναφερθεί, είναι ένα μεγάλο όνομα, θεωρείται μάλιστα ο πατέρας της σύγχρονης γλωσσολογίας, έτσι, στα τέλη του 19ου αιώνα, αρχές του 20ου. Στα περίφημα μαθήματα γενικής γλωσσολογίας, που έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά σε μια πολύ ωραία μιτάχρας, λέει το εξής, η επίτεληση της γλώσσας, η πραγματοσύνη της γλώσσας, δεν γίνεται ποτέ απλώς, ακόμα και το σύνθημα που φωνάζει ένας συνολός ανθρώπων ή φύλλα γλυμνιάς ομάδας, κάποιος το πρωτοσκέφτηκε, έτσι δεν είναι. Συναποφάσισαν χίλιοι άνθρωποι μαζί να πούμε ψωμί, παιδιά, ελευθερία ή οτιδήποτε άλλο, οποιαδήποτε φράση ή φώνημα είναι προϊόν ενός ανθρώπου, αρέσει και μετά επαναλαμβάνει, αλλά αυτό είναι άλλο πράγμα. Δεν μπορείς να πεις ότι το σύνθημα είναι ύφος. Είναι το σύνθημα ύφος. Γιατί δεν είναι ύφος το σύνθημα. Με την έννοια του ατομικού ύφους. Επειδή δεν εκφέρεται ατομικά, αλλιώς, ναι, είναι ύφος. Ναι, για να είναι ύφος, για να το θεωρήσεις, πρέπει να το εντάξεις μέσα σε μία, ας πούμε, τα συνθήματα ενός κόμματος. Με την έννοια αυτή, ναι, έτσι. Από μόνο το όνομα δεν μπορείς να πεις ότι είναι ύφος. Λοιπόν, δεν γίνεται ποτέ από το πλήθος, εδώ, ένα σχόλιο. Στη δημοσιογραφία, όπως ξέρουμε, στην ίδη ισογραφία, ειδικότερα, μια ίδη ισογραφία να ρεπορτάζει μπορεί να περάσει από πολλά χέρια, έτσι δεν είναι? Ξεκινείς από μία πηγή, δεύτερη πηγή, τρίτη πηγή, να γίνει επιλογή πηγών, να κόψεις, να ράψεις, τελικά, και να φτάσεις σαν τελικό κείμενο να βάλει το τίτλο αρχιεσυντάκτης και το καθεξής. Τίνος είναι το ύφος, τελικά, είναι άθροισμα, είναι πολυφωνία? Ναι, το συντάκτη, περισσότερο. Το συντάκτη. Και πώς σας παρεμβάζει να κάνει... Σωστό. Το συντάκτη είναι κοιτούσια σκέλη, άλλοι κάνουν πημέλια. Ναι. Δηλαδή προσπαθούν το ύφος με το ήλιο, δεν αλλάζουν το ύφος. Ή προσαρμόζονται στο ύφος του συντάκτη, σωστότατο. Είναι αυτό που λέει ο Γόφμαν Όθορ, αυτός ο ιδιατός τύπος γραφιά, και μην το ακούσετε υποτιμητικά, είναι αυτός ο οποίος γράφει το 90%-55% του σκημένου. Σε αυτό βέβαια ενσωματώνονται οι φωνές των άλλων, σε εισαγωγικά ή όχι, ή σε παράφραση, μπαίνει το τέλος, κλπ., όπως πολύ σωστά υπόθεκε, όλα αυτά στοιχίζονται στο ύφος του βασκού σκηματισμού. Αυτό τι σημαίνει, ότι ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, της πολυστροματικής γραφής, πάλι εν τέλει προσωπικό είναι το ύφος. Ασχέτως βέβαια, εάν λόγω, όπως είπε η Άννα, του κειμενικού είδους και ο κάθε συντάτης προσαρμόζεται σε αυτόν τον, όπως είδαμε, στις περιπτώσεις των κρατικών καναλιών, καθαρά πληροφοριακό ύφος, ή στο πιο παιγνιώδες και στο μιλιακό των ιδιωτικών καναλιών κλπ., αλλά πάντως πίσω από όλα βρίσκεται ο άνθρωπος. Για αυτό ξέρετε και ο περιφημότερος ορισμός, θα τον έχετε ακούσει το ύφος, είναι ότι το ύφος είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Bifond. Έτσι λέγεται ένας γάμος, ο οποίος θα το δείτε στην άλλη σειρά διαφανιών, που το έχει πει πριν από αιώνες. Λοιπόν, είναι πάντα ατομική και το άνθρωπο είναι πάντα ο κύριος, σαν την αποκαλούμενη παραγόλου. Λέω στο ΣΥΡΚ που ελληνικά θα μπορούσε να το πει κανείς αυτό ως ατομική προοριστική επιτέλεση. Η διάκριση που κάνει και αντιδριαστέλει αυτόν τον όρο, είναι ανάμεσα σε langue, γλώσσα και παρόν. Γλώσσα, langue είναι αυτό που λένε ελληνική γλώσσα, αγγλική γλώσσα, δηλαδή τα λεξικά γραμματικές και υπάρχουν. Η τυποποίηση. Αυτό πράγμα όμως, αν δεν πάρεις αρκετοί οσθάσεις στο στόμα, στη γραφή ενός ανθρώπου δεν είναι τίποτα. Αντίστορφα είναι τα πράγματα. Γιατί συνήθως, στο δημοτικό όταν πάρουμε, νομίζουμε ότι μαθαίνουμε γλώσσα μέσα από τη γραμματική, είναι λάθος, το ανάποδο γίνεται. Οι γραμματικές και τα λεξικά γράφονται με βάση τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι μιλάνε και γράφουν. Αλλά υπάρχει μια στρέβλωση στην διδασκαλία της γλώσσας πολλές φορές. Λοιπόν, γι' αυτό η βάση είναι ο τρόπος που ο καθένας μιλάει. Αυτό το πράγμα είναι πάρα πολύ βασικό. Γι' αυτό θεωρείται και πολύ σημαντικός ο Ζωσέρι, γιατί έστρεψε τη μελέτη της γλώσσας από το γραπτό κείμενο στον προφορικό. Λέει, η πρώτη ελληνική μπορεί σε καμιά περίπτωση να είναι ο πρώτος γλώσσος. Είναι ο τρόπος που οι άνθρωποι μιλούσαν και μιλάνε. Εκεί είναι το εργαστή της γλώσσας. Αυτό που είπα για τα δίδυμα, είναι περίπου αυτό που είπε ένας άλλος πολύ σημαντικός Αμερικάνος ροζολόγος, δεν υπάρχουν ούτε δύο άτομα που να μιλούν ακριβώς το ίδιο. Αυτός είναι ένας ορισμός που για τη δημοσιογραφία είναι λίγο πρόκληση. Δηλαδή, ποιο πράγμα, η μίμηση. Δεν υπάρχουν άνθρωποι που μοιάζουν μεταξύ τους. Δεν υπάρχουν ρεπορτάζοι που μοιάζουν μεταξύ τους. Αυτό μπορεί να μην είναι επιτυχία. Μπορεί να μην είναι δεκαφόλου επιτυχία. Ακόμα και πονηρό να μην είναι. Η μίμηση δεν έχει κάποια όρια. Δεν είναι ένα πρόβλημα αυτό. Ειδικά με το διαδίκτυο που η λογοπλοποίη είναι η καινούργια θεά προστάτητα, ας πούμε, των αδύνατων μυαλών και γραφήδων, γίνεται ο κακός καμπός. Η αναπαραγωγή, δηλαδή, και η μικρή τροποποίηση, όπως και στα μέσα καινούργιες δικτύωσες, γίνεται. Βασικά δεν είναι καμία τροποποίηση. Τα υγραφτούσια, τα ίδια. Η όνειρα επανάληψη, που λέει ο Κυρδικός. Φοβερό, δεν, αυτό το πράγμα. Γιατί είναι ακριβώς η ίδια. Δεν υπάρχουν ούτε καμία ραγή. Δεν γράφουν πηγή απ' αυτό. Και μπορείς να γράφεις πηγή. Όταν γράφουν πηγή, συνεχίζει να πάρει ακριβώς το ίδιο άρθρο, αλλά το έχουν αλλάξει. Αυτό είναι το ζήτημα της λογοπλοποίησης. Πάνω σε αυτό, επειδή με θα πασχολήσει κατά καιρούς, και εσάς πρέπει να σας απασχολήσει, θα έλεγα να σκεφτούμε λίγο το θέμα αυτό ως ένα συνεχές. Τι θα πει αυτό. Σημαίνει ότι στο ένα άκρο έχουμε αυτό που περιγράψατε, την παθολογία της λογοπλοποίησης, η οποία μπορεί να είναι εκ του πονηρού, μπορεί να είναι και μια δηλωμένη αντιγραφή. Όταν δηλώνει την πηγή, δεν έχω να προσθέσω κάτι παραπάνω. Όταν πηγαίνουμε προς τη μέση αυτού του άξονα, αρχίζουν οι διάφορες μορφές συμπλήρωσης, επέκτασης, παράφρασης κλπ. Αυτός είναι ένας νόμιμος χώρος. Η δημοσιογραφία δηλαδή το κάνει αυτό κατά κόρο. Παράδειγμα, όταν έχεις μια σειρά γεγονότοντα, τα οποία κρατάν καιρό. Φαντάζομαι τώρα ότι όλος αυτός ο ξεσηκομός στο Παρίσι θα κρατήσει για καιρό στη δημοσιογραφία. Δεν θα σταματήσει σήμερα. Πιθανόν να πάει 10 μέρες ή 15 ή 20, δεν ξέρω. Αυτό τώρα είναι ένα μεγάλο ρεπορτάζ, φαίνεται, έχει τα καρακτηριστικά ενός μεγάλου ξεσηκομού, όπου δεν μπορείς να πρωτοτυπείς κάθε μέρα, δηλαδή το κάνεις τόσο γαλλίας και τα παίρνεις από πρακτοριά ιδέσεων. Τι κάνεις, θα προσθέσεις, θα συνθέσεις, θα βάλεις και ένα σχόλιο. Άρα είσαι σε αυτόν τον ενδιάμεσο χώρο της θέρας παράφρασης, συμπλήρωσης, επέκτησης κλπ. Εκεί δηλαδή είσαι σε ένα χώρο που δεν αντιγράφεις ύφος, αλλά αναγκάζεσαι και γανίζεσαι. Γιατί όταν παίρνεις πηγή, παίρνεις και το ύφος μαζί. Όσο πηγαίνεις μετά προς άλλο ακρότατο του άξον αυτού, είσαι προς την πρωτοτυπία. Εκεί δηλαδή είσαι στο χώρο όπου, θα λέγει κανείς, ότι γράφεις ότι σου κατέβει κάτω κάποιο τρόπο, όχι ότι ισχύει από λίγο σε αυτό, αλλά μην πάει σχεδόν, είναι ο χώρος της σχολειογραφίας κυρίως. Πρέπει, λοιπόν, να διακρίνουμε την κλοπή μνευματικής εργασίας, την λογοκλοπή, η οποία είναι σε κάθε περίπτωση απαράδεκτη και αδίκημα οδουσιάου, από μια σεμητή, ας το πούμε, από ένα σεμητό δανεισμό, που θα λέγει κανείς ότι είναι μια βορφή διακειμενικότητας. Δεν μπορεί κανείς να λέει πράγματα από το μηδένα, να πάρει αρθενόγελμα. Αυτό έχουν κάνει πάλι μια σεμητήτριά μας, δούλευε κάπου και έφτιαξε, πήγαινε, πήγαινε, πήγαινε εκεί και δούλευε σε ένα site και έφτιαξε, δηλαδή, από ένα άλλο site, τα έφτιαξε με copy-paste και τα έφτιαξε στον δικό του site. Το έκανα λίγο καιρό στα μάζι, κατάλαβα ότι δεν τους φέρει τίποτα, αλλά έκανα αυτό το πράγμα. Τι είναι το copy-paste, δηλαδή, πώς, η ίδια? Ναι, μέσα από έναν άλλο άνθρωπο. Ακριβώς. Βέρεις κάρμα, αυτόν τον τρόπο, κάποια μίληση. Όχι, δεν σκάφνω. Τόσο εκθεταμένο, δεν λέει. Έχει γίνει, έχει κερδίσει ένα site, έχει πήγει δεδικασμένο, δηλαδή, όταν με κάνεις copy-paste, πρέπει να βάζεις από κάτω όνομα συντάκτη και να βάζεις και μεργόλυν που σε διηγεί ακριβώς αυτό που πήρες. Ναι, αλλά δεν το κάνεις. Αλλά δεν το κάνουνε και πρέπει να τους κυνηγήσεις. Που έχεις τα χρήματα για να τους κυνηγήσεις. Δεν λέει ότι θα κερδίσεις, αλλά να κερδίσεις. Και μετά έχουν και εφαίσεις. Γιατί στις εργασίες που κάνετε, τι γίνεται. Στις πτυχιακές που κάνετε, όχι στις εργασίες. Συγγνώμη, όλα είναι από όσα έχεις αγγλικά. Για να μην πω τι είναι τα διδακτορικά. Τι? Από ό,τι είχα περισσότερα, είναι από όσα έχεις αγγλικά. Καλά, εντάξει, αυτό... Είναι, δηλαδή... Απλά, όταν κάνεις μετάφραση, δεν θεωρείται δικός σου κατά έναν βαθμό. Τι εννοείς, σε ποια περίπτωση. Ενώ, όταν κάνω τυχιακή κατάφραση, θα θέλω πληκάδρα και θα τα φραιάζω. Ό,τι δει, ολόκληρο το άρθρο δεν το μεταφράζεις. Όχι ολόκληρο, το κάνω ό,τι θέλω. Εντάξει, αν πάει, θα το βάλεις εισαγωγικά. Δεν το βάζω. Ναι, και αν δηλώσεις ότι είναι σαμαρτική... Αυτό είναι, πώς να το πω, μια από τις βασικές αρχές του επιστημονικού γραψίματος. Εάν το παραθέσεις ένα κομματάκι, θα το βάλεις εισαγωγικά, αυτό λέξη. Εάν το παραφράσεις και πεις, όπως υποστηρίζει ο Τάδη, πρέπει να βάλεις το όνομα του Τάδη και τη σελίδα. Εάν να το δεις σε όλο το βιβλίο, γενικά και αόριστα, πάλι θα πεις, όπως... Να υπάρχουν τρόποι, δηλαδή, για να δείξεις ότι δεν είναι δικό σου. Για να δεις ότι το παντρεύεις με δικά σου πράγματα. Αυτό δεν είναι λογοκροπή. Το θέμα είναι να ξεσηκώσεις παραγράφους ολόκληρες, χωρίς αγωγικά, χωρίς καμία αναφορά, το οποίο έχετε το άλλο δυσάρεστο μειονέκτημα, για να το διαβάζει, ότι δεν είναι να αρμονίζεται με αυτά που εσύ μπορείς να γράψεις. Και βλέπεις, ας πούμε, μια νησίδα πολύ ωραίου γραπτού και μετά, στην άλλη, παράγραφο, ένα νεαρό γράψιμο. Και λες, τώρα, πώς δεν θα το αντάξει ο ίδιος άνθρωπος όλα τα δύο πράγματα. Και όμως, έχουν την εντύπωση ότι αυτά δεν τα προσέχει κανείς, ότι εύκολα. Λοιπόν, ας μην περάσουμε τώρα σε τέτοια θέματα, γιατί εγώ μόνο το ανέφερα, αυτό σε σχέση με μια καθημερινή επαγγελματική πρακτική του δημοσιογράφου, η οποία πλέον σήμερα έχει αυτούς του είδους τους πειρασμούς, ακριβώς γιατί η πληροφορία είναι διάχυτη, γιατί δεν τρέχει στον τόπο τον γεγονότατο. Είναι ένα θέμα που φανταζούμαι, το συζητάτε και σε άλλα μαθήματα. Έχει σηρικνωθεί ο ρόλος του ρεπορτά, έτσι δεν είναι, σε πάρα πολλά είδη ρεπορτάρια, με τη διάχυτη της πληροφορίας που υπάρχει στο διαδικτύο. Δεν υπάρχει ούτως ο κόπος του να πάω εκεί να βρω τον αυτό, όσο χρόνο και λοιπά. Αυτό είναι ένας πειρασμός που έχει επιχώρηση και στη γλώσσα, στο ύπος. Ας δούμε και κανένα δυο ακόμη ορισμούς. Α, στο γάμο ήθελα λίγο να μείνουμε μόνο, το οποίο επίσης συνδέεται με τις ανάγκες τις δημοσιογραφικές. Βέβαια, είναι γνώρισμα του κάθε ανθρώπου, αυτό δεν είναι μόνο το δημοσιογράφον, ότι μπορούμε, δεν είναι μόνο στη διαδρομή του χρόνου ότι αλλάζουν ύφος, αλλά είναι και την ίδια στιγμή που μπορούμε να έχουμε διαφορετικά ιδιόλεκτα, δηλαδή μια διαφορετική ύφος στην πραγματικότητα. Αυτό δεν παραλάσσει ανάμεσα, ας πούμε, στο ύφος μέσα σε εργασιακό περιβάλλον και μετά στο σπίτι. Δεν είναι μόνο αυτό, αλλά σε οποιαδήποτε φάση, πες ότι δουλεύετε σε μια εφημερίδα, δουλεύετε σε έναν κανάλι. Η δουλειά που κάνει κανείς στη σύνταξη μέχρι να παραχθεί η ίδηση, από τη δουλειά που θα κάνει, ξέρω, την ώρα που θα εκφωνήσει κάτι, ή την ώρα που θα τελειώσει το γράμμα, είναι διαφορετική. Υπάρχει, λοιπόν, μια αναγκύρια ευελιξία ανάμεσα στο ύφος που χρειάζεται η κάθε περιέσταση, δηλαδή πιο επίσημο, πιο άτυπο, καθημερινό, κουβεντιαστό κλπ. Αυτό είναι ένα επίσης πολύ βασικό γνώρισμα του ύφους, αυτή η παράλαψη. Αυτά, καταρχήν, ως βασικοί ορισμοί. Να πάμε και να κλείσουμε, θα λέγα, το θέμα του ύφους με αναφορά σε άποιες από τις βασικές θεωρίες. Υπάρχουν πάρα πολλές. Και πριν τις δούμε, θα πω και θα συμπληρώσω, μάλλον, κάτι που είπα και πιο πριν. Μέχρι τη δεκαετία του 70 και του 80, με το ύφος ασχολούνταν πιο πολύ όσοι ασχολούνταν με τη λογοτεχνία. Δηλαδή, θεωρούσαν ότι οτιδήποτε, έξω από τη λογοτεχνία, δεν είναι ύφος. Να το πω έτσι. Δηλαδή, η καθημερινή κουβέντα, λέγαν, δεν είναι ύφος. Νομίζετε? Όχι, η καθημερινή κουβέντα είναι ύφος. Ακριβώς αυτό το σχεδόν αυτονόητο πράγμα, δεν το δέχονταν μέχρι τότε. Δηλαδή, θεωρούσαν ότι ο Παπαδιαμάντης είναι ύφος, ο Σολομός είναι ύφος, ο Κάλβος είναι ύφος, ο Ξωνοσεφέρης είναι ύφος, αν μιλάμε για ελληνική λογοτεχνία. Και αντίστοιχα και για τις άλλες τέχνες, έτσι. Και, δεν ξέρω, για ριζογραφική, για οτιδήποτε άλλο. Η λέξη ύφος δεν είχε μία οδέντερη σημασία. Ήφος ίσως με επισυμότητα, λογοτεχνικός λόγος εννοεί. Και επίσης ήθελα, τώρα μου θύμισες κάτι που ήθελα να πω εξαρθής και το ξένασα. Ξέρετε που έρχεται η λέξη ύφος από το υφαίνω. Ήφανση, έτσι. Αυτή τη λέξη την έχουνε τα αγγλικά και άλλες γλώσσες για το κείμενο, το τέκστ. Τέκστ ως τα αλλαντινικά σημαίνει υφαίνω. Έχει μια πολύ ωραία μεταφορά. Μου αρέσει ιδιαίτερα. Και ενώ την έχουμε για το ύφος, δεν την έχουμε για το κείμενο. Τα οποία είναι αλληλεύθετα. Είναι ένα υφαντό το κείμενο. Είναι το στιμόνι. Ξέρετε, δεν υφαίνεται έτσι. Όχι. Και το υφάλλι, οι κλωστές και τα κουρελάκια που, αν θυμάστε τις γιαγιάδες και τις προγιαγιάδες σας, που φέρατε εκεί, λέμε, τις εποχής εκείνες. Ένα τέτοιο πράγμα είναι και το κείμενο. Το κείμενο έχει κάποιες αδιαφανείς κλωστές που το κρατάνε, που είναι στη συνοχή του, και εκεί πάνω πλέκονται τα θέματα, πλέκονται οι αλλαγές των θεμάτων, όλα τα χρώματά τους. Το ύφος, λοιπόν, είναι μια ωραία λέξη. Κανένας δεν πάει στο υφαντό όταν ακούν τη λέξη ύφος, ενώ αυτή είναι η καταγωγή της λέξης. Στην πραγματικότητα υφαίνουμε με το ύφος έναν αργαλειό, δηλαδή, δουλεύουμε που δημιουργεί όλα αυτά τα ενδεχομένως ωραία χρώματα. Η λέξη κείμενο, αυτόν ευθύμησες, σημαίνει άλλο πράγμα. Είναι μια λέξη που οι φιλόλογοι την επέβαλαν, είναι παλή φιλόλογη. Δηλαδή, που είναι κοιμισμένο και το σηκώνει, το ξυπνάει, το ζωντανέβει ο φιλόλογος. Αυτή είναι η σημασία της λέξης κείμενο. Από την εποχή των Αλεξανδρυνών φιλόλογων ακόμη. Στο στήρι, λοιπόν, ναι. Ακόμα και στη λογοτεχνία πηχείο, όταν είναι κάτι και πουλάχιστα και ενέφερτο, δεν λένε ότι ο συγκεκριμένος δεν έχει ύφος. Ευπολυτό. Υπάρχει η έκκραση λευκό ύφος, η λευκή γραφή για την ακριβία, έτσι, που είναι το αδιάφορο γράψιμο, αυτό που δεν τσιμπάει καθόλου. Δεν ενόχλει εδώ προσέχιση καθόλου. Επομένως, η ύφος μέχρι, όπως είπατε, 1470 περίπου, ήταν μια υπόθεση με την οποία ασχολούνταν οι θεωρητές της λογοτεχνίας. Το υψηλό, δηλαδή, ύφος. Σημειώστε και την έννοια του υψηλού, έτσι, για την οποία υπάρχει ένα αρχαίο σύγγραμμα, έχει μεταφραστεί και με ωραία σχόλια στα νέα ελληνικά ο καναφιλόλογο, που λέγεται περί ύψους, όχι περί ύφους, περί ύψους. Ο συγγραφέας λέγεται Λονκίνος, έτσι, στα χρόνια της Ρωμιοκρατίας. Το λένε, όμως, συνήθως Ψευδολογκίνο, γιατί δεν είναι σίγουρος ποιος ακριβώς είναι. Εκεί και το αναφέρω αυτό ακριβώς, γιατί έχει πολύ σχέση με αυτό που είπε ο Ρινέας Προλογιάνος, ότι μέχρι πολύ πρόσφατα, η ύφος θεωρούνταν το υψηλό ύφος. Η ύφος θεωρούνταν το ρητορικό, το μεγαλόκρεπο ύφος. Αυτό, βέβαια, δεν μας εξυπηρετεί στην δημοσιογραφία, το χώρο στον οποίο είμαστε εμείς. Τι αλλάζει, λοιπόν, στη δεκαετία του 70, γίνεται μια στροφή στην κύρουλη ουρωσολογία, η οποία συνδέει το ύφος, με αυτό που δικαιολογημένα σας φάνηκε περίεργο, με τον τρόπο με τον οποίο μιλάμε άνθρωποι καθημερινά, όλοι άνθρωποι. Γιατί αυτό να μην είναι η ύφος, αφού η ύφος είναι ο άνθρωπος. Βεβαίως είναι η ύφος. Αυτές, λοιπόν, οι θεωρίες που πολύ σύντομα, δυο-τρεις από αυτές θα αναφέρω, σηματοδοτούν ακριβώς αυτή τη στροφή. Και είναι κυρίως αυτές εδώ. Τις έχω δώσει μια διαφάνεια και θα πω δυο-τρία λόγια κάθε μια. Είναι, νομίζω, χρήσμωνα. Ξέρουμε επ' αυτού κάτι. Η πρώτη από τις πιο παλιές, και γι' αυτό δεν θα αναφερθώ σε αυτήν, θα ξεκινήσω από τη δεύτερη, θεωρία που υποστηρίχθηκε από έναν θεωρητικό, κάνει αυτήν την βασική διάκριση, η οποία είναι αυτό που λέγαμε προηγουμένως. Δηλαδή, επιστημότητα είναι η έννοια που συνδέεται με το υψηλό ύφος, που υποδειλώνει ότι εκεί καλλιεργούμε ύφος, προσπαθούμε να ακουγόμαστε ωραία, να είναι βανάγνωση του κείμενου, κλπ. Και από την άλλη πλευρά η οικειότητα που συνδέεται με την καθημερινή μου μιλή, με το καθημερινό γράψιμο, με το πιο αυθόρμητο λόγο, όταν μιλάς αυθόρμητα και γράψεις «σωγώ, μαμά στο γιο κοιμάσαι, άσε με ρε μάνα», αυτό πράγμα θα έλεγε κανείς ότι δεν θα μπορούσε καμιά περίπτωση να είναι ύφος. Και όμως, είναι ύφος. Δεν θα απαντούσανε όλοι με τον ίδιο τρόπο. Το ίδιο φώνημα να πεις σε δέκα ανθρώπους να πούνε, έτσι δεν είναι γεννή. Το «άσε με ρε μάνα» θα το πούμε δέκα διαφορετικούς τρόπους. Σε διαφορετικό χρόνο, με διαφορετικές πάυσεις, με διαφορετική καμπύλη, όλα είναι διαφορετικά. Λοιπόν, τον Τζούς θα τον αφήσουμε. Θα πάμε πρώτα από όλα στον Βίλια Ολαμπόφ, ο οποίος, συμπτωματικά φθες, συνταξιοδοτήθηκε στα 87 του. Ζωημένη. Εδώ παίρνουμε συνταξία στα 47. Ολαμπόφ αφυπηρέτησε, όπως λένε, στα 87. Παρακαλώ. Δηλαδή, ήταν ενεργός και έγραφε τη δημοσίβερ μέχρι φθες. Καλά, όχι ότι θα σταματήσει, αλλά τυπικά πήρε συνταξία. Στα 87. Πλήρη συνταξία. Όλα τα ίδια. Θα δούμε τι είναι ο βαθμός προσοχής, γιατί όλα αυτές οι θεωρίες επιλέγουν κάπου να εστιάσουν. Γι' αυτό και δέχονται κριτικοί συμβιώνιοι μία την άλλη. Υπάρχει μια άλλη θεωρία της Avintree, στον οποίο δεν θα αναφερθώ ιδιαίτερα, αλλά θα δείτε κάποια βρωματάκια στις διαφάνειες. Υπάρχει ένα της ευτουργικής επιτυλίας, εδώ κάτι θα πρέπει να πω, γιατί δεν θα το δούμε μετά στις διαφάνειες. Αν θέλετε, σημειώστε δύο έννοιες, οι οποίες έχουν πολύ μεγάλη σχέση με αυτά που λέμε τόσο ώρα. Η μία είναι η έννοια διάλεκτος και η άλλη είναι η έννοια η ευτουργική επιτυλία. Στα αγγλικά αυτό είναι το register, ή resistance, στα γαλλικά. Κι άλλη μία φορά. Λέει λοιπόν ο Καλιντέη σε πολλά του κείμενα, ήδη από τη δεκαετία του 60, θα έλεγα, ότι η διάλεκτος είναι η χρήση της γλώσσας με βάση τον χρήστη, ενώ η ευτουργική επιτυλία είναι η χρήση της γλώσσας με βάση την χρήση. Χρήστης, χρήση. Είναι βασική αυτή η διαφορά. Όλοι οι άνθρωποι χρησιμοποιούμε και τα δύο, κάνουμε και τα δύο. Δηλαδή, ως χρήστες μιλάμε με βάση ένα σύστημα γλωσσικό. Είτε είμαστε βλάχοι, σαρκατσάνοι, πόντι, είτε αστή και μιλάμε την κοινή νεολυκή, χρησιμοποιούμε όποιαδήποτε άλλη γλώσσα με βάση την καταγωγή μας, τη μητρική μας γλώσσα ή σε δεύτερη γλώσσα ή τίποτα άλλο. Αυτό όμως που μας ενδιαφέρει στις σχέσεις με το ύφος δεν είναι αυτό τόσο όσο το δεύτερο. Δηλαδή, με βάση την χρήση σημαίνει με βάση την περίσταση, με βάση τις ανάγκες, με βάση το κοινό, με βάση το κοινωνικό είδος. Δηλαδή, όταν ψάρνουμε πραγματικά κοινωνικά υποκείμενα σαν εργαζόμενοι, σαν δημοσιογράφοι, σαν δικηγόρι, σαν τίποτα άλλο, προσαρμόζουμε το γλωσσικό σύστημα στις ανάγκες, στα τελεκόμενα, στο κοινό, πρέπει να διαβάσουμε το καθετσέσιο. Αυτό σημαίνει η θρηλική ποικιλία, η οποία, αν θέλετε να συμπληρώσετε κάτι, χρήσιμο είναι, επιράζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τρεις παράγοντες. Γιατί το λέω αυτό γιατί δεν υπάρχει στη διαφάνεια εμείς. Ο πρώτος παράγοντας είναι αυτό που ονομάζει ο Χαλιτέης «πεδίο του λόγου». Ας το πούμε αλλιώς η θεματική θεματολογία. Γιατί? Διότι αναλόγως του θέματος πρέπει να κάνουμε μια βασικότατη βιάκριση, ανάμεσα σε μη τεχνικό λεξιλόγιο και τεχνικά λεξιλόγια. Το μη τεχνικό λεξιλόγιο είναι αυτό το βασικό λεξιλόγιο που χρησιμοποιούμε στην καθημερινή κοινωνία. Επομένως, προσέχτε, ο κορμός όλων των πρακτών, όλων των λόγων, έχει 80% περίπου από αυτό το κοινό λεξιλόγιο που χρησιμοποιούμε όλοι. Και ακόμη και τα πιο απαιτητικά κείμενα δημοσιογραφικά, έτσι, πέστε, μια επιφυλήδα ή, ξέρω εγώ, ένα άρθρο ανάλυσης, έχουν σε σωστό 80% αυτό το κοινό λεξιλόγιο. Δεν έχουν ολορολογία μέσα, ούτε λόγιους τύπους είναι γεμάτοι, έτσι δεν είναι. Γι' αυτό και γίνεται κατανοητά από μεγάλη μερίδα του αναγνωστικού κοινού και στην τηλεόραση ακόμη περισσότερος, στο λαδιόφωνο ακόμη περισσότερος. Αλλά λέω, το πεδίο του λόγου διακρίνεται με βάση το λεξιλόγιο γιατί είναι αυτό που έχει σχέση με την αναπαράσταση της πραγματικότητας του, τα θέματα, έτσι, τα διάφορα παιδεία της πραγματικότητας του. Είναι βασική αυτή η διάγραση ως προς το πεδίο. Τα πεδία λοιπόν είναι δυό ειδών θα λέει, εκάνε, σε αυτά που προσεγγίζονται με βάση του βασικού λεξιλόγιου και με βάζει τα τεχνικά λεξιλόγια όπως είναι διάφορες επιστήμες στο καθεξής. Αυτή είναι η μία παράμετρος που επηρεάζει την κυλιεία. Αν το πάμε στη Υποσιογραφία και το εφαρμόσουμε αυτό το πράγμα, αν γράφουμε οικονομικό ρεπορτάζ, θέλουμε 80% κοινωνεξιλόγιο και 20% ορολογία ή γενικώς έννοιες που έχουν σχέση με την οικονομία και ακόμα και ειδικά αν λέμε για τιμές πετρελαιού, για κίνητα, για, για, για. Ένα. Δεύτερο. Το δεύτερο είναι ο δίαγμος του κανάλιου. Η λειτουργική κυλιεία έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο βιοχαιτεύεται ο λόγος μας. Εδώ η βασική διάκριση είναι ο γραπτός προφορτικός λόγος. Άλλες απαιτήσεις ο γραπτός, άλλες απαιτήσεις ο προφορτικός λόγος. Θα έχουμε πει αυτά, δεν θα επανέλθω. Η λειτουργική κυλιεία έχει, επηρεάζεται μάλλον η πραγμάτωσή της από το αν αυτά που θα πεις θα τα πεις προφορικά ή θα τα γράψεις. Και το τρίτο που είναι και το πιο σημαντικό, η τρίτη παράμετρος που επηρεάζει ουσιαστικά το ύφος είναι αυτό που ονομάζει ο Χαλιτέι Τένωρο. Τι είναι αυτό, επιμερίζεται μάλλον σε τρία πράγματα. Το ένα είναι η διαφορά κοινωνικής δύναμης, κοινωνικής ευσουσίας. Δηλαδή εγώ και το κοινό μου, εσείς και το κοινό σας είστε σε μια σχέση συμμετρική κοινωνική, αλλιώς μιλάτε. Αν είστε σε μη συμμετρική σχέση, αλλιώς μιλάτε. Παράδειγμα, δυο φίλοι, δυο συγκριτές, δυο συμμαθητές, δυο συνεργάτες. Αλλιώς θα μιλήσουν και αλλιώς ο προϊσθάνος να διευθυνθεί με τον υπάλληλο, ο καθηγητής με τον μαθητή, ή ο δημοσιογράφος με το κοινό. Σοβασμό που, ή ο κριτικός με το κοινό, θες να πας στην ΕΜΑ και εμπιστεύεσαι έναν αγγλικό δημοσιογράφος, τον διαβάζεις σαν φίλο σου ή σαν ειδικό από τη γνώμη του ο οποίου εξαρτάσαι για την αξέτηση ταινιές ή θες να αγοράσεις. Αν είναι φίλο σου θα είσαι και εσύ κάτι πάντως. Θα είσαι λίγο κριτικός, θα είσαι κάπου αλλού ειδικός, αποκλείται να είσαι πολύ μεγάλη διαφορά με αυτόν τον επίπεδο και να είναι φίλος σου. Όταν μιλάμε για κριτικό μιλάμε για αναγνωρισμένο κριτικό έτσι που μετράει γνώμη του και που επηρεάζει ο κόσμος. Δεν μιλάμε τώρα για ένα free press όπου ένας που μας φιτευόμενος γράφει ένα κειμενάκι δεν μιλάμε για κριτικό και μιλάμε για αναγνωρισμένος κριτικός. Άρα η πρώτη από τις τρεις παραμέτρες που ξαναλέω είναι η κοινωνική συμμετρία ανάμεσα σε κομποκεδέκ. Το δεύτερο είναι η συχνότητα των επαφών. Δηλαδή εάν αυτός που μιλάει γράφει και αυτός που τον διαβάζει έχουν τακτικά σε επαφή ή όχι. Και το τρίτο που ρυθμίζει αυτό το τένορο που είπαμε είναι εάν αυτός που γράφει εμπλέκεται στο θέμα ή δεν εμπλέκεται, εάν τον αφορά ή δεν τον αφορά, εάν τον παθιάζει ή δεν τον παθιάζει, εάν έχει απόσταση όρες που χρησιμοποιεί ο καλύτερος είναι detachment ή involvement, εμπλοκή ή απόσταση από το αντικείμενο. Ένα παθιασμένο κείμενο έχει άλλο είδος λειτουργικής πηγηλείας από ένα κείμενο πάλι στα δημοσιογραφικά. Ας δώσουμε ένα παράδειγμα. Ο τρόπος που παρουσιάστηκε η δήλωση στο παράδειγμα που είδαμε στην αρχή του Μεημαράκη, του Πασώκ και του Κωνσταντόπουλου είναι αποστασιωτηρημένη. Έτσι δεν είναι. Δεν δείχνει κάποια εμπλοκή. Βέβαια η εμπλοκή και η μη εμπλοκή δεν είναι μαύρο-άσπρο. Υπάρχουν και διαβαθμίσεις. Αλλά σίγουρα, και αυτό είναι ένα άλλο μεγάλο θέμα που επίσης το συζητάω σε όλα τα ορθήματα και έχει να κάνει με την περίφημη αντικειμενικότητα, αν μπορούμε να γράψουμε αντικειμενικά ή όχι, δεν μπορούμε μια απάντηση. Αλλά, τουλάχιστον, να έχουμε συνείδηση πόσο υποκειμενική ή αξιολογική ή μεροληπτική ενδεχομένως είμαστε. Λοιπόν, ως προς την εμπλοκή ή τη μη εμπλοκή, αυτή είναι, ας το πούμε, είναι το πλήν της οπτικής γωνίας στην οποία βλέπουμε τα πράγματα. Σε ένα feature article, ακόμα και σε μια συνέντευξη, οπουδήποτε αφήνουμε να φανεί η προσωπική μας προτείνηση, να φανεί η οπτική μας γωνία, να φανεί η ιδεολογία μας, να φανεί η ημεροληψία μας, αν θέλετε, εκεί έχουμε εμπλοκή. Αυτό δεν επηρέαζει τη γλώσσα? Φυσικά και δεν επηρέαζει. Πώς την επηρέαζει? Πολύ συγκεκριμένα. Θα έχεις αξιολογικά επίθετα. Θα έχεις μεταφορές σχημανταλόγου. Θα έχεις, αν είναι γραφός λόγος, θα έχεις στήξει, για παράδειγμα, κλπ. Σε αντίθεση με τον κληροφοριακό λόγο, ο οποίος είναι ως τα συγκριμένα σου. Αυτά για να κλείσουμε τα της εντολικής ποικιλίας. Για τον Βάιμπερ θα πούμε και επίσης θα πούμε και για τον αγροαυματικό σχεδιεθμό του Μπέλν. Αυτές τις δυο, τρεις από αυτές τις θεωρίες, ήθελα να παρουσιάσω λιγάκι, πριν ολοκληρώσουμε τα περιήφους. Θα ξεκινήσουμε από το Λαμπόλθ. Ο στόχος μου δεν είναι να σας σπρώξω σε βαθιά θεωρική αμερά, αν και υπάρχει πάρα πολλοί θεωρίες σε αυτά τα πράγματα. Θέλω τα πιο βασικά να πω και να τα συνδέω πάντα με την δημοσιογραφική πρακτική. Για παράδειγμα, η έρευνα που επί δεκαετίες έκανα ο Λαμπόλθ, μπορεί να συσχετιστεί πάρα πολύ καλά με τον προφορικό δημοσιογραφικό λόγο και τον συνομιλιακό δημοσιογραφικό λόγο, δηλαδή τη συνέντευξη. Και θα το έξω, στα χιολικλά τραπέζια, κοντινή δίπλα τα άλλα. Από το τίτλο και μόνο, καταλαβαίνεις αρκετά πράγματα. Είναι το μοντέλο το οποίο λέει ότι το κοινωνιογλωσσικό, όπως είπα, όχι το λογοτεχνικό ήφος, δηλαδή το ήφος οπουδήποτε, το ήφος οποιοδήποτε, ρυθμίζεται από την προσοχή, δηλαδή την επίγνωση, το ξύπνημα του μυαλού, το οποίο βρίσκομαι, ποιο μιλάω, αυτό, πώς πρέπει να το απευθυνθώ, στο κάθε συμβάν λόγο, speech event όπως συνήθως λέγεται. Αυτός έκανε κάποια πειράματα τα οποία δεν είναι της ώρας να τα αναπτύξουμε δίξαωστα, δεν χρειάζεται, σε μεγάλα πολυκατεστήματα της Νέας Υόρκης έκανε κάποια πειράματα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο τρόπος που αλλάζει το ήφος μας, κυρίως το προφορικό λόγο έτσι, αλλά και στο γραπτό, είναι ο βαθμός επίγνωσης που έχουμε μέσα σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον, δηλαδή σε ποιον μιλάμε, σε ποιον απευθυνόμαστε. Αυτή είναι η βασική ιδέα που σημαίνει ότι το ήφος ρυθμίζεται, ας το πούμε, από ένα παράγοντα περιβάλλοντος, του άμεσου κοινωνικού περιβάλλοντος. Δείτε λίγο την πρώτη παρατής και την δεύτερη μαζί, θα μου πείτε, σχεδόν αυτονόητο είναι, και όμως κανείς δεν το είχε, είχε πει μέχρι τις άρευνες που ένανε ο Λαμπών. Όταν οι ομιλητές έχουν μεγαλύτερη πίεση της ομιλίας, δηλαδή σκέφτονται τι λένε, σκέφτονται σε ποιον το λένε, σκέφτονται πως θα το εκλάβει αυτό που λένε αυτοί που το ακούνε, τότε τι κάνουμε, αυτόματα, γι' αυτό με τοίτων κατηγορήσεων για ψυχολογισμό, έχουμε μια τάση να προσέχουμε τον λόγο μας, δεν είναι έτσι. Στο λακόφεξ άλλο θέλουμε και τον όρο careful speaking in reading και casual speaking in reading. Όταν μιλάς με φίλο, με γνωστό κλπ, πόσο προσέχεις τι θα πεις, σε σύγκριση με έναν άγγλωστο, με έναν ιραρχικά ψηλότερο από σένα, υπάρχει να σου πάρουν μια συνέντευξη για δουλειά. Κάντε σύγκριση να δείτε πόσο ψυχολογικά αλλά και γλωσσικά εν τέλει θα προετοιμαστείς. Στη δεύτερη περίπτωση μπορεί να τα γράψεις κιόλας και να τα μάθεις απ' έξω και να πας και να προβλέψεις τις ερωτήσεις που θα σου κάνουνε, για μία υπερβολικά αυξημένη προσοχή και επίπνοση. Αυτό το πράγμα, λοιπόν, λέει ο Κολαγώφ, το δείχνει ως μία γλωσσικά καρδιτιστικά, σχετικά με τη χρήση του Άρκλ. Αντίζετα, όταν είμαστε πιο καλάροι, τότε είμαστε σε ανεπίσημο περιβάλλον. Υπάρχουν ποικίλα καρδιτιστικά, τα οποία δείχνουν ότι αντλούμε από το κοινόχρωστο λεξιλόγιο, το λεγόμενο παθητικό λεξιλόγιο που είναι οι πιο βασικές λέξεις, ψωμί, τυρί, μπαμπά, μαμά, παιδί, γυναίκα, άντρας, κάποιοι εκατοντάδες λέξεις. Και υπάρχουν και άλλα χαρακτηριστικά, το γέλιο, η ταχύτητα της φωνής, τα θέματα που εναλλάσσονται, θέματα κασημερινά, θέματα πολύ αγαπημένα, δεν πολύ ειδικά θέματα. Η πρώτη, λοιπόν, βασική παρατήρηση με βάση στο μοντέλο, που εξηγεί τη διαφορά ύφους, είναι αυτή. Εδώ, για να μην κουράζω, αυτό που λέγεται είναι ότι, και το είδαμε και στο προηγούμενο μάθημα για την κοινωνική τάξη, αυτά που λέγουν τον Μπερνστάιν, είναι ότι ο τρόπος που η περίσταση επηράζει το ύφος, είναι κάπως αντίστοιχος με τον τρόπο που η κοινωνική τάξη επηράζει τον τρόπο με τον οποίο μιλάνε οι άνθρωποι, αν και το συμπέρασμά του ήταν αυτό εδώ ότι η κοινωνική μας καταγωγή, και σκεφτείτε το αν θέλετε αυτό λιγάκι, άρα και η μόρφωση, η αγωγή, η παιδεία μας και οι λοιπάτροπους που μεγαλώσαμε, επηρέαζει περισσότερο το ύφος από ότι η περίσταση συγκεκριμένη σε ποιον μιλάμε, δηλαδή τώρα, χθες, δηλαδή είναι πιο βασικό, πιο καταγωγιστικό το ποιοι είμαστε κοινωνικά, η κοινωνική μας ταυτότητα. Η έρευνα αυτή έδειξε ότι το ανεπίσημο, όπως τα έλεγε ο Σωσήρτο, υπαγόλου, δηλαδή, είναι το πιο κανονικό ύφος, το πιο καθολικό ύφος υπάρχει σε όλη τη κοινωνία, σε όλους τους ανθρώπους, δηλαδή όλοι οι άνθρωποι χρησιμοποιούν casual ύφος, αλλά υπάρχουν και πάρα πολλοί οι οποίοι δεν χρησιμοποιούν συχνά ή πολύ σπάνια το προσερφμένο ύφος και λοιπά, αναλόγως της κοινωνικής τάξης των πιοποράτων, της μόρφωσης και των κατεξίδεσεων. Το ανεπίσημο, λοιπόν, είναι το καθόλου, αυτός είναι ο κανόνας. Και για να το συνδέσουμε και αυτό με τη δημοσιογραφία, αυτή η ανεψιμότητα, αν υπάρχει λέξη, του ύφους, οφείλει να είναι οδηγός στη δημοσιογραφία. Εγώ μπορεί να ακούω ένα λίγο λαϊκιστή, όσο πως αυτό, αλλά το πιστεύω απόλυτα. Όσο πιο κοντά στο κοινό αίσθημα, στην κοινή γλώσσα, στην απλή γλώσσα βρίσκεται η δημοσιογραφία, τόσο πιο κοντά βρίσκεται στον ηθικό της, θα λέτε, και κοινωνικό στόχο, που είναι να ενημερώνει. Και ιδιαίτερα στα ραδιοτηλεωτικά μέσα, όπου δεν υπάρχει η πολυτέλεια του να ξαναδιαβάσεις κάτι, πρέπει να το πιάσεις αμέσως, τελείωσε. Α, ο λόγος είναι, δεις γνώριτος, είναι γρήγορα εκφερόμενος, ή έχει άλλα προβλήματα ή αδυναμίες, όπως καταλαβαίνετε, το στίχημα χάνεται ή χάνεται μερικές. Και κάτι τελευταίο από αυτού, μη συγχαίουμε το ανεπίσημο με αυτά τα παρελθήματα που είδαμε στην αρχή, δηλαδή τα παιχνιδάκια του συνομιλιακού ύφους που κάνουν τα κανάλια, πώς να πω, ακυζόμενα, για να φαίνονται ωραία, για να κολλακεύουν τον κοινό κλπ. Άλλο αυτό, κι άλλο το απλό ύφος. Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Μπορείς να είσαι απλός και πληροφοριακός. Σωστά πληροφοριακός. Εγώ έχω βαρεθεί, φαντάζομαι και εσές, πληκά στη τηλεόραση, να ακούω ρεπορτάσεις που δεν έχουν πληροφορία. Δεν έχουν καθόλου πληροφορία. Διότι, όταν ακούσεις μία φορά την ίδιση, ή το οποιο ρεπορτάς, ή οποιαδήποτε αναφορά στο ίδιο συμβάν, θα πρέπει, αν είναι ιστερόχρονη, κάτι να σου προσθέτει. Αν είναι ακριβώς τα ίδια πράγματα, τι να το κάνεις. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι ότι πάρα πολλές φορές, είναι, πώς να πω, με το ζωή γεμίζει το ένα λεπτό του ρεπορτάς, με πράγματα που είναι προβλέψημα, είναι πάρα πολύ γνωστά, φόρμουλες γεμάτα, ένας πληθορισμός στο λόγο, δεν λέει τίποτε. Δεν λέει πραγματικά τίποτε. Και επειδή, στη νοσογραφία, πάρα πολλά πράγματα επαναλαμβάνονται, τα γεγονότα επαναλαμβάνονται, δηλαδή πολλές φορές είναι ίδιες, πάρκει ο πάρα πολύ μεγάλος κύμνος της θανάσιμης, πώς να πω, μη ποιότητας, αδιάφορες γραφίες ή λόγου, ακριβώς επειδή το έχεις δει, το έχεις ξανακούσει αυτό που συμβάνει χίλιος φοράχες, το ίδιο πράγμα. Άλλο, λοιπόν, η ανεπισυμότητα του ήχους και άλλο πράγμα, η έλλειψη πραγματικής πληροφορίας και η φροντίδα γενικά σε γενικότερα. Σε αυτή τη διαφάνεια υπάρχει μια κριτική που ασκήθηκε, η οποία λέει λίγο πολύ αυτό που έχουν στο τέλος με το κόκκινο, ότι δεν υπάρχει μέτρο για αναζυγίσεις με ακρίβεια αυτό που ονομάζει ο Λαμπόφ βαθμό προσοχής. Εδώ υπάρχει ένα παράδειγμα από μια περιοχή της Αμερικής όπου δεν ισχύει αυτό που ισχυρίζεται, όχι που ισχυρίζεται, δεν είναι κολλικηλίξη, που υποστήριξε μάλλον να πω, γιατί στην περιοχή αυτή, αντίθετα από ότι προβλεπότανε, οι άνθρωποι σε συνομιλιακό περιβάλλον υιοθετούσαν ένα κάπως κωδικό ή επιτελεστικό ύφος, αλλά τα ξαπή είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση η οποία δείχνει την δυσκολία να μιλήσει κανείς για το ύφος καθολικά σε όλες τις περιπτώσεις. Λίγο να σταθούμε και σε αυτό, το μοντέλο του Άλαν Μπερ που τον ξέρετε φαντάζουμε από τα μαθήματά μου, δηλαδή για το διβλίο του Η Γλώσσα της Υδησιογραφίας, στέλνει ο Τσοφίνος Μίτια, των Υδησιογραφικών Υδησιογραφικών Υδησιογραφικών Υδησιογραφικών Υδησιογραφικών Υδησιογραφικών Υδησιογραφικών Υδησιογραφικών Υδησιογραφικών Υδησιογραφικών. Ο Μπέ λοιπόν, ο οποίος, το έχω πει και άλλες φορές, έχει την μοναδική σχεδόν διπλή ιδιότητα του δημοσιογράφη και μελετητή της γλώσσας, γι' αυτό και είναι πολύ εκμείς στις συμβολές του, δηλαδή ξέρε και τα δύο παιδεία επαγγελματικά. Πρότεινε, μέσα από μια σειρά αρθρωτούς πολύ σημαντικών, ένα λίγο διαφορετικό μοντέλο, το οποίο, προσέξτε λίγο τη διαφορά από το πρώτο. Στο πρώτο μοντέλο έχουμε ρυθμιστικό παράγοντα την περίσταση επικοινωνίας, στη δεύτερη περίπτωση έχουμε το κοινό. Σπίτι της accommodation model σημαίνει προσαρμογή του λόγου μας, προσαρμόζουμε το λόγο μας, ανάλογα με το ποιος μας ακούει. Τώρα η δουλειά εδώ είναι, τι είναι αυτός ο ποιος. Εκείνη η συμβολή του μπέλντ. Σε μια βασική του εργασία και σε πολλές που στηρίζονται πάνω σε αυτή, έχει κάνει μια πρόταση η οποία ενδιαφέρει πολύ τη δημοσιογραφία. Δηλαδή, ποιο είναι το κοινό ενός ανθρώπου που με ακούει, με διαβάζει, λέει ο Μπέλντ, καταρχήν είναι η πραγματική αναγνώστηση, η πραγματική ακολατέστα, έτσι δεν είναι. Δηλαδή, εγώ για ποιον γράφω, ξέρω, ξέρω ακριβώς, με επηρέαζει αυτό. Ακριβώς δεν γίνει να ξέρεις. Δεν γίνει να ξέρεις. Τι κάνεις λοιπόν, πρέπει να υπολογίσεις ποιοι πιθανόν σε διαβάζουν, έτσι. Το ποιοι σε διαβάζουν μπορείς να το ξέρεις ας πούμε στο περίπου από μια έρευνα που μπορεί να κάνει μια εφημερίδα και λέμε τώρα να καταλήξεις, το ξεδιαβάζουν τόσες χιλιάδες ή, ξέρω εγώ, αυτές οι ηλικίες ή κατά νομή κατά φύλλα, κατά όλη υπαρχή και διάφορα διάφορα πράγματα. Αλλά αυτό δεν φτάνει, δεν φτάνει, γιατί αυτό είναι μια πάρα πολύ γενική πληροφορία. Λέει και ο Νομπέλ ότι, για να το γραφτείτε στον προφορικό λόγο, υπάρχουν και άλλοι αποδέκτες πέρα από τους πραγματικούς. Ας πούμε, στην περίπτωση του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης υπάρχουν αυτοί οι οποίοι τυχαία ακούν κάτι. Έτσι, παίζει τηλεόραση και τυχαία ακούς κάτι. Ο τακουστές τους ονομάζει. Συνυπολογίζει, όμως, και εδώ ήθελα να προσέψετε στη διασφάνεια ένα σημείο. Υπάρχει μια έννοια, αυτό στην Βυσήρα, η έννοια του διεθητή. Υπάρχουν, δηλαδή, έτσι τους περιγράφει, αφιερμένα υποκείμενα, τα οποία δεν υπάρχονται και ίσως και δεν θα διαβάσουν τα κείμενά σου πραγματικά, αλλά εσύ τα έχεις στο μυαλό σου ως δυνητικούς αναγνώστες, ως πιθανός αναγνώστες. Αυτό ισχύει κατά κόρν, θέλω να, στη σχολειογραφία, αλλά ισχύει γενικώς σε όλα τα ίδια λόγω. Δηλαδή, τον αναγνώστη σου εσύ ή τον ακροατή σου πρέπει να τον χτίσεις, να τον φανταστείς, να του φτιάξεις ένα προφίλ. Ναι ή όχι. Δεν πρέπει να έχει κάποια δημογραφικά χαρακτηριστικά καταρχήν. Πρέπει, δηλαδή, να τον φανταστείς ως ηλικία, να τον φανταστείς ενδοχομένως και ως φύλο, γιατί και το φύλο έχει σημασία για διάφορα κειμενικά έδη. Δεν διαβάζονται τα πάντα εξίσου ακόμα και σε γυναίκες στα περιοδικά τους. Λοιπόν, ένα γυναικείο περιοδικό φαντάζεις ότι απευθένται κυρίως σε γυναίκες. Επομένως, όταν γράφεις για ένα γυναικείο κοινό, σε επηρέαζει ως προσωτερολογάτος. Το ίδιο για έναντρικό περιοδικό, για μια αθλητική εφημερίδα και πάει λέγοντας. Ακόμα και σε άλλα είδη που δεν φαίνεται να έχουμε σχέση με το φύλο, όπως είναι, ξέρω εγώ, το Οικονομικό Ρεπορτάρι, ή το Διεθνές, κλπ. Επομένως, σε αυτό το δηλητικό προφίλ πρέπει να βάλει σωστά στοιχεία. Και το κάνει φαντάζομαι ο καθένας και αυτό το πράγμα επηρεάζει το τρόπο γραφής του. Αυτός είναι λοιπόν ο διετητής, είναι πιο σημαντικό από την πληροφορία που θα σου δώσει μια έρευνα για το ποιο και πώς ενιαβάζουν μια εφημερίδα ή ακούν ένα κανάλι, ένα σταθμό, διότι με βάζει, όπως ξαναείπα, τα δημογραφικά κατευθυνστικά του ομορφωτικού, το επίπεδο της ανάγκης του για ανημέρωση κλπ. Προσαρμόζεις τη γραφή σου. Αυτή είναι η βασική τουλάχιστον ιδέα του Μπέλ και συνοψίζεται στη φράση αυτή που βλέπετε εδώ στη δεύτερη παραγραφούλα, ότι η έννοια του καθενός μας, και δεν ισχύει μόνο για τον δημοσιογράφωτο, για όλους ισχύει, είναι να συγκλίνουμε αυτή τη λεξιλυδή, και όχι να την κλίνουμε βέβαια, από τον αποδέτη του ακροατήριο, το οποίο είναι παρόν ή θα μπορούσε να ήταν παρόν στη διάθεση. Και σε έναν άνθρωπο που δεν το ξέρεις, τι προσπαθείς να κάνεις, προσπαθείς να μιλήσεις τόσο διαφορετικά ώστε να τον χάσεις, ή τόσο να συγκλίνεις στον τρόπο με το οποίο μιλάει, στα θέματα που του ενδιαφέρουν, ακριβώς το ίδιο πράγμα γίνεται και σε κάθε περίπτωση επαγγελματικού γραψήματος. Επομένως, ο τρόπος με τον οποίο και η φράση σχεδιασμός ακροατήρια, ακριβώς αυτό δείχνει η έννοια, και εδώ να προσθέσω και κάτι άλλο. Δεν είναι μόνο ο κάθε δημοσιογράφος ο οποίος σχεδιάζει το ακροατήριό του, είναι και το έντυπο στο σύνολό του. Εδώ θα θυμίσω κάτι άλλο. Όταν στο μάθημα του πρώτου, όταν μιλάω για εκδοτική γραμμή, αναφέρομαι στο θέμα αυτούς, λέγοντας ότι δεν είναι μόνο η ιδεολογία του εντύπου. Δεν είναι μόνο, ξέρω εγώ, το αν θα είναι lifestyle, δημοσιογραφία, ιδιωτική, αλλά είναι εν πολλές το κοινός στο οποίο θέλει να πευθυνθεί ένα έντυπο ή ένα κανάλι ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό, που ρυθμίζει τη γλώσσα του, αλλά και την τυπογραφία, ακόμη τη θέση της εικόνας και λοιπά τα πάντα. Τι κάνει, σχεδιάζει το ακροατήριό του, κάνει και audience design. Αυτό το πράγμα δεν είναι μια σκέξο, δεν είναι μια κέξο, δεν το κάνεις δηλαδή με το πρώτο φύγω και μετά επάνω απάντηση, είναι κάτι το οποίο συνεχώς πρέπει να, και απασχολεί ούτως ή άλλως ένα δημοσιογραφικό οργανισμό, αν θέλει να πουλάει, να έχει απήχηση κλπ. Μια συγκουβεντούλα και για τον Κούπλαντ, ένα επίσης πολύ σημαντικό μελετή, ο οποίος μέχρι τώρα είδαμε δύο κυρίως οπτικές. Η μία είναι η περίσταση, η δεύτερη είναι το τι κοινό έχω, η τρίτη είναι ποιος είμαι εγώ. Ο Κούπλαντ εισήγαγε έναν όρο, στα ελληνικά το λένε ηφωποίηση. Τι σημαίνει αυτό, σημαίνει ότι είναι αυτό που είπαμε και λίγο πιο πριν, ότι το ήφος επαλάσει ανάλογα με το κοινό, ανάλογα με την περίσταση και λοιπά, αλλά αυτό στο οποίο έδωσε ιδιαίτερη έμφαση ο Κούπλαντ, και το έκανε αυτό μελετώντας καινούργιους μουσικούς παραγωγούς του ραδιοφώνου, όχι τόσο δημοσιογράφους, είναι ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο κανείς χρησιμοποιεί το ρεπερτόριο, αυτή είναι η λέξη κλειδί, ρεπερτόριο, γλωσσικό, αλλά και πολιτισμικό θα έλεγε κανείς γενικότερα. Η μελέωση του έγινε στην Ουαλία, η οποία όλοι γνωστόν είναι μια πλούσια διαλυτική περιοχή της Πελιαρίας Βρετανίας, και η κατασκευή της εικόνας του εαυτού, γι' αυτό βλέπετε εδώ στο τέλος αυτή την αθιαρωμένη πιάση να φράσει, εκφράσει η έννοια, η κατασκευή της αυτοτητας, είναι πάρα πολύ χρήσιμη για παρουσιαστές ραδιοφωνικών ή τηλεοφωνικών εικογων, που δεν είναι μόνο δημοσιογραφικές, αλλά μπορεί να σκεφτεί στο χώρο της διασκέδασης των παιχνιδιών και λοιπά. Δηλαδή, με τη βοήθεια της γλώσσας αλλά και του σώματος και άλλων χαρακτηριστικών, που δεν είναι γλωσσικά, κατασκευάζουμε τα αυτότητα αντλώντας, λέει ο Κούπλαντ, από πικίλους πόρους γλωσσυφούς, πολιτισμικούς, έτσι ώστε να είμαστε αποτελεσματικοί σε κάθε περιβάλλον που ασκείται με δημόσια επικοινωνία, ας το πούμε έτσι. Σε αυτούς δεν θα αναφερθώ, είναι λίγο τεχνικό το θέμα, μην εκμείνουμε έτσι πολύ στη θεωρία. Εντάξει, νομίζω ότι αυτά είναι αρκετά σαν εργαλείο, υπάρχουν πάρα πολλά. Θα στείλω συμπληρωματικά και μία άλλη σε ένα διαφανήμα. Αυτό που θα θέλαμε να μείνει είναι αυτά μάλλον, τα 2-3 βασικά πράγματα στο οποία επιμείναμε. Το ύφος δεν είναι κάτι που σχετίζεται με την λογοτεχνία και μόνο, δεν είναι κάτι που σχετίζεται με την τυπικότητα και μόνο, δηλαδή υψηλό, επίσημο και οτιδήποτε άλλο δεν είναι ύφος, λάθος. Ήφος είναι τα πάντα, ύφος είναι ο άνθρωπος, αλλά ύφος είναι και ότι ρυθμίζεται από μία μεγάλη πηγή επανακόντων που μπορεί να είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, μπορεί να είναι η περίσταση, μπορεί να είναι η κοινωνική καταγωγή, μπορεί να είναι το άκρο ακείνος. Δηλαδή περίπου όλοι οι παράγοντες, οι οποίοι ρυθμίζουν αυτό που λέμε κοινωνιακή πράξη, όλοι συμπρατού και αναλόγως της βαρύτητας που δίνει κανείς στον καθέναν από αυτούς, έχει και μία περίπου αδύστηχη θεωρία, γιατί οι θεωρές αυτές εστιέσαν διαδροχικά σε όλους αυτούς τους παράδοσες. Νομίζω ότι τα βασικά υπόσχεσαν, αλλά λέω ότι η μεγάλη για μένα σπουδαιότητα που έχει η επαφή σας με τη δημοσιογραφική παράδοση, με τον τρόπο που μιλάνε και γράφουνε, να κλείσουνε μία νότα από εμπειρία που έχω από εγκατορικά. Έχουμε ένα μόνιμο πρόβλημα με την ιστορία της ελληνικής δημοσιογραφίας και ένα πολύ μεγάλο έλλειμμα. Και κάτι που όποιος μπαίνει σε αυτή την περιπέτεια, μπορεί και κάποιος από εσάς να δούμε, θα πρέπει να κάνουμε μία δουλειά, πώς να πω, ερευνητή ανθρώπου που ανακαλύπτει μία καινούργια ιδέα. Δεν έχουμε μία ιστορία της ελληνικής δημοσιογραφίας. Εκεί προσέχει, εμείς δεν έχουμε. Για μένα αυτό είναι πάρα πολύ μεγάλο έλλειμμα. Και αυτό έχει να κάνει όχι μόλις με έναν που κάνει δακτυρικό, αλλά και με έναν ο οποίος αυτομορφώνεται και θέλει να γίνει καλός και επαρκής και επιθυμητός σε έναν εργασιακό χώρο. Δηλαδή θα πρέπει να αναπληρώσετε το κενό της βιβλιογραφίας με προσωπικά διαβάσματα, με διαβάσματα αρχείου, με διαβάσματα ή με ακροάματα, όποιο υλικό κανείς μπορεί να βρει. Και ευτυχώς υπάρχουν αρκετά πράγματα. Το YouTube, ας πούμε, προσφέρει έναν όλο το πιο πλούσο υλικό και καθώς περνά τα χρόνια αυτό ασρίζεται μέσα στον χρόνο, έτσι. Υπάρχουν αρχαία εθνικαίδων, υπάρχουν αρχαία περιοδικών. Πρέπει να αφαιρώσουμε το χρόνο. Δεν είναι διαφορετικά. Πρέπει πάρα πολύ προσωπικό προσπάθειο, πολύ πέραν των σπουδών και διαβίω βέβαια, για να γνωρίσει κανείς από πρώτο χέρι τις καταξιωμένες γραφίδες ή τις φωνές της βιβλιογραφίας. Είναι μια ιδιαιτερότητα και μια δυσκολία που έχει το δικό σας επαγγελμα. Δηλαδή, σε άλλα Ευαγγέλματα θα έλεγα ότι πιο εύκολο κανείς να γίνει, ας πούμε, ένας καλός γυμβόρος ποιχή, ένας καλός, να πω, κλεισαστικός αδύνατος ή οτιδήποτε, άκουτο να γίνει ένας επαρκής και επιθυμητός στο να αναγιγνώσεις και να ακούσεις τη δημοσιογραφία. Αν ευφωνείτε, δεν ευφωνείτε. Αυτό είναι το δικαίωμα σας. Θα κάνω ένα διαγραφείο και θα μπω σε δεύτερο γραφείο. Περιγνώσεις του γράφους.