Mεταξύ "Simmenthal II" και "Βαλλιανάτος κ.ά. Κατά Ελλάδας" / Διάλεξη 27 / Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Επ. Kαθηγητής Νομικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών

Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Επ. Kαθηγητής Νομικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών: Αρχάς, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τους οργανωτές αυτού του συνεδρίου για την τιμή που μου έκανα να με προσκαλέσουν να συμμετάσχω και να έχω την ευκαιρία να εκφράσω και εγώ την ευγνωμοσύνη μου απέναντι στον καθηγητή κύριο Β...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Παπαδοπούλου Τριανταφυλλιά (Αναπληρώτρια Καθηγήτρια)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Νομικής / Ευρωπαϊκό Συνταγματικό Δίκαιο
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά-Παρόμοια Διανομή
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=52dc1bdc
Απομαγνητοφώνηση
Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Επ. Kαθηγητής Νομικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών: Αρχάς, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τους οργανωτές αυτού του συνεδρίου για την τιμή που μου έκανα να με προσκαλέσουν να συμμετάσχω και να έχω την ευκαιρία να εκφράσω και εγώ την ευγνωμοσύνη μου απέναντι στον καθηγητή κύριο Βασίλειος Κουρή για την πολύτιμη προσφορά του. Στον ευρωπαϊκό ορίζοντα του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, οι νομολογίες των δύο ευρωπαϊκών δικαστηρίων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου φαντάζουν κάπως σαν τις συμπληγάδες πέτρες που ενώνονταν και αποχωρίζονταν συνεχώς καθεστώντας το δυό άπλου ανάμεσά τους ιδιαίτερα επισφαλή. Η καταρχήν ουδετερότητα απέναντι σε ένα σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων που μπορεί να ισχύει σε ένα κράτος, έρεται όταν οι δικαστές στο Λουξεμβούργο ή στο Στρασβούργο κρίνουν ότι η λειτουργία αυτού του συστήματος μπορεί να θύγει το ωφέλημο αποτέλεσμα του ελέγχου της συμβατότητας των εθνικών νόμων προς τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης ή της ΕΣΔΑ. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της λεγόμενης δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, το δίκιο της Ένωσης αποδέχεται ότι σε κάθε κράτος μέλος ανήκει να καθορίζει αν θα υπάρχει και πώς θα οργανώνεται στην εθνική ενομή τάξη ένας δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων. Όπως προκύπτει όμως από μια σειρά αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ένωσης, της E-Mental II, την Unibet, τη Meccanarte, τη Melkia Abdelie και την απόφαση Chrysan πιο πρόσφατα, η λειτουργία ενός εθνικού συστήματος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων δεν πρέπει να θύγει την αποτελεσματικότητα του διάχειτου ελέγχου της συμβατότητας των εθνικών νόμων με το δίκιο της Ένωσης ούτε τις αρχές της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας οι οποίες πλαισιώνουν τη δικαστική προστασία των δικαιωμάτων που προέρχονται από αυτό το δίκιο. Παρομοίως, ως προς την Εσδά, ενόψει της αρχής της επικουρικότητας έχει κριθεί καταρχήν ότι το άρθρο 13 της Εσδά δεν επιβάλλει την ύπαρξη ενός συγκεκριμένου ενδίκου βοηθήματος με το οποίο κανείς μπορεί ακόμα και ευθέως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων να επικαλεστεί τυχόν αντίθεση των εθνικών νόμων με τη σύμβαση ή το εθνικό δίκιο. Σε κάθε περίπτωση, όμως, υπάρχει θετική υποχρέωση των συμβαλωμένων κρατών να έχουν προβλέψει ένα κάποιο ένδικο βοήθημα το οποίο παρέχει τη δυνατότητα κατάλληλης αποκατάστασης τυχών παραβίασης της σύμβασης. Εξάλλου, αν ένα εθνικό σύστημα ελέγχου τη συνταγματικότητας των νόμων εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Εσδά, θα πρέπει και να σέβεται τις απαιτήσεις που πηγάζουν ιδίως από το άρθρο 6 παράγραφος 1 της Σύμβασης. Στόχος της σημερινής μου εισήγησης είναι να δείξει ότι στην εξέλιξή τους οι νομολογίες των δύο ευρωπαϊκών δικαστηρίων του Δικαστηρίου της Ένωσης και του ΕΔΑ αναπτύσσουν αντίροπες τάσεις ως προς την οργάνωση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων υπονομεύοντας με τον τρόπο αυτό την αποτελεσματικότητά του. Τούτο επιτείνει τη διάσπαση της συνοχής των εθνικών ενόμων τάξεων και προάγει, θα λέγαμε, τη συνταγματική απορίθμηση της Ευρώπης καθώς η μέχρι στιγμής αποτυχία της τυπικής συνταγματοποίησης της Ένωσης και ο ατελής συνταγματικός χαρακτήρας της ΕΔΑ καθιστούν εκ των προτερών προβληματική κάθε προσπάθεια καθενός εκ των δύο δικαστηρίων να αναχθεί σε ένα πραγματικό συνταγματικό δικαστήριο. Ενώσο δεν έχει διαμορφωθεί ακόμα μια ενιαία ευρωπαϊκή συνταγματική τάξη, ο έλεγχος της θεμελιακότητας των εθνικών νόμων κυνηδηνεύει να αποσυντεθεί μέσα στον εμπειρισμό του λεγόμενου συνταγματικού πλουραλισμού και στη δεδαλώδη αρχιτεκτονική προδικαστικών ερωτημάτων που μας επιφυλάσσει η προσχώρηση της Ένωσης στην Εσδά και το δέκατο έκτο πρωτόκολλο της τελευταίας. Θα προσπαθήσω να αρθρώσω σε δύο μέρη την εισήγησή μου που αντιστοιχούν στις αντίρροπες τάσεις των ομολογιών των δύο ευρωπαϊκών δικαστηρίων. Στο πρώτο μέρος θα προσπαθήσω να αναλύσω την προαγωγή του διάχειτου και παρεπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των όμων από την εξέλιξη της νομολογίας ζήμεντα δύο του Δικαστηρίου της Ένωσης η οποία επιτείνει την κρίση του θεσμού του συνταγματικού δικαστηρίου. Στο δεύτερο μέρος θα προσπαθήσω να αναδείξω τον κλονισμό του διάχειτου και παρεπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των όμων μέσα από την απόφαση Βαλιαννάτος και άλλη κατά Ελλάδος του ΕΔΑ το οποίο στη συγκεκριμένη υπόθεση θα ανήκε να θέλει να πάρει τον πρώτο λόγο ως προς τον έλεγχο της θεμελιακότητας των εθνικών νόμων. Πρώτο λοιπόν μέρος της εισηγησίας μου η προαγωγή του διάχειτου και παρεπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των όμων από την νομολογία του Δικαστηρίου της Ένωσης. Όπως έχει κριθεί στην απόφαση Ζήμεντα δύο κάθε δικαστής ο οποίος επιλαμβάνεται αρμοδίως μιας υπόθεσης που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου οφείλει να εφαρμόζει στο ακέραιο το δίκαιο αυτό και να προστατεύει τα δικαιώματα που αυτό απονέμει στους ιδιώτες αφήνοντας ανεφάρμοστη κάθε ενδεχομένως αντίθετη διάταξη του εθνικού δικαίου. Αυτό το σύστημα διάχειτου ελέγχου της συμβατότητας των εθνικών νόμων με το δίκαιο της Ένωσης επιδράστα διάφορα συστήματα ελέγχου της συνταγματικότητας των εθνικών νόμων. Ειδικότερα το δίκαιο της Ένωσης προστατεύοντας, προασπίζοντας τη δυνατότητα ευθέως ελεύθερου διαλόγου ανάμεσα στα εθνικά δικαστήρια και το δικαστήριο της Ένωσης και αποσυνδέοντας την ενεργοποίηση του ελέγχου της συμβατότητας των εθνικών νόμων από την ολοκλήρωση του ελέγχου της συνταγματικότητάς τους κατουσίαν ευνοεί την αποκέντρωση του ελέγχου της συνταγματικότητας και πάντως δεν επιτρέπει την υποχρεωτική και απόλυτη προτεραιότητα του ελέγχου της συνταγματικότητας απέναντι στον έλεγχο της συμβατότητας με το δίκιο της Ένωσης. Άλλωστε είναι γνωστό και από την πράξη ότι αν κατά της ίδιας νομοθετικής διάταξης προβάλλονται αιτιάσεις ταυτόχρονος αντισυνταγματικότητας και ασυμβατότητας στην πράξη ο έλεγχος συμβατότητας μπορεί να υποκαταστήσει τον έλεγχο της συνταγματικότητας. Εξάλλου το δίκιο της Ένωσης φτάνει μέχρι και να αποκλείει τη δυνατότητα ελέγχου συνταγματικότητας ενός νόμου όταν ο νόμος αυτός έχει ήδη κριθεί από το Δικαστήριο της Ένωσης ως αντίθετος με το δίκιο της Ένωσης ή όταν πρόκειται για ένα νόμο που εισάγει στο εθνικό δίκιο σαφής και ανεπιφύλακτες διατάξεις παράγωγου δικαίου της Ένωσης. Είναι κλασική η σκέψη 56 της απόφασης Μελκία Απντελή. Τέλος, το Δικαστήριο της Ένωσης έχει δεχθεί ότι τα εθνικά ανώτατα δικαστήρια υποχρεούνται να εφαρμόζουν το δίκιο της Ένωσης και να υποβάλλουν αυτοί επαγγέλητος προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο του Λουξεμβούργου ακόμα και όταν καλούνται να αποφασίζουν κατόπιν αναπομπής μετά από την ανέρεση της πρώτης αποφασής τους από το Εθνικό Συνταγματικό Δικαστήριο. Ακόμα και όταν το Εθνικό Δίκιο ορίζει ρητά ότι η κρίση του Συνταγματικού Δικαστηρίου είναι δεσμευτική για αυτά τα ανώτατα δικαστήρια. Για τους λόγους αυτούς, νομίζω ότι το δίκιο της Ένωσης καθιστά περισσότερο ελκυστικό για τα κράτη-μέλη να εισαγάγουν, όπως συνέβη στη Γαλλία με την αναθεώρηση το καλοκαίρι του 2008 και το γνωστό θεσμό του πρωτεύοντος ζητήματος συνταγματικότητας ή να διατηρήσουν, όπως συμβαίνει στη χώρα μας, ένα κατασταλτικό παρεπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Για τους ίδιους λόγους, το δίκιο της Ένωσης, ασκή πιέσης αποκέντρωσης και στα εθνικά εκείνα συστήματα τα οποία έχουν ένα κατασταλτικό παρεπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητας τον οποίο ήδη έχουν συγκεντρώσει γύρω από ένα συνταγματικό δικαστήριο. Αυτές οι εξωτερικές πιέσεις που έρχονται από το δίκιο της Ένωσης συντονίζονται με εσωτερικές ροπές αυτών των συστημάτων για αποκέντρωση του ελέγχου της συνταγματικότητας. Η θεωρία του Τιρίτο Βιβέντες στην Ιταλία είναι πολύ χαρακτηριστική με αποτέλεσμα να έχει υποστεί και να επιτείνεται η κρίση του θεσμού του συνταγματικού δικαστηρίου ο οποίος έχει προβληθεί ως ο σημαντικότερος θεσμός στο σημαντικότερο δημιούργημα του συνταγματισμού στον 20ο αιώνα. Βέβαια, στην παρούσα κατάσταση πραγμάτων δεν τίθεται ζήτημα παράκαμση του θεσμού του συνταγματικού δικαστηρίου εκεί που ήδη υπάρχει. Πλύνω, όμως, στο πλαίσιο ανάπτυξης των σχέσεων του δικαίου της Ένωσης με το εθνικό δίκιο ένα συνταγματικό δικαστήριο σήμερα δύσκολα μπορεί να ανταπεξέλθει τον ανταγωνισμό του δικαστηρίου της Ένωσης και των ανωτάτων τακτικών δικαστηρίων της χώρας. Η δε διάκριση δικαιοδοσίας ελέγχου συμβατότητας με τη δικαιοδοσία ελέγχου συνταγματικότητας δημιουργεί φυσικά καθυστερήσεις αλλά κυρίως δημιουργεί θυσμικές εντάσεις μεταξύ των εθνικών συνταγματικών δικαστηρίων και των εθνικών ανωτάτων τακτικών δικαστηρίων όπως συνέβη στη Γαλλία στην περίπτωση της υπόθεσης Μελκύ Απντελή όπως συνέβη στη Λοβακία στην περίπτωση της υπόθεσης Κριζάν όπως συνέβη στη Τσεχία στην περίπτωση της υπόθεσης Λαντοβάκη και είχαμε την πρώτη φορά κατά την οποία Συνταγματικό Δικαστήριο Κράτους Μέλους αρνήθηκε να εφαρμόσει απόφαση του Δικαστηρίου της Ένωσης και όπως άλλωστε συνέβη και στην ισχυρή Γερμανία με την υπόθεση Φίνερ Βέτεν στην οποία το Δικαστήριο της Ένωσης έκρινε ότι τα τακτικά δικαστήρια της Γερμανίας δεν πρέπει να συμμορφωθούν με απόφαση του συνταγματικού τους δικαστηρίου που διατηρεί μεταβατικώς αποτελέσματα αντισυνταγματικής διάταξης που όμως ήταν και αντίθετη με το δίκιο της Ένωσης. Έτσι, λοιπόν, δικαιολογείται ως ένα σημείο αυτό που είπε ο Φερέρε Κομέλα ότι η αποδοχή της νομολογίας στις Ζήμεντα Λδύο αποτελεί έγκλημα εσχάτης προσδοσίας κατά της κελσενιανής τάξης πραγμάτων. Και έρχεται τώρα η αντίθετη δήλωση. Με αναφορά στην υπόθεση Βαλιανάτος και άλλη κατά της Ελλάδος ο Πορτογάλος Δικαστής του ΕΔΑ, π.Τ. Αλμπουκέρκη ο οποίος διατύπωσε μια ενμέρη αποκλίνουσα γνώμη στην απόφαση αυτή έρχεται και δηλώνει ότι ούτε ο Χανς Κέλσεν ο αρχιτέκτονας του κεντρικού συνταγματικού ελέγχου των νόμων δεν θα είχε φανταστεί ότι θα γινόταν ένα τέτοιο βήμα στην Ευρώπη κάποια μέρα όπως αυτό που έγινε με την απόφαση Βαλιανάτος και άλλη κατά Ελλάδος τον προηγούμενο Νοέμβριο. Έτσι περνώ στο δεύτερο τμήμα της συσήγησής μου που αφορά τον κλονισμό του διάχειτου και παρεπίπτωντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων από την ομολογία του ΕΔΑ. Εξετάζοντας κατά το άρθρο 35 παράγραφος 1 της ΕΔΑ την αποτελεσματικότητα και την επάρκεια των ενδίκων βοηθημάτων της Ελλάδας που κανονικά θα έπρεπε να είχαν εξαντλήσει οι προσφεύγοντες στη συγκεκριμένη υπόθεση το ΕΔΑ στην απόφαση Βαλιανάτος και άλλη κατά Ελλάδος κατουσίαν έκρινε ότι δεν είναι επαρκής το ισχύον σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στη χώρα μας. Εστιάζοντας την προσοχή τους ενόμους που έχοντας διαρκή και άμεσα αποτελέσματα επιφέρουν μια συνεχόμενη παραβίαση των άρθρων της σύμβασης όπως συμβαίνει στην περίπτωση του επίμαχου νόμου 3719 του 2008 που αποκλεί τα ομόφυλα ζευγάρια από το σύμφωνο συμβίωσης. Το ΕΔΑ στη συγκεκριμένη απόφαση έκανε δεκτό ότι το ισχύον σύστημα διάχειτου και παρεπίπτουτος ελέγχου της συνταγματικότητας στη χώρα μας ούτε τον επίμαχο νόμο θα μπορούσε να καταργήσει ούτε τον Έλληνα νομοθέτη να υποχρεώσει να τον τροποποιήσει. Η απόφαση Βαλιανάττος και άλλη κατά Ελλάδος θέτει ένα ζήτημα που είχε απασχολήσει το Δικαστήριο του Στρασβούργου σε πολλές περιπτώσεις χαρακτηριστικές τους προς την Ελλάδα είναι οι δύο υποθέσεις κατά τη γνώμη μου των εκπαιδευτηρίων Δούκα κατά Ελλάδος του 1999 σε σχέση με το πλαφό των διδάκτρων αλλά είναι και μια υπόθεση που θυμίζει πάρα πολύ την υπόθεση στην οποία αφορά η απόφαση Unibet του Δικαστηρίου της Ένωσης στην οποία κρίθηκε ότι ο αποτελεσματικός έλεγχος των δικαιωμάτων η αποτελεσματική δικαστική προστασία των δικαιωμάτων μπορεί να οδηγήσει σε εξαιρετικές περιπτώσεις ακόμα και σε μια απέτηση ενός είδους ευθέως ελέγχου των νόμων. Το Δικαστήριο όμως της Ένωσης στην υπόθεση αυτή άφησε στον εθνικό δικαστή να διερευνήσει του τρόπου λοποίησης αυτής της απέτησης. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα το δικό μας Συμβούλιο της Επικρατείας στην υπόθεση Αχελώος που ο κ. Πρόεδρος μνημόνευσε προηγουμένως να κρίνει ειδικά στην απόφαση 3.053 του 2009 ότι μπορεί να είναι παραδεχτή μια έτηση ακυρώσεως κατά οποιασδήποτε πράξη ακόμα και όχι στρίκτο σένσου εκτελεστής εφαρμογής ενός ατομικού κανόνα ο οποίος δεν προβλέπει μέτρα εφαρμογής γιατί για να μπορέσουμε αμέσως να προκαλέσουμε τον έλεγχο της συνταγματικότητας που τυπικώς παραμένει, να το πω έτσι, παρεμπύπτον αλλά κατ' ουσίαν είναι ιωνί ευθύς. Αυτό στην υπόθεση Βαλιανάτος κατά Ελλάδος δεν το επέτρεψε, το είδα το οποίο θέλησε να πάρει τον πρώτο λόγο ελέγχου της συμβατότητας με την ΕΣΔ του επίμαχου εθνικού νόμου και δεν άφησε περιθώρια στα εθνικά δικαστήρια να επιχειρήσουν να συμβιβαστούν, αναλόγως πώς θα μπορούσαν να το κάνουν. Αυτό με το ενδεχομένως να δεχθούν ότι μπορούν να ακυρώσουν αλλάζοντας φυσικά την ομολογία τους, μια πιθανή άρνηση συμβολεωγράφου να υπογράψει ένα σύμφωνο συμβίωσης μεταξύ ομοφύλων. Φαίνεται ότι σε συγκεκριμένη απόφαση το ΕΣΔ, εκμεταλλευόμενο το θεσμό της ατομικής προσφυγής που δεν προβλέπεται ενώπιον του δικαστηρίου του Λουξεγούργου, ήθελε να προσδώσει στην ΕΣΔ μια δυναμική αντίστοιχη με την ΕΣΔ που έχει αποκτήσει το δίκιο της Ένωσης μέσω των γνωστών αρχών της υπεροχής και του άμεσου αποτελέσματος. Ωστόσο το αποτέλεσμα αυτής της επιλογής του δικαστηρίου του Στρασβούργου δεν ήταν κάτι πολύ διαφορετικό από το αποτέλεσμα που θα είχαν και οι δικαστικές αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων, τις οποίες έκρινε ανεπαρκής, γιατί τελικώς η απόφαση του Στρασβούργου ούτε κατήριξε το νόμο, ούτε υποχρέωσε τον εθνικό νομοθέτη να τον τροποποιήσει. Άλλωστε, εφόσον η χώρα μας σε αυτή την απόφαση ουσιαστικά καταδικάστηκε για παραβίαση του άρθου του 14 της Θεσδά, παραβίασης αρχής της ισότητας και όχι για παραβίαση θετικής υποχρέωσης που πηγάζει από τη σύμβαση, η συμμόρφωση μπορεί να συνειστατεί τε στη συμπερίληψη πλέον των ομόφυλων ζευγαριών στο πεδίο εφαρμογής του νόμου 3719 του 2008, είτε και στην κατάργηση πλήρως του θεσμού του Συμφώνου Συνδίωσης. Εν τούτοις, αυτό που έκανε το ΕΔΑ στο επίπεδο του παραδεκτού της συγκεκριμένης υπόθεσης έχει επιπτώσεις σημαντικές στο σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων αλλά και στο σύστημα ελέγχου της συμβατότητας των νόμων με το δίκαιο της Ένωσης. Καταρχάς, εφόσον στις απαιτήσεις αποτελεσματικότητας και υπάρχειες των εθνικών ενδίκων μέσων της απόφασης Βαλιανάτος και άλλη κατά Ελλάδος, θα μπορούσε να ανταποκριθεί μόνο ένας εχθής όχι απλά δηλωτικός αλλά και ακυρωτικός έλεγχος του κύρους του νόμο και μάλιστα ή δυνατόν και με αρμοδιότητα ακύρωσης νομοθετικών παραλήψεων στην πράξη το ΕΔΑ παρακινεί τα συμβαλόμενα κράτη να υιοθετήσουν ένα συγκεντρωτικό σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων που είδαμε όμως ότι αυτό δημιουργεί τριβές και με το διάχειτο έλεγχο τη συμβατότητά τους με το δίκαιο της Ένωσης. Εξάλλου, αν ποτέ εφάρμοζε το ΕΔΑ την ομολογία Βαλιανάτος σε ένα εθνικό νόμο ο οποίος ενσωματώνει παράγωγο δίκαιο της Ένωσης στη χώρα του ή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παράγωγου δικαίου, ουσιαστικά θα είχε εμποδίσει το ΕΔΑ να αναπτυχθεί ο διάλογος για τον οποίο μας μίλησε ο κύριος Πρόεδρος άμεσα στα εθνικά δικαστήρια, στους εθνικούς δικαστές και στο Δικαστήριο της Ένωσης στα πλαίσια του ΑΡΣ 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συναφώς από τη μία, και αυτό δεν αφισβητείτε, απέναντι στα εθνικά δικαστήρια και στο Δικαστήριο της Ένωσης, το Δικαστήριο του Στρασβούργου διατηρεί τον τελευταίο λόγο ως προστον έλεγχο της συμβατότητας με την ΕΔΑ, των εθνικών κανόνων και εφόσον η Ένωση προσχωρεί στη ΣΔΑ και των ενωσιακών. Για να μη μιλήσω και για την εξέλιξη της νομολογίας, που έχει οδηγήσει και σε έλεγχο των ενωσιακών και στην παρούσα φάση. Από την άλλη, όμως, με την απόφαση Βαλιανάτος και άλλη κατά Ελλάδος, το ΕΔΑ φαίνεται να αναζητεί και τον πρώτο λόγο ως προστον έλεγχο της συμβατότητας με την ΕΔΑ των εθνικών κανόνων. Αν εμείς δούμε στην απόφαση 2 Σκέψη 91 και 92 θα καταλάβει ότι αυτό γίνεται, προφανώς, για λόγους σκοπιμότητας που παίζουν σπουδαίο ρόλο στην νομολογία του ΕΔΑ. Γιατί θέλει το ΕΔΑ να προωθήσει, πολιτικά ουσιαστικά, στην Ελλάδα μια τάση που έχει αρχίσει, όπως μας λέει, το ίδιο να εμφανίζεται σε νομικά συστήματα του Συμβουλίου της Ευρώπης για την εισαγωγή μορφών νομικής αναγνώρισης των σχέσεων ομόφυλων ζευγαριών. Ακόμα δεν υπάρχει το κονσένσου που χρειάζεται για να έχουμε παραβίαση της ΕΔΑ, αλλά θέλει να το διαμορφώσει αυτό το κονσένσου και έτσι δικονομικά επέλεξε ένα είδος ακτιβισμού. Ωστόσο αυτός ο ακτιβισμός, αυτός ο καταπρωτεραιότητας έλεγχος της ΕΔΑ, έλεγχος μάλλον των εθνικών νόμων ως προς τη συμβατότητά τους με την ΕΔΑ από το ίδιο το ΕΔΑ, δημιουργεί ορισμένες θεσμικές απορίες αρκετά σημαντικές. Καταρχώς από τη σκοπιά της ΕΔΑ, εφόσον το ίδιο το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ήδη ένα νόμο ότι είναι αντίθετος με την ΕΔΑ, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι δεν είναι δυνατόν πλέον ο έλεγχος της συνταγματικότητας αυτού του νόμου και να κάνει έλεγχο στη συμβατότητά του με το δίκιο της Ένωσης, γιατί αυτό θα οδηγούσε, και μιλώ πάντοτε από τη σκοπιά της ΕΔΑ, σε ένα ανεπίτρεπτο έλεγχο αντισυνταγματικότητας ή έλεγχο συμβατότητας με το δίκιο της Ένωσης της ίδιας της ΕΔΑ. Αυτό αν ισχύει κλονίζει όχι μόνο την εθνική ενόμη τάξη, αλλά και την αυτονομία του δικαίου της Ένωσης. Και στο πλαίσιο της σημερινής, αν θέλετε, ισορροπίας ανάμεσα στις τρεις ένωμες τάξεις, αν υπάρχει αυτός ο κλονισμός, υπάρχει και μια θυσμική ένταση και διωρετάται κανείς, μπορεί κανείς αυτή να την ξεπεράσει μέσα από το λεγόμενο διάλογο των δικαστών και πόσο φερέγγιος είναι αυτός ο διάλογος, όταν δεν υπάρχει ενία συνταγματική δομή. Οι απαντήσεις στις παραπάνω απορίες που μπορεί να είναι πολλές έχουν μια ιδιαίτερη νομικοπολιτική βαρύτητα, θα έλεγα και σκοπιμότητα, που υπερβαίνει το πλαίσιο της υπόθεσης Βαλιανάτος και άλλη κατά Ελλάδος. Και θα ήθελα να την αναδείξω υπενθυμίζοντας ότι στο πλαίσιο της κρίσης χρέους των χωρών μελών της Ευρωζώνης, αυτή τη στιγμή έχουμε μια πολύ ενδιαφέρουσα εικόνα, ως μνημόνιο της Πορτογαλίας. Το ΜΕΝ Δικαστήριο του Στρατβούργου το έχει κρίνει συμβατό με την ΕΣΔΑ. Την ίδια στιγμή που το Πορτογαλικό Συνταγματικό Δικαστήριο το έχει κρίνει αντίθετο προς το Πορτογαλικό Συντάγμα, ενώ το Δικαστήριο της Ένωσης, από την έρευνα που έκανα, έχει ΜΕΝ απορρίψει ως απαράδεκτα μια σειρά από προδικαστικά ερωτήματα του Εργατοδικίου του Πόρτο, αλλά ακόμα δεν έχει τοποθετηθεί οριστικά σε άλλα ερωτήματα, ώστε να δούμε ποια θέση παίρνει ως προσυμβατότητα του ίδιου μνημονίου με το πρωτογενές δίκιο της Ένωσης. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το ποιος θα έχει τον πρώτο ρόλο και θα διαμορφώνει την ερμηνευτική ατζέντα σε τόσο κρίσιμα ζητήματα, τελικά δεν είναι άνευ νομικοπολιτικής σημασίας και όχι μόνο στα πλαίσια των ατομικών δικαιωμάτων υποσθενή έννοια. Παίρνω τώρα στα συμπεράσματά μου. Απόφαση, Βαλιανάτος και άλλοι, κατά Ελλάδας. Το ΕΔΑ, προφανώς, δεν εξάντλησε όλα τα περιθώρια αφαρμογής της αρχής της επικουρικότητας και θέλησε το ίδιο να ελέγξει το πρώτον τη συμβατότητα του εθνικού νόμου με την ΕΣΔΑ. Όπως επισήμανε πάλι ο Πορτογάλλος δικαστής, Πίντοντε Αλμπουκέρκη, εδώ φαίνεται ότι με αυτή την απόφαση δημιουργεί το ΕΔΑ ένα νέο ενδικομέσο που οδηγεί σε μια νομιλογιακή επίλυση μιας κοινωνικής διαφοράς που ακόμα δεν είχε πασχολεί στον εθνικό δικαστή, αλλά δίνουμε τη δυνατότητα στο θυχόμενο να πάει κατευθείαν στο Στρατβούργο. Θα έλεγα ότι με την απόφαση αυτή σηματοδοτείται ο τρίτος πόλος έντασης στο υφιστάμενο παράδειγμα συνταγματικού πλουραλισμού που φαίνεται να κατοσκεί σήμερα στην Ευρώπη, καθώς οι άλλοι δύο πόλοι έντασης που έχουν ήδη σηματοδοτηθεί είναι η αξίωση για προτεραιότητα του ελέγχου συμβατότητας με το δίκιο της Ένωσης κατά την ομολογία ΖΜΤ2 και η αξίωση κατά προτεραιότητα ελέγχου της συνταγματικότητας σύμφωνα με το παραδειγματικό γαλλικό θεσμό του πρωτεύοντος ζητήματος συνταγματικότητας. Ο κατά προτεραιότητα έλεγχος συμβατότητας των εθνικών νόμων με την εσδά από το ίδιο το Δικαστήριο του Στρασβούργου, κατά τη γνώμη μου διαταράσει την ισορροπία που θα μπορούσε να βρεθεί ή είχε ήδη βρεθεί μεταξύ ελέγχου της συνταγματικότητας και ελέγχου της συμβατότητας με το δίκιο της Ένωσης στο πλαίσιο του διάχειτου και παρεπίπτωτος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Ο δικονομικός ακτιβισμός του Στρασβούργου σε αυτή την υπόθεση ουσιαστικά προάγει, κατά τη γνώμη μου, τη συνταγματική απορίθμηση στην Ευρώπη, την οποία δεν φαίνεται να είναι ικανή να ανατάξει η όποια πίστη στον λεγόμενο διάλογο των δικαστών. Για τη ελλείψη ενείας συνταγματικής βάσης, ο διάλογος αυτός των δικαστών ουσιαστικά οδηγεί σε συγκυριακούς πολιτικούς συμβιβασμούς που ακόμα κι αν εξωτερικά φαίνεται να έχουν ένα ήπιο χαρακτήρα, όπως μας περιέγραψε ο καθηγητής κ. Μανιτάκης. Κατουσία μέσα τους έχουν μια τεράστια θεσμική ένταση, η οποία συνδέεται με την απώλεια του σταθερού νοήματος των θεμελιωδών κανόνων. Τα παραδείγματα και του βασικού μετό, αλλά και της ρήτρας μη διάσωσης των χωρών της ευρωζώνης, νομίζω ότι είναι χαρακτηριστικά. Οι συμβιβαστικές λύσεις οι οποίες βρέθηκαν μέσα από το διάλογο των δικαστών, κατουσίαν μας έχουν οδηγήσει να πρέπει να διαβάζουμε κάτι διαφορετικό από αυτό που γράφει και το άρθρο 14.9 του Συντάγματος και το άρθρο 125 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και μάλιστα να είμαστε σε ετοιμότητα να διαβάσουμε κάτι ακόμα πιο διαφορετικό στο μέλλον, αν γίνει δεκτό ότι θεμελιώδεις κανόνες πρέπει στο πλαίσιο του συνταγματικού πλουραλισμού να ερμηνεύονται σύμφωνα με την εκάστοτε εφαρμογή τους. Ή σύμφωνα με τον κοινό τόπο της εκάστοτες εφαρμογής τους. Απέναντι δε σε αυτά τα παραδείγματα, η ΕΣΔΑ ως γνωστό ζωντανό εργαλείο με μεταβλητό κανονιστικό περιεχόμενο, δεν φαίνεται να μπορεί να παράσχει εγγυήσεις ερμηνευτικής ασφάλειας. Πιστεύω ότι βρισκόμαστε και πάλι σε μια κατάσταση όπου η ολοκλήρωση ευρωπαϊκή εξακολουθεί να αποτελεί ένα ταξίδι σε άγνωστο προορισμό. Οι εθνικοί δικαστές πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να δείχνουν και το σκεπτικισμό, αλλά και το πάθος που αξιώνει, όπως έχει πει ο Μίλλερ, ένα σύγχρονος εξωστρεφής συνταγματικός πατριωτισμός. Κατά τούτο πρέπει να αντιτάσσουν σαφεί συνταγματικά όρια απέναντι στην εφαρμογή και του δικαίου της Ένωσης και την εφαρμογή της ΕΣΔΑ. Την ίδια στιγμή πρέπει να είναι και εγγυητές της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης και της ΕΣΔΑ και ενδεχομένως, όταν χρειάζεται, να αναδεικνύουν και τα όρια και τις ευθύνες των δύο ευρωπαϊκών δικαστηρίων. Γιατί, κατά τη γνώμη μου, αυτό που λέμε παράδειγμα κατησιών του συνταγματικού πλουραλισμού στην Ευρώπη ουσιαστικά είναι μια μεταβατική κατάσταση. Είναι ένα μετέωρο βήμα του ευρωπαϊκού συνταγματισμού που καλείται είτε να υπερβεί με ασφάλεια και ταχύτητα και οριστικά το εθνικό συνταγματικό κράτος, είτε να επιστρέψει σε αυτό. Οι εθνικοί δικαστές πρέπει να περάσουν από τις συμπληγάδες του συνταγματικού πλουραλισμού και των ομολογιών των δύο ευρωπαϊκών δικαστηρίων, όσο το δυνατόν και ο Γρήγορα με τις λιγότερες απώλειες, κοπηλατώντας συστηματικά όπως έκαναν και οι αργονάφτες. Το δε ρόλο εκείνου του άσπρου περιστεριού που ο Μάντης Φινέας είχε ζητήσει να σταλεί πρώτο να περάσει από τις συμπληγάδες πέτρες φαίνεται μάλλον ότι για τους δικούς του λόγους θέλησε να παίξει το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας με τον τρόπο που έθεσε τα προδικαστικά ερωτήματα πριν από ενάμιση περίπου μήνα σχετικά με τις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Κάτι ανάλογο για τους δικούς του λόγους δεν τόλμησε να κάνει ενώ κατά τη γνώμη μου όφειλε το δικό μας Συμβούλιο της Επικρατίας στην υπόθεση του Πρώτου Μνημονίου αναφορικά με την ισχύ της απόφασης 322.010 του Συμβουλίου της Ευρώπης. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Και επιτρέψτε μου, κύριε καθηγητά, να εκφράσω και πάλι και το βαθύ μου θαυμασμό και τη βαθιά μου ευγνωμοσύνη για την προσφορά που έχετε προσφέρει και στην επιστήμη και στο όραμα της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης.