Διάλεξη 8 / Διάλεξη 8 / Διάλεξη 8

Διάλεξη 8: Μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα πτυχή της Θεολογίας της Καινής Διαθήκης είναι αυτή που αφορά το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο και τα κείμενα τα οποία συνδέονται μαζί του, δηλαδή οι τρεις καθολικές επιστολές Α, Β, Γ, Ιωάννη και επίσης η Αποκάλυψη Ιωάννου. Ένας πολύ ιδιαίτερος κύκλος, θα λέγαμε, κειμέν...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Τσαλαμπούνη Αικατερίνη (Επίκουρη Καθηγήτρια)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας / Θεολογία της Καινής Διαθήκης
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά-Παρόμοια Διανομή
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=c36a7d02
Απομαγνητοφώνηση
Διάλεξη 8: Μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα πτυχή της Θεολογίας της Καινής Διαθήκης είναι αυτή που αφορά το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο και τα κείμενα τα οποία συνδέονται μαζί του, δηλαδή οι τρεις καθολικές επιστολές Α, Β, Γ, Ιωάννη και επίσης η Αποκάλυψη Ιωάννου. Ένας πολύ ιδιαίτερος κύκλος, θα λέγαμε, κειμένων μέσα στην Καινή Διαθήκη, γι' αυτό και ακριβώς επειδή από μόνα τους αυτά μπορούμε να πούμε ότι αποτελούν μία ενότητα και έχουν ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα και μία ιδιαίτερη θεολογική έμφαση, μάλλον ιδιαίτερα θεολογικές, θα λέγαμε, εμφάσεις και προτιμήσεις. Για αυτό το λόγο, αυτά τα κείμενα χαρακτηρίζονται γενικά στην Έλληνα συχνά ως ο λεγόμενος Ιωάννιος κύκλος κειμένων. Βέβαια υπάρχει μεγάλη συζήτηση όσον αφορά αυτόν τον χαρακτηρισμό και αυτό γιατί υπήρξαν διάφορες απόψεις που διατυπώθηκαν σε σχέση μάλλον με αυτό το χαρακτηρισμό του Ιωάννιου κύκλου. Όταν λέμε Ιωάννιος κύκλος, μπορούμε να το ταυτίσουμε με αυτόν τον όρο που εισήγαγε ο Άλαν Κουλπέπερ στην έρευνα, της λεγόμενης Ιωάννιας σχολής. Βέβαια τώρα το σχολείο εδώ θα πρέπει να το κατανοήσουμε όχι με μια πολύ στενή σημασία, ίσως αν θέλετε και με μια σημασία όπως αυτή που συναντούμε σε σχέση με διάφορα φιλοσοφικά κινήματα ή με ομάδες φιλοσόφων και φιλοσοφικά ρεύματα στην αρχαιότητα, αλλά με μια γενικότερη και μια ευρύτερη έννοια και σημασία. Περισσότερο θα έλεγα όχι τόσο με τη ραβυνική σημασία της σχολής, περισσότερο ίσως με την έννοια της ίδιας υπερειραίου σας ιδεολογικής ατμόσφαιρας. Θα πρέπει να το δούμε αυτό το χαρακτηρισμό όταν υιοθετήσουμε τον όρο του Κουλπέπερ όπως και εκείνος έτσι άλλωστε τον χρησιμοποιεί με μια πιο χαλαρή και μια πιο ευρύτερη αντίληψη του όρου. Οπότε θα πούμε δηλαδή ότι είναι κείμενα τα οποία λίγο πολύ εκφράζουν κοινές ιδέες, προϋποθέτουν ίσως το ένα το άλλο, έχουν μια κοινή ιδεολογική κατεύθυνση, κοινές θεολογικές βάσεις και ούτω καθεξής. Ο Όσκαρ Κούλμαν, νωρίτερα φυσικά, πολύ πριν από τον Κουλπέπερ, μίλησε για τον εγώμενο Ιωάννιο κύκλο μέσα στην αρχαία χριστιανική παράδοση. Δηλαδή μέσα στον ίδιο τον αρχαίγονο χριστιανισμό. Κατ' έναν άλλο τρόπο όπως μιλάμε για πάβλιες κοινότητες και για πάβλια θεολογία και για τα αυτεροπάβλια στη συνέχεια πρόσληψη των κειμένων του Παύλου, ο Κούλμαν μίλησε για Ιωάννιο κύκλο μέσα στην αρχαία χριστιανική παράδοση με την έννοια δηλαδή ότι είναι ένα ξεχωριστό ή τελος πάντων διακριτό, για να το πω καλύτερα, ρεύμα ιδεολογικό και θεολογικό μέσα στον αρχαίγονο χριστιανισμό. Αυτό βέβαια καταλαβαίνετε ότι είναι μια ακόμα ένδειξη της πολυμορφίας και της πολυπλοκότητας, η οποία χαρακτηρίζει τον αρχαίγονο χριστιανισμό. Άρα λοιπόν, είτε τον ένα όρο υιοθετήσουμε, είτε τον άλλον, θα πρέπει να τους υιοθετήσουμε αυτούς τους όρους με μια πολύ ανοιχτή και χαλαρή σημασία και όχι με την έννοια ότι υπάρχει ένας δάσκαλος με τον οποίο ακολουθούν όλοι, αλλά ότι υπάρχει μια κοινή ιδεολογική φόρτιση στα κείμενα αυτά, όπως είπα, και οι ίδιες θεολογικές προϋποθέσεις. Και αυτό που προκύπτει ωστόσο, γιατί είπα ότι ο όρος αυτός μπορεί να είναι και κατά κάποιον τρόπο παραπλανητικός, αν τον κατανοήσουμε στη στενή του σημασία, αυτό που είναι βέβαιο, βλέποντας αυτά τα κείμενα, είναι ότι έχουμε να κάνουμε με μία κοινή, αλλά όχι ενιαία παράδοση. Δηλαδή, έχουμε κοινά στοιχεία, ένα κοινό έδαφος, δεν μπορούμε όμως να πούμε ότι υπάρχει απόλυτη ταύτιση ανάμεσα σε αυτά τα κείμενα. Υπάρχουν αποκλήσεις, μεγαλύτερες ή μικρότερες, οι οποίοι φυσικά έχουν να κάνουν και με το φυλλογικό είδος του κάθε κειμένου, είναι άλλο οι επιστολές, είναι άλλο πράγμα το Ευαγγέλιο, αλλά επίσης έχουν να κάνουν και με τις ιστορικο-κοινωνικές συνθήκες και το zitsim leben, όπως λέμε στην ΕΡΑΒΝΑ, δηλαδή την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η κοινότητα, η οποία φυσικά αντικατοπτρίζεται μέσα στα κείμενά μας. Όλα αυτά οδηγούν στη διαφοροποίηση. Υπάρχει χρονική απόσταση μεταξύ των κειμένων. Βέβαια δεν είναι ακόμα απόλυτα αποδεκτό από όλους ποια είναι η χρονική σειρά, αν προηγείται δηλαδή το Ευαγγέλιο ή αν προηγούνται οι επιστολές. Σε κάθε περίπτωση όμως, είτε προηγείται το ένα είτε το άλλο, δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε την σύνδεση μεταξύ τους και τη μεγάλη συγγένεια που παρουσιάζουν. Ακόμα και η Αποκάλυψη, η οποία οπωσδήποτε ανήκει στον ευρύτερο κύκλο των Ιωάννιων κειμένων, ακόμα και η Αποκάλυψη έχει αρκετά στοιχεία τα οποία την φέρουν κοντά σε αυτό που λέμε τώρα εδώ, η Ιωάννια Γραμμή, η Ιωάννια Παράδοση, αλλά έχει φυσικά και τις διαφοροποίησες, γιατί πάλι εδώ έχουμε να κάνουμε ένα πολύ διαφορετικό κείμενο, σε μια πολύ διαφορετική, ας το πούμε έτσι, ιστορική κατάσταση. Τώρα, οπωσδήποτε, κεντρικό πρόσωπο στο τέταρτο Ευαγγέλιο είναι ο συγγραφέας του, ο οποίος μάλιστα μέσα στο κείμενο ταυτίζεται με τον μαθητή ο Νιγάπο Ιησούς, δεν ονομάζεται ποτέ, δεν αναφέρεται το όνομα αυτού του συγγραφέ, πάντα υπάρχει μια ανώνυμη αναφορά σε αυτόν, πάντα ονομάζεται ο αγαπημένος μαθητής του Ιησού, αλλά ποιος μπορεί να είναι, αυτό δεν μας το λέει το κείμενο. Βέβαια, όπως έχουμε πει και άλλη φορά, η Παράδοση συνέδεσε τον αγαπημένο μαθητή με τον Ιωάννη, έναν από τους πολύ γνωστούς μαθητές του Κυρίου, που ανήκει στο στενό κύκλο των μαθητών, αλλά επαναλαμβάνω, το ίδιο το κείμενο προτιμά την ανονιμία του συγγραφέα. Βέβαια, η έρευνα που έχει γίνει όσον αφορά την ιστορία της Παράδος και της σύνταξης του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου, οδήγησε σε ένα διέξοδο. Και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό, διότι αυτό το αδιέξοδο μας προέκυψε ακριβώς μέσα από την προσπάθεια που έγιναν από διάφορους ερευνευτές να διακριθούν διαφορετικά στρώματα Παράδοσης ή διαφορετικές πηγές του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου. Μελέτες όπως, για παράδειγμα, αυτή του Ρούντολφ Βούρτμαν, η οποία βέβαια αποτελεί ένα πολύ σημαντικό έργο στη βιβλική εξήγηση, κατέδειξαν αυτήν την αδυναμία, αυτήν την απορία, όπως λέμε, της έρευνας, γιατί ακριβώς το συμπέρασμα το οποίο προέκυψε μέσα από αυτήν την ανάλυση ήταν σκατακερματισμός του Δετάρτου Ευαγγελίου, μέσα από τις συνεχείς αναλύσεις, ο οποίος σκατακερματισμός, σωστικά, είχε το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό, σίγουρα επειδή ο Βούρτμαν και οι υπόλοιποι που επιχείρησαν κάτι αντίστοιχο, γιατί ακριβώς, όπως είπα και πριν, τελικά αυτό οδήγησε στην προσανατολισμό από τα βασικά θέματα του Ευαγγελίου και είχε σαν αποτέλεσμα πολλές φορές και να παρανοηθούν στοιχεία μέσα στο Ευαγγέλιο, αλλά και να παραγνωριστούν και να αμεληθούν ορισμένα σημεία. Εκεί που σήμερα καταλήγει η έρευνα είναι ότι ο καλύτερος τρόπος πλέον προσέγγισης του συγκεκριμένου Ευαγγελίου είναι η λεγόμενη συγχρονική ανάλυση και όταν λέμε συγχρονική ανάλυση στη γλώσσα της εξήγησης, εννοούμε ουσιαστικά το να αντιμετωπίσουμε το κείμενο ως ένα τελειωμένο προϊόν. Χωρίς αυτό που μας σημαίνει ότι αδιεφορούμε ή αν θέλετε αμφισβητούμε τα προηγούμενα στάδια της εξέλιξης, αλλά επειδή ακριβώς είναι πάρα πολύ δύσκολο να διαγνώσουμε αυτή την πορεία της εξέλιξης, εστιάζουμε το ενδιαφέρον σε αυτό που έχουμε ως τελικό κείμενο. Και έτσι το ερώτημα της συγχρονικής ανάλυσης δεν είναι ποιος κρύβεται πίσω από κάθε κομμάτι ενός κειμένου, ποιες παραδόσεις ή ποιες επιβράσεις, αλλά γιατί τελικά όλα αυτά συμπεριλαμβάνονται στο τελικό κείμενο που έχουμε στα χέρια μας και ποιος είναι ο στόχος του συγγραφέα, ή του τελικού αν θέλετε συντάκτη και επεξεργαστή του κειμένου. Αυτό λοιπόν προκύπτει και στην περίπτωση του κατά Ιωάννη Ευαγγέλιου. Εδώ δείτε το 4ο και 4ο Ευαγγέλιο. Σαφώς έχει τις απαρχές του και σαφώς έχει ο σημείο αναφοράς τον αρχικό συγγραφέα που είναι ο αγαπημένος μαθητής. Και σαφώς αυτό που έχουμε στο 4ο Ευαγγέλιο είναι ακριβώς το κείμενο το οποίο προέρχεται από τη μαρτυρία του αγαπημένου μαθητή του Ιησού. Όμως το κείμενό μας έχει δεχθεί επιδράσεις. Έχει δεχθεί έντονες επιδράσεις και επεξεργασίες. Όχι βέβαια έτσι όπως το κατανοεί ο Ρούντολφ Μπουλπμαν σε μια μεταγενέστερη εποχή για να βολέψει και να ταιριάξει το συγκεκριμένο κείμενο με την εκκλησία κάποιας μεταγενέστερης από τον 1ο αιώνα εποχής. Αυτό είναι λίγο δύσκολο να το υποστήριξουμε. Ότι όμως εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα κείμενο το οποίο έχει δεχθεί επεξεργασία και παρέμβαση. Άλλον εκτός από τον αγαπημένο μαθητή αυτό το μαρτυρεί και το ίδιο το κείμενο. Όχι μόνο διάφορα σημεία τα οποία αντιμετωπίζει από την έρευνα ως σημεία τα οποία φαίνονται οι ρογμές θα λέγαμε της συγγραφής του κειμένου, αλλά κυρίως από την ίδια τη μαρτυρία του όταν ως γνωστόν το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο έχει δύο ουσιαστικά τέλη, τελειώνει στο 20ο κεφάλαιο και τελειώνει στο 21ο. Δηλαδή διαβάζοντας κανείς το 20ο κεφάλαιο στο στίχο 30 έχει την αίσθηση ότι όντως το Ευαγγέλιο κλείνει. Γιατί λέει «πολλά μενούν και άλλα σημεία επίεισεν ο Ιησούς ενώ όποιον το μαθητών αυτού α ουκ εσθήν γεγραμμένα εν τω βιβλίο τούτο, τα αυτά δε γέγραπται, ειν' απιστεύσετε ότι Ιησούς εστιν ο Χριστός ο Υιός του Θεού και ειν' απιστεύοντε ζωήν έχετε εν τω ονόματι αυτού». Και θα μπορούσε κανείς να πει «οραία τελεία έκλεισε εδώ το Ευαγγέλιο». Και είναι πάρα πολύ λογικό διότι παρόμοιες καταλήξεις έχουμε και στα άλλα Ευαγγέλια, όπου ο Ευαγγελιστής, ο κάστου Ευαγγελιστής συνοψίζει την προηγούμενη ιστορία και εδώ στον προκειμένο περίπτωση μάλιστα εκφράζει και το σκοπό της συγγραφής, γιατί ακριβώς αυτό είναι και ένας τρόπος γραφής στον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Ενώ λοιπόν ο αναγνώστης θα περίμενε το 20ο κεφάλαιο είναι το τέλος του Ευαγγελίου, στο 21ο κεφάλαιο συγγραφές επανέρχεται. Στις εμφανίσεις του Ιησού μετά φυσικά τη μία των Σαββάτων και μάλιστα στις εμφανίσεις του Ιησού οι οποίες να βάλουν χώρα στη Γαλιλαία, όπου εδώ πλέον το κεφάλαιο ως γνωστό προσπαθεί να αποκαταστήσει και τον Πέτρο στα μάτια της κοινότητας και στην ιστορία λέγοντας ότι ο Ιησούς τελικά… συμπληρώνει εδώ ένα κενό το οποίο το κενό το έχουμε και από την παράδεισο συνοπτικών Ευαγγελιών όπου ξέρουμε ότι ο Πέτρος αρνήθηκε τον Ιησού, ότι μετανόησε αλλά δεν ξέρουμε τη συνέχεια της ιστορίας, δεν ξέρουμε αν αυτή η μετάνοια έγινε δεκτή. Ξέρουμε βέβαια από την ίδια την ιστορία της Εκκλησίας ότι ο Πέτρος συνέχισε να είναι σημαντικά πρόσωπα μέσα στην Εκκλησία, αλλά ανάμεσα σε αυτά τα δύο μας λείπει ένα κομμάτι της ιστορίας και αυτό το κομμάτι της ιστορίας το συμπληρώνει το 21ο κεφάλαιο του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου όπου ο Ιησούς αποκαθιστά τον Πέτρο στα μάτια των συμμαθητών του ρωτώντας τον τρεις φορές αν με αγαπάς περισσότερο από αυτούς, με τον Πέτρο να απαντά ταπεινά «Ναι κύριε, εσύ ξέρεις ότι σε αγαπώ» και τον Ιησού να του δίνει την εντολή να επιμένει τα πρόβατά του. Βλέπουμε μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα αποκατάσταση, έχουμε μια συζήτηση για το τέλος του Πέτρου και το τέλος του αγαπημένου μαθητή και τελειώνοντας το Ευαγγέλιο στο 21ο κεφάλαιο έχουμε μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα συμπλήρωση. Ενώ λοιπόν στους στίχους μέχρι τον στίχο 23 ο αφηγητής περιγράφει σε τρίτο πρόσωπο τι γίνεται με τον Πέτρο και τον αγαπημένο μαθητή, στον 24ο στίχο αλλάζει το ύφος και λέγεται το εξής «Ούτως εστιν ο μαθητής ο μαρτυρών περι τούτων και γράψα σταύτα». Και το ενδιαφέρον είναι εδώ «και είδαμεν οτι αληθίσαι στιν η μαρτυρία αυτού, έστι δε κι άλλα πολλά όσα επείησε ο Ιησούς, άτι να γράφετε καθέν ουδεν αυτόν ή με τον κόσμο χωρίσε τα γραφόμενα βιβλία αμήν». Εδώ το ενδιαφέρον είναι ότι έχουμε τρία διαφορετικά πρόσωπα. Στην αρχή έχουμε ότι το τρίτο πρόσωπο αυτός είναι ο μαθητής τον οποίον αγαπούσε ο Ιησούς και ο οποίος έγραψε αυτά και είναι η μαρτυρία του ουσιαστικά αυτό. Συνέχεια περνάμε στο πρώτο πληθυντικό και είδαμε και γνωρίζουμε ότι είναι αληθινή η μαρτυρία του. Ποιοι είναι αυτοί που γνωρίζουν? Είναι διαφορετικό το πρόσωπο. Εδώ αλλάζει το πρόσωπο που συνειδηλώνει ακριβώς ότι υπάρχει ένα διαφορετικό χέρι και μια διαφορετική σφραγίδα, ας το λέμε έτσι, στην πιστότητα του συγκεκριμένου Ευαγγελίου. Και συνεχίζει στον επόμενο στίχο και λέει ότι υπάρχουν πολλά τα οποία έκανε ο Ιησούς, τα οποία λέει, αν προσπαθούσαμε να τα γράψουμε, ουδέ αυτόν ή με τον κόσμο χωρίσε. Νομίζω ότι δεν θα τα χωρούσε όλος ο κόσμος αυτά τα βιβλία. Και πάμε στο πρώτο ενικό πρόσωπο. Υπάρχει ακόμα ένα πρόσωπο στην ιστορία. Όλα αυτά λοιπόν τα σημάδια και πολλά άλλα μέσα στο κείμενο. Τώρα αναφέρα εγώ ένα πάρα πολύ χτυπητό και κλασικό χωρίο, το οποίο συνήθως αναφέρουμε όταν κάνουμε λόγο για την ιστορία σύνταξης του Ευαγγελίου. Βλέπουμε ακριβώς ότι το κείμενο αυτό σαφώς έχει τις απαρχές του στο μαθητή, ο οποίος μαρτυρεί για τον Ιησού και είναι ο αγαπημένος μαθητής και είναι προφανώς ένα σημαντικό πρόσωπο αυθεντίας μέσα στην κοινότητα, στην οποία απευθύνεται το κείμενο. Αλλά έχουμε και την ίδια την κοινότητα και μια ομάδα ανθρώπων, οι οποίοι σαφώς αποτελούν την κοινότητα στην προκειμένη περίπτωση, έρχεται να πιστοποιήσει την αλήθεια των λόγων και του μαθητή, του αγαπημένου και κατά κάποιο τρόπο να επικυρώσει τη μαρτυρία του. Αυτό λοιπόν θεωρήθηκε από την έρευνα ότι εδώ είναι ένα σημάδι ότι έχουμε να κάνουμε περισσότερα χέρια μέσα στον Καταγιάν Ευαγγέλιο, κάτι που, όπως είπα, βεβαίνεται ακριβώς και από το γεγονός ότι είναι τόσο καλά επεξεργασμένο το κείμενο, τόσο καλά διαμορφωμένο και δουλεμένο στηλιστικά και γλωσσικά, ώστε να μην μπορούμε σήμερα τόσο με μεγάλη ευκολία να διακρίνουμε στρώματα ή να διακρίνουμε ακριβώς τα σημεία που ενώνονται οι διαφορετικές παραδόσεις. Και σε ένα δεύτερο επίπεδο μπορούμε να πούμε ότι οι επιστολές του Ιωάννου αποτελούν τη λεγόμενη Δεύτερο-Ιωάννια Γραμματεία. Δηλαδή όπως μιλάμε για Δευτεροπαύλια κείμενα, για κείμενα δηλαδή τα οποία ουσιαστικά προέρχονται από τους μαθητές του Παύλου, αποδίδονται όμως στον Παύλο γιατί ακριβώς οι μαθητές αναγνωρίζουν ότι η προέλευση της παράδοσης και της δασκαλίας στην οποία μιλούν βρίσκεται στο ίν ο Παύλος ακριβώς με τον ίδιο τρόπο και με τον κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο ή οι επιστολές, οι οποίες αποδίδονται πάλι στον Ιωάννη μπορούν να χαρακτηριστούν ως Δευτεροπαύλες καθώς μέσα σ' αυτές βρίσκουμε πάρα πολλά στοιχεία του Ευαγγέλιου σε μια διαφορετική βέβαια επεξεργασία. Σήμερα η έρευνα δεν δέχεται ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο πίσω από το τέταρτο Ευαγγέλιο και πίσω από τις επιστολές. Όπως είπα πριν υπάρχει μια διαφορά. Μια ομάδα ερευνητών δέχεται ότι οι επιστολές προεγούνται του Ευαγγέλιου. Αν ωστόσο δεχθούμε ότι πρόκειται για Δευτεροιόνια πρόσληψη τότε θα πρέπει σαφώς να τις τοποθετήσουμε μετά το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο. Ή τέλος πάντων το κατά Ιωάννη, βέβαια υπάρχει και μια εναλλακτική λύση ότι βρίσκονται κάπου πριν από την τελική φάση διαμόρφωση του Ευαγγέλιου γιατί όπως είπα το Ευαγγέλιο είχε μια μακρά περίοδο επεξεργασίας. Σε κάθε περίπτωση, και αυτό είναι το σημαντικό νομίως στην συζήτησή μας τώρα, είναι ότι ακριβώς αυτά τα κείμενα αποτελούν, θα λέγαμε, ένα υπομοιματισμό του ίδιου του κατά Ιωάννη Ευαγγέλιου. Επίσης διαβάζοντας κανείς αυτά τα δύο, το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο και τις τρεις επιστολές μπορεί εύκολα να δει κοινά θέματα, μπορεί να δει την επεξεργασία διαφόρων σημαντικών θεμάτων και οπωσδήποτε απαντούν πάρα πολλά από αυτά τα οποία βρίσκουμε ήδη μέσα στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο. Και όπως είπα και πριν, αυτά όλα έχουν να κάνουν πρώτα-πρώτα με μια γεωγραφική τοποθέτηση και με το κοινωνικό ιστορικό υπόβαθρο των κειμένων μας. Αν θέλουμε δηλαδή να μιλήσουμε για μια Ιωάννια κοινότητα, κάτι το οποίο είναι δύσκολο σήμερα στην έρευνα, μπορούμε να πούμε ότι τουλάχιστον η πρόσληψη του Ευαγγέλιου μέσα στις τρεις Ιωάννης επιστολές θα πρέπει να τοποθετηθεί κάπως στην περιοχή της Μικράς Ασίας, όπως δεχόταν και η αρχαία χριστιαστική παράδοση κάπως στην περιοχή της Εφέσου, ίσως και τα τελευταία στάδια της επεξεργασίας του Ευαγγέλιου να συνδέονται με την ίδια περιοχή, υπάρχουν πολλά σημεία κοινά και με το καταλουκάν Ευαγγέλιο, αλλά και με τη συνοπτική παράδοση, που και αυτό είναι επίσης ενδιαφέρον στο υγείο. Και επιπλέον όσον αφορά το κοινωνικό ιστορικό υπόθεθρο του Ευαγγέλιου, το κείμενο σαφώς αντικατοπτρίζει δύο πράγματα. Από τη μία μεριά, μία δυσκολία και μία αντιπαράθεση με μία έξωθεν της κοινότητας πραγματικότητα και κυρίως με τους Ιουδαίους. Εδώ βρίσκουμε για παράδειγμα την έννοια του αποσυναγωγου, δηλαδή τα μέλη της κοινότητας θα αποκλειστούν από την Συναγωγή και από τον Ιουδαϊκό λαό, κάτι που σημαίνει προφανώς ότι είμαστε σε ένα στάδιο πλέον που οι δρόμοι χριστιανισμού και Ιουδαϊσμού αρχίζουν να ξεχωρίζουν. Και δεύτερον στοιχείο νομίζω ότι είναι σημαντικό να δούμε, ότι εδώ ο τρόπος με τον οποίο γίνεται λόγος για την ενότητα, την αγάπη, και η αγάπη στον Καταϊάννη Ευαγγέλιο κυρίως κατανοείται ως αγάπη μεταξύ των αδελφών μέσα στην κοινότητα, δηλαδή αυτή η συζήτηση που γίνεται για την ενότητα, ίσως αντικατοπτρίζει μία κατάσταση αντιπαράθεσης και ίσως και εντάσεις μέσα στην ίδια την κοινότητα. Άρα λοιπόν αυτά θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελούν έτσι εισαγωγικά τα στοιχεία εκείνα που θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας όταν μιλάμε για το Καταϊάννη Ευαγγέλιο και τη θεολογία του και όταν μιλάμε γενικότερα για τη θεολογία του Ιωάννιου κύκλου. Περνούντας τώρα στις βασικές θεολογικές αρχές και ιδέες του Ευαγγελίου, θα πρέπει να πούμε ότι η κυρίαρχη θέση καταλαβάνει η ιδέα της άρκωσης. Θα λέγαμε ότι η ιδέα της άρκωσης του Λόγου του Θεού, το οποίο απαντά ήδη από την αρχή του Ευαγγελίου μας, αποτελεί κατά κάποιον τρόπο την αφετηρία της Ιωάννιας θεολογίας. Χωρίς αυτό δηλαδή δεν μπορούμε να έχουμε, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την Ιωάννια θεολογία και αυτό είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό στοιχείο. Θα μου πείτε βέβαια ότι και οι υπόλοιποι Ευαγγελιστές μιλούν για τη σάρκωση. Ναι, αλλά όχι όλοι με τον ίδιο τρόπο. Ας πούμε ο Μάρκος δεν κάνει τόσο λόγο για τη σάρκωση, αλλά προσέχεται τον Ιησού ήδη στην ενήλικα να αναλαμβάνει δράση. Θα λέγαμε πιο κοντά από το βράς αφήγησης είναι το καταλουκάν Ευαγγέλιο σε αυτήν την ιδέα. Και φυσικά είναι και ο Παύλος, ο οποίος Παύλος και αυτός μιλάει πολύ συχνά για τη σάρκωση και την ενανθρώπιση. Είναι σημαντική η σάρκωση και αυτό φαίνεται πάρα πολύ καλά ήδη από τον πρόλογο του Ευαγγελίου, για τον οποίο θα μιλήσουμε σε λίγο. Γιατί ακριβώς σύμφωνα με τη θεολογία της σάρκωσης την οποία προβάλλει το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, η σάρκωση του λόγου, ο οποίος στη συνέχεια μέσω του Ευαγγέλιο ταυτίζεται με τον Ιησού, συνδέεται με την αποκάλυψη του Θεού και με το έργο της σωτηρίας. Αυτό φαίνεται, όπως είπα και πριν, πάρα πολύ καθαρά στον πρόλογο του Ευαγγελίου. Θα πρέπει να πω ότι ο πρόλογος έχει έναν προγραμματικό χαρακτήρα, με την έννοια δηλαδή ότι σε αυτόν βρίσκουμε στοιχεία τα οποία θα τα βρούμε στη συνέχεια να αναπτύσσουν περαιτέρω και να επανέρχονται μέσα στην υπόλοιπη ροή του Ευαγγελίου. Δηλαδή θα δούμε εδώ ιδέες, οι οποίες θα τις ξαναδούμε στη συνέχεια και μπορεί κάποιες λέξεις ή μια συγκεκριμένη ορολογία γενικότερα να μην απαντάς στη συνέχεια, όπως για παράδειγμα χαρακτηριστικό ο λόγος, όμως ήδη, η έννοια του λόγου, δηλαδή εδώ στην αρχή δημιουργούνται οι γέφυρες, ώστε να συνδεθεί ο πρόλογος με όλο το υπόλοιπο Ευαγγέλιο. Στον πρόλογο λοιπόν του Ευαγγελίου ξεκάθαρα η σάρκωση έχει να κάνει με τη φανέρωση του Θεού στον κόσμο και έχει να κάνει με τη σωτηρία. Λέει χαρακτηριστικά λοιπόν ο πρόλογος, «Εν αρχή είναι ο λόγος, και ο λόγος είναι προς τον Θεόν, και Θεός είναι ο λόγος. Ούτως ειν' εναρχή προς τον Θεόν. Δηλαδή αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέν εν ογέων. Εν αυτό ζωή ειν, και η ζωή είναι το φως των ανθρώπων. Και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβε». Στη συνέχεια έχει μια παρέμβαση θα πούμε, στην οποία μιλά στους τείχους 6 έως 8 για τον Ιωάννη τον βαπτιστή, και επανέρχεται στο φως στη συνέχεια στον ίμνο λέγοντας, «Το φως του αληθινόν οφωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενους στον κόσμο, εν το κόσμο ειν, και ο κόσμος δι' αυτού εγένετο, και ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω. Και σ' τα ίδια ήλθει, και ήδη αυτον ου παρέλαβον, όσοι δέλαβον αυτόν, έδωκεν αυτής εξουσίαν, τέκνα Θεού γενέσθαι, της πιστεύουσι το όνομα αυτού, ου ουκ εξαιμάτων, ουδέ εκθελήματος σαρκός, ουδέ εκθελήματος αντρός, αλλά εκ Θεού εγενήθημεν» και συνεχίζει «και ο λόγος σαρκς εγένετο, και εσκύνωσεν ενημείν, και εθεασάμεθα τη δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παραπατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας». Εδώ βλέπουμε λοιπόν όλη τη πορεία του ίμνου. Ξεκινάει από το λόγο, το οποίο τον παρουσιάζει, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ως τον που υπάρχουν τα λόγω, ο οποίος έχει να κάνει και με τη δημιουργία του κόσμου και στη συνέχεια γίνεται λόγος για την σάρκωση, όταν λέει ότι ο λόγος αυτός ήρθε στον κόσμο και ήδη αυτό μου παρέλαβε, εδώ έχουμε και μια προτύπωση της σταύρωσης του Ιησού όπως θα δούμε στη συνέχεια, για να συνεχίσει μετά να μιλήσει ακριβώς για το ρόλο που έβρεξε ο λόγος με τη σάρκωση του, από αυτόν είδαμε τη δόξα του Πατρός και τη δόξα, την δικιά του δόξα με την οποία καυτίζει με τη δόξα του Πατρός. Επομένως βλέπουμε εδώ ήδη και πρέπει να ξέρουμε πάντοτε ότι στα αρχαία κείμενα ο πρόλογος είναι πάρα πολύ σημαντικός, διότι δίνει το στίγμα για τα όσα θα ακολουθήσουν. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που στην αρχή του Ευαγγελίου τίθεται το ζήτημα η θεολογία της σάρκωσης και όπως είπα πριν είναι επίσης τυχαίο ότι ο πρόλογος λειτουργεί προγραμματικά για το υπόλοιπο κείμενο. Άρα λοιπόν εδώ αυτό αποτελεί ένα στοιχείο πολύ σημαντικό και ακριβώς αν έχουμε αυτό η υπόψη μας, το ρόλο δηλαδή που διαδραματίζει η ιδέα της σάρκωσης του λόγου στον πρόλογο, έχοντας αυτό ως πρίσμα αν διαβάσουμε το Ευαγγέλιο θα δούμε ακριβώς πώς αυτό μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε πάρα πολλές άλλες πτυχές της θεολογικής σκέψης στο τέταρτο Ευαγγέλιο. Κατ' ανάλογο τρόπο για παράδειγμα στην α Ιωάννου στο τέταρτο κεφάλαιο στοίχο 2 λέγεται «Ιησούς Χριστός εν σαρκεί εν λοιθός». Πάλι εδώ έχουμε την έννοια της σάρκωσης όπου εδώ βέβαια ξεκάθαρα αυτός που σαρκώνεται είναι ο Ιησούς Χριστός, δηλαδή και στο Ευαγγέλιο γίνεται αυτό στο πρώτο κεφάλαιο, αφού μιλήσει ο συγγραφέας για τον λόγο, στη συνέχεια θα μιλήσει για την μαρτυρία του Ιωάννη του παπτιστή και στη συνέχεια θα παρουσιάσω ότι η μαρτυρία του Ιωάννη αφορά στον λόγο, ο οποίος λόγος δεν είναι άλλος παρά ο Ιησούς Χριστός. Θα κάνει μια ταύτηση του Ιησού Χριστού με τον λόγο, μία ταύτηση η οποία θα επανέρχεται μέσα στο, κατά Ιωάννη Ευαγγέλιου, σε όλη τη ροή της αφήχης, ακόμα και αν δεν ξαναχρησιμοποιείται πουθενά, εκτός από το πρώτο κεφάλαιο, ο όρος λόγος. Και υπάρχει και στη Β' Ιωάννη βρίσκουμε την ίδια ιδέα, στο στίχο 7, Ιησούς Χριστός ερχόμενος σε σαρκή. Επομένως είναι πολύ σημαντική η έννοια της σάρκουσης και ένα στοιχείο σημαντικό επίσης εδώ είναι ότι αυτή η σάρκουση του λόγου συνδέεται με το σταυρό, δηλαδή ήδη εδώ στο μπρόλογο υποφόσκει η έννοια του σταυρού, όταν λέει ήδη αυτόν ου παρέλαβον, δεν τον δέχτηκαν, ο κόσμος αυτόν ουκέγνω, ο κόσμος δεν τον αναγνώρισε, υπάρχει ήδη η άρνηση και η απόρριψή του εδώ, το οποίο εδώ οι αναγνώστες του Βαγγελίου γνωρίζουν ότι δεν είναι μια απόρριψη απλώς θεωρητική, σε έναν φιλοσοφικό επίπεδο, αλλά είναι μια απόρριψη, η οποία έχει να κάνει, οδηγεί στο θάνατο. Θα λέγαμε δηλαδή ότι το Ευαγγέλιο βλέπει, δεν το Ευαγγέλιο, βλέπει ήδη στη σάρκωση του λόγου του Θεού, την προϋπόθεση και το προηγούμενο για το θάνατό του. Και αυτό όχι απλώς σαν μία μυρωλατρική συνέπεια του γεγονότος ότι ο Ιησούς αναλαμβάνει τη θνητότητα του ανθρώπινου γένους, αλλά πολύ περισσότερο, και αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον στον Ιωάννη και σε αυτό το σημείο παρουσιάζει συγγένειες και με τη σκέψη του Μάρκου, όσον αφορά με το πάθος, έχουμε ουσιαστικά μέσα από το σταυρό του και του Ιησού, το θάνατό του, εκτός από το ότι ακριβώς είναι κάτι το οποίο είναι προδιαγραμμένο με την έννοια δηλαδή ότι είναι κομμάτι της θνητότητας ο θάνατος, δεν μένει σε αυτό ο συγγραφέας αλλά πάει παραπέρα και ουσιαστικά θεωρεί ότι μέσα από το σταυρό και από το θάνατο του Ιησού έχουμε την ολοκλήρωση του έργου του. Δηλαδή ουσιαστικά στο σταυρό ο Ιησούς θα λέγαμε σύμφωνα με τη σκέψη του 4ου Ευαγγέλιστή ολοκληρώνει και φέρνει σε πέρας πλέον, σημαίνει σε επιτυχές πέρας την αποστολή η οποία του ανατέθηκε από τον πατέρα. Γι' αυτό θα δούμε ότι μέσα στο Ευαγγέλιο πολλές φορές γίνεται λόγος για την ώρα και για τη δόξα, όπου η ώρα και η δόξα συνδέονται με το θάνατο του Ιησού. Ο θάνατος του Ιησού είναι η στιγμή που δοξάζεται ο Ιησούς και είναι και η ώρα. Όλο το Ευαγγέλιο να δούμε έχει πάρα πολλές συχνές αναφορές στην ώρα. Ο Ιησούς λέει δεν ήρθε ακόμα η ώρα μου, θα έρθει η ώρα μου και τα λοιπά. Άρα αυτό δείχνει ότι ουσιαστικά η πορεία της ζωής του, του σαρκωμένου λόγου, έχει μια τελική κατάληξη, η οποία είναι στόχος αυτής της άρκωσης και είναι η ώρα. Είναι δηλαδή η στιγμή που ο Ιησούς θα φανερώσει τη δόξα του. Γι' αυτό και θα δούμε ότι ο τελευταίος λόγος του Ιησού στον κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο διαφορετικά από το Σταυρό, διαφορετικά από τα άλλα Ευαγγέλια, είναι τετέλεσθε. Θα πει ολοκληρώθηκε το έργο. Άρα δηλαδή είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό, διότι θα δούμε πολύ διαφορετικά να παρουσιάζεται το πάθος στους άλλους Ευαγγελιστές και φυσικά παρουσιάζεται διαφορετικά ακριβώς γιατί υπάρχουν διαφορετικές θεολογικές σκοπημοντές και διαφορετικές θεολογικές προποθέσεις σε κάθε περίπτωση. Εδώ όμως, κατά Ιωάννη, το τετέλεσθε είναι ακριβώς η ολοκλήρωση του έργου για το οποίο έχει έρθει ο Υιός και ο Λόγος, όπως λέγεται μέσα στο Ευαγγέλιο και το οποίο κάνει πάρα πολύ συχνά λόγο ο Ιησούς μέσα στο κείμενο του Ευαγγελίου. Αν δούμε τώρα το πώς χαρακτηρίζεται ο Ιησούς, αν δούμε ποια βασική θα λέγαμε χριστολογική έννοια έχουμε μέσα στο Ευαγγέλιο όμως, αυτή είναι η έννοια του Λόγου, όπως είπα. Και αυτό φαίνεται πάρα πολύ καλά, όπως είπα και πριν, στον πρόλογο του Καταϊών Ευαγγελίου, στους στίχους 1-18, αν και μπορούμε να πούμε ότι από εκεί και πέρα μπορεί βέβαια να αλλάζει η συζήτηση από το στίχο 19, όπως υπάρχουν στοιχεία τα οποία μας παραπέμπουν ξανά στον πρόλογο. Είπα και πριν ότι οι πρόλογοι στα Ευαγγέλια, στα κείμενα τα αρχαία είναι πάρα πολύ σημαντικοί γιατί μας δίνουν το στίγμα. Μας λένε δηλαδή πώς πρέπει να διαχειριστούμε, να διαβάσουμε μάλλον το κείμενό μας και μας δίνουν αν θέλετε και τα ερμηνευτικά πρίσματα μέσα από τα οποία μπορούμε να δούμε την υπόλοιπη αφήγηση. Αυτό ισχύει πάρα πολύ καλά για το Καταϊών Ευαγγέλιο. Σαφώς έχει έναν προγραμματικό χαρακτήρα και αυτό που προκύπτει από αυτό το πράγμα που λέω τώρα και το οποίο το ανέλησα νωρίτερα, κάνοντας κάποια παραδείγματα, είναι ότι ο πρόλογος δεν αποτελεί ξένο σώμα μέσα στο Ευαγγέλιο, αλλά αποτελεί οργανικό κομμάτι του. Δεν υπάρχει μεγάλη συζήτηση για αυτό το πρόλογο, ακριβώς επειδή υπάρχουν εδώ λέξεις, ιδέες, παραστάσεις που δεν τη συναντάμε πουθενά αλλού στο Ευαγγέλιο μας, από νωρίς παρατηρήθηκε ότι αυτό πρέπει να ήταν ένα ξεχωριστό κομμάτι το οποίο εντάχθηκε μέσα στην αφήγηση του 4ου Ευαγγελίου. Και εδώ βέβαια αρχίζει η συζήτηση. Τι ήταν αυτό το ξεχωριστό κομμάτι. Μια βασική πρόθεση είναι ότι πρόκειται για ένα προ-Ιωάννιο ύμνο, ένα νύμνο δηλαδή πριν από τη συγγραφή του Ευαγγελίου, το οποίο γνωρίζει ο συγγραφέας και τον οποίο εντάσσει μέσα στο κείμενο. Μία άλλη μεγάλη συζήτηση είναι αν ο γύμνος ουσιαστικά δεν είναι χριστιανικός αλλά είναι προχριστιανικός ή μη χριστιανικός και τον οποίο παραλαμβάνει κοινότητα ή ο συγγραφέας και τον χριστιανίζει προσθέτοντας στοιχεία χριστιανικά. Και φυσικά υπάρχει και η υπόθεση ότι δεν πρόκειται για τίποτα από όλα αυτά αλλά πρόκειται για το κείμενο του ίδιου του Ευαγγελιστή, ο ίδιος δηλαδή ο Ευαγγελιστής είναι αυτός που αν έχει γράψει τον πρόλογο έστω και αν φαίνεται αυτός τόσο παράδοξος και με ιδέες ας πούμε που μπορεί να είναι καινοφανής. Είναι μια μεγάλη συζήτηση η οποία δεν έχει καταλήξει ακόμα και προφανώς δεν θα μπορέσει να καταλήξει γιατί ακριβώς είπα και πριν ότι είναι πολύ σημαντικό να έχουμε υπόψη μας τη δυσκολία, την απορία που αντιμετωπίζουμε όσον αφορά τα κείμενά μας και όσον αφορά τις πηγές μας. Εδώ τις πηγές του 4ου Ευαγγελίου είναι πάρα πολύ δύσκολο, είπα και πριν να διακρίνουμε την ιστορία της σύνταξης. Επομένως και μέσα σε αυτή τη δυσκολία θα πρέπει να εντάξουμε ακριβώς και όλη αυτή τη συζήτηση που γίνεται για την προέλευση του ίμνου. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι τόσο σε μια συγχρονική ανάλυση από πού πιθανόν προέρχεται ο ίμνος, όσο το ότι εντάσσεται μέσα στην αφήγηση του 4ου Ευαγγελίου και αυτό που μένει να δούμε είναι το ρόλο που παίζει μέσα στην αφήγηση. Γιατί την βάζει δηλαδή εκεί που την βάζει μάλλον αυτό τον ίμνου εκεί που τον βάζει ο συγγραφέας και ποιο ρόλο παίζει από εκεί πέρα. Είπα πριν ότι έχει ένα ρόλο καθαρά προγραμματικό και είναι από τα πιο βαθιά χριστιανικά θεολογικά κείμενα που έχουμε σήμερα στην διάθεσή μας. Αξαιρετικά γνωστό κείμενο με πάρα πολλές χρήσεις και εφαρμογές και εκτός θεολογικού πλαισίου, αλλά σε κάθε περίπτωση ένα κείμενο βαθύτατο το οποίο μέσα από πολύ λιγές λέξεις, το λεξιολόγιο του δεν είναι εξαιρετικά πλούσιο, αλλά μέσα από πολύ λιγές λέξεις και με μεγάλη απλότητα διατυπώνει πάρα πολύ δύσκολες θεολογικές έννοιες. Αυτό που είναι σημαντικό είναι ακριβώς ότι εδώ έχουμε μια ιδιαίτερη χρήση της έννοιας του λόγου. Και με αυτή τη σημασία δεν θα το βρουν πουθενά άλλου μέσα στα κείμενά μας. Υπάρχει μια φορά βέβαια ο λόγος του Θεού στις Ιωάννιες επιστολές, αλλά γενικά δεν υπάρχει. Ο Ιησούς δεν χαρακτηρίζεται πουθενά άλλο εκτός από αυτόν τον πρόλογο ως ο λόγος. Και εντάξει, υπάρχουν βέβαια έννοιες όπως η σοφία του Θεού μέσα στις Παύλες επιστολές, αλλά δεν βρίσκουμε αυτή την έννοια του λόγου. Είναι λογικό να έχει προκαλέσει την έρευνα η συζήτηση από πού μπορεί να προέρχεται αυτός ο όρος. Μια παλαιότερη άποψη ήθελε εδώ να υπάρχουν γνωστικές καταβολές, ότι δηλαδή προέρχεται από τον γνωστικισμό και ότι ο συγγραφός καταπολεμώντας τον γνωστικισμό υιοθετεί τον όρο, αλλά του δίνει ένα νέο περιεχόμενο. Αυτό σήμερα δεν γίνεται δεκτό από την έρευνα, γιατί γνωρίζουμε ότι ο γνωστικισμός ως ένα συγκρουτημένο φαινόμενο με το οποίο έρχεται σε διάλογο και αντιπαράθεση η αρχαία χριστιανική εκκλησία είναι μεταγενέστερο. Οπότε δεν δεχόμαστε σήμερα ότι εδώ έχουμε γνωστικές καταβολές. Μία άλλη θεωρία είναι ότι εδώ έχουμε, πίσω από αυτή τη χρήση του όρου, έχουμε το γνωστό σπερματικό λόγο του Ηρακλήτου. Η έννοια του λόγου ως αυτός ο οποίος βρίσκεται ως αλήθεια μέσα σε όλους τους, μέσα στον ολόκληρο τον κόσμο, δεν υπάρχει ιδίως στους προσωκρατικούς φιλοσόφους, υπάρχει στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Μέωρας εδώ θεωρείται από πολλούς ότι πρόκειται για μία τέτοια επίδραση. Και τέλος, φυσικά, μία από τις πολύ κυρίαρχες στην έρευνα θεωρίες είναι ότι εδώ πρόκειται για επιρροές κυρίως από τον ελληνιστικό ιουδαισμό, τον ιουδαισμό δηλαδή της διασποράς και κυρίως από τα έργα του Φύλλωνα όπου εκεί πλέον η σοφία του Θεού υποστασιοποιείται, αποκτά δηλαδή πρόσωπο και γίνεται μία προσωπικότητα και όπου γίνεται λόγος για τον λόγο, πλέον με τη μορφή περισσότερο ενός υποστασιοποιημένου, θα λέγαμε, προσώπους δηλαδή και όχι απλώς μιας ιδέας. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να ξέρουμε εδώ ποιες είναι οι επιδράσεις και είναι ένα εγχείρημα το οποίο δεν οδηγεί πουθενά παραμονάχα σε αντιέξοδο, για αυτό το λόγο μπορούμε να πούμε ότι σαφώς υπάρχει η περιραίωση ατμόσφαιρα, υπάρχουν οι φιλοσοφικές καταβολές, υπάρχει η επίδραση και του ελληνιστικού ιουδαισμού, σε κάθε όμως περίπτωση εδώ έχουμε μία καινούργια σύλληψη η οποία είτε είναι έργο του ίδιου του Ευαγγελιστή, είτε είναι κομμάτι ενός ύμνου πρωτοχριστιανικού, είναι θα λέγαμε μία ιδέα καθαρά χριστιανική, έτσι όπως διατυπώνεται μέσα στο κείμενό μας. Βλέποντας τώρα το ρόλο του λόγου, ο λόγος έχει, η πρώτη της βασική του σημασία είναι ότι βρίσκεται στην αρχή της δημιουργίας και αυτή η αρχή της δημιουργίας συνδέεται και με τη σάχουσα, λέει δηλαδή ήδη στον πρώτο στίχο, εν αρχή είναι ο λόγος και ο λόγος είναι προς το Θεό και Θεός είναι ο λόγος, ούτως είναι εν αρχή προς το Θεό, όχι με την έννοια ότι ο Ιησούς είναι δημιούργημα του Θεού και αποτελεί δηλαδή το πρώτο δημιούργημα του Πατέρα, ο λόγος, αλλά με την έννοια ότι υπάρχει στην αρχή της δημιουργίας και αυτό φαίνεται και αλλού μέσα στο Ευαγγέλιο, πάλι χωρίς να γίνεται αναφορά στο λόγο αλλά ίδια ιδέα, όδωσε το 17 κεφάλαιο στίχο 5 ο Ιησούς, στην ενωστή αρχιερατική όπως λέγεται προσευχή, την προσευχή δηλαδή του Ιησού πριν από το πάθος, στο κατά Ιωάννη Βαγγένιου λέει «δόξα σ' όν μεσί Πάτερ, παρά σε αυτό, τη δόξη ή ήχο προ τού των κόσμων είναι παρασί». Δώσ' μου τη δόξα την οποία είχα πριν δημιουργηθεί ο κόσμος και όταν ήμουν κοντά σου. Εδώ υπάρχει η έννοια της προήπαρξης του λόγου, συνδέεται και ακριβώς με αυτό ότι ο λόγος βρίσκεται πριν από τη δημιουργία και επίσης αυτό συνδέεται με τη σάρκωση εφόσον βλέπουμε πλέον τον Ιησού σαρκωμένο, το λόγος σαρκωμένο. Ο Ιησούς δεν είναι απλός πριν από τη δημιουργία και όπως είπα σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζεται εδώ με ένα δημιούργημα του Θεού, αλλά ο λόγος είναι εκείνος ο οποίος έχει και έναν ενεργό ρόλο στην ίδια τη δημιουργία. Ο ίδιος συμμετέχει ενεργά στην δημιουργία για την ακρίβεια όλα λέει το κείμενό μας, το πρώτο κεφάλαιο, γίνονται δι' αυτού λέει χαρακτηριστικά στον τρίαστίχο πάντα δι' αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ ενώ γέγονται. Ή παρακάτω όταν λέγεται πάλι στο κείμενό μας ότι αυτός βρίσκεται πίσω από όλα τα πράγματα και αυτός βρίσκεται πίσω από τη δημιουργία του κόσμου λέει στο στίχο 10, είναι τον κόσμο ή και ο κόσμος δι' αυτού εγένετο, ο κόσμος φτιάχτηκε δι' αυτού. Άρα λοιπόν το πρώτο σημαντικό στοιχείο είναι ότι ο λόγος συμμετέχει ενεργά στη δημιουργία του κόσμου. Το δεύτερο ενδιαφέρον στοιχείο δεν είναι απλώς ότι δημιούργησε τον κόσμο αλλά είναι αυτός ο οποίος συνδέεται άμεσα με τη ζωή. Η ζωή ως η ζωοποιός δύναμη που όχι απλώς δημιουργεί αλλά συντηρεί και αυξάνει τον κόσμο. Και αυτό φαίνεται πάρα πολύ καλά, εν αυτό ζωή είναι λέει στον τέταρτο στίχο και η ζωή είναι το φως των ανθρώπων. Η ζωή αυτή είναι το φως των ανθρώπων, είναι αυτό που δίνει ας πούμε νόημα και περιεχόμενο και ύπαρξη στον κόσμο και στους ανθρώπους και αν θυμηθούμε στη συνέχεια μέσα στο Ευαγγέλιο μπορεί μεν ο Ιησούς να μην ταυτίζεται απερίφραστα με τον λόγο, θέος ας πούμε έτσι με τον λόγο, αλλά ο ίδιος ο Ιησούς θα πει ότι είναι η ίδια η ζωή και η Ανάσταση. Εκεί βλέπουμε πάλι αυτή τη σύνδεση του Ιησού με τη ζωή με τον ίδιο τρόπο όπως ο λόγος συνδέεται με τη ζωή στην αρχή του Ευαγγέλιου. Και το τρίτο σημαντικό είναι ότι ο λόγος συνδέεται με τον Θεό Πατέρα αφού λέει ότι τη δόξα που βλέπουμε ουσιαστικά είναι η δόξα που προέρχεται από τον Πατέρα, έτσι που είχε κοντά στον Πατέρα και αυτός είναι εκείνος ο οποίος έρχεται να μαρτυρήσει για τον Πατέρα. Αυτό είναι μια ιδέα που θα τη βρούμε πολλές φορές στη σχέση με τον πρόσωπο του Ιησού. Ο Ιησούς θα πει ότι εγώ είμαι αυτός που μαρτυρεί για τον Πατέρα, εγώ δηλαδή είμαι αυτός που δίνει την μαρτυρία και βεβαιώνει και μεταφέρει τη δασκαλία του Πατέρα. Θα τη δούμε αυτή την έννοια να έρχεται και να επανέρχεται μέσα στο Ευαγγέλιό μας. Πρόκειται λοιπόν για μια πάρα πολύ βλέπουμε σύνθετη αντίληψη του λόγου ήδη στους πρώτους στίχους του Ευαγγέλιου. Και φυσικά με το λόγο συνδέεται και η σάρκωση, η ενανθρώπιση. Είναι πάρα πολύ σημαντικό, είπαμε από την αρχή, ότι είναι βασική έννοια, διήκουσα έννοια μέσα στον κατά Ιωάννη Ευαγγέλι. Ο λόγος τονίζεται η προήπαρξή του, για την προήπαρξη ξέρουμε ότι υπάρχουν και άλλα κείμενα τα οποία μιλούν. Μιλάει και ο Παύλος του προς Φιλιππισίου σε επιστολή και στην προς Γαλάτη σε επιστολή. Εκεί προϋποθήθεται η προήπαρξη, το είχαμε πει κιόλας όταν μιλούσαμε για τη θεολογία των επιστολών του Παύλου. Εδώ όμως τον Ιωάννη αυτή η προήπαρξη διατυπώνει με μεγαλύτερη σαφήνεια. Είναι ένα μοτίβο το οποίο επανέρχεται πολλές φορές ιδιαίτερα στο πρώτο κεφάλαιο αλλά και στη συνέχεια μέσα στον Ευαγγέλιο. Και επίσης εδώ όπως και στον Παύλος συνδέεται με την σάρκωση. Ο τέταρτος Ευαγγελιστής συμβεί τη λέξη σάρκς με έναν ουδέτερο τρόπο, όχι αρνητικά, ανάλογο όπως τη βρίσκουμε και στον Παύλο. Με την έννοια δηλαδή ότι δηλώνει την ανθρώπινη φύση και την ανθρώπινη υπόσταση. Αυτή είναι μια ιδέα όσον αφορά τη σάρκωση ότι γίνεται σάρκς, δηλαδή γίνεται ένας άνθρωπος και αποκτά την ανθρώπινη φύση. Το δεύτερο στοιχείο όμως που είναι επίσης ενδιαφέρον είναι ότι η σάρκωση, η ενσάρκωση του Ιησού συνδέεται με μία ιδέα γνωστή από την Παλαιά Διαθήκη όπου στην Παλαιά Διαθήκη δηλώνεται ότι ο Θεός έρχεται να κατασκηνώσει ανάμεσα στον λαό του και που μέσα στη σκηνή του μαρτυρίου, η οποία σκηνή του μαρτυρίου γνωστών είναι εκείνη η οποία συνοδεύει τους Ισραηλίτες όλη τους στην πορεία μέχρι τη γη της επαγγελίας και είναι θα λέγαμε το σημάδι της παρουσίας του Θεού παράμεσα στον λαό. Εκείνη πώς στην σκηνή του μαρτυρίου έχουμε ακριβώς αυτήν την παρουσία του Θεού και της δόξα Σου και επομένως αυτή η ιδέα τη βρίσκουμε ξανά εδώ στο κατά Ιωάννη όταν λέγεται χαρακτηριστικά στο πρώτο πάλι κεφάλαιο στο στίχο 14 και ο λόγος σάρξε γένετο αυτό που είπαμε πριν και σκήνωσε με λοιμή και κατασκήνωσε ανάμεσά μας. Αυτό η εικόνα που βρίσκεται από πίσω είναι η εικόνα της σκηνής του μαρτυρίου η οποία θεωρούνταν το σημείο της παρουσίας του Θεού, θεωρούνταν ότι εκεί κατοικεί ο Θεός, ήταν δηλαδή ο συνοδηπόρος των Ισραηλιτών σε όλη την πορεία τους από την Αίγητο ως τη γη της επαγγελίας και κατοικεί ανάμεσά τους και αυτό δίνει μια ιδιαίτερη διάσταση και φυσικά και ηθικές και όχι μόνο προεκτάσεις για το λαό του Θεού και η ίδια ιδέα εδώ χρησιμοποιείται για τον λόγο ο οποίος σαρκώνεται. Οι σάρκους δηλαδή αποτελεί τη συνέχεια κίνηση της παρουσίας του Θεού μέσα στη σκηνή του μαρτυρίου αφού πλέον ο Ιησούς ο Συνομιολόγος είναι αυτός που κατασκηνώνει ανάμεσα στους ανθρώπους ακριβώς με το γεγονός ότι έγινε άνθρωπος και ανέλαβε την ανθρώπινη φύση. Καταλαβαίνετε εδώ μια πολύ σύνθετη εικόνα που για να την καταλάβει κανείς πρέπει να έχει υπόψη του την Παλαιά Διαθήκη και τις προϋποθέσεις εκεί του κειμένου. Το επόμενο στοιχείο είναι ότι αυτή η ανθρώπιση συνδέεται με τη δόξα του Θεού, συνδέεται με τη χάρη του Θεού και οδηγεί στην αλήθεια. Αυτό βαίνεται πάρα πολύ χαρακτηστικά πάλι εκεί που λέει η Θεά Σάμε θα την δόξαν αυτού και αυτή η δόξα είναι πλήρης χάριτος και αληθείας, είναι γεμάτη από χάρη και αλήθεια και επομένως καταλαβαίνουμε και μάλιστα το λέει στη συνέχεια ότι όσοι ακριβώς τον δέχονται και εκ του πληρώματος αυτό εμείς πάντες ελάβουμε και χάρη είναι αντιχάριτος. Επομένως εδώ βλέπουμε πάλι μια σύνδεση που γίνεται και με την κοινότητα και με όσους αποδέχονται ακριβώς αυτό το μυστήριο της ενανθρώπισης. Και τέλος μπορούμε να πούμε ότι ήδη από το πρώτο κεφάλαιο, το είπαμε και πριν, η ενανθρώπιση συνδέεται με το θάνατο. Και είπαμε πριν, μιλώντας στην αρχή για τον πρόλογο, ότι μέσα στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο αυτός ο θάνατος του Ιησού δεν κατανοείται ως ένας ατιμοτικός θάνατος, αλλά κατανοείται σε ένα πολύ διαφορετικό επίπεδο ως η δόξα και η ώρα του Ιησού, η ώρα δηλαδή που θα ολοκληρώσει, θα βραματοποιήσει, θα ολοκληρώσει μάλλον, συγγνώμη, το έργο του πατέρα του. Μέσα βλέπουμε, θα λέγαμε, η έννοια της ενανθρώπισης, πώς αγκαλιάζει όλα τα επιμέρους θέματα του Ευαγγελίου. Και ο λόγος αυτός, ο οποίος εμφανίζεται στους πρώτους στίχους του κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, πολύ γρήγορα, ήδη από το πρώτο κεφάλαιο, ταυτίζεται με τον Ιησού. Αυτό που θα κάνει ουσιαστικά το Ευαγγέλιο, μέσα από όσα θα πει, να μας δείξει ουσιαστικά ότι ο λόγος, για τον οποίο τόσο όμορφα και τόσο πυκνά έκανε λόγο στην αρχή του το Ευαγγέλιο, είναι άλλος από τον Ιησού Χριστό. Θα δούμε ότι μοτίβα τα οποία συνδέονται με τον λόγο, στους πρώτους στίχους, στη συνέχεια έρχονται να συνδεθούν με τον ίδιο τον Ιησού. Ο Ιησούς μέσα στον κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο κατανοείται και αντιμετωπίζεται ως η εκπλήρωση των Παλαιοδιαθικήκων προφητιών. Είναι αυτός στον οποίο όλες οι επαγγελίες της Παλαιάς Διαθήκης βρίσκουν εκπλήρωση τους. Βέβαια στον κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο θα πρέπει να πω ότι δεν έχουμε αυτό που βρίσκουμε σε άλλα κείμενα, κυρίως ας πούμε στον κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, μια παράθεση από Παλαιοδιαθικήκα χωρία. Σπάνιο ο Ιωάννης παραθέτει χωρίς από την Παλαιοδιαθική ο τρόπος όμως που παρουσιάζει τον Ιησού. Οι ιδέες που χρησιμοποιεί παραπέμπουν σαφώς σε αυτήν την διαφορετική σύνδεση στην Παλαιά Διαθήκη. Ο Ιησούς λοιπόν είναι η εκπλήρωση των προφητιών και ο Ιησούς παρουσιάζεται ως ο Μεσσίας και ως Χριστός. Χριστός εδώ ο όρος στον κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο δεν χρησιμοποιείται. Χρησιμοποιείται αρκετά συχνά αλλά δεν χρησιμοποιείται ως δεύτερος συστατικός του ονόματος του Ιησού παρά ως τίτλος. Είναι ο Χριστός του Θεού, είναι σκέτο Χριστός και ούτω καθεξής. Πράγμα δηλαδή που μας οδηγεί να πούμε ότι αυτό βρίσκεται στον κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο βρίσκεται σε εκείνη τη φάση της παράδοσης όπου ο όρος ακόμη δεν έχει γίνει το δεύτερος συστατικός του ονόματος του Ιησού. Ως Μεσσίας φυσικά για τον Ιουδαϊσμό, ο Μεσσίας μάλλον για τους Ιουδαίους, δεν είναι τίποτε άλλο παραπόγονος του Νταβίδη και ουσιαστικά ο βασιλεύς των Ιουδαίων. Και με αυτή την έννοια βρίσκουμε τον Ιησού και μέσα στο κείμενό μας, να ονομάζεται βασιλεύς των Ιουδαίων. Βέβαια υπάρχει μια αφησιμία στον τρόπο που χρησιμοποιείται μέσα στον κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, χρησιμοποιείται ειρωνικά από τη μία μεριά, από αυτούς που εκθρεύονται και ουσιαστικά εθανατών των Ιησούς, στην πραγματικότητα όμως υπάρχει μια ιρωνία ήδη μέσα στην ιρωνία και στο σαρκασμό αυτών των ανθρώπων. Διότι οι αναγνώστες του Ευαγγελίου ξέρουν ότι αυτός είναι ο Χριστός και ξέρουν ότι τελικά είναι ο Μεσσίας και ο βασιλεύς των Ιουδαίων. Δηλαδή μέσα στην ίδια την απόρριψη και το σαρκασμό των συνομιλητών και το συγχρόνο του Ιησού υπάρχει η πίστη της κοινότητας ότι αυτός είναι ο βασιλεύς των Ιουδαίων. Ονομάζεται Άγιος του Θεού επίσης κάποιες φορές και ο βασικός όρος με τον οποίο συναντούμε τον Ιησού είναι ως τον Υιό του Θεού. Είναι πάρα πολύ ενδιαφέρος έννοια. Στα υπόλοιπα Ευαγγέλια δεν έχουμε τόσο συχνά το χαρακτηρισμό του Ιησού ως Υιού του Θεού. Συνήθως υπάρχει ο χαρακτηρισμός Υιός του ανθρώπου, δούμε για αυτόν εσείς λίγο. Όμως στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο κατεξοχήν και πολύ συχνά ο Ιησούς Χριστός ονομάζεται ο Υιός του Θεού. Και αυτό έχει τις εξής θεολογικές συνέπειες μέσα στο ίδιο Ευαγγέλιο, ότι ο Υιός γνωρίζει καλά τον πατέρα. Αυτό το λέει πάρα πολύ συχνά ο Ιησούς, ότι εγώ ξέρω τα του πατέρα μου και ουσιαστικά μοιράζουμε την ίδια δόξα με τον πατέρα μου, όπως είπαμε πριν. Το δεύτερο είναι ότι οι άνθρωποι μπορούν να γνωρίσουν τον πατέρα μόνο μέσα του Υιού, ο οποίος ενανθρώπησε. Και αυτό είναι μια πάρα πολύ σημαντική ιδέα που υπάρχει στο Ευαγγέλιο. Αυτός που βλέπει εμένα λέει ο Ιησούς είναι σαν να βλέπει τον πατέρα, ο πατέρας μου και εγώ ένα είμαστε και ούτω καθεξής. Επομένως ο Ιησούς εδώ έρχεται να μαρτυρήσει για τον πατέρα, δηλαδή να δώσει μαρτυρία και επίσης ο Ιησούς ως Υιός του Θεού παρουσιάζεται ως ο αντιπρόσωπος θα λέγαμε του πατέρα στη γη. Είναι αυτός ο οποίος ουσιαστικά εφαρμόζει ως τις εντολές του πατέρα, έχει μία αποστολή. Αυτό που πολύ συχνά λέγεται όσον αφορά τη Χριστολογία του Τάρτο Ευαγγελίου είναι ουσιαστικά η ιστορία που βρίσκεται, η αφήγηση που βρίσκεται από πίσω από το κείμενό μας. Η αφήγηση η οποία ουσιαστικά αποτελεί θα λέγαμε το αφηγηματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσονται όλα τα στοιχεία που έχουμε στο Ευαγγελίου είναι ότι ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται την ιστορία του κόσμου σε εξής με έναν βασιλέα, τον Θεό, ο οποίος στέλνει τον βασιλόπουλο, τον διάδοχο του, τον Ιησού στον κόσμο για να πει στον κόσμο ο οποίος είναι δικός του ποιο είναι το θέλημά του και τι ακριβώς επιθυμεί. Και υπάρχει και μια άλλη σημαντική, ένας άλλος χριστουργικός όρος σημαντικός στο κατά Ιωάννη, ο όρος Υιών του ανθρώπου. Όσο και αν φαίνεται παράδοξο στο κατά Ιωάννη βρίσκουμε αρκετές φορές τον όρο Υιών του ανθρώπου. Φυσικά έχουμε καταβολές από την προηγούμενη Ευαγγελική και Χριστιανική παράδοση γενικότερα. Δύο χαρακτηριστικά χωρεία είναι ας πούμε στο 313, όπου ο Ιησούς μιλώντας με τον Νικόδημο λέει χαρακτηριστικά «Κι ουδής αναβέβηκεν εις τον ουρανόν, η μία εκ του ουρανού καταβάς ο Υιός του ανθρώπου, ο όν εν το ουρανό». Εδώ ο Υιός του ανθρώπου είναι αυτός ο οποίος ήταν ήδη στον ουρανό και κατεβαίνει, εδώ παραπέμει στον λόγο, στην ιδέα του λόγου που είχαμε στο πρώτο μας κείμενο. Και εδώ φυσικά βρίσκονται από πίσω και τα αποκαλυπτικά στοιχεία που βρίσκουμε και στο α εν όχ με τον Υιό του ανθρώπου ως την αποκαλυπτική αυτή μορφή η οποία κάθεται μαζί με τον Θεό και ουσιαστικά έχει μία θέση ένδοξη μέσα στον ουράνιο κόσμο. Και ένα άλλο χαρακτηριστικό χωρείο είναι το 662, όπου ο Ιησούς εδώ μιλώντας στους μαθητές οι οποίοι δυσκολεύονται με όσα λέει ο Ιησούς, λέει εάν ουν θεωρείται τον Υιόν του ανθρώπου αναβαίνοντα, όχι τούτο η μας σκανδαλίζει, εάν ουν θεωρείται τον Υιόν του ανθρώπου αναβαίνοντα όπου είναι το πρώτερο. Εδώ πάλι λέγεται ότι ουσιαστικά η προέλευση του Υιού το ανθρώπου είναι αυτός του, είναι ο ίδιος δηλαδή ο Ιησούς, είναι ο ουράνιος κόσμος και από εκεί ουσιαστικά προέρχεται και εκεί θα επιστρέψει. Και όταν λέει θα επιστρέψει ο Ιησούς εδώ ουσιαστικά υπονοεί το σταυρό και την ανάσταση και επομένως μιλάμε εδώ για μία σύνδεση αυτής της δόξας και του σταυρού και μία σύνδεση του θανάτου του Ιησού με την ανάληψή του. Άλλωστε στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο ανάληψη και ανάσταση συνδέονται πολύ στενά, δεν υπάρχει χρονική απόσταση μεταξύ των δύο γεγονότων όπως υπάρχει για παράδειγμα στο κατά Λουκάννη Ευαγγέλιο. Υπάρχει και ο όρος αμνός του Θεού ο οποίος έχει σωτριολογικές διαστάσεις γιατί ακριβώς προφανώς συνδέεται με τον βασχάλιο αμνό των Ιουδαίων, τον αμνό τον οποίον θυσίαζαν μια φορά τον χρόνο σε ανάμνηση της σωτηρίας την οποία χάρισε στον λαό του ο Θεός από την Αίγυπτο. Και αυτή η σωτριολογική διάσταση φαίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρα όταν ο Ιησούς ο ίδιος ονομάζεται μέσα στον κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο ο Σωτήρ του κόσμου. Βλέπετε, είναι ξεκάθαρος ο όρος, η σωτριολογική ιδιότητα του Ιησού και τέλος υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα έννοια η οποία συνδέεται επίσης με την έννοια του Ιού του Θεού είναι ότι είναι ο μονογενής Υιός του Πατρός. Είναι ο μοναδικός, είναι αυτός δηλαδή που έχει ουσιαστικά την αποκλειστική και μοναδική μαρτυρία την οποία φέρνει στον κόσμο. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι έχουμε στον κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο να κάνουμε μια πάρα πολύ σύνθετη χριστολογία χριστολογία που θυμίζει σε πολλά σημεία τις μεταγενέστερες χριστολογικές διατυπώσεις αρχαίας εκκλησίας και δεν είναι τυχαίο ακριβώς ότι το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο αποτέλεσε τη βάση στις συζητήσεις που έγιναν αργότερα για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού μέσα στην αρχαία εκκλησία στο πλαίσιο της λεγόμενης χριστολογικής έρηδας. Έχουμε τελείωσα τα βασικά κείμενα πηγές από τις βασικές πηγές για αυτή τη συζήτηση. Ένα δεύτερο στοιχείο το οποίο κατέχει μια κεντρική θέση μέσα στον κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο είναι το Άγιο Πνεύμα. Η λεγόμενη πνευματολογία του Ευαγγέλιου. Θα δούμε μέσα στον κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο ότι υπάρχουν πολλοί όροι με τους οποίους απαντά το Πνεύμα. Ονομάζεται το Πνεύμα απλά ή Πνεύμα Άγιον ή το Πνεύμα του Άγιον. Υπάρχει δεύτερη επικοιλία στον τρόπο που διατυπώνεται. Επίσης το Πνεύμα ονομάζεται το Πνεύμα της Αληθίας. Και εδώ έχουμε μία αντιπαράθεση με το Πνεύμα της πλάνης. Γενικά όταν ξέρουμε στον κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο ο Ευαγγελιστής λειτουργεί με δίπολα. Φως, σκοτάδι, αλήθεια, ψεύδωση, πλάνη, θάνατο, ζωή. Υπάρχουν δηλαδή αντιθετικά ζεύγοι μέσα από τα οποία ο συγγραφέας κατορθώνει να διατυπώσει τη θεολογία του. Έτσι που είναι ακριβώς η θεολογία της ενσάρκωσης και της ορτηρίας η οποία προκύπτει από αυτή την ενσάρκωση. Και σε αντιπαράθεση με το Πνεύμα πλάνης, το οποίο κυριαρχεί στον κόσμο, είναι το Πνεύμα της Αληθίας. Το οποίο είναι το Πνεύμα του Θεού. Και φυσικά ο κατ' εξοχήν και σημαντικότερος όρος, το οποίο βρίσκουμε μέσα στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο για το Πνεύμα, είναι ο όρος παράκλητος. Το Άγιο Πνεύμα χαρακτηρίζεται ως παράκλητος και θα δούμε τι σημαίνει αυτό. Είναι ένας όρος που ξέρουμε ότι πέρασε στη συνέχεια και στην αρχαία εκκλησία. Υπάρχει με τις προσευχές σήμερα και στους ύμνους και σευχές της εκκλησίας και είναι ένας βασικός όρος για να χαρακτηριστεί, ένας βασικός τίτλος θα λέγαμε, του Αγίου Πνεύματος. Αν δούμε τώρα το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο και ψάξουμε να δούμε ποιος είναι ο ρόλος που διαδραματίζει το Άγιο Πνεύμα, το βρούμε παντού. Από την αρχή μέχρι το τέλος του Ευαγγέλιου να είναι παρόν, μια τέτοια αγιοπνευματική θα λέγαμε έμφαση, να δούμε μόνο στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο και στο κατά Λουκάν με τόσο μεγάλη ένταση. Το πρώτο και σημαντικό είναι ότι το Άγιο Πνεύμα έχει ένα δυναμικό χαρακτήρα, γιατί ακριβώς κατανοείται ως η δύναμη της παρουσίας του Θεού στον κόσμο. Είναι δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός είναι παρόν μέσα στον κόσμο και αυτό λέγεται πάρα πολύ χαρακταστικά. Στον τρίτο κεφάλαιο, στο στίχο 8, όταν πάλι στη συζήτηση με τον Νικόδημο, ο Ιησούς κάνει μια μεγάλη συζήτηση όσον αφορά το Πνεύμα. Λέει ας πούμε ότι ο άνθρωπος για να μπορέσει να γνωρίσει τον Θεό πρέπει να γεννηθεί άνωθεν εκ του Πνεύματος. Ο Νικόδημος δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει αυτό. Είναι ένα χαρακτηριστικό τέχνασμα αφηγηματικό του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου «Υπαρεξηγήσεις». Ο συνομιλητής δεν καταλαβαίνει τον Ιησού, κάνει μια αφελή θα λέγαμε ερώτηση, η οποία οδηγεί όμως τον Ιησού στο να αποκαλύψει κάτι μεγαλύτερο και βαθύτερο θεολογικό νόημα. Και τελειώνοντας αυτή τη συζήτηση για το Πνεύμα ο Ιησούς λέει χαρακτηριστικά στον 8ο στίχο «το Πνεύμα όπου θέλει πνει». Το Πνεύμα μπορεί να πνεύσει, να πάει όπου θέλει και την φωνή να αυτού ακούει, αλλά ο κύνος πότεν έρχεται και που υπάρχει. Ούτως εστιν πάσχογε γεννημένος εκ του Πνεύματος, έτσι είναι και ο καθένας ο οπείος γεννιέτα από το Πνεύμα. Εδώ παίζει ο Ιησούς με την έννοια του Πνεύματος ως αέρα, όπου αέρας πραγματικά μπορεί να αφησίξει οπουδήποτε ακούει κανείς τη βοή του αλλά δεν μπορεί να την εντοπίσει πάντοτε, ακριβώς το ίδιο λέει είναι και το Πνεύμα. Χρησιμοποιεί αυτή την εικόνα παίζοντας με τη λέξη Πνεύμα που στα αρχαία ελληνικά σημαίνει τον αέρα αλλά ταυτόχρονα στη χριστιανική ορολογία είναι μια πάρα πολύ συγκεκριμένη έννοια είναι το Πνεύμα του Θεού ή το Άγιο Πνεύμα και προσπαθεί με αυτόν τον τρόπο να δείξει ακριβώς αυτόν τον δυναμικό χαρακτήρα που έχει το Πνεύμα και που είναι πέρα από τις ανθρώπινες λογικές και δυνατότητες. Και εννοείται βέβαια ότι το Πνεύμα προέρχεται από τον Πατέρα, αυτό πάρα πολλές φορές λέγεται μέσα στο Ευαγγέλιο, το Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός και ανήκει στον πνευματικό κόσμο, άνωθεν, έρχεται από έναν άλλο κόσμο, αυτό το άνωθεν δηλώνει ακριβώς αυτό το πνευματικό κόσμο και αυτό που είναι σίγουρο και είναι σαφές με το κείμενο είναι το Πνεύμα έχει έναν ζωοποιό χαρακτήρα, φέρνει ζωή στους ανθρώπους. Και στο τελευταία λεπτά του μαθήματος ας εστιάσουμε λίγο στον όρο παράκλητος, είναι ο πιο χαρακτηριστικός όρος που χρησιμοποιείται μέσα στο Τέταρτο Ευαγγέλιο για να χαρακτηριστεί το Άγιο Πνεύμα. Τι μπορεί να σημαίνει η λέξη παράκλητος τώρα, έχει πολλές σημασίες, μπορεί να σημαίνει ότι είναι αυτός που παρηγορεί, αυτός δηλαδή που έρχεται να δώσει παρηγοριά, μπορεί να είναι αυτός ο οποίος υπενθυμίζει και παραινεί λέγοντας ότι πρέπει να κάνεις αυτό ή αυτό είναι το σωστό ή αυτό το δρόμο πρέπει να ακολουθήσεις. Και τρίτο, μπορεί να σημαίνει παράκλητος, κυρίως να το πάρουμε από το χώρο της δικανικής ολογιές, το συνήγορο και τον βοηθό. Ποια σημασία έχει μέσα στο κείμενό μας, προφανώς όλες μαζί σημασίες, είναι αυτός ο οποίος παρηγορεί, είναι αυτός που θα βοηθήσει τους μαθητές όταν θα έρθει λέει ο Ιησούς για να κατανοήσουν όσα είπε ο Ιησούς και στη συνέχεια είναι αυτός ο οποίος θα τους συμπαρασταθεί και θα τους στηρίξει και θα τους οδηγήσει σε κάθε αλήθεια όπως λέει το κείμενό μας. Για το παράκλητο δεν βρίσκουμε πάντου μέσα στο κείμενό μας, ο σπνεύμα απαντάει σε όλο το κείμενο του Ταρτεβαγγελίου, ο παράκλητος όμως ο σώρος που χαρακτηρίζει το Άγιο Πνεύμα υπάρχει στο 14, 15 και 16 κεφάλαιο σε συγκεκριμένα χωρίες. Αυτό που βλέπουμε από αυτά τα κείμενα είναι ότι ο παράκλητος χαρακτηρίζεται ως το Πνεύμα της Αλήθειας. Αυτό που είπα και πριν ότι ο παράκλητος εκπορεύεται από τον πατέρα, γιατί ο Ιησούς λέει ότι εγώ θα φύγω, μιλάει στους μαθητές, εδώ είναι ο αποχαιρετιστήριας λόγος του Ιησού στο τρίο αυτοκεφάλαιο που σας είπα και η προσευχή του, τους λέει εγώ θα φύγω, θα πάω στον πατέρα και ο πατέρας θα σας στείλει έναν άλλο παράκλητο, το Πνεύμα της Αλήθειας. Μέχρι εδώ υπάρχει μια σύνδεση των τριών προσώπων και ο πατέρας είναι εκείνος ο οποίος στέλνει το Πνεύμα. Και αυτό που θα κάνει το Πνεύμα είναι καταρχάς θα διδάξει τους μαθητές όταν θα έρθει και θα ερμηνεύσει όσα δίδαξε ο Ιησούς. Δεν θα τους βοηθήσει να κατανοήσουν όλα όσα τους είπε ο Ιησούς νωρίτερα, αλλά όχι μόνο αυτό, θα τους διδάξει και ακόμα περιπέρετερο και επομένως εφόσον θα διδάξει και θα ερμηνεύσει όσα είπε ο Ιησούς, ουσιαστικά αποτελεί με τη σειρά του μάρτυρα για τον Ιησού, όπως ο Ιησούς αποτελεί μάρτυρα για τον Θεό Πατέρα, καταθέτει δηλαδή τη μαρτυρία του για τον Θεό Πατέρα, έτσι και το Πνεύμα θα καταθέσει τη μαρτυρία του μέσα στη ζωή της εκκλησίας για το πρόσωπο του Ιησού, πέρα όμως από το ρόλο, επομένως είναι κατά κάποιον τρόπο θα λέγαμε και αντιπρόσωπος του Ιησού Χριστού, πέρα όμως από αυτό ως μάρτυρας, αντιπρόσωπος, ως ο διδάσκαλος και υπομνηματιστής και ερμηνευτής του Ιησού, το Πνεύμα θα ελέγξει τον κόσμο για την αμαρτία του. Είναι αυτό ακριβώς που είπαμε τον παρενητικό ρόλο που έχει, δηλαδή εκείνο που λέει αυτό είναι σωστό, αυτό είναι λάθος, αυτό είναι αμαρτία ή όχι, αυτό ακριβώς το ρόλο θα διαδραματίσει ο παράκλητος σύμφωνα με το 4ο Ευαγγέλιο και φυσικά στην περίπτωση του παρακλήτου, έτσι όπως παρουσιάζεται μέσα στο κείμενό μας, εδώ πάρα πολύ ξεκάθαρα το Πνεύμα είναι πρόσωπο, ο παράκλητος σύμφωνα είναι πρόσωπο, δεν είναι απλώς μια ιδέα, δεν είναι απλώς μια αφυρημένη έννοια του Πνεύματος του Θεού, αλλά είναι πρόσωπο με πολύ συγκεκριμένη δράση και πολύ συγκεκριμένο ρόλο. Και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό επίσης, γιατί βλέπουμε αυτόν τον τρόπο ακριβώς, πως εδώ στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, κατά ανάλογο τρόπο όπως είδαμε για την Χριστολογία, έχουν μια εξαιρετικά αναπτυγμένη πνευματολογία. Και πάλι θα πω ότι ακριβώς το κείμενο μας, τότε το Ευαγγέλιο, γι' αυτόν τον λόγο, αποτέλεσε αργότερα τη βάση όλων των πνευματολογικών συζητήσεων στην Αρχαία Εκκλησία, γιατί ακριβώς είναι το κείμενο εκείνο που περισσότερο από όλα και με μεγαλύτερη ενάργεια δηλώνει ακριβώς, προσδιορίζει και περιγράφει το ρόλο του Αγίου Πνεύματος. Μιλάμε για ένα κείμενο βέβαια που χρονικά και ιστορικά το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο πρέπει να το βάλουμε στο τέλος σχετικά του κανόνα της Καινής Διαθήκης, οπότε καταλαβαίνουμε ότι έχουμε και μια πιο αναπτυγμένη θεολογία, καθώς όπως έχουμε πει και όπως γνωρίζουμε όλοι, η θεολογία διατυπώνεται και αναπτύσσεται με βάση της προκλήσεις και της ιστορικές εξελίξεις. Στο επόμενο μάθημα βέβαια θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε άλλες πτυχές του κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο και την αισχατολογία του και την εκκλησιολογία του και να δούμε εκεί πόσο ιδιαίτερες έννοιες, πολύ ενδιαφέροντες έννοιες έχει το τέλος του Ευαγγέλιου και πως εκείνες οι έννοιες συνδέονται με όσα είπαμε τώρα στο μάθημα αυτό περί Πνεύματος και Ιησού Χριστού.