: Αγαπητοί φίλοι και αγαπητές φίλες της Εθνικής Βιλιοθήκης, καλησπέρα. Η απόψη βραδιά εγκαινιάζει τον όγδο κύκλο εκδηλώσεων υπό την επωνυμία «Λόγος». Είναι η πρώτη, θα ακολουθήσουν άλλες δύο, τον επόμενο μήνα. Η μία θα είναι αφιερωμένη στον Καμή και η άλλη στον Κωστή Παπαγιώργη. Σας παρακαλούσα, επειδή δεν έχουμε άλλο τρόπο επικοινωνίας, όσοι δεν το έχουν κάνει ή έρχονται για πρώτη φορά σε εκδήλωσή μας, να δώσουν το mail τους έξω στους συναδέλφους της Βιλιοθήκης για να παίρνουν τις ειδοποιήσεις μας. Να πω επίσης ότι η πρώτη αυτή εκδήλωση της νέας ενότητας του λόγου, του λόγου 8, υπαριθμών 8, συμπίπτει με τη νέα θητεία του νέου εφορευτικού συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Απόψε θα κάνω και χρέη συντονιστή. Είχα μορήσει άλλων, αλλά αν υπέρ του το κόλλημα τον εμπόδισε και θα κάνω εγώ αυτά τα χρέη, οπότε αλλάζω και θέση. Η απόψη στην βραδιά είναι αφιερωμένη σε μια έμμενη μυθ ιστορία, που κάποτε ήταν ένα best seller αναγνωστικό στην Ελλάδα, στον Ιμπέριο και Μαργαρώνα. Οφείλω να πω εξ αρχής ότι μου δίνει μεγάλη χαρά το γεγονός ότι για ένα έργο που σήμερα δεν είναι αντικείμενο ευρείας αναγνώσεως, έχουμε τόσο μαζική προσέλευση. Έχουμε εκλεκτούς ομιλητές, τον David Holton, τον Roderick Beaton και τον Κώστα Γιαβή που έχει επιμεληθεί την κριτική έκδοση του κειμένου, που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Και επίσης ο σκοινωνθέτης και ηθοποιός Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης θα διαβάσει ένα απόσπασμα να πάρετε και μία γεύση του κειμένου. Η σειρά της εκδήλωσης θα είναι η εξής, θα μιλήσει πρώτος ο κύριος Holton, θα διαβάσει μετά ο κύριος Μαρκουλάκης, θα ακολουθήσει ο κύριος Beaton, θα κλείσει με συντομότερη εισήγηση ο κύριος Γιαβής και θα ακολουθήσει στη συζήτηση κατά το ιωθός. Οι ομιλητές, ο κύριος Holton και ο κύριος Beaton είναι πολύ γνωστοί στο ελληνικό κοινό. Είναι οι άνθρωποι χάρις τους οποίους όχι μόνο σε αυτούς αλλά κυρίως σε αυτούς, και σε αυτούς σε μπας περιπτώσει, οι νεοελληνικές σπουδές στη Μεγάλη Βρετανία και στον Αγγλόφωνο γενικά κόσμο γνώρισαν μια ακμή και συνεχίζουν μπας περιπτώσει να διακονούν τα πως σπουδαίως επιστήμονες. Έχουν βγάλει μαθητές οι οποίοι είναι σε πανεπιστήμια στο εξωτερικό και στην Ελλάδα, είναι ομότιμοι πια και οι δύο σήμερα. Ο κ. Χόλτον, ο οποίος θα μιλήσει πρώτος, είναι ειδικός στην έμετρη μυθ ιστορία, στην κυπριακή και κριτική λογοτεχνία, μας έχει δώσει σπουδαία κείμενα για τον Ερωτόκριτο και έχει κάνει και την έκδοση της διήγησης του Μεγαλέξανδρου από τις εκδόσεις του Μιέτ. Ο κ. Χόλτον έχει και το εξής γνώρισμα, το οποίο προσωπικά εκτιμώ ξεχωριστά, εκτός από σπουδαίος φιλόλογος είναι και μπόνους γραμμάτικους. Έχει γράψει μαζί με άλλους δύο επιστήμονες, τον Πίτερ Μάκλωτς και την Ρίνη Φιλιπάκη, και μια γραμματική της νεοελληνικής γλώσσας, η οποία κυκλοφορεί άλλωστε και στα ελληνικά. Κύριε Χόλτον έχετε τον λόγο. Μπορείτε να μιλήσετε είτε από εκεί που είστε, είτε από το βήμα όπως θέλετε. Κυρίες και κύριοι, καλησπέρα. Πρώτα απ' όλα, θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στον συγγραφέα, φίλο και συνάδελφο Κώστα Γιαβή, για την ευγενική προσκλησία του να συμμετάσχω στην παρουσίαση αυτή. Τον Κώστα τον πρώτο γνώρισα όταν ήρθε στο γραφείο μου να ζητήσει τις συμβουλές μου, προκειμένου να κάνει αίτηση για διδακτορικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Κέιμμριτζ. Τον ενθάρρυνα και στη συνέχεια υπέβαλε την αίτησή του, έγινε δεκτός, κέρδισε μια σημαντική υποτροφία και κοντολογής, στρώθηκε στην έρευνα. Σε λιγότερα από τέσσερα χρόνια, η διατριβή του υποβλήθηκε, εξετάστηκε, εγκρίθηκε και έγινε Dr. Yervis. Ακολούθησε μια σειρά από διδακτικές και ερευνητικές θέσεις σε έγκριτα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα στην Αμερική και στη Γερμανία, που του έδωσαν την ευκαιρία να διευρύνει ακόμη περισσότερο τα επιστημονικά ενδιαφέροντά του. Και το 2014 εκλέχτηκε στη θέση που κατέχει έως σήμερα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ο κατάλογος των δημοσιεύσεων του είναι ήδη εντυπωσιακός και δεν περιορίζεται στη μεσιονική ελληνική φιλολογία, όπως ίσως τα περίμενα κανείς, αλλά περιλαμβάνει και θέματα από την Αγγλική, την Περσική, την Ιταλική και τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Αλλά ας σφρέψουμε την πρόσοχή μας στο θέμα της απόψης παρουσίασης, στο εκδοτικό γεγονός που γιορτάζουμε. Τα μεσιονικά έμετρα μετιστορίματα ως λογοτεχνικό είδος είναι ίσως ακόμα γνώστα σε πολλούς αναγνώστες τουλάχιστον της δικής μου δαινιάς, κυρίως από τον τόμο που επιμελήθηκε ο αείμνηστος Εμμανουήλ Κρυαράς στην περίφημη σειρά Βασική Βιβλιοθήκη, 1955. Το τόμο περιλαμβάνει τέσσερα κείμενα που συνήθως χρονολογούνται τον 14ο και τον 15ο αιώνα. Καλλίμαχος και Χρυσορόι, Βέλθανδρος και Χρυσάνσα, Φλόριος και Πλατσιαφλόρα και Ιμπέριος και Μαργαρώνα. Ο τίτλος εκείνου του τόμου, «Βυζαντινά υποτικά μετιστορίματα», είναι σήμερα αρκετά προβληματικός. Κάθε λέξη του είναι συζητήσιμη. Δεν ξέρουμε αν όλα τα σχετικά κείμενα γράφτηκαν μέσα στο χώρο ή την περίοδο της βυζαντινής αυτοκρατορίας ή σε κάποια φραγκοκρατούμενη περιοχή, όπως για παράδειγμα στην Πελοπόννησο. Ούτε μπορούμε να πούμε ότι όλα διαπνέονται από βυζαντινό πνεύμα. Το επίθετο υποτικός σίγουρα δεν ταιριάζει σε όλες τις περιπτώσεις και είναι αμφίβολο αν ταιριάζει καθόλου στο ελληνικό πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο συγγραφήκαν και διαβάζονταν. Ο όρος μυθιστόρημα είναι επίσης απατηλός επειδή θυμίζει το σύγχρονο μυθοπλαστικό είδος πολύ διαφορετικό από το αντίστοιχο μεσαιωνικό. Και ας μην ξεχνάμε ότι χρωστάμε τη λέξη μυθιστόρημα στον Αδαμαντιο Κουραΐ. Παρά την ξεπερασμένη ορολογία του τίτλου του, ο τόμος του κριαρά είναι ακόμα κάποτε χρήσιμος αν και έχουν περάσει 65 χρόνια από την εκδοσή του. Τις τελευταίες δυο-τρεις δεκαετίες όμως οι έρευνες για αυτά τα κείμενα έχουν τροποποιήσει πολλές από τις παλαιές υποθέσεις όσον αφορά τις χρονολογίες, τις πηγές, τα πολιτισμικά συμφραζόμενα κτλ. Αντίθετα όμως το ζήτημα της επιστημονικής έκδοσης των κειμένων δεν έχει προχωρήσει και τόσο. Πάρχουν βέβαια εξαιρέσεις. Διαθέτουμε τώρα δύο εξαιρετικές εκδόσεις διασκευών της αφήγησης Λιβίστουρου και Ροδάννης χάρη στην Τίνα Λεντάρη και τον Παναγιώτη Αγαπητό και οι δύο είναι εκδόσεις του Μιέτ και στην ίδια σειρά. Ο Γιώργος Κεχαϊόγλου μας έχει δώσει έναν πλουσιότατο Απολώνιο της Τύρου και η Καρολίνα Κουπάνε συγκέντρωσε κριτικές εκδόσεις έξι μυθιστοριών σε έναν τόμο 1995 με εισαγωγή και μεταφασίστα ιταλικά. Παρ' όλα αυτά λείπουν ακόμα αξιόπιστες εκδόσεις ορισμένων κειμένων και θα ήταν ευχής έργων να αναθεωρηθούν άλλες εκδόσεις ή να αντικατασταθούν με καινούριες για χρήση των φιλολόγων αλλά και σε μορφή που να επευθύνεται σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Η δική περίπτωση αποτελεί ο Ιμπέριος και Μαργαρώνα που υφίσταται σε δύο εκδοχές, μία παλαιότερη αν ομοιοκατάληκτη που σώζεται σε πέντε χειρόγραφα και μία ομοιοκατάληκτη ρημάδα που τυπώθηκε πολλές φορές στη Βενετία από το 1543 και μετά. Η παλαιότερη εκδοχή εκδόθηκε πρόχειρα δύο φορές κατά τον 19ο αιώνα και στον τόμο του 1955 του ο Κρυαράς δημιούργησε ένα ενιαίο κείμενο, αγλώντας στίχους από τα διάφορα χειρόγραφα που όμως διαφέρον ακετά μεταξύ τους. Μια νέα έκδοση που να πληρεί τις σημερινές εκδοτικές αρχές παραμένει «desideratum». Ο Ιμπέριος αποτελεί ελεύθερη μετάφραση ή μάλλον διασκευή ενός γαλλικού ή στερομεσαιονικού διστορύματος «Pieds de Provence et Labelle Magallon», που έγινε ιδιαίτεροι δημοφιλές και σε γερμανικές και σε αγγλικές διασκευές. Στα ελληνικά η δημοτικότητα της ιστοριές αυτής αυξήθηκε αφάνταστα όταν ρημαρίστηκε, πιθανώς από έναν ανώνυμο κριτικό, και έφτασε στο τυπογραφείο στη Βενετία το 1543. Δεν σώζεται αντίτυπα αυτής της πρώτης έκδοσης, αλλά διαθέτουμε πολύτιμες έμμεσες πληροφορίες που βεβαιώνουν την υπάρξή της. Η δεύτερη έκδοση πραγματοποιήθηκε δέκα χρόνια αργότερα. Έχουν συγκεντρωθεί τώρα πληροφορίες για 14 συνολικά βενετικές εκδόσεις που χρονολογούνται από το 1553 μέχρι το 1806 και ίσως λανθάνουν κι άλλες. Το 19ο αιώνα δύο εκδοτικές απόπειρες στηρίζονταν σε αναξιόπιστες φυλάδες του 17ου αιώνα. Έπειτα, σιωπή. Σήμερα, όμως, χάρη στον Κώστα Ιαβή, έχουμε αποκτήσει, επιτέλους, την πρώτη έγκυρη επιστημονική έκδοση της ρημάδας του Ιμπέριου, δημοσιευμένη στην αξιόλογη σειρά Βυζαντινική και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη του ΜΙΕΤ. Σίγουρα, πρόκειται για σημαντικό φιλολογικό γεγονός για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, λόγω της εξαιρετικής ποιότητας και πληρότητας της σχολιασμένης έκδοσης του κ. Ιαβή. Και δεύτερον, γιατί ο Ιμπέριος ανήκει στην κατηγορία των φυλάδων, φτεινών έντυπων εκδόσιων που κυκλοφορούσαν ευρέως κατά την Τουρκοκρατία, και μετά, και οι οποίες αποτελούσαν τα αναγνώσματα των πάπων μας, για να διανισθώ την ευστοχή φράση του Σπυρίδωνος Λάμπρου. Αρκετές από τις φυλάδες αυτές είναι καινούριες διασκευές μεσιονικών έμετρων κειμένων, γνωστών σε εμάς από τα σωζόμενα χειρόγραφα, με τη διαφορά ότι τα παλιότερα κείμενα ήταν ανωμιοκατάληκτα, ενώ τα νέα προϊόντα προορισμένα για το τυπογραφείο είχαν ομοιοκαταληξία. Εκτός από τον Ιμπέριο, άλλα κείμενα που πέρασαν από την ίδια ανανεωτική διαδικασία, ήταν δύο μυθιστορίες, ο Απολώνιος της Τύρου, πρώτη έντυπη έκθεση 1524, και η ιστορία του Βελισσαρίου, πρώτη έκθεση 1525 ή 1526. Και επίσης οι περίφημοι Φιλάδε του Γαδάρου, Γαδάρου Λύκου και Αλουπούς Διεύσης Ωραία, πρώτη έκθεση 1539. Όλες αυτές οι ρημάδες αντυπώθηκαν επανειλημμένα κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα και μετά. Ότι η ρήμα έπαιζε απαραίτητο ρόλο στη δημοφιλία τους, το γνωρίζουμε από το διάλογο μεταξύ ενός βιβλιοπόλη και ενός φιλομαθή, που περιλήφθηκε στην έκδοση της νεοελληνικής βατράχομοιομαχίας του 1539, που συνέγραψε ο Δημητρίος Ζίνος ο Εξακίνθου. Ο φιλομαθής σε αυτό το διάλογο, ρωτάει τον βιβλιοπόλη αν έχει κανένα καινούριο βιβλίο. «Ναι», απαντάει ο βιβλιοπόλης, «έχω ομύρου του σωφότατου βατράχομοιομαχία». «Αυτό δεν κάνει για μένα», λέει ο φιλομαθής, «ότι μιλεί βαθύα». Και ο βιβλιοπόλης του απαντά, «Μάλλον μιλεί απλούστατα, γιατί μεταγλωτίστη και από στίχων έμετρων τώρα ερημαρίστη». Ακούγοντας αυτό, ο φιλομαθής ευχαριστεί και λέει αμέσως, «Σε ρήμα είναι, το λοιπόν δώσ' μου το, μην αργήσεις και παρέμου εις αυτό, είτε εσύ ορίσεις. Πάρε ό,τι θέλεις». Είναι φανερό ότι η ρήμα είχε γίνει πολύ της μόδας. Ο Ιμπέριος κλικοφόρεσε τέσσερα χρόνια μετά τη βατραχομιαμαχία του Ζίνου και βέβαια ακολουθά την ίδια μετρική φόρμουλα. Τέτοια βιβλία, γραμμένα σε δημόδη γλώσσα και ομοιοκατάληκτους στίχους, κυκλοφορούσαν ευρύτατα σε όλον τον ελληνόφωνο κόσμο. Και δεν τα διάβαζε μόνο ο απλός λαός, αλλά και μορφωμένοι άνθρωποι. Ας ακούσαμε τώρα ένα απόσπασμα από την κονταρομαχία του Ιμπέριου με τον Αλαμάνο. Ο Ρήζη Ρήγας πάραυτα όλον του το φουσάτο να πιήσουσιν παράμερα όλοι απάνω κάτω δια να πολεμήσει γάρ Ιμπέριος απάνω και να χτυπήσουν κονταρές μετά τον Αλαμάνο. Εδώ κάσιν τα βούκυνα και όλα τα παιγνίδια, τρουμπέτες, άλλα μουσικά και όργανα πιτίδια. Και πάγει εις την μίαν μεράν και έτερος την άλλη και πυλαλούσιν τα φαριά με όχθροι τάν μεγάλη και Αλαμάνος έδωσεν Ιμπέριον στο στήθος ποσός δεν τον επέρασεν σαν άθεν εις τε λήθος. Πάλι νομπρός εστάθησαν, ζητούν να πολεμήσουν και τα κοντάρια στένουσιν πρό μάχης να κινήσουν. Αγριώνουν τα φαρία τους τα πτερνιστήρια κρούσι και πυλαλούσιν τα άλογα και κονταριές κτυπούσι. Ιμπέριος τον εκτυπά μίαν κονταριάν στο στήθος, Σίσελον τον επέταξεν κάτω στη γην στο βήθος. Τόπον πολλοίν τον έσυρεν αντάμα με τη Σέλλα. Κι εκ το φικάριν έβγαλε μία χρυσήν κουρτέλα και πιάνει τον κτιμκεφαλήν και τα μαλλιά τη λύσι, τον Αλαμάνον ήθελε να αποκεφαλήσει. Έτσι είχασιν το στίχημα, ύστερο να ποιήσει ή της κερδίσει εκ τους δυο, στην τζόστρα να νικήσει. Δεν σας θυμίζει λίγο το ερωτόκριτο, λίγο. Όχι όσον αφορά τη στιχουργική ή το γλωσσικό ιδίωμα, αλλά ορισμένα στοιχεία της περιγραφής και της αφήγησης ίσως. Κατά τη γνώμη μου υπάρχουν πιστικές ενδείξεις ότι ο Μπιτσέντς ο Σκορνάρος είχε διαβάσει τον Ιμπέριο και Μαργαρώνα, ανάμεσα σε άλλα δημόδια ελληνικά κείμενα. Ακριβώς επειδή ο Ιμπέριος και άλλες παρόμοιες φυλάδες είχαν τόσο ευρία διάδοση και έπαιζαν μίζωνο ρόλο στην κουλτούρα του ελληνικού λαού, επί τρεις αιώνες και παραπάνω, αξίζουν να αναδημοσιευτούν σε νέες αξιόπιστας εκδόσεις και να μελετηθούν για την εκπαιδευτική, πολιτιστική και κοινωνική σημασία τους και όχι μόνο την γραμματολογική αξία τους. Η διήγησης του θαυμαστού Ιμπέριου είναι η ιστορία της αγάπης ενός ζευγαριού και των περιπετειών τους, που βέβαια έχουν έσιο τέλος. Η ρημάδα είναι σχετικά συνδομοκείμενο, αποτελούμενο από 1046 πολιτικούς στίχους με ζευγαροτή ομοιοκαταληξία και στην κριτική έκδοση του κυρίου Γιαβή καλύπτει μόλις 32 σελίδες. Τα σχόλια του επιμελητή, όμως, εκτείνονται σε 163 σελίδες και περιλαμβάνουν μια τεράστια επικοιλία ζητημάτων που προκύπτουν από το διάβασμα του κειμένου. Άλλοι επιμελητές ίσως θα αφήναν τα πιο ακανθόδη ζητήματα ασχολιάστα. Όχι ο Κώστας Γιαβής. Μας ενημερώνει όχι μόνο για τη γλώσσα, τις πηγές και τις σχέσεις με άλλα κείμενα, αλλά και για παντός είδους ρεάλια, τοπονύμια, νομισματικές αξίες, κοντάρωμαχίας, ρούχα, τα ψάρια της μεσογείου, ιατρική περίθαλψη, κοσμήματα και πολλά άλλα. Ο αναγνώστης ανημετωπίζει τις νόητες εκφράσεις και συντακτικές ανομαλίες που τον προβληματίζουν. Αν ανατρέχει όμως τα σχόλια, βρίσκει τη βοήθεια που του χρειάζεται. Ο Κώστας Γιαβής κοινεί γη και ουρανό να βρει εξηγήσεις και να βγάλει νόημα από ακόμα τα πιο σκοτεινά χωρία της μυστορίας. Επίσης, πολύ χρήσιμο είναι το γλωσσάρι που εκτείνεται σε 47 σελίδες και συχνά συμπληρώνει ή διορθώνει τις πληροφορίες που προσφέρουν τα λεξικά. Αλήθεια, δεν πρόκειται για εύκολο κείμενο για το σημερινό αναγνώστη. Μας χρειάζεται ένας οδηγός στον οποίο μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη. Ευτυχώς έχουμε τώρα τον Κώστα Γιαβή που μας παραστέκεται πιστά και ακατάπαυστα. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στην έκθεση στην ιχνηλάτηση λογοτεχνικών μοτίβων και επεισοδίων που βρίσκονται και σε άλλα κείμενα δυτικοευρωπαϊκά αλλά και αραποπέσλικα. Ο κ. Γιαβής εφαρμόζει συγκριτολογικές προσεγγίσεις και στα σχόλια και επίσης στην εκτενή εισαγωγή του. Ο τόμος κλείνει με μια γενεόδωρη επιλογή φωτογραφικών εικόνων. Πρόκειται για πανωμοιότυπα σελίδων από διάφορες βενετικές εκδόσεις του Ιμπέριου και από ένα φύλο χειρογράφου. Έτσι ο ανεγνώστης φαίνει με πολύ καλή ιδέα για το κείμενο που έβλεπε ένας ανεγνώστης του 16ου ή του 17ου ή του 18ου αιώνα και για το πώς άλλαζε σιγά-σιγά η τυπογραφική εμφάνιση τέτοιων φυλάδων. Σε αυτή την υποδειγματική έκτοση ενός ελάχιστο γνωστού έργου της πρόημης νεοενικής λογοτεχνίας, ο Κώστας Ιαβής διησδή στο mindset του ανώνυμου ρημαδόρου. Μας εξηγεί πως ο άνθρωπος αυτός βρίσκεται ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς κόσμους, αγωνίζεται να επικρονήσει τον μεσαιονικό κόσμο της ιστορίας του μέσα από το φακό της ανιανυσιακής σκέψης. Κάτι ανάλογο επιχειρεί να κάνει ο κ. Ιαβής, παρουσιάζοντας αναλυτικά ένα κείμενο του 16ου αιώνα στο ανεγνωστικό κοινό του 21ου αιώνα και το πετυχαίνει θαμάσια. Εν τέλειο, το βιβλίο αυτό χαρακτηρίζεται από σαφήνια, εφηία και μια πραγματική πρωτοτυπία. Σας ευχαριστώ. Θα σας διαβάσω λοιπόν κάποια αποσπάσματα που είναι επίσης πιλεγμένα από τον κ. Ιαβή, των οποίων και εγώ ευχαριστώ για την παρουσία μου σήμερα εδώ, γιατί έμαθα για κάτι το οποίο δεν ήξερα καθόλου, όπως τους περισσότεροι εδώ. Και θα τα διαβάσω τώρα γιατί θα πρέπει κάποια στιγμή, το λέω από τώρα, θα πρέπει να φύγω γιατί έχω παράσταση, οπότε θα με συγχωρέσετε γι' αυτό αλλά θα πρέπει να φύγω. Λοιπόν, η περιπέτεια ξεκινά πριν γεννηθεί ο ήρωας, από την ιστορία των γονέων του ακόμα. Ο πατέρας του περιγράφεται ασύγκριτος βασιλιάς, δίκαιος, γενεόδωρος, τρομερός πολυμιστής, τέλειος σε όλα. Η μητέρα του, προσέξτε το αυτό, η μητέρα του είναι η σάξια του πατέρα σε χαρίσματα. Κυβερνούν και οι δύο σύμφωνα με τους νόμους, δηλαδή όχι αυθαίρετα. Άνθρωπος μέγας, θαυμαστός, ρήγας τετιμημένος, εις την Προβέντσαν ήτον εμμυριοχαρητωμένος. Είχεν φουσά τα πέρλαμπρα, πλήθος το πεζικόν του και άλλα πανυπέρλαμπρα το καβαλαρικόν του. Αγάπα δε περί πολλού νέους χαριτωμένος, χαρίσματα έδιδε πολλά, νάχη τους ανδριωμένος. Δουκάτα είχεν πάμπολα, ως άγριζεν ο ατός του, άλλος ουδέν ευρίσκετον στο πλούτος ο μοιός του. Ήτον πολλάβεργετικός και ξακουστός ως άλλος, ξεχωριστός και φρόνημος, εις χάριτες μεγάλος. Μόνο να έβλεπεν την ανκαλόνη στην καβάλα, δουκάτα τόδηδεν πολλά, χρυσάται και μεγάλα. Ήτον δε πάνη θαυμαστός, μέγας, ανδριωμένος και περισσά πανέμορφος του κονταριούξιωμένος. Ουδής εκ τας παραταγάς, από όλον το φουσάτο, τούτον ουδέν ευρέθηκεν να τον εβάλει κάτω. Έβλεπεν τα φουσάτα του και τα σπαραταγάς του, την παρυσίαν την πολλήν, πλούτον και τα στιμάς του. Εφραίνετον και αγάλετον, πως είχεν ξορθωμένα τα παλικάρια τόμορφα και τα χαριτωμένα. Και η λαμπρά και θαυμαστή αυτή η σύζυγός του, κάστρι και χώρες είχασιν γι' αυτή το εδηγός του. Άλλοι ουκ ήτον σαν αυτήν εις ευγενειάν κτισμένη, εις κάλος και εις αρχοντιάν ήτον ετοιμημένη. Ανδρόγεινον ορεκτικόν στον κόσμον ηγαπημένον, την κρίση τους εκάμνασιν σαν ήτον το γραμμένον. Και έχει όπως μου είπε και ο κ. Γιαβής πολύ σωστά, έχει αφήνει και μία μυρωδιά ή μάλλον ο Μπόστ αφήνει μία μυρωδιά από αυτή τη γλώσσα. Σε άλλο επεισόδιο, ο μικρός Ιμπέριος, ανδρώνεται σιγά σιγά, φεύγει από το σπίτι για να αναζητήσει τη δική του ταυτότητα ώστε να ξεκινήσει η δική του ιστορία. Ανώνυμος γυρίζει όλον τον κόσμο, φτάνει στην Νάπολη, ερωτεύονται με την πανέμορφη αλλά και ισχυρής προσωπικότητας Μαργαρώνα. Τώρα για να την μαντρευτεί πρέπει να κερδίσει την έγκριση του πατέρα της, νικώντας τον τρομερό αλαμάνο σε κονταροχτύπημα. Το απόσπασμα το οποίο διαβάσαμε στην ομιλία του κ. Χόλτον. Όταν εμφανίζεται στον αγώνα, η ομορφιά του κόβει την ανάσα των πάντων. «Από μακρά επίδησεν και υβρέθη καβαλάρης, βαστά κοντάριν όμορφον ή των μεγάλης χάρης. Έβγαλεν το τσελάδιν του από την κεφαλή του και πήγε και προσκύνησεν τον ρίγαν στην αυλήν του. Είχε θωριάν αγγελικήν, μεγάλην σοφροσύνην, την γνώσιν γάρ και την ανδριάν και την ταπεινωσύνην. Όσοι είδαν είπασιν, και τίνο σου σου μοιάζει, τίνα σου δεν ευρίσκεται εκεί να του καλιάζει». Η Μαργαρώνα έβλεψεν Ιμπέριον στην Τζόστρα σαν να είχε δει την Παναγιά που λέσιν ψυχοσώστρα. Εσπάραξαν τα μέλη της, ότι είδεν το πεθύμα σαν άθελε να αναστηθείν την ώραν εκ το μνήμα. Και δένει τα χεράκια της και έκλεινε το κεφάλι. Κύριε, Πάτερ, Βασιλεύ, ήτοι σε παρεκάλλει, βοήθα τον Ιμπέριον νικήσει το κοντάρι και αλαμάνων πίησε την εντροπήν να πάρει. Τσίμπισε λοιπόν η Μαργαρώνα στον έρωτα και οι δυο νέοι παντρέγονται. Όλη η χώρα αγάλεται. Ο Ιμπέριος κρατά ως τώρα μυστικό το όνομά του, ακόμη και από τη Μαργαρώνα, ώστε να καταφέρει μόνο με τις δικές του δυνάμεις, χωρίς τη βοήθεια της φήμης του βασιλιά πατέρα του, να προκόψει. Έρχεται ο καιρός όμως που ο Ιμπέριος πρέπει να αποκαλύψει στη Μαργαρώνα την αλήθεια. Και σαν εκάμασιν καιρόν μετά την Παρυσίαν έκραξεν τη γυναίκα του ως εδική γνησίαν, ως ευγενής και φρόνιμος, της λέγει γαρ τι ούτα. Τα λόγια που σου θέλω πει όλα φουκρά σου μούτα. Αρχίνησε να της ειπεί όλη την όρεξή του, σαν του πατέρα μυστικά την ξομολόγησή του. Το πώς του δίδει λογισμός να πάς στα γονικά του, πατέραν και μητέραν του, ή στα συγγενικά του να πάρει τη συγχώρηση από τον γενισάντον, από την εδικότητα των συγγενών απάντων. Η Μαργαρώνα τώρα τίθεται μπροστά στο δίλημα αν θα μείνει στην Άπολη και την ασφάλεια του θρόνου του πατέρα της ή αν θα ακολουθήσει τον νεαρό σύζυγό της σε ένα άγνωστο ταξίδι. Η απάντησή της δεν αφήνει καμιά αμφιβολία, αν τυχεί μια ηρωίδα του ομύρου, η οποία απήφθινε τα ίδια λόγια στο δικό της άντρα. Και πες μου την όρεξή και όλη τη βουλή σου. Αν θέλεις να μ' ακολουθάς, πέτη την αθιβολή σου. Η Μαργαρώνα, θρόνιμη, με λόγων τιμημένων, απηλογήθη. Αφέντη μου, τιμή των ανδριωμένων, εκλήθηκα στα χέρια σου, δούλη στον ορισμό σου, και πείσαι με σα θες εσύ, σε μόδον δικό σου. Εσέναν έχω από του νυν, πατέραν και μητέρα. Εσύ είσαι το από κούμπιον μου και η δεξιά μου χαίρα, και αδελφούς και αδελφάς και φως μου και ζωή μου, ελπίδα και απαντοχή, ώστε να ζει η ψυχή μου. Με την αγάπη τους, λοιπόν, έτσι βεβαιωμένη, αρχίζει η περιπέτεια και ανοίγουνε η ασκή της μοίρας. Φεύγουνε κρυφά, κυνηγημένοι για μέρες από τους στρατιώτες του πατέρα της, ως που αφιπεύουν για να ξεπουραστούν και να πιούνε νεράκι σε μια πηγή. Εκεί, ένας αετός αρπάζει το πολύτιμο φυλαχτό του Ιμπέριου από το λαιμό της Μαργαρώνας. Η Μαργαρώνα ακούμπισε και του σπιτιού θυμήθη. Στο γόνα του Ιμπέριου, ύπνον αποκοιμήθη. Εβγάνει το εγκόλφιον και βάνει το στην κόρη. Στο στήθος της το έβαλε και εκείνη δεν το θόρει. Ήτον με κόκκινον πανήν, ραμμένον με γαϊτάνι. Αποκοιμήθην οι λαμπρά και το εγκόλφι χάνει. Να σας ειπώ καθολικά το πράγμα πώς εγένει. Εφάνικεν του αετού, κάτω γάρ καταβαίνει και είδεν το εγκόλφιον κόκκινον εκμακρέας και χύνεται και παίρνει το θαρώντας είναι κρέας. Και εκεί πήγεν και κάθισεν σε εκείνο το νησάκι και τσίμπαν το εγκόλφιον απάνω στο χαράκι. Ο ήρωας λοιπόν το παίρνει είδηση, χυμάει να κυνηγήσει τον αετό, συλλαμβάνεται όμως από πειρατές. Και το ζευγάρι χωρίζεται για πολλά πολλά χρόνια. Μεσολαβούν πολλά απροσδόκητα γεγονότα. Εκείνος γίνεται σπουδαίο στην Ανατολή, εκείνη εξίσου σπουδαία στη Δύση. Η Μαργαρώνα χτίζει και ένα νοσοκομείο όπου μεταφέρεται άγνωστος και ταλαιπωρημένος ο Ιμπέριος όταν διαφεύγει από την Ανατολή, διότι του λείπει πάντοτε η γυναίκα του. Χωρίς να αναγνωριστούν, της αφηγείται τη ζωή του και δηλώνει ότι δεν τον νοιάζουν τα βασιλικά προνόμια και ότι θα αρνηθεί να αναλάβει το θρόνο του πατέρα του μέχρι να βρει τη χαμένη Μαργαρώνα την οποίαν δεν μπορεί να ξεχάσει στιγμή. Τότε μόνο αναγνωρίζονται. Βούλομαι δε, Κυρία μου, τον κόσμο να γυρίσω, να μάθω το τι έγινε τον, αλήθεια να γρυκίσω, για τη γυνή μου να ζητώ, ρωτώντας να μαθάνω, και δεν μπορώ από ψυχή στας λύπας να βασθάνω, μα θέλει ποι την ώρα αυτή ρήγας διαναγένω και την εκείνη ιστέρησιν πώς να την υπομένω. Ποια ψυχή και ποια καρδιά δεν ήθελε να βουρκώσει στα λόγια τα θλιβερά να μην αναδακρώσει, έξω να'χε στον πέτρινος γλυπτοπελεκυμένος ή ξύλινος με χράδια ή δολοκαμωμένος. Η κόρη πλιο δε δίνεται τα λόγια να πομένει, στον τράχηλόν του βρίσκεται ο λιγοθυμημένη, βριχάται, κλαίει και θρυνεί, τα δάκρυα της τρέχουν ωσαν ποτάμιν άγριον τα ρούχα της και βρέχουν, σώνουν και συνεφέρνουν την και πήρεν σαν αέρα να είδες θρίνος και χαρές εκείνη την ημέρα. Φτάνουμε πια στο τέλος, στολίζωσιν τις εκκλησιές, κρούσιν τα συμμαντήρια και οι παπάδες ψάλουσιν και όλα τα μοναστήρια και κληρονόμως γίνεται στες χώρες του πατρός του, ρήγας εκαταστάθηκεν σαν ήθελε απατός του. Αφέντης μέγας έγινε, ως έτρεχεν το μέλος, Ιμπέριος ο θαυμαστός, ως έδειξεν το τέλος. Κι είν' και τη λεφθή στιγμή, φαντάζομαι. Μετά από αυτήν την χαρά της ακροάσης, είναι η ώρα να μιλήσω ο κύριος Μπίτον, σπουδαίος νεοελληνιστής, με πάρα πολλά βιβλία, πολλούς μαθητές, επιπλέον, όμως, μεταφραστής. Έχει μεταφράσει σε Φέρη, αλλά και τη Σεφέρη, και μετά από αυτήν την χαρά, μεταφράσει σε Φέρη, αλλά και την αρχαία σπουργιά της Μάρος Δούκα, και μηθυστοριογράφος ο ίδιος, με ένα μηθυστοριμά του εκδεδομένο, και όπως ξέρω από προσωπική ομολογία του ίδιου, πολλά ανέκδοτα. Το πρώτο βιβλίο του κυρίου Μπίτον, που μεταφράστηκε στα ελληνικά, ήταν το 1996, της εκδόσεις Καρδαμίτσα, και αφορούσε ακριβώς την έμετρη μηθυστορία. Αυτός είναι και ο λόγος κυρίως που είναι εδώ, γιατί ξέρει το αντικείμενο. Έχει γράψει βιβλία για τον Κασατζάκη, έχει γράψει τη μόνη βιογραφία που υπάρχει για το Σεφέρη, αυτά κυκλοφόρουν και στα ελληνικά, και αναμένεται να εκδοθεί και μια άλλη βιογραφία τώρα, η οποία πιστεύουμε ότι θα είναι στα βιβλιοπωλία τον Απρίλιο, που είναι ούτε λίγο, ούτε πολύ η βιογραφία της Ελλάδος. Είναι το τελευταίο του βιβλίου, 2019, και βγαίνει και στα ελληνικά. Θα ήθελα πολύ ώρα κύριε Μπίτο να απαριθμίσω τα έργα σας, και σταματώ εδώ για να σας δώσω το λόγο. Προσθέτω όμως και μια λεπτομέρεια την οποία έμαθα κι εγώ πρόσφατα, ότι ούτε ο κύριος Μπίτο να πέφυγε να γράψει πείμματα, έχει γράψει και έχει δημοσιεύσει πείμματα στην νεαρική του ηλικία, αλλά μετά θεώρησε άλλες επιδόσεις πιο σημαντικές. Έχει αυτόν τον λόγο. Κύριε Ζομπουλάκη, σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τα γενναιόδωρα λόγια εις εις εις, και βέβαια ευχαριστείες θερμές, θέλω να εκφράσω στον κύριο Ιαβή την πολυφιλική και τιμητική πρόστιση να συμμετάσχω στην απόψινη εκδήλωση. Ακούγοντας τα λόγια που ακούσαμε, σκεφτόμουν ότι εμείς οι φιλόλογοι έχουμε την τάση, έχουμε τη συνήθεια να θεωρούμε τα λεγόμενα λαϊκά αναγνώσματα ως αναγνώσματα, σαν κείμενα, γιατί ουσιαστικά φιλόλογοι εργαζόμαστε με το κείμενο. Όμως με πολύ ζωηρό και άμεσο τρόπο μάθαμε πως ο Ιμπέριος και η Μαργαρώνα δεν υπήρξε ποτέ μόνο αναγνώσμα σε κείμενο που να βρεθεί σε βιβλιοθήκη όπως εδώ, που είναι τόσο ωραίο, αλλά και είναι ναική απαγγελία. Και ήθελα να σας ευχαριστήσω προσωπικά κύριε Μπαρκουλάκη για την πάρα πολύ ωραία και ζωντανή τη ζωντανέψη ενός κείμενου που για τους περισσότερους πανεκκλησιακούς φοβάμαι, τέτοια κείμενα μένουν τυπωμένα στο χαρτί, στο χειρόγραφο. Λοιπόν, μιλάμε για ένα κείμενο. Ο αρχικός τίτλος είναι «Εξίση του Σταύμαστου Ιμπέριου» και μάλιστα «Μαΐτα». Τυπώθηκε για πρώτη φορά όπως ακούσαμε στη Βενετία, σε 1543. Βνωστός σήμερα στους ειδικούς με το συμβατικό τίτλο «Ιμπέριος και Μαργαρώνα», πρόκειται για έμετρο μικροτάνηκτο κείμενο του είδους που κάποτε αναφέρεται ως «πρωμάνζο» ή ως ερωτική μυθιστορία. Το έργο αποτελεί, όπως ακούσαμε, ελεύθερη απόδοση στα ελληνικά ενός από τα δημοφιλεύθερα λαϊκά αναγνώσματα, τώρα να προσθέτω και απαγγελίες, που κηλουφορούσαν στη Δυτική Ευρώπη κατά τα τέρη του Μεσαίουνα, από ποια δυτική γλώσσα συγκεκριμένα μεταφράζεται δεν ξέρουμε. Φαίνεται ότι λανθάνει το πρωτότυπο στο οποίο στηρίχτηκε ο ελληνός μεταφραστής. Σύμφωνο με τις λίγες ανδείξεις που έχουμε, το μεταφρασμένο έργο κηλουφορεί για πρώτη φορά σε χειρόγραφη μορφή, λίγο μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Λιγότερο από έναν αιώνα μετά από την άλωση, κάποιος Έλληνας, μάλλον εγκαταστημένος στη Βενετία, πήρε την πρωτοβουλία να ξαναγράψει το κείμενο για το Ογούστο της εποχής, εφαρμόζοντας το μεθρικό σύστημα των ομοιοκατάληκτων δυστύχων που είναι της μόδας και σχεδόν απαραίτητος όρος για τα νεοσύστατα τότε τυπογραφία της Βενετίας. Έτσι ενήθηκε το κείμενο που μας ενδιαφέρει, άλλωστε γνωστό με το λεξιλόγιο της εποχής, ως ρημάδα. Όπως εξηγεί ο διασκευαστής στον προλογό του, λίγο ντρέπομαι να απαγγείλουμε τη σειρά μου μερικούς τύχους, με σιγουρείτε. Αλλά εδώ προκειτεί το γράψιμο λέει, γράφει, «Τον είχα δει και μόντιχεν απλά διαγραμμένον, βούλουμε να τον βάλω εγώ ιστορυμαρισμένον». Με τέτοιες προδιαγραφές ξεκινάει. Έτσι είναι. Και από το 1543 ο Ιμπέριος γίνεται best seller στα ελληνικά επί τρεις αιώνες. Αλλά πάλιρες επανεκδόσεις τεκμηριώνονται από τότε μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Η πλοκή, όπως ακούσατε, βασίζεται σε μοτίβα γνωστά τόσο από οκάμβου σε θητικές μυστηστορίες, από τη Ρωμανζα του Μεσαίωνα, αλλά και από το βυζαντινό και αρχαίο ελληνικό είδος. Βασιλόπουλο αγαπάει σε Βασιλόπουλα, παντρεύουν, φορίζονται, περνάνε από διάφορες περιπέτειες με τον Γόλφυ και τον Μαϊτό και τους απαραίτητους πειρατές. Και ύστερα από πάρα πολλές τόσες περιπέτειες γίνεται η αναμενόμενη αναγνώριση. Και ζουν καλά και εμείς καλύτεροι, πέρας πάντα. Ο ιδεολογικός χαρακτηρισμός του έργου είναι εξαιρετικά δύσκολος και φαίνεται ότι ο σχετικός προβληματισμός είναι αυτό που είπε στο βασικό ένευσμα για τον επιμελητή, κύριε Ιαβή. Συνήθως αναφέρεται ο Ιμπέριος ως τελευταίο σε μια σειρά βυζαντινών υποτικών ιστοριμάτων, τα οποία χρονολογούνται από τα τέλη του 13ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 15ου. Ο γενικός αυτός ο χαρακτηρισμός ανήκει στον ΑΕΜΝΙ, στο γλωσσολόγο και φιλόλογο Εμάνουηλ Κριαρά. Αλλά μια μύθοπλαστική ιστορία που η ύπαρξή της τεκμηριώνεται για πρώτη φορά μετά του 1453, δεν μπορεί με τίποτε να χαρακτηριστεί ως βυζαντινή. Και τόσο λιγότερο η ομοιοκατάλητη διασκευή που χρονολογικά ανήκει στην περίοδο 1520-40. Επίσης το υποδικό εντός συσθεγωικών έχει από καιρό αμφισβητηθεί πιο γενικά, αφού, έτσι όπως καταλαβαίνω εγώ τουλάχιστον, καμία από τις ελληνογλωσσες μύθιες ιστορίες, είτε αρχαίες, φιλαντινές ή μέθαυες φιλαντινές, δεν έχει να κάνει με τον ηρωικό και ηθικό κώδικα, όπως διατρέχει όλο το αντίστοιχο είδος στη Δυτική Ευρώπη από τον Κρέτια Ντετουά του 12ου αιώνα μέχρι, ας πούμε, τον Σερ Τόμας Μάλλερι στα Αγγλέζικα κατά του 15ου αιώνα. Αλλά, ειδικά στην περίπτωση του Ινδέρειου, σύμφωνα με την επιχειρηματολία του κ. Γιαδή, σχεδόν κάθε ύχνος μεσαιονικής νοοτροπίας έχει χαθεί από ένα κείμενο που χρονολογικά τοποθετείται στην εποχή της πλήρως αναγέννησης. Άρα, πού βρισκόμαστε, με τι είδος, με τι έχουμε να κάνουμε εδώ. Ο Ιμπέρειος, έτσι όπως μπορούμε για πρώτη φορά να τον διαβάζουμε από την πρώτη φιλολογική έκδοση, αποστασιοποιείται από την πλειονότητα των ελληνικών δημοδών ιστοριών για ένα ακόμα λόγο. Δηλαδή, το γεγονός που ήδη αναφέρθηκε βέβαια, ότι γράφεται σε ομοιοκατάλητα δύστυχα. Η μάλλα λόγια απαρτίζεται από μια σειρά μαντινάδες. Οι μαντινάδες σε μεγάλη κλίμακα. Κενοτομή για την εποχή του, ο διασκευαζής ρημαδόρος, ήδη χαράζοντας έναν δρόμο που μισόν αιώνα αργότερα θα οδηγήσει προφανώς το αριστούριμα ερωτόκριτος του Βιζέντσου Κορνάρου. Έτσι, στην ιστορία της ελληνικής γραμματείας, ο Ιμπέρειος ως ρημάδα, με τη μορφή της ρημάδας, αποτελεί συνδετικός κρίκος, μπορεί και κείμενο κλειδί. Και μάλιστα αυτός είναι ο λόγος που βρισκόμαστε όλοι μαζί τώρα να τον ακούσουμε, να τον απολαύσουμε. Μέσα από τους στίχους πάλλεται ο σφυγμός της ρηθικής μετατροπής μέσα στην συνείδηση του ελληνόφωνου αναγνωστικού κοινού από το Μεσαίωνα στις απαρχές της νεοτερικότητας. Ο ρημαδόρος απεθύνεται όχι πλέον σε μια αριστοκρατική νεολέα, η οποία όνειρο πολύ τα ηρωικά αντραγαθήματα και την υπέρστατη ηθική δικαίωση, αλλά σε μια καινούργια αστική τάξη στην Βενετοκρατούμενη Κρήτη ή στην ίδια τη Βενετία. Ή σε άλλη πολύ με σημαντικό ελληνικό πολιτισμό τα χρόνια της τουοποκρατίας. Οι αναγνώστες, όπως προτείνει ο επιμελητής του τόμου της έκθεσης, θα είναι οι περισσότεροι αστικοί. Αυτοί οι αναγνώστες, ακροατές, ενδιαφέρονται για τα πλούτη και το εμπόριο, για τα καλά στέφανα των παιδιών τους, για τον κάθο πρέπεισμό, ακόμα και για την ταπεινότητα και την ευελιξία. Τέτοιες αξίες θέλουν στους πρωταγωνιστές ενός θηχωγικού αναγνώδματος ή και απαγγελίας. Ενδεικτικές στον τομέα αυτό είναι οι νουθεσίες του πατέρα του προς τον ήρωα, πριν βίει ο δεύτερος τον κόσμο να αναζητήσει τη δίχη του. Πάλι με το σύμπασιο, λέει ο πατέρας, μιλάει ο πατέρας. Να είσαι ευλογημένος και με τους ξένους πάντοτε είσαι εσύ αγαπημένος. Κάμε να είσαι ταπεινός, τους πάντας να πομένεις, αλαζωνίαν άπειχε, αυτόςες που παγένεις, εκ την αλαζωνίαν πολλοί είδα απόλεσθήκαν, τροπές υπέλευαν πολλές και κατάδικασθήκαν. Άλλο προτέρημα που παρέχει ο Ιμπέριος και Μαργαρώνα είναι η συντομία. Με 1046 ιστοίχους αποτελεί την πιο σύντομη από όλες τις ελληνικές μυθιστορίες που σώζονται από οποιαδήποτε εποχή. Πρώτας ο μεταφραστής και στη συνέχεια ο διεσκευαστής Φρυμαδόρος, που τον διαδέχτηκε, αποφεύγουν τους ρητορισμούς και τις παρεκφάσεις που άλλοτε χαρακτηρίζονται ο ίδος. Για παράδειγμα, ο Λύβιστρος και ο Ροδάμνη του 13ου αιώνα έχει τέσσερις χιλιάδες τύπους, τέτρα πλάσιο δηλαδή του Ιμπέριου. Ο ερωτόκριτος, γραμμένος γύρω στα 1600, απλώνει σε δέκα χιλιάδες. Χίλις, χίλιπε πάνω κάτω μόνος τύχης ο Ιμπέριος. Στον Ιμπέριο, αντίθετα, όπως και αυτό χρωστάμε στον επιμερικτή του τόμου, βολιάζεται στον κορμό της ελληνικής μυθιστορίας κάτι από τη ζωηρότητα και του νεόκοπου ιταλικού είδους της νουβέλας. Να σκεφτούμε τότε, όχι ηλιόδωρο, όχι εστάθιο μακρενβολίτη, ούτε καλύμαχο και χρυσορόι, αλλά να σκεφτούμε βοκάκιο. Και τι κάπου ξαφνικά, ξαφνιάζει με ελληνικά δεδομένα, να το σκεφτούμε έτσι, αλλά έτσι φαίνεται. Και είναι γεγονός ότι σε έναν τόμο πεντακοσίων σελίδων, όπως ήδη αναφέρθηκε, 30 μόνο σελίδες κατέχει το κυρίως κείμενο. Αυτό όμως και για καλό, θα πει εμπεριστατωμένη φιλολογική έκδοση. Το κείμενο πλαισιώνεται από συστηματικές αναλύσεις όλων των σχετικών προβληματισμών και δεν θα σας μιλήσω πιο αναλυτικότερα για την φιλολογική έκδοση. Μόνο που να τονίσω ότι σε ένα σύντομο πρόλογο, ο κ. Ιαββύς εκθέτει τους φασικούς στόχους της έκδοσης και αυτά μας αφορούν οπωσδήποτε. Ο ένας είναι η επαναξιολόγηση ενός έργου, που κάποτε υπήρξε πέστσελε και τώρα παραμένει άγνωστο. Από σήμερα όμως δεν παραμένει τόσο άγνωστο όσο ήταν. Άλλος στόχος είναι η ανοίχνωση της δημιουργικής επέμβασης του διεσκευαστή ρημαδόρος του υλικό του, ένα θέμα αρκετά περίπλοκο και μάλιστα σε σχέση με τα ιστορικά δεδομένα της αποχής όσο ζούσε εκείνος. Τρίτος και καλύτερος στόχος, πάλι, η ένταξη του Ιμπέριου στην ιστορία της ελληνικής αλλά και της ευρωπαϊκής γραμματείας της αποχής αλλά και μεταγενέστερα. Εκτός... ένα μικρό σχολιασμό τώρα για την έκθεση, γιατί χρειάζεται εδώ. Εκτός από το ίδιο το κείμενο μαζί με τα απαιτούμενα δημιουργραφικά στοιχεία και παραθέματα, όλα τα συνοδευτικά κείμενα είναι γραμμένα στα αγγλικά. Όπως επίσης δηλώνουν ο τίτλος και ο υπότιτλος του τόμου. Αν και λιγότερο προσθητός στον Έλληνα αναγνώστη, με τη μορφή αυτή η έκθεση παίρνει πιο εύκολα τη θέση που της αξίζει του κειμένου στη διεθνή βιβλιογραφία. Από την άλλη, σκέφτηκα διαβάζοντάς ότι είναι ζήτημα κάποιος που μπορεί να απολαμβάνει τα δύσκολα νεοελληνικά του 19ου αιώνα, τη ρεστή γλώσσα του Ιμπέριου. Πόσο πραγματικά θα δίσκομαι εγώ τον ίδιος αναγνώστης, αν έγραφε ο επιμελητής το σχολιασμό στη δική του γλώσσα, που είναι πολύ πιο καθημερινή και εύκολη. Τέλος πάντων, η πρώτη αυτή φιλολογική έκθεση του Ιμπέριου αποτελεί σημείο αναφοράς για όσους ακολουθήσουν στο μέλλον και παίρνει και αξιώνει τη θέση της και του έργου ανάμεσα σε άλλες φιλολογικές εκδόσεις. Παραδείγματος χάρη, των δύο παραραγών του Λίβιστρος και Ροζάμνη, με επιμέλεια αντίστοια του Παναγιώτη Αγαπητού και της Τίνας Λεντάρη, η οποία είναι μαζί μας απόψε, και οι οποίες κυκλοφορούν επίσης από το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Και όλες αυτές οι καινούργιες εκδόσεις που φιλοξενεί το ΜΙΕΤ, ανεβάζουν τη στάθμη της επιστημονικής έρευνας σχετικά με τη μεσαιωνική ελληνική γραμματεία ενιέννη και ιδεολογικά συγκεκριμένα τη μυθιστορία, χρειάζεται στη συνέχεια να προβληθεί το είδος αυτό ώστε να γίνει περισσότερο προσεκτό στο αναγνωστικό κοινό του σύγχρονου ελληνισμού. Και εκτρέψτε μου να πω ότι ελπίζω ότι με τη σημερινή απόψινή εκδήλωση και με την παρουσία σας, μαζί βοηθήσαμε τον κύριο Γερβή και τον ΜΙΕΤ και την Εθνική Βιβλιοδίκη της Ελλάδας να πάρει το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή. Τελειώνοντας απλώς θα ήθελα να τονίσω... Επιτρέψτε μου πάλι μια, αν θέλετε, προσωπική εκτίμηση. Τον Ιμπέλιο τον γνωρίζουμε και ακούγοντάς το, ακόμα πρέπει να το ξαναλέω, τον γνωρίζουμε από μέρα σε μέρα καλύτερα. Η εντύπωσή μου, ως τώρα τουλάχιστον, είναι η ρημάδα να μην θεωρήσει ως αριστού ρήμα της ελληνικής λογοτεχνίας, όμως η φιλολογική εκδοθή της από τον Κώστε-Γιαβή και από τον ΜΙΕΤ, πράγματι αποτελεί αριστογηματικό παράδειγμα της σημερινής φιλολογικής αισθήμης και της εκδοτικής πρακτικής εδώ στην Ελλάδα. Σας ευχαριστώ. Και θα κλείσει της ομιλίας και της υγιής, πριν περάσουμε στη συζήτηση, ο Κώστας-Γιαβής, αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστήμιου της Σαλονίκης, για τον οποίο τόσα πολλά και καλά ακούσαμε μέχρι τώρα. Κύριε Γιαβή. Τα περισσότερα από τα οποία δεν ισχύουν βέβαια. Κύριες και κύριοι, ευχαριστώ πάρα πολύ για την παρουσία σας απόψε εδώ. Σας ευχαριστώ προσωπικά, έναν προς ένα, για την ευγενιά σας, που υποβληθήκατε στον κόπο να έρθετε για να ακούσετε για τον Ιμπέρο και την Μαργαρώνα του. Η εκδήλωση αυτή δεν θα γινόταν χωρίς τον κ. Ζουμπουλάκη. Συναντήθηκα με τυχαία σε μία βιβλιοπαρουσίαση, μόλις είχε βγει η δικημοκριτική έκδοση και μου λέει κάτι πρέπει να κάνουμε για αυτό το γνωστό άγνωστο διαμάντη της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας. Και είχε αυτό το χαμόγελο που έχει ένας αναγνώστης, όταν ανακαλύπτει ένα χαμένο βιβλίο, ξεχασμένο λίγο, στο ράφι της βιβλιοθήκης του. Μου δίνει λοιπόν πολύ μεγάλη αυτή τη χαρά να κουβετιάζουμε απόψε για αυτό το παλικάρι από την Προβέντζα, που μάλλον δεν ήταν υπότης. Όπως χαρά μας δίνει με τα βιβλία του τα δικά του, όταν μιλάει για τα πιο μεγάλα θέματα, για τον Θεό, για τον άνθρωπο και κατορθώνει να κρατά το μέτρο στη φωνή και στα επιχειρήματα του. Τον ευχαριστώ πάρα πολύ και για τα δυο δώρα αυτά. Βλέπω πολλούς σεβαστούς συναδέλφους από την Ακαδημακή Κοινότητα, των αγαπημένους φίλους, μαθαίνω πάρα πολλά και απολαμβάνω τα βιβλία σας, τις εφημερίδες σας, τα περιοδικά σας. Με συγκινεί πάρα πολύ η τιμή που κάνετε απόψε στον φίλο μου τον Ιμπέριο και μου κάνει πράγματι πολύ μεγάλο κόπου. Θα πρέπει να προσπαθήσω να αποφύγω να μην σας μνημονεύσω έναν έναν, διότι είναι σίγουρο ότι θα εκτεθώ, γιατί θα μου ξεφύγουν πάρα πολύ από εσάς. Θα μου ευτύπιστο όμως να κάνω πολύ λίγες εξαιρέσεις. Θέλω να μνημονεύσω ιδιαίτερα τον κύριο Περικλιμπ Μίτκα, τον πρώην πρίτανη του Πανεπιστημίου. Έδωσε εξαιρετικά δείγματα γραφής όταν ήταν στο ΘΟΚΟ. Τώρα είναι πρόεδρος της Επιτροπής της Ανώδα της Αρχής της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και έχει σηκώσει πάρα πολύ ψηλά τον μπήχη και τις προσδοκίες μας. Να τον καλωσορίσω. Επίσης θα ήθελα να καλωσορίσω να μνημονεύσω τον καθηγητή του κ. Στέφανο Κακλαμάνη, τον ΠΑΠΑ, τον ενελάδη πρόεμον νεοελληνιστών. Τα βιβλία του είναι εγχειρίδια. Η ιδιαίτερη μνήμη θα ήθελα να κάνω στο πρόσφατο, η τρίτομη ιστορία της κριτικής πίεσης στην αναγέννηση, το οποίο θα προχωρεί τα πράγματα πάρα πολύ. Κύριε Κουστούλα Σκλαβενίτη, δεν είναι εδώ, δεν θα μ' ακούσει να την ονομάζω την καλύτερη επιμελήτρια τόμων στο γαλαξία. Με την κυρία Τίνα Λεντάρη πρέπει να έχω περάσει εκατομμύρια ώρες σκουβετιάζοντας τον Ιμπέριο και λίγο τον Λίβιστρο και καμιά φορά για υπολογοτεχνία. Θέλω να συγκρατηθώ, αλλά είναι δύσκολο, γιατί βλέπω στην πρώτη σειρά μόνο τον κύριο Μπακουνάκη, τον κύριο Βαγενά, τον κύριο Πασχάλι, τον κύριο Κασίνι, τον κύριο Ζόρα, πρέπει να σταματήσω τελείως. Το προσωπικό μου φίλο τον κύριο Άγι Παπαδόλου, εξαιρετικό νομικό, πρέπει να σταματήσω λοιπόν εδώ. Ιδιαίτερη χάρη όμως, αυτό πρέπει να το πω, δεν μπορώ να το παραλείψω, χρωστό στον φίλο και πολύ καλό συνάδελφο στο Ευπάντιο, τον βουλευτή τον κύριο Δημήτρη Κερίδη. Έναν ιδιορατικότατο διεθνολόγο, ενώ όταν λέω ότι θα προσπόριζε τιμή σε οποιαδήποτε κυβέρνηση να τον έχει στα μέλη της. Γελάει, είναι εκεί πίσω, αλλά ελπίζω να συμβεί κάποια στιγμή αυτό. Με τον Δημήτρη μας ενώ πάρα πολλές κοινές εμπειρίες και καλοί φίλοι, στην Αμερική και στην Ελλάδα. Έθεσε στη διάθεσή μου το δίκτυο Ναυαρίνου, το δίκτυο προβληματισμού και δράσης του οποίου προέσθατε. Χωρίς το οποίο θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο οι τρεις ομιλητές, οι μεσαίοι κεντρικοί ομιλητές όπως μας βλέπετε, να συγκεντρωθούμε στη Θεσσαλονίκη πριν λίγες μέρες και να κατηφορήσουμε στην Αθήνα. Με τον ευχαριστώ πάρα πολύ. Τον κ. Μαρκουλάκην τον παρακολουθώ από χρόνια, ένας σταυμάσιος εγκεφαλικός ιστοποιός από τους καλύτερους της γενιάς του, εξαιρετική τεχνική. Ανέβασε έναν αποδειγματικό ιδίποδα με τον κ. Ελιγνάδη στον κεντρικό ρόλο πριν από λίγα χρόνια. Μου έκανε πολύ μεγάλο δώρο και με συγκίνησε ο τρόπος με τον οποίον βρήκε να κάνει να ακουστούν αυτά τα ελληνικά, τα οποία γράφτηκαν μισή χιλιατία πριν. Λοιπόν, τον ευχαριστώ πραγματικά από την καρδιά μου και του μεγνώμαν. Εννοείται ότι τα θερμότερα, ευχαριστώ, πηγαίνουν στους δύο κυρίους που κάθονται κατέωρο θέρμα. Οι ομιλητές της εσπέρας είναι οι δύο λαμπρές κορυφές της φιλολογικής τέχνης, την οποία έχουν προωθήσει με τρόπους πάρα πολύ ουσιαστικούς. Ίσως γιατί έχουν και οι δυο αυτή τη λοξή ματιά, διότι ήγεραν ζητήματα εκεί που δεν το περίμενε κανείς και ανανέωσε την ερευνά μας με τρόπους πολύ δυναμικούς. Ο κ. Χόλτον εγκαινίασε αυτή την περίφημη σειρά της Βυζαντινής Καινοελληνικής Βιβλιοθήκης, όταν στο ΔΕΣ του Μορφωτικού Υδρύματος της Εθνικής Τραπέζης ήταν άνθρωποι όπως ο Γιώργος Εφαίρης και ο Λήνος Πολίτης. Το βιβλίο που εξέδωσε τότε ο Αλέξανδρος επίσης ένα κείμενο του 16ου αιώνα, όχι τόσο ωραίο σαν τον Ιμπέριο βέβαια. Σημειώθηκε. Η παγόρευση όμως, παρόλο ότι είναι τόσο λιγότερο ενδιαφέρον από τον Ιμπέριο, η παγόρευση πραγματικά, η έκδοση του Χόλτον στους νεοελληνιστές πώς εκδίδουμε αυτά τα πρώιμα κείμενα της λογοτεχνίας μας. Η πρόσφατη γραμματική που εξέδωσε μαζί με πολύ καλούς συνεργάτες, την κυρία Λεντάρη, την κυρία Μανολέσου, της μεσαιονικής και αναγενησιακής ας το πω ελληνικής γλώσσας, είμαι απολύτως βεβαίος ότι θα μείνει σημείο αναφοράς για πολλές πολλές δεκαετίες στο μέλλον. Κυριολεκτικός δέος με καταλαβαίνει όταν αναφέρομαι και στο δεύτερο μιλητή. Ο κύριος Μπίτον, όχι μόνο διότι ο κύριος Μπίτον είναι ο μοναδικός Σκοτσέζος, όπως ο ιδιοστονίζει με ευρωπαϊκή περιφάνεια και όχι Άγγλος, ο οποίος έχει τιμηθεί από τον πρόεδρο της ελληνικής δημοκρατίας με το γραβείο Αριστείας, έχει πάρει το παράσιμο του ταξιάρχημα, του τράγματος της τιμής. Προσπαθώ να αναλογιστώ έναν Έλληνα, ο οποίος έχει αντιστοίχως τιμηθεί από τη Βασίλη Σελισάβετη για την Προσφάδωση Τελελήνικα Γράμματα. Δεν υπάρχει ακόμα τέτοιος. Κυρίως όμως για τον κύριο Μπίτον πρέπει να μνημονεύσουμε ότι τα βιβλία του είναι από τα βασικότερα, αν όχι τα βασικότερα, λήμματα της βιβλιογραφίας σε όποιο πεδίο της νέας ελληνικής φιλολογίας θέλεις να μελετήσεις από το Μεσέωνα και πέρα. Λοιπόν, και με τους δύο μεσηδεύω πάρα πολύ σημαντικά πράγματα, εδώ και πάρα πολλά χρόνια είναι μέντορες μου και δάσκαλή μου, αλλά δεν είναι τόσο αυτό. Είναι ο γενναιόδρος τρόπος με τον οποίο με αντιμέτωπισαν από την αρχή, ο νεότερος συνάδελφος, από τον οποίο όμως είχαν απαιτήσεις. Έχουμε κάνει πολλές συζητήσεις, πολλά κείμενα, κυρίως οι παρατηρήσεις και τα σχόλιά τους όμως μου γέννησαν την ανάγκη της διαρκούς αναζήτησης του πιστικότερου επιχειρήματος, το οποίο όμως πρέπει να είναι πάντοτε διατυπωμένο με τριοπαθείς τρόπους. Πραγματικά πιστεύω ότι για να γράψω αυτό το βιβλίο, εσκαρφάλωσα σε πλάτες γιγάντων. Πολύ θέλω να πιστεύω ότι πίσω σε έχω πείσει και εγώ πάνω σε ένα δυο ζητήματα που έχω προλάβει να το υποθετηθώ. Οι παρουσιάσεις των δύο μιλητών στην πραγματικότητα ακυρώνει την ανάγκη για μια δική μου παρουσίαση, όμως σκέφτηκα αφού βρεθήκαμε να σας πω και εγώ μια δυο περιπέτειες που έζησα, εκδίδοντας την ωραία αυτή περιπέτεια του Ιμπερίου και ένα δυο πράγματα προσπάθησα να πω. Έχουν όλα σκοπό να κατατείνουν στο να σας δείξω, λίγο αδρά και όχι τόσο βαριά, κάποιες ζητήματα, κάποιες προϋποθέσεις της πρόσληψης του Ιμπερίου αυτής της ιστορίας του 16ου αιώνα, σήμερα στο κοινό του 21ου. Λοιπόν, νομίζω ότι μια μοντέρνα έκδοση αυτής της ιστορίας, οφείλει, αυτό έκανε η δική μου, να έχει μια τριπλή σκόπευση. Το πρώτο πράγμα που θέλεις να κάνω είναι να αποδώσω με τη μεγαλύτερη δυνατή επιστημονική ακρίβεια το μακρινό αυτό κείμενο και άγνωστο κείμενο και μάλλον δυσανάγνωστο κείμενο για μας του 16ου αιώνα. Με ενδιέφερε να γράψω για το αισθητικό φαινόμενο της λογοτεχνίας, πατώντας όμως σε κείμενα, σε ντοκουμέντα. Και ίσως ήταν η αυτή η δική μου υποσυνείδητη η αντίδραση στο φαινόμενο των περιόνιμων fake news, τα οποία έρχονταν τότε να αναφύγονται, να διασπύρονται, να διασκορπίζονται και να είναι από τότε πάρα πολύ ενοχλητικά. Λοιπόν, οι κριτικές εκδόσεις είναι από τις συνθητότερες φιλολογικές εργασίες. Συνήθως ξεκινά κανείς αναζητώντας την καταλληλότερη πήγη, που συνήθως είναι το αρχαιότερο χειρόγραφο, το οποίο μπορεί ενδέχεται να λανθάνει κάπου άγνωστο και ακαταλογογράφιτο σε μια οποιαδήποτε βιβλιοθήκη, σε ένα οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Εφόσον κατορθώσεις και το εντοπίσεις και το διαβάσεις, αρχίζεις να επινοείς κατά περίπτωση, ανάλογα με την περίοδο και το είδος του κειμένου, διάφορες τεχνικές και να επεξεργάζεις διάφορους μεθόδους, σύμφωνα με τις οποίες οφείλεις να εντοπίσεις πλαστούς τείχους και να τους εξοβελήσεις, πλαστούς τείχους οι οποίοι παρισέφρυσαν από ψημότερους, από κατοπινότερους, με τα γενέστερους συγγραφείς, πέρα από τη βούληση του συγγραφέα. Και αντιστοίχως, να εντοπίσεις άλλους τείχους οι οποίοι είναι συνθετημένοι, έχουν όμως σωθεί σε άλλα χειρόγραφα που μπορεί να σώζονται σε άλλα κείμενα, σε άλλες βιβλιοθήκες. Αυτά και άλλα πολλά. Λοιπόν, όταν ήμουν απολύτως βέβαιος ότι είχα καταρτήσει το καλύτερο κείμενο του Ιμπερίου που είχε υπάρξει ποτέ, δηλαδή εκείνο το κείμενο που, κατά την κρίση μου, ήταν πλησιέστερα στη βούληση του αρχικού συγγραφέα του, θεωρητικώς το βιβλίο είχε τελειώσει και είχε τελειώσει γρήγορα. Συνειδητοποίηση, όμως, είχα μαζέψει τόσο πολιτικό, τόσο πολλές ιστορίες, που ζητούσαν από μένα να τους δώσω τη φωνή για να ακουστούν. Τα αναγκυνησιακά ελληνικά, όπως τα αγγλικά του Σέξπιρ, είναι τόσο προσιτά στον κοντινό αναγνώστη, ώστε νομίζουμε ότι καταλαβαίνουμε τα πάντα. Αυτό συμπέρασμα και παρατήρηση είναι συγκλονιστικό, συγκλονιστική για τη συνέχεια του ευρωπαϊκού πολιτισμού μέσα στον χρόνο, πλην όμως στην πραγματικότητα υπάρχει πάντα μια ολίσθηση, μια απόσταση. Θα σας δώσω ένα και μόνο παράδειγμα, αφορμόμενος από τους στίχους που ακούστηκαν πριν λίγα λεπτά για το κονταροχτύπημα. Σε κάποια στιγμή περιγράφεται αυτό το κονταροχτύπημα, το οποίο όμως, αν προσέξτε, περιγράφεται με όρους πάρα πολύ τυπικούς, δηλαδή οραιοποιημένος ο ήρωας, είναι τόσο ακατάβλητος, με τόση ορμή, ακάματι, τόσο δυνατός, ώστε με το που χτυπά τον δόλιο αντιπαλό του, αμέσως το ρίχνει κάτω μαζί με τη σέλλα. Αυτό το μαζί με τη σέλλα είναι ένας τυπικός τρόπος απάντας σε όλα, ανεξέρετο στα κείμενα, τα οποία περιγράφουν κονταροχτυπήματα εκείνης της εποχής, ελληνόγλωσα και ξενόγλωσα. Και, αν προσέξετε, είναι απολύτως οραιοποιημένος, συνάδει προς την οραιοποιημένη αυτή σχηματική εικόνα, ότι ο ήρωας είναι ακατάβλητης δύναμης. Όποιος, όμως, έχει υπεύσει, έστω και μία φορά στη ζωή του, ξέρει ότι είναι απολύτως αδύνατο να αφαιρεθεί η σέλλα με οποιασδήποτε μορφή σπρόσκουση. Άρχισα λοιπόν να υποπτευούμε ότι κάτι συμβαίνει. Και άρχισα να αναζητώ τη πραγματικότητα σε νομολογία που διήπε τις κονταρομαχίες και τα χτυπήμα της μονομαχίας εκείνης της εποχής, σε εξειδικευμένες βιβλιοθήκες, κυρίως της Γαλλίας και της Ιταλίας. Προς μεγάλη μου έκπληξη, προς πολύ μεγάλη μου έκπληξη, βρήκα ότι υπήρχε ένας τεράστιος όγκος από κανονισμούς και κανόνες, οι οποίοι, ρητά και κατηγορηματικά, απαγόρευαν τη δολιοφθορά στη σέλλα του αντιπάλου. Για να υπάρχουν τόσοι πολλοί κανονισμοί, στη στιγμή ότι υπάρχουν και τόσοι πολλοί παραβάτες. Γιατί ήταν πάρα πολύ συνηθισμένο να πηγαίνεις και να πριονίζεις τη σέλλα του αντιπάλου. Και η αναγνώστης του 16ου αιώνα φαίνεται ότι ήταν απόλυτο συνηθισμένη με αυτήν την σκοτεινή τη δόλεια, την παράνομη εικόνα, όχι του υπότι, αλλά του καβαλάρη, ο οποίος με αυτόν τον ανθυρωϊκό και ανθυποτικό τρόπο πηγαίνει και πριονίζει τη σέλλα του ταλέπορου του αντιπάλου, για να το ρίξει εύκολα κάτω. Άρα, ο σημερινός αναγνώστης, αν δεν έχει αυτή τη μικρή πληροφορία, διαβάζει μια τελείως διαφορετική ιστορία, όπου ο έρωας είναι ο απολύτως χριστόήθης, ο ηθικότατος, ο τέλειος σε όλα, ο άψογος, υπότις. Λοιπόν, αυτές οι ιστορίες, αυτές οι ολισθηρότητες, απαντούν σε κάθε στίχο και πρέπει να εξηγηθούν στην κριτική προσέγγιση, ώστε ο αναγνώστης να μην διαβάσει κάτι άλλο. Πέρασα αρκετά περιπατητικά χρόνια, μεταφερόμενος από πόλη σε πόλη και από αρχή ως αρχή, ανάλογα με τις ανάγκες της έρευνας. Δεν θα ξεχάσω, κάποια στιγμή, είχα μεγκατασταθεί με την οικογένειά μου στο Παρίσι, όπου αναζητούσα μια υπερπολίτιμη έκδοση του Υπερίου, αυτή του 1562, η οποία ήταν πάρα πολύ χρήσιμη για να καταρτήσω το δικό μου κείμενο. Έπρεπε να δω τι φράσεις χρησιμοποιεί, τι λέξεις. Μου ήταν απολύτως απαραίτη. Είχε, όμως, χαθεί από κάποια στιγμή το 18ο αιώνα, δεν είδε κάποτε ένας φιλόλογος, αλλά από αυτό δεν είχε εξαφανιστεί κανείς φιλόλογος, βιβλιοθηκάριος, κανένας κατάλογος, δεν είχε την παραμικρή πληροφορία. Είχα μια υποψία ότι πρέπει να βρίσκεται κάπου στο Παρίσι, είχα δει και μια φωτογραφία στο Πουέτς της εποχής, όπου κάποιος στην ΩΑ, δηλαδή στο περιθώριο της σελίδας, είχε γράψει με τα χαρακτηριστικά γράμματα του 18ο αιώνα μια φράση. Με βάστη φράση αυτή βρέθηκα, να ζητώ για αρκετούς μήνες, στα αρχεία της πολεοδομικής υπηρεσίας της πόλης των Παρισίων, όπου βρήκα ότι υπήρχε πραγματικά μια διεύθυνση, στην οποία διεύθυνση αντιστοιχούσε ένα μοναστήρι που υπήρχε το ποτέ αλλά δεν υπάρχει πλέον, τα αρχεία του οποίου όμως σώζονται στα βασιλικά αρχεία της Γαλλίας. Το μοναστήρι αυτό είχε κλείσει από το βασιλιά της Γαλλίας το 1762 με βίαιο τρόπο, ήταν πολύ συνηθισμένο τότε και στο Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση και το 18ο αιώνα, οι βασιλείς κατατοδοκούν να κλείνουν μοναστήρια, υπήρχε πάντα ένταση ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους της εξουσίας στον κράτος και στην εκκλησία, αλλά τα αρχεία αυτά είχαν ευτυχώς κατασχηθεί και διασωθεί. Πηγαίνοντας λοιπόν για αρκετούς μήνες στα αρχεία αυτά, βρήκα ότι εκεί μόνας ένας περιφημότατος λόγιος της εποχής, ο οποίος κατέληπε πριν πεθάνει, την περιουσία του και το αρχείο του μαζί και τον υπερπολίτιμο για μένα Ιμπέριο, στο μοναστήρι αυτό το οποίο υπήρχε τώρα πια απόδειγμένα στα βασιλικά αρχεία, που τώρα είναι στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισιών. Πήγα λοιπόν στους ταξινομικούς ακριβώς του 18ου αιώνα, ψάχνα μόνο εκεί, στους καταλόγους εκείνης της εποχής και ο απολύτως απαραίτητος για μένα Ιμπέριος, ένα φυλαδιάκι φτεινό, βρέθηκε εκεί. Λοιπόν, όλη αυτή η αναζήτηση, που κράτησε αρκετούς μήνες μαζί με την αγωνία της, μεταφράζεται στην έκδοση που συζητούμε τώρα σε μία υποσημίωση. Ίσως άξιζε, αλλά το έγραψε όλο αυτό σε μία υποσημίωση. Λοιπόν, στο κεφάλαιο των σχολείων μαζεύω 160 σελίδες, όπως ανέφερε ο κ. Χόλτον, τέτοιων αναζητήσεων και καταλαβαίνω τώρα αναδρομικά ότι προσπαθούσα να γράψω το απόλυτο βιβλίο. Δηλαδή, ακριβώς επειδή υπάρχουν τόσες ολισθηρότητες, απόλυτο βιβλίο, εκείνο το βιβλίο, δηλαδή στο οποίο κάθε σχόλιο θα αποτελεί μία αυτόνομη διατριβή. Είναι το τελευταίο λέξι της επιστήμης, αυτή που αξίζει να δημοσιευτεί σαν άρθρο ή σαν βιβλίο. Αυτό γιατί υπάρχουν πάρα πολλές ολισθηρώες, πάρα πολλά κενά, χωρίς τα οποία ο υπέρειος, αυτό το προσεγγίσιμο για μας κείμενο γίνεται κατανοητό. Φυσικά σήμερα ξέρω που είμαι λίγο σοφότερος ότι απόλυτο βιβλίο δεν υπάρχει, δεν μπορείς να γράψεις το απόλυτο βιβλίο, αυτό που περιλαμβάνει τα πάντα, αλλά προσπαθούσα να εξηγήσω κάθε λογής, πληροφορία, οποιασδήποτε φύσης, ιατρικής, στρατιωτικής, φιλολογικής, φιλοσοφικής. Είπη προχθές ο κύριος Χόλντον και ιατρικής και ήρθε στο μυαλό μου το εξής. Κάποια στιγμή ο υπέρειος υπέβει για πάρα πολλές ημέρες για να σωθεί από τους διόκτες του και αρχίζει και το πονά το πλευρό του. Ήρθε λοιπόν η περίεργιά να ο πόνος αυτός είναι μυθοπλαστικός ή πραγματικός. Και βρέθηκα να μιλώ με την επικεφαλής αθλίατρο της εθνικής ομάδας μεγάλων αποστάσεων υπασίας της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία μου εξηγήσε τα πάντα. Μου έδωσε άπειρη βιβλιογραφία πάνω στο θέμα. Μπορώ να σε εξηγήσω τα πάντα για τον πόνο αυτό στο αριστερό μπρο ρο. Μην ανησυχείτε, δεν πρόκειται να το κάνω, αλλά ο πόνος αυτός είναι πραγματικός. Αυτό είναι πραγματικός ο πόνος αυτός, είναι ρεαλιστικός. Λοιπόν προσπαθούσα να εξηγήσω όλα αυτά τα πράγματα που μπορεί να χρειαστεί ένας σύγχρονος αναγνώστης. Φυσικά γνωρίζω ότι αυτό το απόλυτο βιβλίο δεν υπάρχει, αλλά εν το μεταξύ εγώ έζησα την απόλυτη πανδεσία του ερευνητή. Κάποια στιγμή επιδιώξα να πάρω μια ερευνητική θέση στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρ, όπου οι δυνατότητες των βιβλιοθηκών και των αρχείων είναι εκτυφλωτικές, διότι ιστορία έχετε ακούσει, ισχύει και υπολύπεται της πραγματικότητας. Η ανάγκη μου όμως για ροή πληροφοριών ήταν τόσο μεγάλη που ακόμη και αυτούς τους θεωρούσα αργούς. Και κανόνισα να εκπονώ την ερευνά μου στην περίφημη βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, που στεγάζεται σε αυτό το υπέροχο άσπρο κτίριο, με την άσπρη κούπολα, στο Καπιτόλιο στην Οάσιχτο. Πρέπει να πέρασα την ονειρικότερη περίοδο της ερευνητικής μου καριέρας μέχρι σήμερα. Φυσικά δεν ήταν όλα ρόδινα, υπήρξαν πάρα πολλά ατυχήματα και δυσκολίες και απογοητεύσεις. Δεν θα ξεχάσω μια φορά στο Βατικανό, έπρεπε να μελετήσω ένα πάρα πολύ κεντρικό χειρόγραφο του Υπερίου και επικυφαλής της υπηρεσίας διαπιστεύσεων εκείνο το πρωί. Η διαπιστεύση είναι οι ονομαστικές άδειες που πρέπει να πάρει ο κάθε ερευνητής για να μπει μέσα να περάσει τα άδειτα των αδείτων και να δει αυτά τα ανεκτοί με τα χειρόγραφα. Λοιπόν, επικυφαλής της υπηρεσίας διαπιστεύσεων εκείνο το πρωινό, εκείνη την ώρα που πήγα εγώ, ήταν μια καλόγρια Αμερικανίδα, καθολική φυσικά, η οποία μου θύμιζε πάρα πολύ την μαθηματικό μας στο γυμνάσιο. Εκπάγλου καλλονίζει μαθηματικός, αλλά ό,τι έλεγε εμένα μου ήταν παλιίως ακατάληπτο. Δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα. Αυτή η μαθηματικός πρέπει να είναι ένα λόγος για τον οποίο εγώ είμαι σήμερα φιλόλογος. Λοιπόν, για να γυρίσω στην καλόγρια, για ένα εξίσου ακατάληπτο λόγο, δεν μπορώ να το καταλάβω, καταλαβαίνει έναν περίεργο κανονισμό, δεν ξέρω ποιο έρχεται ακόμα και σήμερα, μου απαγόρευσε την είσοδο. Με διώξει, απαγορεύεται. Καταστροφή. Πρέπει να πέσω τις φρεχτότερες τρεις ώρες της ζωής μου, επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο και αναλογιζόμενος όσο μπορώ να ξεπεράσω αυτό το πρόβλημα και να λύσω το θέμα, να ξεπεράσω την καλόγρια και να δω το χειρόγραφο. Το είδα το χειρόγραφο την επόμενη μέρα και για πολλές μέρες ακόμη, αλλά αισθάνομαι ότι δεν γνωρίζουμε αρκετά καλά. Θέλω να πω στο κοινό δηλαδή, νομίζω δεν είμαι ψυχολογικά έτοιμος μετά από χρόνια να αποκαλύψω πώς λύθηκε το πρόβλημα. Αυτό ήθελα να πω. Έχω εκτεθεί ανεπανόρθωτα, είναι και η κορί μου. Δεν μπορώ να φύγω γιατί ακούω την ιστορία και τρελαίνομαι. Θα σας την πω κάποια στιγμή, μετά από πολλά χρόνια, αφού παντρευτεί η κόρη μίσος. Έτσι που έχω εκτεθεί ανεπανόρθωτα θα σπεύσω στο δεύτερο στόχο του βιβλίου. Κάθε κριτική έκδοση αναπόφευκτα είναι κειμενοκεντρική, δηλαδή εδράσζεται πάρα πολύ σφρυγηλά πάνω στο συγκεκριμένο κείμενο το οποίο υπηρετεί. Εγώ επεπώθησα η δική μου να αρθεί από το κείμενο του Ιμπερίου και να αναθεωρήσει την ιστορία της νέας ελληνικής λογοτεχνίας ως προς τις πρόημες εμμυνηστορίες αυτές. Η περίοδος μεταξύ του 12ου και του 16ου αιώνα είναι απολύτως κρίσιμη για τον νεότερο ελληνικό πολιτισμό. Αφενός η ελληνική κοινωνία επεξεργάζεται μια καινούργια αντίληψη περί εθνικής ταυτότητας. Δηλαδή, έχει καταρρεύσει το Βυζάντιο ή πρόκειται να καταρρεύσει το Βυζάντιο και οι άνθρωποι αυτοί το καταλαβαίνουν και προσπαθούν να καταλάβουν ποιοι είναι και πού πηγαίνουν. Αυτή η φυγόκενρη θεσμική ταλάντωση δημιουργεί μια έκεντρη πολιτιστική έκλυση ενέργειας. Πηγαίνει περισσότερη πολιτιστική δύναμη στις περιφέρειες και οι άνθρωποι, η συγγραφή στις περιφέρειες αρχίζουν να δημιουργούν μια καινούργια συνείδηση των λογοτεχνικών δυνατοτήτων και προϋποθέσεων της νέας ελληνικής ως λογοτεχνικής γλώσσας. Δηλαδή, με άλλα λόγια προσπαθούν να καταλάβουν πώς μπορούν να κάνουν καλή λογοτεχνία υψηλών απαιτήσεων στα νέα ελληνικά, που είναι μια αδοκίμαστη γλώσσα, μέθοδι ακόμη, δεν είχε γραφτεί καλή λογοτεχνία στη δημοδική γλώσσα μέχρι την περίοδο περίπου. Μολονότι είναι τόσο σημαντική η περίοδος αυτή, γνωρίζουμε μάλλον λιγότερα από τι θα έπρεπε και από τι θα οφείλαμε ακόμα. Για παράδειγμα, το ένστικτο των πολύ παλαιότερων ερευνητών τους έκανε, ακούστηκε και ο προηγουμένος, να αναζητούν τις πηγές και τις επιρροές αυτής της προημής φάσης αποκλειστικά και μόνο στα αρχαία ελληνικά κείμενα. Ωσάν οι συγγραφείς να μπορούσαν να διαβάσουν μόνο αρχαία ελληνικά και μόνο βυζαντινά. Στον Ιμπέριο όμως ανακαλύπτονται δεκάδες επεισόδια, τύποι, φράσεις, που αποδεικνύουν πέρα πάσης αμφιβολίας ότι ο συγγραφέας του ήταν απολύτως συντονισμένος με τις λογοτεχνικές μόδες και εξελίξεις στη Δύση. Το ΣΟΚ όμως, για μένα τουλάχιστον, ήρθε όταν βρέθηκαν πολλές και ουσιαστικές ομοιότητες και με την περσική λογοτεχνία. Στην πρώτη γραφή της έγκδοσης δεν υπάρχουν αναφορές στα περσικά, δεν μπορούσαν να διαβάσω τότε. Άρχισα όμως να υποπτεύομαι ότι οι ανταλλαγές με αυτήν... έχω δύο λεπτά. Άρχισα να υποπτεύω ότι υπάρχει πραγματικά πολύ μεγάλη επιρροή. Είναι πολύ πιθανό να υπάρχουν επιρροές από τα περσικά. Και άρχισα να μαθαίνω να τα διαβάζω. Μου πήρε κάποια χρόνια. Νομίζω όμως ότι θα τα μυθούμε, διότι στο βιβλίο θα βρείτε εντυπωσιακότα κοινά χαρακτηριστικά με την περσική λογοτεχνία. Στο βιβλίο θα βρείτε εντυπωσιακότα κοινά χαρακτηριστικά με την περσική ποιήση. Όχι μόνο ως προς το ενημέριο, αλλά και ως προς την γενικότερη ποιήση της εποχής. Πρέπει να σε πετάσω κάτι άλλο παρα πολύ έξυπνο που ήθελα να σας πω. Λοιπόν, θα ανταποκριθώ σε κάτι που ακούστηκε πρωτεύτερα και θα τελειώσω εδώ. Το άλλο ζήτημα που με ενδιέφερε να ξανασκέφτομαι πάρα πολύ είναι το θέμα του ορισμού του Μεσαίωνα και της αναγέννησης. Ίσως εκπλαγείται, αλλά δεν είναι καθόλου εύκολο να ορίσουμε πού αρχίζει και πού τελειώνει ο μεσαιωνικός πολιτισμός και πού αρχίζει και πού τελειώνει η αναγέννηση. Σε πάρα πολλά πανεπιστήμια διδάσκεται ακόμη κακίστα ότι ο Μεσαίωνας είναι κάτι ενιαίο, το οποίο συγκεντρώνει όλα τα κακά του κόσμου και από την άλλη η αναγέννηση είναι πάλι κάτι φαντασιακά ενιαίο, το οποίο είναι όλα τα καλά. Ελπίζω να σοκάρω κάποιος από εσάς, όχι τον κ. Κακραμάνι πως τα ξέρει αυτά πολύ καλά, αλλά τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Γιατί στην αναγέννηση βρίσκουμε μερικές φριχτές στιγμές απ' ανθρωπίας και μισαλοδοξίας, ενώ αντίθετα στο Μεσαίωνα βρίσκουμε λαμπρές εκφράσεις της ανεκτικότητας, της πληθυντικότητας και της ανθρωπιάς. Λοιπόν, ήθελα ο Ιμπέριος να είναι μια αφορμή να οριστεί με όρους λόγοτεχνικούς, το κριτικό εκείνο λεξιλόδιο που θα μας επιτρέψει να καταλάβουμε ποιες είναι μεσεωνικές μυθιστορίες, υποτικές τις έλεγε ο Μακαρίτης ο Καριαράς, που δεν είναι, και ποιες δεν είναι. Φυσικά, η περίοδος χάζεται πάρα πολύ δουλειά ακόμα. Δεν είναι δουλειά ενός ανθρώπου να τα λύσει όλα αυτά τα προβλήματα. Πρέπει κυρίως να εμπνεύσουμε τα νέα παιδιά τους, τους νέους ερευνητές, ότι υπάρχουν συγκλονιστικά πράγματα που μπορούμε να πούμε και συγκλονιστικές συζητήσεις που οφείλουμε να ξεκινήσουμε και συγκλονιστική έρευνα που πρέπει να εκπονίσουμε. Τελειώνω. Δεν θέλω να τελειώσω όμως με αυτόν τον τόνο το διδακτικό και το δασκαλίστικο. Δεν χρειάζεται να είμαστε παγγελματίες, φιλόλογοι και καθηγητές για να απολαύσουμε καλή λογοτεχνία. Και ο τρίτος στόχος της ανάγκης να διαβάζουμε τον Ιμπέριος σήμερα είναι ακριβώς οι αναγνώστες οι οποίοι, χωρίς να είναι ειδικοί, χαίρονται μια καλή ιστορία, όπως μας συγκινεί ένα καλό ποτήρι κρασί ή ένας όμορφος πινάκας της ζωγραφικής. Και νομίζω ότι ο Ιμπέριος είναι μια καλή δημόδης λογοτεχνία της εποχής της, γιατί διαθέτει πολλές λεπταίσθητες αποχρώσεις της φωνής. Για παράδειγμα, σε μια σκηνή επικρατεί τόσο έντονος ερωτισμός, τόσο σωματικός αισθησιασμός, που ο ίδιος ο συγγραφέας του, για λόγους συμνότιδος, προσπαθεί να το καταπνίξει. Είναι αυτή ακριβώς η ένταση ανάμεσα σε αυτό που λέγεται και ανάμεσα σε αυτό που δεν μπορεί να λεχθεί, το οποίο δημιουργεί αυτή την εκκληκτική ομορφιά του Ιμπερίου. Λοιπόν, τελειώνω λέγοντας ότι αξίζει να διαβάζουμε το βιβλίο αυτό, αν πιάσετε το βιβλίο, την ιστορία, τη ρημάδα του Ιμπερίου, αξίζει να τη διαβάζουμε. Αν πέσει το βιβλίο αυτό στα χέρια σας, έχετε την άδεια του συγγραφέα του, όχι την άδεια, την παρότρινση του, την παράκληση του, να αγνοήσετε τελείως την εισαγωγή και τα επιλεγόμενα και να διαβάσετε και να ξαναδιαβάσετε συχνά την ωραιοτάτη αυτή ιστορία του Ιμπερίου και της Μαργαρώνας του. Ευχαριστώ πολύ. |