Διάλεξη 1 / Διάλεξη 1 / σύντομη περιγραφή

σύντομη περιγραφή: Ποια είναι η ιστορία και η επιστημολογία της Χινίας, είναι το αντικείμενο που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια για μερικές συναντήσεις. Για να είμαστε ακριβείς, δεν μπορεί να πει κάποιος ότι υπάρχει επιστημολογία συγκεκριμένα της Χινίας. Υπάρχει επιστημολογία που αναφέρεται σε όλες...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Ακριβός Περικλής (Αναπληρωτής Καθηγητής)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Χημείας / Ιστορία και επιστημιολογία θετικών επιστημών
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=4c6c79a8
Απομαγνητοφώνηση
σύντομη περιγραφή: Ποια είναι η ιστορία και η επιστημολογία της Χινίας, είναι το αντικείμενο που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια για μερικές συναντήσεις. Για να είμαστε ακριβείς, δεν μπορεί να πει κάποιος ότι υπάρχει επιστημολογία συγκεκριμένα της Χινίας. Υπάρχει επιστημολογία που αναφέρεται σε όλες τις συστητικές επιστήμες. Υπάρχει επιστημολογία που αναφέρεται σε όλες τις συστητικές επιστήμες. Υπάρχει επιστημολογία που αναφέρεται σε όλες τις συστητικές επιστήμες. Επίσης, η ιστορία της Χινίας είναι κάτι ιδιαίτερο και πρέπει να αντιμετωπιστεί κάπως ιδιαίτερα. Με την έννοια δηλαδή ότι η ιστορία, την οποία να μαθαίνουμε όλοι, η ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού, αναφέρεται σε κάποιες διαδικασίες που μπορούν να περιγραφούν με κάποιου είδους πρότυπο. Πώς δηλαδή ανέβηκαν σιγά-σιγά και δημιουργήθηκαν οι μεγάλες αυτοκρατορίες, οι μεγάλες οργανωμένες κοινωνίες, η άνοδος και η πτώση των Σουμερίων, των Ακαδίων, των Παμιγονίων, και όλα τα σχετικά. Αν θέλουμε να το φέρουμε πιο κοντά στα ελληνικά δεδομένα, η Αθηναϊκή Συμμαχία, η ηγεμονία των Λακεδαιμονίων στη συνέχεια, η ηγεμονία των Θηδέων, η Συμμαχία της Κορίνθου, η Αιτολική Συμπολητεία, η Ρωμαϊκή Δημοκρατία, Παύλα, Αυτοκρατορία, κλπ. Μπορεί δηλαδή, ψάχνοντας κάποιος στις διαδικασίες, στις κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές κλπ., να βρει κάποιους παράγοντες με βάση τους οποίους να μπορεί να εξηγήσει τον κύκλο, την άνοδο και την πτώση, αυτών των οργανωμένων κοινωνιών. Με την έννοια αυτή, η ιστορία των επιστήμων δεν έχει έννοια, γιατί στην ιστορία των επιστήμων δεν έχουμε παραμόνο, ας το πούμε έτσι για να έχουμε μια αντιστοιχία, την άνοδο και την πτώση κάποιων θεωριών. Η επιστήμη προχωράει συνέχεια, βλέπει και βρίσκει όλο και καινούργια πράγματα, συνεχώς αλλάζουν τα δεδομένα της, κατά συνέπεια δεν μπορούμε να ισχυριστούμε αυτό που κάποιοι το είχαν θέσει παλαιότερα για την ιστορία των ανθρώπων, ότι οι αιώνες αντιγράφουν αλλήλους. Υπάρχουν κάποιες αναλογίες στο πότε κάποιες επιστήμονικές ανακαλύψεις έλαβαν χώρα και όλα τα σχετικά, αλλά π.χ. δεν μπορούμε να το πούμε αυτό αυστηρά ιστορία. Με την έννοια αυτή λοιπόν, η αναφορά μας στην ιστορία της Χιμίας είναι, σαν να λέμε, η αφήγηση του παρελθόντος της Χιμίας, με έναν τρόπο που να μοιάζει μη ιστορία. Και σε αυτό το σημείο πάλι χρειάζεται μια επεξήγηση. Προφανώς η ιστορία της Χιμίας δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητη και εξεκομένη και να παροξιάζεται, έστω αφηγηματικά, άσχετα από την ιστορία του Συνόλου των Φυσικών Επιστημών. Φυσικά από τον κορμό των Φυσικών Επιστημών ξεπήδησε, ξεχώρησε και διαμορφώθηκε κάποια στιγμή η Χιμία, προηγουμένως όμως το σύνολο των Φυσικών Επιστημών είχε μία κοινή πορεία. Και βεβαίως δεν μπορεί την ιστορία, με τον τρόπο που είπαμε, θεωρώντας την των Φυσικών Επιστημών, να την εξετάσουμε ανεξάρτητα από την ιστορία της Φιλοσοφίας, από την οποίαν ξεπήδησαν. Επαναλαμβάνω, έτσι πάντοτε, θεωρώντας ότι ο όρος ιστορία εδώ περιγράφει τη διαδοχή των διαφόρων γεγονότων στο παρελθόν της Φιλοσοφίας των Φυσικών Επιστημών της Χιμίας, με ένα αφηγηματικό τρόπο, προξιασμένα, έτσι ώστε να έχουν την θέση ιστορίας. Έρχομαστε, λοιπόν, τώρα εδώ. Για την ιστορία λίγο πολύ τα ξεκαθαρίσαμε. Προφανώς, έτσι να το έχουμε κι αυτό υπόψι μας, οι επιστημονικές εξελίξεις σε έναν κάποιο τομέα, είτε είναι γενικότερα στις επιστήμες, είτε είναι πιο συγκεκριμένα στην Χιμία, δεν είναι ανεξάρτητες από τις κοινωνίες, στις οποίες πραγματοποιούνται, ούτε από το περιβάλλον, στο οποίο πραγματοποιούνται, ούτε από τις υπογγιτιστικές, κυρίως οικονομικές και άλλες συνθήκες, όπως επίσης και η ιστορία του ανθρώπου δεν είναι ανεξάρτητη από τέτοιου είδους κοινωνικούς παράγοντες. Έτσι μπορεί να ανατυχθεί κάποια αυτοκρατορία, όταν έχει το οικονομικό υπόβαθρο, όταν ο κόσμος που την αποτελεί έχει φτάσει σε μια κατάσταση, που να μπορεί να σκεφτεί σαν ένα ενέο σύνολο, που να μπορεί να σκεφτεί τα καλώς ή κακώς ενόμενο συμφέροντά του, όταν έχει κυρίως τα τεχνικά μέσα και κυριότερα το στρατό για να επιβάλλει αυτά που θέλει στους γείτονες, όταν αυτοκρατορία έχει δίκιο ωραίμον καινό, είναι η περιγραφή των πολέμων των Αναστατώσεων και των Αναταράξων. Πραγματικά θυμηθείτε, για έναν βασιλιά ο οποίος, ας πούμε, βασίλεψε πέντε χρόνια και έγινε τίποτα στην πορεία της βασιλείας του, τί μπορεί να μας πούμε για την ιστορία. Βασίλεψε πέντε χρόνια, τελεία και τίποτα άλλο. Αν είχε κάνει 15 πολέμους, όπως έκανε ο βασιλιός Βουλγάρος, για πολλούς από εμάς που είμαστε ή κάνουμε τους επιστήμονες, ο όρος επιστημολογίας φαντάζει λίγο περίεργος. Όμως, ο όρος αυτός υπάρχει και υπάρχει, όπως βλέπετε, από τις αρχές του 19ου αιώνα. Για πρώτη φορά ένας σκοτσέζος φιλόσοφος, αν είναι δυνατόν, ένας Τζέιμς Φρέντερικ Φεργέ, πρότεινε αυτόν τον όρο και με τον όρο επιστημολογία περιέλαβε ένα κομμάτι της φιλοσοφίας, το οποίο αναφέρεται στα ζητήματα της επιστήμης. Δηλαδή, πώς, με ποιον τρόπο, με ποια διαδικασία μπορεί καταρχήν να αποκτηθεί και δεύτερον να οργανωθεί και να οικοδομηθεί η γνώση γύρω από τις επιστήμες. Τον πείτε, όταν έχουμε μια επιστήμη, έχουμε και επιστήμονες που ασχολούνται με αυτή την επιστήμη. Έτσι, εγώ για παράδειγμα εδώ πέρα κάνω τον χημικό, κατά συνέπεια μπορώ έτσι να ισχυρίζομαι, τουλάχιστον στις ημερικούς κύκλους, ότι είναι χημικός επιστήμονας, κατά συνέπεια θα μπορούσε κάποιος να πει, ωραία, εσύ μπορείς να μας εξηγήσεις πράγματα για τη χημία, γιατί χρειαζόμαστε έναν φιλόσοφο να μας εξηγήσει και να μας δώσει να καταλάβουμε πράγματα γύρω από τη χημία. Τι μπορούμε να πούμε ότι είναι ένας επιστήμονας. Ένας επιστήμονας είναι κατεξοχήν ερευνητής και καταρχήν παρατηρητής των φυσικών επιστημών. Οι φυσικές επιστήμες, για να είμαστε ακριβείς, είναι και οι μόνοις επιστήμες. Στην Ελλάδα παρακοπτώντος γίνεται πάρα πολύ μεγάλη κατάχρηση πολλών όρων και κατάχρηση του όρου επιστήμη επίσης. Έχουμε επιστήμες αυτού του, εκείνου, του άλλου, του πάραλου τύπου. Τα τεμίματα στα πανεπιστήμια αναφέρονται ως εκείνων και των άλλων και των παράλλων επιστημών. Η επιστήμη τύπικα είναι μια συνολική διαδικασία μέσα από την οποία, με βάση την λεγόμενη επιστημονική μέθοδο, αφού γίνουν, κατ' αρχήν, παρατηρήσεις φαινομένων που συμβαίνουν στη φύση, στη συνέχεια γίνεται επανάληψη αυτού των ίδιων διαδικασιών κάτω από αυστηρά οι αναπόμενες συνθήκες στο εργαστήριο, γίνεται προσπάθεια να διερευνηθούν οι παράγοντες που υπηρεάζουν αυτά τα φαινόμενα, γίνεται προσπάθεια να δοθούν ερμηνίες για το τι συμβαίνουν αυτά τα φαινόμενα, δημιουργούνται κάποιες θεωρίες, οι θεωρίες αυτές ελέγχονται ως προς την ακρίβειά τους, την ορθότητά τους και την έκταση της χρήσης τους, και στη συνέχεια αυτό το βήμα επαναλαμβάνεται, συνέχεια, είτε για να ανοίξουν αυτό το συγκεκριμένο πεδίο, στο οποίο γίνεται η πρώτη παρατήρηση, ή να πάμε σε κάποιο επόμενο. Αυτή η διαδικασία της επιστημονικής μεθόδου είναι που καθορίζει και κάτι το οποίο λέγεται επιστήμη. Συνεπώς, ας σκεφτούμε αυτή τη στιγμή ποια από τα παραπάνω δήματα ισχύουν στην επιστήμη της νομικής, για παράδειγμα. Τέλος πάντων, ο επιστήμονας έχει φτάσει σε κάποιο σημείο που έχει ακούσει κάποια πράγματα, τα έχει κατανοήσει με κάποιο τρόπο, τα έχει βάλει στο μυαλό του, τα ανακαλεί από εκεί με πρώτη ευκαιρία, χωρίς να κάνει πάρα πολλές αναλυτικές νοητικές διαδικασίες, και στη συνέχεια έχει τη δυνατότητα να παρατηρήσει κάποια κοινούκια φαινόμενα, να εκφράσει τα αποτελέσματα των ερευνών του, των μετρησεών του και όλα τα σχετικά, και να τα εκφράσει κυρίως με βάση κάποιες θεωρίες που είναι γνωστές, και είτε να τις ενσωματώσει στο γνωστικό του υπόγραφο, είτε να ενσωματώσει μέσα στις θεωρίες τα δικά του αποτέλεσματα, είτε να απορρίψει τις θεωρίες αυτές. Συνήθως, τα πειραματικά του δεδομένα είναι κοινά, είναι γνωστά, ή και αν δεν είναι γνωστά σε όλους μπορούν να επαναληφθούν από άλλους επιστήμονες αλλού, οι οποίοι μπορούν να τα ελέγξουν και να δουν αν αυτός ο επιστήμονας έκανε σωστά τη δουλειά του ή όχι. Ο φιλόσοφος τώρα είναι ένας άνθρωπος ο οποίος κινείται στον κόσμο του ιδέα του. Δεν έχει να κάνει, ειδικά όπως έχει να κάνει ο φυσικός και ο χημικός επιστήμονας, με πράγματα χειροκιαστά, έχει να κάνει με ιδέες, έχει να κάνει με έννοιες που δίνει σε αφιερμένες ιδέες, με λέξεις που αντιστοιχίζουν σε αυτές τις έννοιες και κατά συνέβη καταλαβαίνετε, είναι πολύ λογικό και αναμενόμενο να υπάρχουν φιλόσοφοι που ασχολούνται με κάποιο αντικείμενο και να χρησιμοποιούν μια εντελώς διαφορετική ορολογία ο καθένας από τον άλλον. Να αναφέρονται στο ίδιο πράγμα με διαφορετικούς όρους ή να αναφέρονται με τον ίδιο όρος σε διαφορετικά πράγματα. Υπάρχει η εξής δυσκολία, δεν υπάρχει κάποιος χρονομαστιστής, δεν υπάρχει κάποιο πειραματικό αποτέλεσμα που να μας πει ότι είναι τόσο και πρέπει να το ερμηνεύσεις με τούτο ή το άλλο τρόπο. Ο καθηφιλόσοφος το ερμηνεύσει τα πράγματα με τον τρόπο που αυτός νομίζει. Ορίζει λοιπόν ένα σύστημα αξιών, ορίζει αξιωματικά κάποια πράγματα, τούτο είναι έτσι, τούτο είναι εκείνο και προσπαθεί στη συνέχεια με βάση αυτό να αναλύσει τα παραπέρα συμπεράσματα. Δεν μπορείς να υποβάλλεις μια φιλοσοφική θεωρία σε κανούς είδους έλεγχο, ειδικά όταν έχει οριστεί αξιωματικά στην αρχή ότι συμβαίνει τούτο, εκείνο, το άλλο και από εδώ και πέρα προχωρούμε, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα σχετικά. Αυτό αντιστοίχως γίνεται με τις υποστημονικές θεωρίες. Ο επιστήμονας λοιπόν, έτσι ας το διευκρινίσουμε λίγο παραπάνω, επιδιώκει να βρει την απλότητα της φύσης. Όλοι υποθέτουμε ότι η φύση λειτουργεί με κάποιον απλό τρόπο, δεν μας αρέσει η υπολυπλοκότητα. Αυτήν την υποβόσκουσα απλότητα προσπαθεί να βρει ο επιστήμονας, προσπαθεί να καταλάβει τους απλούς βασικούς νόμους που διέπουν όλα τα ας πούμε περίεργα και πολύπλοκα φαινόμενα, χρησιμοποιεί για αυτόν τον λόγο τις επιστημονικές του θεωρίες και για αυτόν τον λόγο σε αυτό το σημείο θα μου επιτρέψετε να κάνω την εξής πρόθεση. Ας μην αναφερόμαστε και σε φιλοσοφικές θεωρίες, γιατί μπερδεύουμε τον όρο θεωρία, τον δίνουμε με διαφορετικό περιεκόμενο σε κάθε περίπτωση. Επειδή ο φιλόσοφος προσπαθεί να διευκρινίσει μια υποτιθέμενη απλότητα των λιτικών διαδικασιών με βάση της οποίας μπορεί να περιγράψει την πολυπλοκότητα των αντιλήψεων γύρω από αφιερημένες έννοιες, καλύτερα θα ήταν για μένα να αναφερόμαστε σε φιλοσοφικά αρεύματα ή σε κατευθύσεις ή σε ομάδες φιλοσόφων, παρά σε φιλοσοφικές θεωρίες. Η επιστήμη τώρα. Εγώ λατινικά δεν έκανα στο σχολείο όταν ήμουνα μαθητής στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όμως ο διεθνής όρος είναι σάγιανες και μου λένε, συνάδητο που είναι σχετική, ότι προέρχεται από το λατινικό σιέντια, που σημαίνει έχω γνώση. Τώρα, με τη στενή έννοια του όρο, επιστήμη, αναφέρεται σε ένα ολοκληρωμένο σύστημα απόκτησης της γνώσης μέσω της επιστημονικής μεθόδου που αναφέραμε προηγουμένως, καθώς και στον καθορισμό του συνόλου της γνώσης που αποκτήθηκε μέσα από αυτή τη μέθοδο. Οι επιστήμες, από πολλούς, διακρίνονται σε φυσικές επιστήμες και σε κοινωνικές. Την δική μου άποψη σας την είπα προηγουμένως. Τώρα, και για την επιστημονική μέθοδο, λίγο πολλοί τα έχουμε ακούσει, τα έχουμε υπόψη μας, αλλά στα επαναλάβουμε. Η συνολική διαδικασία της επιστημονικής μεθόδου είναι να παρατηρήσω τη φύση, να προσπαθήσω να επαναλάβω το φαινόμενο που με ενδιαφέρει κάτω από συνθήκες όμως αυστηρά καθορισμένες, να προσπαθήσω να κατανοήσω το τι σημαίνει στο φαινόμενο, να ψάξω να δω δηλαδή τους διάφορους παράγοντες που επιτρέπουν πάνω σε αυτό, να ψάξω να βρω αν υπάρχουν συσχετίσεις ανάμεσα σε μεγέθη, σε φαινόμενα, σε εγκαταστάσεις και όλα τα σχετικά, στη συνέχεια να διατυπώσω τους νόμους που περιγράφουν αυτά τα φαινόμενα και βεβαίως, αν διατυπώσω κάποιο νόμο για ένα φαινόμενο, να προσπαθήσω να τον εφαρμόσω και σε φαινόμενα λίγο γειτονικά, λίγο περιφερειακά, αυτό το πράγμα το οποίο προσπάθησα να αναλύσω εξ αρχής. Τότε τα πράγματα πάνε καλά, αν ολοκληρωθεί ένας τέτοιος κύτλος και προταθεί κάποιος νόμος ή κάποια σχέση ή κάποιος σύνολο από σχέσεις, που διαπούν κάποιο φαινόμενο, τότε η επιστήμη έχει προχωρήσει ως έναν βαθμό στην κατανόηση αυτού του πράγματος που συμβαίνει στη φύση. Το καλύτερο βεβαίως είναι να μην υπάρχουν διατυπώσεις γυνικές και αόριστες ή και μακροσκελείς. Το καλύτερο για όλους μας, έτσι ακόμα και για τους μικρούς μαθητές στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, που είναι ο τύπος, ποιος είναι ο τύπος, αυτό ακόμα συνέχεια. Το καλύτερο λοιπόν είναι μια σχέση, μια συσχέτηση ανάμεσα σε μεγέθη, σε φαινόμενα, σε διαδικασίες και όλα τα σχετικά, να δίνεται με κάποια μαθηματική εξίσωση, αν είναι δυνατόν. Όσο περισσότερο μαθηματικές είναι οι διατυπώσεις για τους νόμους και τα φαινόμενα κάποιες επιστήμης, τόσο πιο ολοκληρωμένη θεωρείται και αυτή η επιστήμη. Με τη λέγη αυτή λοιπόν τα μαθηματικά έχουν αναχθεί, τουλάχιστον στη σύγχρονη εποχή, στο εργαλείο των επιστήμων. Τα μαθηματικά τώρα, αν το θεωρήσουμε τυπικά και αυστηρά, δεν μπορούν να αποτελούν επιστήμη. Εφόσον όμως είναι το εργαλείο των επιστήμων, δεν θα μπορούσαμε να αντεχθούμε ότι είναι κάτι έξω από τον κύκλο των επιστήμων. Από πολλούς, λοιπόν, έχει πρωταθεί, ήδη από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, ο όρος formal science, τυπική επιστήμη για τα μαθηματικά. Και επαναλαμβάνω, εκείνο το οποίο είναι το ζητούμενο από όλους μας, είναι να έχουμε κατωνατόν έκφραση, με όρος μαθηματικών, σχέσεων, εξισώσεων, συναρτήσεων, κλωδών, συγκεκριτικά, των φαινομένων των επιστημών. Το ερώτημα που έχουμε να σκεφτούμε τώρα και να απαντήσουμε είναι πώς μπορεί να διατυπωθεί η επιστημονική θεωρία, είναι εύκολο, είναι απλό και τι θα πει η επιστημονική θεωρία. Εδώ πέρα βλέπουμε ένα διάγραμμα που πρέπει να είναι γενικά γνωστό. Είναι ένα διάγραμμα που αναφέρεται στην ακτινοβολία του μέλλανος σώματος. Η ακτινοβολία του μέλλανος σώματος ήταν ένα θέμα που απασχολούσε τους φυσικούς στα μέσα και στα τέλη του 19ου αιώνα. Οι παρατηρήσεις που περιγράφονται εδώ πέρα από τις διάφορες καμπύλες, βλέπετε σε κάθε καμπύλη, υπάρχει αναφορά και για μία θερμοκρασία. Συνεπώς, η μαύρη καμπύλη παριστάνει μια σειρά από μετρήσεις που έγινε στους 3.500 βαθμούς Κ, παραπάνω στους 4.000-4.500 βαθμούς Κ, κλπ. Τι είναι λοιπόν αυτή η ακτινοβολία του μέλλανος σώματος? Μέλλανος σώμα, καταρχήν, στα ελληνικά, έτσι, στην διεθνή ολογία, ακριβώς το ίδιο πράγμα, black body. Είναι ένα υλικό το οποίο είναι μαύρο. Και τι είναι αυτό το μαύρο υλικό? Είναι κάτι το οποίο απορροφά όλες τις ακτινοβολίες και δεν αφήνει καμία να ξεφύγει από εκεί πέρα. Μπορείς εσύ πρακτικά να κάνεις ένα μαύρο σώμα και να το παρατηρήσεις. Παίρνεις έναν κύβο από ένα μέταλο ή από ένα κομμάτι γραφίτι, κάνεις μια μικρή τρύπα του μάκρους μέχρι κάποιους σημείους στο βάθος του και το υποβάλλεις σε θέρμανση. Καθώς λοιπόν θερμένεται, θερμένονται προφανώς και τα τμήματα του εσωτερικού εκεί που έχεις ανοίξει την τρύπα. Αυτά λοιπόν προσπαθούν να ακτινοβολήσουν προς τα έξω. Δεν γίνεται με κανέναν τρόπο ότι το γύρω-γύρω μέρος του σώματος απορροφάλλωσε ακτινοβολίες, μόνο από την τρύπα που έχεις ανοίξει μπορείς να παρατηρήσεις κάποιου είδους ακτινοβολία και αυτή την παρατήρηση την έχουμε καταγράψει εδώ πέρα. Παρατηρήσεις λοιπόν την ιδιοτή που είχαν καταγραφεί από τα μέσα και μετά του 19ου αιώνα και τον τύπο σε εγκόντων το εξής. Δείτε εδώ πέρα, υπάρχουν τα νανόμετρα, καλά το 0 δεν έχει καμία έννοια, αλλά εδώ πέρα κάπου στο 300 αρχίζει το ορατό και τελειώνει κάπου εδώ πέρα. Συνεπώς από αυτό το σημείο μέχρι εδώ είναι αυτό που λέμε εμείς το ορατό φάσμα. Αρχίζουμε εδώ πέρα κάπου από το ιόδες, από εδώ και κάτω από το υπεριόδες και εδώ πέρα τελειώνουμε στο ερηθρό, από εδώ και πέρα είναι το υπέρυθρο. Συνεπώς, τι μας λένε αυτές εδώ πέρα οι καμπύλες. Αν τις κοιτάξουμε τώρα, έτσι, μετά που έχουν γίνει χιλιάδες μετρήσεις και έχουν γίνει χιλιάδες καταγραφές, οι καμπύλες αυτές είναι εντελώς καθορισμένες. Η επανάληψη των μετρήσεων έδειξε ότι δεν είναι τυχία αυτά τα αποτελέσματα, κάπως έτσι είναι η υπόλοιπη κατάσταση, ας προσπαθήσουμε να το ερμηνεύσουμε. Εκείνο που μπορούμε να ερμηνεύσουμε είναι καταρχήν την παρατήρηση. Παρατηρώντας στο βάθος αυτής της τρύπας που έχουμε ανοίξει στο κομμάτι του γραφίτη ή του μετάλου μας, παρατηρούμε ότι καθώς η θερμοκρασία στην οποία το θερμαίνουμε αυξάνει, αυτό αρχίζει να εμφανίζεται κόκκινο. Αρχίζει δηλαδή να υπάρχουν εκπομπές σε αυτήν την περιοχή στα μεγάλα αμύγη κύματος εδώ που τελειώνει το ερηθρό και αρχίζει το υπέρυθρο. Είναι αυτό που λέμε ακόμα και στα διδακτικά βοηθήματα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ερηθροποιρώνεται. Θερμαίνοντας λοιπόν αρχίζει να φαίνεται κόκκινο γιατί εκπέμπει σε αυτήν την περιοχή των κόκκινων ακτινοβολιών. Όταν μάλλον συνεχίσει η θερμοκρασία που αυξάνεται, μας φαίνεται ότι γίνεται πιο κίτρινο, μας φαίνεται ότι γίνεται πιο έντονη η ακτινοβολία την οποία εκπέμπει και στο τέλος από κάποια στιγμή και μετά μας φαίνεται ότι είναι λευκό εντελώς. Αυτό είναι μια εμπειρική παρατήρηση. Εδώ αυτό που βλέπουμε πρακτικά, το οποίο επίσης έτσι ήταν γνωστό από τα τέτοια του 19ου αιώνα, ήταν αυτό ακριβώς. Σε μια θερμοκρασία έχω μια ένταση ακτινοβολίας, σε μια άλλη θερμοκρασία μεγαλύτερη-μεγαλύτερη ένταση ακτινοβολίας και όσο μεγαλώνει η θερμοκρασία μου τόσο μεγαλύτερη είναι η ένταση της ακτινοβολίας που παίρνω. Αυτό βεβαίως δεν θεωρείται αυτονόητο, παρόλο που για τους περισσότερους από εμάς τέτοιου είδους απλές γραμμικές συσκετήσεις είναι περίπου αυτονόητος. Μεγαλύτερη θερμοκρασία, μεγαλύτερη ένταση εκπομπής. Θα μπορούσε και να μην είναι έτσι. Πάντως αυτό με κάποιο τρόπο μπορούσε να ερμηνευθεί. Εκείνο που δεν μπορούσε εύκολα να ερμηνευθεί, ήταν αυτό ακριβώς. Ότι φαίνεται να υπάρχει και μια μετατώπιση στο μέγεθο αυτής της εκπομπής. Σε χαμηλότερη θερμοκρασία βρισκόμαστε εδώ, σε ψηλότερη θερμοκρασία πηγαίνουμε σε χαμηλότερη αρμική κύματος και αυτό συνεχίζεται συνέχεια. Όσο πιο πολύ ανεβαίνει η θερμοκρασία μας, ανεβαίνει η ένταση της εκπομπής, αλλά μετακινείται και το σημείο στο οποίο έχουμε τη μέγεστη εκπομπή. Ήταν λοιπόν αυτό εναφερόμενο το οποίο έπρεπε να εξηγηθεί. Δεν ήταν τίποτα αυτονόητο, δεν ήταν τίποτα απλό και κατανοητό. Λοιπόν, τι χρειάζεται να γίνει πάνω σε αυτό. Οι παρατηρήσεις είναι εδώ πέρα, έχουν καταγραφεί από πολλούς και από μας, ας πούμε, αν σήμερα κάθουμε μια τέτοια σειρά πληραμάτων. Πολύ ωραία, τώρα πρέπει να προσπαθήσουμε αυτό το πράγμα, να το εξηγήσουμε. Εδώ πέρα έχω ξεσηκώσει ένα διάγραμμα από το διαδίκτυο. Σε αυτό το διάγραμμα υπάρχει μια καταγραφή των συχνοτήτων. Προσέξτε, προηγουμένως είχαμε μήκη κύματος, θυμίζω ότι οι συχνόητες πηγαίνουν αντίθετα από τα μήκη κύματος, κατά συνέπεια μεγάλο μήκος κύματος, μικρή συχνόητα. Εδώ πέρα, λοιπόν, έχουμε τις συχνόητες να αυξάνουν προς τα δεξιά, κατά συνέπεια τα μήκη κύματος αυξάνουν προς τα αριστερά, εντάξει. Και έχουμε σημειώσει εδώ πέρα τρεις καμπύλες. Η κόκκινη καμπύλη αναφέρεται σε μια σχέση που πρότειναν οι Ράλι και Τζίντς, η μπλε καμπύλη είναι κάτι που πρότεινε ο Βιεν και η πράσινη καμπύλη είναι κάτι που πρότεινε ο Πλάνκ. Οι ακριβείς προτάσεις τους με μορφή μαθηματικών εξισώσεων βρίσκονται εδώ πέρα. Η σχέση του Βιεν, λοιπόν, διατυπώθηκε το 1896. Θυμηθείτε πώς ήταν οι καμπύλες της ακτινοβολίας των πέρα νοσώματος. Σε μεγάλο αμυκή κύματος ήμασταν σε κάποιο σημείο, όσο το μήκος κύματος μικρό να είχαμε μια αύξηση στην ένταση και μετά είχαμε πάλι μια μείωση. Συνεπώς, οι καμπύλες αυτές μοιάζαν όπως περίπου αυτή η πράσινη καμπύλη που έχουμε εδώ πέρα στη μέση. Η σχέση του Βιεν, λοιπόν, έχει μια ορισμένη μαθηματική διατύπωση και είναι πάρα πολύ καλή, ειδικά για μικρές τιμές μήκους κύματος ή μεγάλες συχνότητες. Προτάθηκε το 1896, αποδείχθηκε ότι για μεγάλο αμυκή κύματος δεν δουλεύει, κατά συνέπεια δεν μπορεί να περιγράψει όλο το φαινόμενο. Προσέξτε τώρα εδώ πέρα, αναφέρεται ότι η σχέση των Ράιλι και Τζίνς διατυπώθηκε το 1905, το 1905 ήταν η τελική της διατύπωση. Από τα 1900 ήδη ο Ράιλι είχε βρει τη σχέση με το αντίστροφο τη θέτα της δύναμης του μήκους κύματος. Αυτό λοιπόν, το αντίστροφο με την τέταρτη δύναμη του μήκους κύματος, έχει διατυπωθεί από το 1900. Άλλα και πάλι με την τελική διατύπωσή της, η σχέση των Ράιλι και Τζίνς, βλέπετε πώς πηγαίνει. Θεωρεί μια συνεχόμενη γραμμική αύξηση της ένδυσης σε κάτι το οποίο δεν είναι το παρατηρώμενο. Κατά συνέπεια έχω αυτή τη στιγμή δύο διαφορετικές προσεγγίσεις στο πράγματος, με μαθηματικές σχέσεις. Ο νόμος του Βιεν που δουλεύει σε μία περιοχή συχνοτήτων, οι μηκών κύματος και η σχέση των Ράιλι και Τζίνς που δουλεύει σε άλλη περιοχή. Μπορούμε να πούμε ότι έχουμε τον νόμο του Βιεν και τον νόμο των Ράιλι και Τζίνς. Βεβαίως κάποιος μπορεί να το πει έτσι, αλλά τυπικά αύστρα δεν είναι. Είναι κάποιες σχέσεις που περιγράφουν μία μικρή περιοχή ή μία μεγαλύτερη περιοχή, αλλά πάντως όλη την περιοχή των ορατονοκτινοβολιών. Το 1901, λοιπόν, πρότεινε μία σχέση τέτοιου τύπου και ο Plank. Η σχέση του είναι εκεί. Οι καμπύλιοι είναι οι πράσινοι που βούμε εδώ πέρα στο διαγραμμά μας. Και το ζήτημα είναι ότι αυτοί οι καμπύλιοι σχεδόν ταυτίζεται με τα πειραματικά δεδομένα. Τι μπορεί να πει λοιπόν κάποιος για αυτό το πράγμα. Μπορεί να πει ότι όσον αφορά την ακτινοβολία του μέλανου σώματος, έχουμε μια πρόταση από τον Βιεν, έχουμε μια πρόταση από τον Ράιλι, καταρχήν και τον Ράιλι και Τζίνς στη συνέχεια. Αυτές οι προτάσεις δεν περιγράφουν το φαινόμενο σε όλη την εκτασίδο, δηλαδή σε όλο το ορατοφάσμα. Υπάρχει όμως και μια πρόταση του Plank, η οποία πρόταση φαίνεται να δουλεύει σε όλη την έκθεση του ορατοφάσματος. Τυπικά, λοιπόν, θα πρέπει να πούμε εμείς έχουμε στη διάθεσή μας, έτσι βλέποντας το πράγμα ιστορικά, τρία μοντέλα, το μοντέλο του Βιεν, το μοντέλο των Ράιλι και Τζίνς και το μοντέλο του Plank. Όταν η εφαρμογή των μαθηματικών σχέσεων που μας δώσανε πάνω στα πειραματικά δεδομένα που υπήρχαν, έδειξε ότι τα δύο πρώτα μοντέλα δεν ανταποκρινόταν σε όλη την έκθεση του ορατοφάσματος, αλλά το μοντέλο του Plank ανταποκρινόταν, τότε, από αυτό το σημείο και πέρα, ενώ οι σχέσεις του Βιεν και του Ράιλι Τζίνς έχουν μόνο ιστορική αξία για να συζητηθούν, και το μοντέλο του Plank αναβαθμίζεται και γίνεται υπόθεση. Έχουμε, λοιπόν, από το 1900 κάτι, πραγμανώς όχι από το 1901, από το 1900 κάτι και μετά, έχουμε την υπόθεση του Plank που μας λέει ότι, ξέρετε, αν χρησιμοποιήσετε μια τέτοια είδους εξίσωση, μπορείτε να περιγράψετε πολύ καλά το φαινόμενο της ακτινοβολίας των μέλλων οσώματος. Τελεία. Σε αυτή την εξίσωση, υπάρχει μέσα και εκείνο το περίφημο H. Εκείνο το περίφημο H, το οποίο εμείς αργότερα, αυτό εδώ, για να τιμήσουμε τον Plank, το ονομάζουμε στα θέλα του Plank. Εντάξει, είναι αυτό εδώ το H. Αυτό, λοιπόν, μπαίνει στη ζωή μας από εδώ και πέρα. Χρησιμοποιώντας κάποιοι αυτήν την προσέγγιση του Plank, αυτήν την θεόρεση, γιατί, για να καταλήξει αυτήν τη σχέση, έκαναν κάποιες νοητικές διαδικασίες, έκαναν κάποιες θεωρήσεις, αυτό το H έπαιζε έναν ρόλο. Κάποιοι, λοιπόν, θεωρώντας ότι μπορούν να πατήσουν πάνω σε αυτό, χρησιμοποιήσαν την υπόθεση του Plank και εξέτασαν και εξήγησαν και άλλα φαινόμενα. Το φωτοελεκτρικό φαινόμενο, για παράδειγμα, εξηγήθηκε πάρα πολύ καλά από τον Einstein, χρησιμοποιώντας την προσέγγιση και την υπόθεση του Plank, ότι υπάρχει αυτό το H και ότι πήγε κάποιο ρόλο στη ζωή μας. Και για να είμαστε ακριβείς, οι περισσότεροι ξέρουμε τον Einstein, οι περισσότεροι ξέρουμε ότι ήταν ένας από τους μεγάλους επιστήμονες, φυσικός, οι περισσότεροι μπορεί και να ξέρουμε ότι κάποτε τιμήθηκε με τον Νομπέλ για τη φυσική και οι περισσότεροι επίσης θα θεωρούμε ότι τιμήθηκε με τον Νομπέλ για τη φυσική για τη θεωρία της σχεδικότητας για την οποία τον γνωρίζουμε, ακόμα και στα σχολικά εγχειρίδια, δηλαδή, έτσι, στο Λύκειο και στο Γυμνάσιο, αναφέρεται ο Einstein και θεωρίδες και οι δικότες κλπ. Όχι, τον Νομπέλ ο Einstein το πήρε για την ερμηνεία του φωτοελεκτρικού φαινομένου. Και η ερμηνεία του φωτοελεκτρικού φαινομένου, που δεν είναι η εκπομπή του μέλλον ο σώματος, βασίστηκε πάνω στην υπόθεση του Plank για την ύπαρξη κάποιων στοιχειωδών ταλαντοτών, όπου ο καθένας είχε μια ενέργεια ακέραιο πλαπλά σε αυτό το H. Τι σημαίνει αυτό για μας? Σημαίνει ότι η υπόθεση του Plank χρησιμοποιήθηκε από έναν άλλον, από τον Einstein. Θα μπορούσε να είναι και από τον Plank τον ίδιο, για να εξηγήσει ένα φαινομένο που δεν είναι η εκπομπή του μέλλον ο σώματος, αλλά το φωτοελεκτρικό φαινομένο. Κατ' συνέπεια, μπορεί η υπόθεση του Plank να αναβαθμιστεί σε θεωρία. Έχουμε, λοιπόν, τώρα μια θεωρία, που βέβαια μπορώ να πούμε θεωρία του Plank ή θεωρία του Einstein ή κάπως αλλιώς, αλλά αυτός είναι μια θεωρία που βασίστηκε σε μια υπόθεση η οποία ξεκίνησε ως μοντέλο. Τι έχουμε, λοιπόν, εδώ πέρα? Έχουμε μια διαδρομή την οποία ιστορικά πρέπει να διαγράψει κάποιο αρχικό μοντέλο, ούτως ώστε στο τέλος να καταλήξει να αντιμετωπίζεται ως θεωρία. Έχουμε, λοιπόν, το μοντέλο, την εμπειρία που με τα εμπειρικά αποκτώμενα δεδομένα επιβεβαιώνει το μοντέλο, το κάνουμε υπόθεση και το καταλήγουμε να το κάνουμε στο τέλος θεωρίας. Και προσέξτε, όταν αναφερόμαστε εδώ πέρα στην εμπειρία, δεν αναφερόμαστε μόνο στην ανθρώπινη εμπειρία μέσω των αισθήσεων. Τώρα πια γνωρίζουμε όλοι ότι υπάρχουν όργανα που έχουμε κατασκευάσει χρησιμοποιώντας την σύγχρονη τεχνολογία, η οποία τα κατασκεύασε χρησιμοποιώντας τις αποδείξεις, τις θεωρίες και όλα τα σχετικά της σύγχρονης επιστήμης. Έτσι, υπάρχει μια αλληλεξάρτηση της τεχνολογίας και της επιστήμης. Χρησιμοποιούμε λοιπόν ένα σωρό όργανα τα οποία βλέπουν πέρα από αυτά που μπορούμε να δούμε εμείς. Για παράδειγμα, οι άνθρωποι είμαστε φτιαγμένοι, ας το πούμε έτσι απλά και χοντρικά, γεμάτοι φίλτρα. Γύρω μας υπάρχει όλο το φάσμα των ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών. Από τα μικροκύματα έως τις ακτινες Γ. Εμείς είμαστε προσαρμοσμένοι για να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας μόνο μέσα στο ρεύτο φάσμα. Κανένας υποθέσης ότι το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα είναι τόσο, έχει μια έκταση ένας μέτρο από την μια μεριά στην άλλη, ούτε ένα χιλιοστό από αυτό δεν αποτελεί το ορατό φάσμα το οποίο βλέπουμε. Έτσι, η αντίληψή μας για τον κόσμο κυρίως βασίζεται στην όρασή μας. Στο να δούμε τα διάφορα παραμοτόλια αυτή λοιπόν την κυλομορφία των χρωμάτων, όλες αυτές οι πληροφορίες που μπαίνουν στον εγκεφαλό μας, βρίσκονται σε ένα πάρα πάρα πολύ μικρό μέρος του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος, αυτό δεν σημαίνει ότι το υπόλοιπο μέρος δεν υπάρχει, υπάρχουν όμως τα κατάλληλα ώρα, τα οποία μου δίνουν εμένα την δυνατότητα και το υπεύθυνο να παρατηρήσω και το οι περιόδες να παρατηρήσω και την περιοχή των μικροκυμάτων να παρατηρήσω και των λοδοισοχονοτήτων και όλα τα σκηνικά. Έτσι λοιπόν η αναφορά στην εμπειρία εδώ πέρα δεν αποτελεί μόνο την ανθρώπινη καθημερινή εμπειρία μέσω προνεσθήσεων αλλά και αποτελέσματα που μπορώ να συλλέξω από μετρήσεις μέσα από κατάλληλα όργανα. Τώρα στο σημείο αυτό βεβαίως πρέπει να κάνουμε και μια διευκρινήση. Βλέπετε εδώ πέρα έχουμε συγκρομένες λέξεις μοντέλο, εμπειρία, υπόθεση, θεωρία. Η τελευταία φορά που άκουσα τη λέξη θεωρία, αυτό δεν είναι ανέκδοτο, είναι πραγματικότητα, ο καθένας μας μπορεί να έχει κάποια τέτοια ούτως αντίστοιχη αναφορά να κάνει. Η τελευταία φορά λοιπόν που άκουσα τη λέξη θεωρία ήταν από λίγες μέρες. Είχε γίνει κάποιος πόδοσφαιρικός αγώνας, κάποια ομάδα είχε χάσει, κάποια είχε κερδίσει. Οπότε η συζήτηση στο καφενείο ήταν πώς θα γινόταν, ξέρω εγώ, ο Άρης που έχασε να έχει κερδίσει. Εξηγούσε λοιπόν ένας, ξέρετε, ο Άρης έπρεπε να παίξει έτσι, να κάνει αλλιώς, να φτιάξει το ένα και το άλλο. Κάποιος που δεν είναι αντίθετος μαθήτυρον του λέει αυτά είναι θεωρίες. Το ζήτημα είναι ότι έχασε καθώς και διώσανε και δικά. Με αυτά που λέμε μέχρι τώρα, η έννοια θεωρία, όπως την χρησιμοποιήσαμε εμείς, είναι διαφορετική από αυτήν την έννοια που έδωσε ο κύριος στο καφενείο. Συνεπώς πρέπει να κλείνει εδώ πέρα μια διάκριση ανάμεσα στο περιεχόμενο που δίνουμε σε κάποιες λέξεις όταν μιλάμε μεταξύ μας σε μια ιδιοτική κουβέντα και όταν μιλάμε μέσα στα πλαίσια της επιστήμης. Η έννοια θεωρία για αυτός το καφενείο σήμανε κάτι που μου ήρθε μένα στο μυαλό και το οποίο είναι διακρίνιστο, δεν είναι τεκμηριωμένο και είναι όπως με φώτισε ο Θεός αν υπάρχει Θεός και αν θέλει να με φωτίσει. Ενώ η επιστημονική θεωρία είναι όλο αυτό που εξήγησα πριν. Έχει προκύψει μέσα από μια διαδικασία, μέσα από αυστηρό έννοχο του αρχικού μοντέλο, της συνέχεια υπόθεσης, της εφαρμογής της υπόθεσης σε διάφορα φαινόμενα και της καταξιουσίας της μέσα από τη δυνατότητα να δώσει αποτελέσματα τα οποία να ερμηνεύονται με τους νόμους που έχετε εκτυπώσει. Έτσι, λοιπόν, εκείνο που πρέπει να κάνουμε είναι να έχουμε ξεχωρίσει μέσα στο μυαλό μας το εξής πράγμα, πως όταν μιλάμε στα πλαίσια μιας επιστήμης και αυτό είναι κάτι που πρέπει να το έχουμε υπόψη μας και όσοι καταλήξουμε να γίνουμε δάσκα ή στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση πρέπει να δώσουμε με σαφή τρόπο στα παιδιά να καταλάβουν πως όταν μιλούμε για τη φυσική, για τη χημία, για τη βιολογία και αναφερόμαστε σε κάποιες λέξεις, αυτές οι λέξεις έχουν συγκεκριμένο νόημα μέσα στην συγκεκριμένη επιστήμη, δεν έχουν το νόημα της καθημερινής κουβέντας που έχουμε παρέξω. Συνεπώς, έρχομαι πάλι εδώ, ένα μοντέλο επιστημονικό που αποκλίνει από τα εμπειρικά δεδομένα, όχι μόνο που μπορώ να μαζέψω εγώ χρησιμοποιώντας τις αισήσεις μου αλλά χρησιμοποιώντας και όργανα που έχουν φτιαχτεί κατάλληλα για να παρατηρούν κάποιες συγκεκριμένες περιοχές συγνωτήτων ή μηκωνικήματος, τότε αυτό το μοντέλο αν αποκλίνει είτε απορρίπτεται ολοκληρωτικά είτε τροκοποιείται κάπως. Έτσι λοιπόν, μια υπόθεση όπως αυτή του Plank μπορεί να αποδειχθεί ορθή. Θα μπορούσε ο Einstein να είχε προσπαθήσει με βάση την υπόθεση του Plank να εξηγήσει το φωτορυκτρικό φαινόμενο και να μην εξηγείται. Έτσι, τώρα βέβαιος συνέβη να εξηγείται, διότι η υπόθεση του Plank τελικώς αποδείχηκε ότι ήταν μια ωραία θεωρία ή κυβαντική θεωρία. Όμως αν υποθέσουμε ότι ο Einstein προσπαθούσε και δεν μπορούσε να αποδείξει τίποτα άλλο βασιζόμενο στην αρχική υπόθεση του Plank, τι θα μπορούσαμε να πούμε. Η υπόθεση του Plank θα παραμείνει ως υπόθεση μόνο για την περιγραφή του φαινομένου που λέγεται ακτιλοβολία του μέλλοντος σώματος. Έτσι λοιπόν, έχουμε την διαβάθμιση, μοντέλο, υπόθεση, θεωρία. Τώρα, όσον αφορά την τροποποίηση, που αναφέρομαι παραπάνω, αν ένα μοντέλο αποκλίνει, τότε πρέπει να τροποποιηθεί. Εδώ λοιπόν υπάρχει το εξής ωραίο παράδειγμα, είναι ένα αστείο παράδειγμα, αλλά είναι πάρα πολύ λογικό και πάρα πολύ κατανοητό. Έστω λοιπόν ότι είμαστε σε ένα τρένο και αφού είμαστε εδώ πέρα στη Θεσσαλονίκη και υπάρχουν τρένα που πηγαίνουν προς το εξωτερικό, από εδώ προς το πάνω, είμαστε σε ένα τρένο που θα περάσει μέσα από τη Βουλγαρία και θα προχωρήσει πιο πάνω. Μπαίνοντας λοιπόν εμείς στη Βουλγαρία παρατηρούμε εξω από το παραθυρό μας και βλέπουμε κοπάδια με ζώα, με πρόβατα για παράδειγμα. Παρατηρεί λοιπόν κάποιος και βλέπει ότι στο κοπάδι τα πρόβατα που περνάει δίπλα του στο τρένο, όλα τα πρόβατα είναι μαύρα. Παρακάτω βλέπει κι άλλο ένα κοπάδι, όλα τα πρόβατα είναι μαύρα. Μπορεί λοιπόν να δημιουργήσει μέσα στο μυαλό του μια υπόθεση. Η υπόθεση είναι όλα τα πρόβατα στην Βουλγαρία είναι μαύρα. Εντάξει, αυτό είναι μια υπόθεση. Μένει να εφαρμοστεί και παραπέρα, έτσι όπως λέμε εδώ πέρα στην επιστήμη και να αποδειχτεί η αλήθεια της. Συνεπώς όσο προχωράμε με το τρένο μέσα στη Βουλγαρία και παρατηρούμε τα κοπάδια των προβάτων δίπλα από το τρένο, η υπόθεσή μας ισχυροποιείται και επιβεβαιώνεται με την έννοια ότι κάθε φορά τα κοπάδια αποτελούνται μόνο από μαύρα πρόβατα. Προσέξτε τώρα. Για να απορριφθεί αυτή εδώ πέρα η υπόθεση τι αρκεί. Αρκεί να βρούμε ένα κοπάδι στο οποίο θα υπάρχει ένα άσπρο πρόβατο. Από τη στιγμή λοιπόν που θα βρούμε ένα κοπάδι που θα υπάρχει ένα άσπρο πρόβατο, αμέσως η αρχική υπόθεση δεν ευσταθεί. Πρέπει να τροποποιηθεί. Εντάξει, έχουμε δει λοιπόν μερικά κοπάδια με μαύρα πρόβατα και είδαμε και ένα άσπρο πρόβατο κάπου άλλα, η τροποποίηση που θα εξάγουμε εδώ πέρα ποια θα είναι. Όχι όλα τα πρόβατα στην Βουλγαρία αλλά η μεγάλη πλειοψηφία των προβάτων στην Βουλγαρία είναι μαύρα. Προχωρώντας πιο πάνω, έτσι το τρένο προχωράει τώρα μακριά, θα πάει μέχρι το Ρούσε και μετά θα μπει στη Μολδαβία, στη Ρουμανία και όλα τα σκηνικά. Καθώς το τρένο προχωράει βλέπουμε μόνο και περισσότερα άσπρα πρόβατα να εμφανίζονται. Συνεπώς κάποια στιγμή πρέπει κάποιος να αρχίσει να σκέφτεται, μισό λεπτό, μήπως τώρα τελικά τα άσπρα πρόβατα δεν είναι λιγότερα αλλά είναι και περισσότερα από τα μαύρα. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να γυρίσουμε πίσω και για να γυρίσουμε πίσω σε αυτό το σημείο θα πρέπει να έχουμε μια χρονομηχανή. Όταν πρόκειται να αναφερθώ σε κάτι με όρους επιστήμης και να δουλέψω κάτι πιστημονικά, ένα από τα πρώτα πράγματα που κάνω είναι να καταγράφω τις παρατηρήσεις μου. Και ένα μεγάλο μέρος της προόδου της επιστήμης πραγματοποιήθηκε κοιτώντας και ψάφνοντας τα τετράδια και τα βιβλία με τις σημειώσεις αυτοί οι οποίοι έκαναν τις παρατηρήσεις. Λοιπόν, ήμασταν αρκετά έξυπνοι και αρκετά προνοητικοί που αρχίσουμε να σημειώνουμε. Κοπάδι με 50 πρόβατα μαύρα, κοπάδι με 30 πρόβατα μαύρα, κοπάδι με 1.000 πρόβατα μαύρα. Μπορούμε από οποιοδήποτε σημείο και μετά σκεφτούμε πως πρέπει να τροποποιηθεί η θεωρία να κάνουμε τις αθρίσεις μας και να δούμε ότι τα μαύρα πρόβατα όντως είναι μεγάλη πλειοψηφία. Δεν είναι το 99% αλλά είναι το 80%. Το ζήτημα είναι μέχρι ποιο σημείο μπορώ εγώ να τροποποιώ μία υπόθεση χωρίς να την απορρίψω τελικά. Προφανώς καταλαβαίνετε μπορώ αν την τροποποιώ μέχρι το σημείο εκείνο που οι τροποποιήσεις πια θα ανατρέψουν εντελώς την αρχική μου υπόθεση. Αν δηλαδή φτάσουμε σε κάποιο σημείο να έχουμε μετρήσει 10.000 άσπρα πρόβατα και 9.800 μαύρα πρόβατα προφανώς δεν ισχύει καθόλου υπόθεση ότι ούτε καν η πλειοψηφία των πρόβατων στην Βουλγαρία είναι μαύρα. Όχι η αρχική που έλεγε ότι όλα είναι. Έτσι κάπως λοιπόν έχουν τα πράγματα. Συνεπώς η εγκυρότητα μιας θεωρίας ελέγχεται συνέχεια και φυσικά θα λέγαμε ότι αρκεί ένα παράδειγμα στο οποίο η θεωρία να μην εφαρμόζεται ούτως ώστε να αναγκαστούμε να πάμε σε τροποποίηση. Αν υπάρξουν πολλά παραδείγματα τότε θα πρέπει οι τροποποίησες να είναι δραστικές και αν υπάρξει ανάγκη πολύ δραστικών τροποποίησεων τότε βεβαίως βρισκόμαστε στην θέση να εγκαταλείψουμε μια θεωρία και να δημιουργήσουμε μια άλλη ή να στραφούμε σε μια άλλη που υπήρχε προηγουμένως. Μια θεωρία αντικαθιστά μια παλιότερη θεωρία όταν και μόνο όταν περιγράφει όλα τα φαινόμενα που περιέγραφε και προηγούμενη θεωρία και κάποια παραπάνω. Έτσι λοιπόν σε κάθε περίπτωση όταν αναθερώμαστε σε μια ιστορική διαδοχή από θεωρίες σε κάποιο αντικείμενο πάντοτε η επόμενη θεωρία είναι γενικότερη και ευρύτερη από την προηγούμενη. Πάντοτε η προηγούμενη θεωρία μπορεί να αναφερθεί και να περιγραφεί ως υποπερίπτωση ως συγκεκριμένη ειδική περίπτωση της επόμενης γενικής θεωρίας. Έχουμε εδώ λοιπόν το παράδειγμα της θεωρίας του Αρένιους και της θεωρίας του Λιούις και της Βάσης. Ο Σβάντε Αρένιος, Σουηδός φυσικοχημικός στο τέλος του 19ου και της αρχής του 20ου αιώνα, στην διδακτορική του διατρεβή ασχολήθηκε με τους ηλεκτρολογίτες και προσπάθησε να διευκρινήσει γιατί να είναι ηλεκτρολογίτες και γιατί να εμφανίζουν τη συγκεκριμένη συμπεριφορά τους και κατέληξε στο να διατυπώσει κάποιες σκέψεις για το τι είναι αυτό που λέγαμε μέχρι τότε εμπειρικά ο όξινος και ο βασικός χαρακτήρας. Για να το δουλέψει αυτό ο Αρένιος και επειδή δούλευε σε ιδαντικά διαλήματα, αναγκάστηκε να θεωρήσει αυτό το πράγμα που του διδάσκουμε τώρα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, τόσο απλά, αναγκάστηκε να θεωρήσει την διάσταση αυτών των ηλεκτρολογιτών μέσα σε ιδαντικό περιβάλλον. Κάθε πράγμα, λοιπόν, μας λέει ο Αρένιος έτσι χοντρικά, που διαλύεται στο νερό και δύσταται και μου δίνει κάτι όντα υδρογόνο, εμφανίζει τη χαρακτηριστική συμπεριφορά αυτού των κατιών των υδρογόνων, που είναι αυτό που λέμε όξινος χαρακτήρας, τέλειωσε. Κάθε πράγμα το οποίο επίσης αντίστοιχα διαλύεται και μου δίνει όντα υδροξυλείο, εμφανίζει κάποια χαρακτηριστική συμπεριφορά και ο βασικός χαρακτήρας. Στη συνέχεια και μερικά χρόνια αργότερα ο Γιλμπερτ Νιούτων Λιούις διατύπωσε μια θεωρία για τα οξιά και τις βάσες. Η θεωρία του Λιούις είναι γενικότερη από τη θεωρία του Αρένιος κατά τούτο, ότι δεν χρειάζεται το νερό σαν διαλύτη. Η θεωρία του Λιούις μπορεί να μας περιγράψει τον βασικό ή τον όξινο χαρακτήρα ενός σώματος χωρίς να έχει την ανάγκη να το διαλύσει στο νερό, χωρίς να έχει την ανάγκη ούτε να το διαλύσει οπουδήποτε. Μπορεί να θεωρήσουμε ένα μόριο μόνο του στην αέρια φάση και να εφαρμόζοντας κάποιες αντιλήψεις του Λιούις να δείξουμε ότι είναι οξύ ή βάση. Προσέξτε όμως τώρα, δεν μπορεί η θεωρία του Λιούις να πιάσει το μόριο της αμμονίας για παράδειγμα να το περιγράψει και περιγράφοντάς το να μας δείξει ότι είναι οξύ, διότι είναι αποδειδημένο ότι η αμμονία είναι βάση σε όλες τα διαγραφήματα στο οποία χρησιμοποιηθεί. Κατεσμένως υποθέτουμε ότι και στην αέρια φάση θα εμπρεπήθηση να ανεβάσει. Δεν μπορώ λοιπόν εγώ σήμερα να εμφανιστώ με μια καινούργια δική μου θεωρία περί οξών και βάσων, όπου όμως η αμμονία δεν θα έχει βασικό χαρακτήρα. Ούτε μπορώ να εμφανιστώ με μια δική μου θεωρία, στην οποίαν κάποια πράγματα για τις οξοβασικές ισορροπίες και κάποια φαινόμενα που συμβαίνουν σε διαγραφήματα οξών και βάσων δεν περιγράφονται. Θα πρέπει η καινούργια θεωρία όλα τα προηγούμενα να περιγράφει και όλα όσα η θεωρία του Λιούις περιγράφει και πράγματα στα οποία η θεωρία του Λιούις αδυνατή να δώσει απάντηση, αν δηλαδή κάποια πράγματα συμπεριφέρεται ως οξοκτική ως βάση. Πότε και μόνο τότε αυτό το πράγμα που εγώ προτείνω θα μπορεί να πάρει τη θέση της θεωρίας του Λιούις. Βεβαίως σύμφωνα όπως το πούμε και αργότερα με τις αντιλήψεις των περισσότερων σύγχρον επιστημολόγων, μια επιστημονική θεωρία θα πρέπει να δίνει την δυνατότητα σε κάποιους να ψάξουν να βρουν τρόπο να τη διαψεύσουν. Δηλαδή να μαζέψουν πειραματικά αποτελέσματα τα οποία να αντιβαίνουν στη θεωρία. Να τα οργανώσουν σε κάποιο σύστημα και να εντυπούσουν μια δική τους θεωρία αντίπαλη αυτής με στόχος ο τέλος να τη μενατρέψουν. Βεβαίως καταλαβαίνω ότι αυτό είναι αναγκαστικό για να έχεις μια εξέλιξη στην επιστήμη. Αν στην επιστήμη είσαι δογματικός και λες το πράγμα αυτό είναι έτσι και το άλλο είναι αλλιώς και τελείωσε, αυτό σημαίνει ότι δεν δίνεις τη δυνατότητα σε κανέναν να ψάξει και να ερευνήσει τι ακριβώς είναι αυτό που εσύ προτείνεις ως θεωρία. Δεν είναι λοιπόν αυτό κατανοητό ως επιστημονική διαδικασία, είναι εντός δογματικό. Έτσι λοιπόν, μια θεωρία επιστημονική θα πρέπει να δίνει τη δυνατότητα σε κάποιους να σκεφτούν και έξω από τα πλαίσια αυτής της θεωρίας. Μια θεωρία επίσης, όπως είπαμε προηγουμένως, μπορεί να αναγκαστεί να τροποποιηθεί έτσι ώστε να συμβαδίζει με τα αποτελέσματα. Δηλαδή, το ότι θα βρούμε κάποιο άσπρο πρόβατο στην Κουλγαρία δεν σημαίνει ότι αμέσως πρέπει να καταρρίψουμε τη θεωρία ότι τα μαύρα πρόβατα είναι η πιοψηφία στην Κουλγαρία. Η τροποποίηση είναι όχι όλα, αλλά η συντριπτική τους πιοψηφία. Αν μαζεύουμε συνέχεια στοιχεία όπου τα άσπρα πρόβατα αυξάνουν, όχι όλα, αλλά η μεγάλη τους πιοψηφία. Συνεπώς, αυτά τα δείματα είναι τροποποίησης της αρχικής θεωρίας. Και είπαμε το ζωτική συμβασίε σημείο είναι πού θα σταματήσουμε αυτές τις τροποποίησεις και πού θα σταθούμε σε μια άλλη θεωρία. Έχουμε λοιπόν ιστορικά παραδείγματα τέτοια όπου χρειάστηκε να γίνουν διαδοχικές τροποποίησεις σε κάποια θεωρία και στο τέλος η θεωρία να εγκαταλειφθεί και να χρησιμοποιηθεί μια καινούργια. Εδώ λοιπόν το παράδειγμα είναι το κλασικό, το ατομικό πρότυπο του μπόρου. Ήδη από τα γυμνασιακά χρόνια τα παιδιά διδάσκονται ότι υπάρχει το πρότυπο του μπόρου που περιγράφει το άτομο. Φυσικά ο τρόπος περιγραφής στα διδακτικά διδλία του γυμνασίου και του λυκείου είναι απροσθευτικός, αλλά και για μας τώρα πια το πρότυπο του μπόρου έχει μόνο ιστορική αξία. Το πρότυπο του μπόρου, το οποίο παρεπιπτόντως βασίστηκε πάνω στην υπόθεση του πλάνκ, αυτό λοιπόν το πρότυπο περιγράφει ένα άτομο το οποίο μοιάζει πάρα πολύ με το ηλιακό σύστημα. Υπάρχει ο πυρήνας στο κέντρο και υπάρχουν γύρω από αυτό τροχές στις οποίες κινούνται τα ηλεκτρόνια. Το πρότυπο του μπόρου μας λέει ότι αυτές οι τροχές είναι συγκεκριμένες, δεν είναι τυχές, δεν είναι οποιος να είναι, είναι κάποιες συγκεκριμένες τροχές με συγκεκριμένη απόσταση από τον πυρήνα, συγκεκριμένη ακτίνα δηλαδή, συγκεκριμένη γωνιακή ορμή λοιπόν για το ηλεκτρόνιο κλπ κλπ κλπ κλπ κλπ κλπ κλπ κλπ κλπ κλπ κλπ κλπ κλπ κλπ κλπ κλπ κλπ κλπ κλπ κλπ κλπ κλπ κλπ κλπ κλπ κλπ κλπ κλπ κλπ κλπ κλπ κλπ Κάτι εντελώς αντίστοιχο με την ηλεκτροβούλια του μέλλονου σώματος, έτσι φανταστείτε, στο κέντρο του μέλλονου σώματος έχω πάει και έχω πάει μια μικρή ποσότητα από ιδρογόνο και παρατηρώ πως αυτό εκπέμπει, εντάξει. Υπήρχαν λοιπόν κάποιες γραμμές στο φάσμα εκκομπής του ιδρογόνου, θεωρώντας αυτές τις γραμμές ως ακριβές εμπειρικό δεδομένο, ο Μπόρ διατύπωσε το ατομικό του πρότυπο, το οποίο έτσι χοντρικά είναι αυτό ο πυρήνας στο κέντρο, κάποιες κυκλικές τροχές πάνω στους οποίες κινούνται τα ηλεκτρόνια αυστηρά καθολισμένες, δηλαδή με γνωστή ακτίνα και συγκεκριμένη ακτίνα η καθεμία. Όταν το πρότυπο του Μπόρ πήγε να εφαρμοστεί σε κάποια άλλα στοιχεία, όσο βρισκόμασταν σε στοιχεία με μικρούς ατομικούς αριθμούς, υπήρχαν κάποιες αποκλήσεις, κάποιες αποκλήσεις στάξεις του 0,1, 0,2, 0,5%, κάτι το οποίο μπορεί ως ένα βαθμό να αποδοθεί και σε πειραματικά ασφάλματα ή σε τυχαιότητα κάποιων μετρήσεων και όλα τα συγκεκριτικά. Όταν πήγαν να χρησιμοποιήσουν το μοντέλο του Μπόρ για στοιχεία της τρίτης περίοδο του περιοδικού πίνακα, τότε οι αποκτήσεις ήταν τα σημαντικές. Συνεπώς, η διατύπωση του Μπόρ δεν μπορούσε να έχει τη θέση της θεωρίας. Θα έπρεπε να διαφοροποιηθεί κάπως, ούτως ώστε να παραμείνει ως ενεργή υπόθεση. Έχουμε λοιπόν σημωμένο εδώ πέρα το όνομα του Zomerfeld, ο οποίος είναι εκείνος που έκανε μια διορθωτική διατύπωση. Η διορθωτική διατύπωση του Zomerfeld ήτανε, τελικά δηλαδή κατέληξε να είναι, στο ότι μπορούμε να υποθέσουμε όχι μόνο κυκλικές, αλλά και εγκυπτικές τροχές γύρω από τον πυρήνα του ατόμου. Συνεπώς, στο ελεκτρόνιο λέει ο Zomerfeld, δεν κάνει μόνο κυκλικές τροχές, μπορεί να κάνει και εγκυπτικές τροχές. Βεβαίως, στις εγκυπτικές τροχές, σε αυτές τις εγκυπτικές τροχές, θα πρέπει η μία ιστία να είναι ο πυρήνας του ατόμου. Και, κατά συνέπεια, εισάγοντας αυτήν την τροποποίηση, μπορέσε να διαφοροποιήσει κάπως την κατάσταση, διαφοροποιήσει αυτό που λέγαμε την κβάντοση των ενεργειών στο άτομο, έσωσε το ατομικό πρότυπο του BOR, καθώς τώρα, με αυτές εδώ τις διορθώσεις και τα στοιχεία της δεύτερης και της τρίτης περίοδο, δίναν αποτελέσματα για αποφάσματα κομπίστων, πλήρως σταυτιζόμενα με τα πειραματικά τους δεδομένα. Ο ζώμας αυτή δηλαδή, άμα λέει, στη ζωή μας τον δεύτερο κυβαντικό αριθμό. Αν θυμίσω, αν κάποιοι το έχουν ξεχάσει ή δεν του είχαν υπόψη τους, έλλειψη είναι ένα κλειστό σχήμα, όχι κύκλος, αλλά κάτι σαν κύκλος, όπου εκείνο το οποίο συμβαίνει έχουμε δύο αισθείες, δηλαδή δύο σημεία που έχουν μια καθορισμένη απόσταση μεταξύ τους, και η έλλειψη είναι ο γεωμετρικός τόπος εκείνων των σημείων που έχουν από αυτά τα δύο σημεία άθρησμα απόστασεων σταθερό. Να είπατε, στον κύκλο έχουμε μια ειδική περίπτωση έλλειψης. Είναι δηλαδή σαν οι δύο αισθείες να έχουν συμπλήνει και να έχουν συμπέσει σε ένα σημείο. Γιατί ο κύκλος είναι ακριβώς έτσι, ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που έχουν σταθερή απόσταση από ένα σημείο. Αν, λοιπόν, θεωρήσουμε ότι παίρνουμε το κέντρο του κύκλου, το κάνουμε δύο μικρές μπίλιας και τις απομακρύνουμε μεταξύ τους, τότε τα σημεία εκείνα που έχουν άθρησμα απόστασεων από αυτά τα δύο σημεία σταθερό, βρίσκονται στην επιφάνεια μιας έλλειψης. Ωστόσο, όταν χρειάστηκε να πάμε πιο κάτω, σε πιο βαρκιά στοιχεία, με κάνει ένα τρόπο δεν σωζότανε αυτή η κατάσταση. Δηλαδή το ατομικό πρότυπο του Μπορμ, με τις διορθώσεις του Ζόμαρφελ, δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στα πειραματικά αποτελέσματα. Το ζήτημα είναι ότι τα πειραματικά αποτελέσματα είχαν επιβεβαιωθεί από πολλές παρατηρήσεις, από διαφόρους επιστήμονες, σε διάφορες περιοχές, κατά συνέπεια δεν μπορούσαμε να επικαταλαιστούμε πειραματικό σφάλμα ή τυχαιότητα γι' όλα τα σχετικά, άρα έπρεπε κάτι άλλο να γίνει. Ήρθε λοιπόν ο Τυράκ και κάποιοι άλλοι γύρω από τον Τυράκ και δημιουργήσαν μια κυματική θεωρία μέσω της οποίας περιέγραψαν το ηλεκτρόνιο και την κίνησή του και κατά συνέπεια το ατομικό πρότυπο του Μπορ με τις συγκεκριμένες συγκεντρωτικές είτε κυκλικές είτε ελλειπτικές τροχές έπρεπε να εγκαταληθεί προς χάρινη της θεωρίας των τροχιακών, όπου το ηλεκτρόνιο πια θεωρείται ως ένα κύμα. Το ζήτημα τώρα της επιστημολογίας είναι το εξής. Η επιστημολογία πρέπει να μας εξηγήσει πώς αποκτάται και πώς διαχειρίζεται η γνώση μας. Και μάλιστα πώς αποκτάται και πώς διαχειρίζεται η γνώση μας γύρω από τις επιστήμες. Βεβαίως η γνώση γενικά έχει κεντρική θέση μέσα στη φιλοσοφία. Έτσι η φιλοσοφία ακριβώς από αυτό το πράγμα ξεκίνησε. Ποιος είμαι εγώ, τι είμαι εγώ, τι είναι ο κόσμος γύρω μου, ποια είναι η θέση μου μέσα στον κόσμο και όλα τα σχεδικά. Πολύ περισσότερο λοιπόν όταν μιλάω για την επιστημονική γνώση, το τι είναι γνώση πρέπει να μπει μέσα στο ρεξιλόγιο μου και να της δοθεί αυτής τις λέξεις και συγκεκριμένο περιεχόμενο. Μέχρι σήμερα λοιπόν ο πιο διαδεδομένος και χρησιμοποιούμενος ορισμός είναι ο ορισμός του πλάτωνα. Είναι γι' αυτό κάποιο σημείο έτσι που δείχνει ότι οι προγονείς μας είχαν ένα καλό παρελθόν, καλό θα ήταν να φροντίσουμε και εμείς να οικοδομήσουμε πάνω σε αυτό. Ο πλάτωνας λοιπόν μας λέει ότι η γνώση μπορεί να οριστεί ως η λογικά τεκμηριωμένη πίστη στην αλήθεια μιας συγκεκριμένης πρόθεσης. Ο ήλιος ανατέλλει κάθε πρωί από εκεί που είναι η Ανατολή, γι' αυτό ακριβώς λέμε και ανατέλλει, έτσι. Το ότι ο ήλιος ανατέλλει κάθε πρωί από την Ανατολή είναι μια πρόταση. Ότι εγώ το διατυπώνω έτσι πως το διατυπώνω, ο ήλιος ανατέλλει, έχει έτσι μια θέση ότι εγώ πιστεύω ότι αυτό το πράγμα είναι έτσι και τελείωσε. Γιατί είναι τεκμηριωμένη η δική μου γνώμη, γιατί μέχρι τώρα όσα χρόνια έζησα όταν κοιτούσα το πρωί προς την Ανατολή έβλεπα το ήλιο να ανατέλλει, γιατί λοιπόν να μην γίνει και αύριο και με θαύρικα όλα τα σκηνικά. Μέχρι τώρα λοιπόν τόσες χιλιάδες μέρες στη ζωή μου αυτό συμβαίνει, κατά συνέπεια έχω μία τεκμηρίωση στον ούτυπο, πότε δεν έγινε κάτι άλλο. Έτσι και ο λαός επίσης λέει όταν θέλει να δείξει κάτι αδύνατο αυτό, αυτό που λες σαν βγει ο ήλιος από τη Δύση, τότε θα γίνει, εντάξει. Σε πως και ο λαός πιστεύει ότι ο ήλιος δεν πρόκειται ποτέ να βγει από τη Δύση αλλά από την Ανατολή. Έχουμε λοιπόν μια τέτοιο είδους τεκμηρίωση με βάση την προηγούμενη εμπειρία μας. Το θέμα λοιπόν όμως είναι το εξής. Ανατεχτείς αυτόν τον ορισμό και πολύ καλός είναι αυτός ο ορισμός. Αναφέρεται στην λογικά τεκμηριωμένη πίστη στην αλήθεια μιας συγκεκριμένης πρότασης. Τι είναι η αλήθεια μιας πρότασης, τι είναι πίστη και τι θα πει τεκμηριωμένη πίστη, δηλαδή από πότε και μετά υπάρχει μια τεκμηρίωση. Όσον αφορά εμένα, όσα χρόνια έχω ζήσει από τη ζωή μου, επί 365, σύν κάποια χρόνια που ήταν αντίσσεκτα, τόσες μέρες έχω παρατηρήσει την Ανατολή και έχω δει ότι ο ήλιος το πρωί ανατέλει από εκεί. Η τεκμηριωσί μου λοιπόν βασίζεται σε τόσες χιλιάδες παρατηρήσεις. Προφανώς η τεκμηρίωση ενός μικρού παιδιού που έχει το 1.5 ή το 1.10 της δικής μουλήκειας είναι πολύ ασθενέστερη προς αυτό το σημείο. Δεν πάει όμως να είναι τεκμηρίωση με την έννοια ότι κάθε μέρα της ζωής του και αυτού του μικρού παιδιού το ίδιο πράγμα συμβαίνει. Υπάρχει λοιπόν λογική τεκμηρίωση, υπάρχει πίστη, υπάρχει αλήθεια. Πρέπει κάπως να δοθούν ορισμοί για αυτές τις έννοιες και να προχωρήσουμε μετά να δούμε τι γίνεται με αυτά. Εδώ λοιπόν ένα ωραίο σχήμα το οποίο κυκλοφορεί εδώ και πάρα πάρα πολύ και είναι το εξής πράγμα. Πότε έχω εγώ γνώση για κάτι τι? Γνώση εννοείται θετική και σωστή γνώση, έτσι, της αλήθειας μιας πρόθεσης. Εδώ λοιπόν μας δίνουν δύο κύκλους, τους βλέπετε εδώ. Ο ένας κύκλος περιλαμβάνει αυτές τις προτάσεις που αληθεύουν, είναι οι αλήθειες. Ο άλλος κύκλος περιλαμβάνει τις δοξασίες μου, τις δικές μου δοξασίες. Φυσικά καταλαβαίνετε αν είμαστε διάφοροι άνθρωποι εδώ πέρα μες στο δωμάτιο, ο καθένας έχει έναν δικό του κύκλο με δοξασίες ο οποίος μπορεί να εφάπτεται, μπορεί να είναι εντελώς διαφορετικός, μπορεί να επικαλείπτεται σε μεγάλο βαθμό με τον δικό μου κύκλο δοξασιών, έτσι. Μέσα σε εκείνο λοιπόν το κύκλο έχω τις δικές μου δοξασίες. Τι είναι οι δοξασίες? Οι δοξασίες είναι αυτά τα πράγματα στο οποία πιστεύω εγώ, γιατί έτσι πιστεύω, γιατί έτσι μου ήρθε. Όπως είπαμε προηγουμένως ότι ο Άρης θα κέρδιζε αν είχε παίξει με ένα ορισμένο τρόπο. Η δοξασίέ μου λοιπόν είναι ότι ο Άρης μπορεί να κερδίσει, ότι ο Άρης είναι μεγάλη ομάδα, τώρα βεβαίως αυτό είναι ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, ή για φέτος, έτσι, δεν μπορώ να το ισχύρω στο αυτό σε σοβαρά, ο όλος ο κόσμος θα μου πει, μα έχει πάει στην παρακάτειο κατηγορία, έχει προφανιστεί, εσύ δεν μπορείς να πιστεύεις ότι είναι μεγάλη ομάδα, εγώ μπορεί να πιστεύω. Έτσι και έχουμε παραδείγματα ανθρώπων όχι μόνο σχετικά με τον Άρη αλλά και με πολλά πράγματα οι οποίοι πιστεύουν σε πράγματα τα οποία για εμάς τους υπόλοιπους δεν έχουν καμία λογική και είναι αυταπόδεικτο του ότι δεν ισχύουν. Ισχύει σε αυτή την περίπτωση αυτό που λέει στους σφήκες ο Αριστοφάνης. Δεν με επίθεση κάνουμε επίσης. Λοιπόν, σε κάποιους υπάρχει ένα αυστηρό ισχυρό όριο γύρω από αυτόν τον κύκλο των δοξασιών, υπάρχει ένα σειρματόπλεγμα το οποίο δεν δέχεται να τον κατεβάσω με τίποτα, πιστεύω λοιπόν εγώ στην αλήθεια κάμιων πραγμάτων, η αντικειμενική αλήθεια είναι κάτι άλλο, ο κοινός τόπος, βλέπετε το κομμάτι στο οποίο επικαλείπτονται αυτή η δύο κύκλοι, ο κοινός τόπος είναι ακριβώς το σύνολ των πραγμάτων για τα οποία εγώ έχω μια γνώση. Εγώ βέβαια πιστεύω ότι έχω γνώση για όλα αυτά τα πράγματα που βρίσκονται στον κύκλο με τις δοξασίες μου, αντικειμενικά όμως γνώση της αλήθειας κάποιων πραγμάτων έχω μόνο για το σημείο στο οποίο οι αντικειμενικές αλήθειες έχουν επικάλυψη με αυτές τις δικές μου δοξασίες. Τώρα, το πώς μπορείς να το θεμηλιώσεις λογικά αυτό το πέρατο πράγμα είναι κάτι το οποίο επιδέχεται διάφορες εμπεινίες. Έχω καταγράψει γενικώς τρία μοντέλα που μπορούν να μου δώσουν μια βάση για να θεωρήσω ότι όντως κάτι είναι μέρος της γνώσης μου, δηλαδή έχω τεκμηριωμένη λογική γνώση για την αλήθεια μιας πρότασης. Ένα, δύο, τρία λοιπόν είναι τα μοντέλα και η χοντρική τους εξής είναι η εξής. Ο άνθρωπος α γνωρίζει την πρόταση π, δηλαδή είναι μέρος της γνώσης του, όταν πρώτον αυτή η π αληθεύει αντικειμενικώς, β ο α πιστεύει στην αλήθεια της π και γ ο α έχει αιτιολογημένη πίστη. Όχι πιστεύω, διότι έτσι νομίζω, αλλά πιστεύω με βάση κάποια αιτιολόγηση, κάποια τιμήριο, όπως λέγαμε και προηγουμένως. Ένα δεύτερο λογικό σχήμα με το οποίο μπορώ να προχωρήσω είναι ο α δέχεται την αλήθεια της π, έτσι είναι οι δοξασίες του, ο α έχει ικανοποιητικά δεδομένα για την αλήθεια της π, εννοείται και πάλι έτσι αντικειμενική τεκμηριώση και η π αληθεύει. Ένα τρίτο σχήμα είναι ότι η π αληθεύει, β ο α είναι βέβαιος για την αλήθεια της π και γ ο α έχει δίκιο στην βεβαιότητά του αυτή. Φυσικά αυτές εδώ πέρα είναι οι τρεις βασικές θεωρήσεις του λογικού τρόπου για την διατύπωση της γνώσης του ανθρώπου α για την π. Κατά κυρούς έχουν διατυπωθεί διάφορες αντιλήψεις ότι τα έπρεπε να μην έχουμε μόνο τρία σημεία αλλά να παρεβάλλονται και ένα τέταρτο, γίνεται μια ολόκληρη συζήτηση αν αυτό το τέταρτο θα ήταν μεταξύ α και β ή β και γ και όλα τα σχετικά, αλλά εν πάση περιπτώσει πάντοτε καταλαβαίνετε υπάρχουν και καινούργια προβλήματα. Για παράδειγμα εδώ πέρα χρησιμοποιήσαμε κανένα δυο φορές την έννοια αιτιολογημένος. Τι θα πει αιτιολογημένος. Δίνω μια αιτιολόγηση με βάση τι. Με βάση η προηγούμενη γνώση που έχω. Με βάση η δοξασία που έχω. Το οποίο μπορεί να μην είναι ούτε δοξασία ή δοξασία για κάποιον άλλον. Και τα συνέπεια βρισκόμαστε σε ένα μπλεγμένο σχήμα που μπορεί να μας δώσει κάποιο τελικό αποτέλεσμα. Πάντως οι βασικές λογικές αρχές πάνω στις οποίες μπορεί να κινηθεί κάποιος για να καθορίσει την γνώση ενός ατόμου είναι αυτές εδώ πέρα. Τώρα, προφανώς εφόσον θα ξεκινήσουμε να αναφερόμαστε στην επιστημολογία, θα έχουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε για την ιστορία των επιστημών και ιδιαίτερα της χημίας στη συνέχεια, να δούμε πώς ξεκίνησε να αναπτύσσεται η Φιλοσοφία Κατρεχή. Λοιπόν, η επιστημολογία είναι κομμάτι της Φιλοσοφίας. Παριβιπτόντος, δεν απαντήσαμε σε ένα ερώτημα που θέσαμε κάποια στιγμή στην αρχή. Δηλαδή, εγώ είμαι επιστήμονας. Εγώ, λοιπόν, είμαι ο κατεξοχήν αρμόντιος να μιλήσω για την επιστήμη μου. Τι χρειάζομαι έναν επιστημολόγο για να μου εξηγήσει πράγματα γύρω από την επιστήμη μου. Και για αυτός ο επιστημολόγος θα πρέπει να είναι φιλόσοφος. Το ζήτημα είναι το εξής. Όταν ένας επιστήμονας ασχολείται με κάποιο αντικείμενο για κάποιο χρονικό διάστημα, ορισμένες διαδικασίες νοητικές, ορισμένες πρακτικές πειραματικές, τις έχει αποδειχθεί. Τις έχει περιλάβει στο γνωστικό του υπόβαθρο και τις εκτελεί περίπου αυτόματα. Κατά συνέπεια, ενδεχομένως, και κάτω από την πίεση του να ψάξει, να βρει τα αποτελέσματα να τα ερμηνεύσει, να τα εντάξει μέσα σε μια θεωρία κλπ. ενδεχομένως, λοιπόν, να μην είναι σε θέση να τα αναλύσει με τόσο απλό τρόπο, ούτως ώστε να μπορέσουν να μπουν μέσα στο γνωστικό υπόβαθρο κάποιων ανθρώπων που τον παρακολουθούν. Τον αθητών του, ας το πούμε έτσι. Κατά συνέπεια, χρειάζεται να χρησιμοποιήσει κάτι άλλο εκτός από την υποστήμονική του γνώση. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι το εξής απλό. Θέλω εγώ να μελετήσω τα φάσματα ορατών μερικών κατειώντων μεταλλικών. Έχω, λοιπόν, τα κατειώντα των μετάλλων της πρώτης σειράς των μεταβατικών στοιχειών και θέλω να μελετήσω την εφασματική τους συμπεριφορά. Για μένα είναι περίπου αυτονόητο ότι θα χρησιμοποιήσω υπερχλωρικά τους σάλατα, θα τα διαλύσω στο νερό και αμέσως θα φροντίσω μες στο νερό αν υπάρχει μια ποσότητα που είναι υπερχλωρικό οξύ. Και σε συνέχεια αυτά τα διαλύματα θα τα πάω σε ένα φάσμαθο αυτόματο για να μελετήσω το φάσμα τους. Αν πας να το εξηγήσεις αυτό σε κάποιον, στους μαθητές μου. Αυτά αμέσως έχουν χαθεί. Η απλότητα της περιγραφής του περάματος είναι έχω ένα κατειώντας μετάλλων και θέλω να μελετήσω την εφασματική τους συμπεριφορά. Για ποιο λόγο χρειάζεται να πάρω υπερχλωρικό άλλαση, δηλαδή το χλωριούχο, το νυτρικό, κάποιο άλλο που είναι διαθέσιμο δεν κάνει και δουλειά μου. Δεύτερον γιατί θα πρέπει να είναι σε περιβάλλον υπερχλωρικού οξύ, σε νερό, δεν θέλω να τα μελετήσω. Για μένα λοιπόν, το ότι πρέπει να κάνω αυτή τη διαδικασία είναι περίπου αυτονοητό γιατί αντίστοιχες διαδικασίες έχω κάνει από καιρό. Έχω μάθει να καταλαβαίνω πως αυτά τα πράγματα τα οποία εγώ τα γράφω και τα λέω έτσι τόσο απλά, ποτέ δεν είναι ακριβώς έτσι. Ότι μέσα σε ένα διάλειμμα υπάρχουν ισορροπίες, ειδικά μέσα σε ένα διάλειμμα που υπάρχει νερό υπάρχουν ισορροπίες. Τα χημικά είδη που σχηματίζονται έχουν μια σταθερά διάσταση, τα ίδια μπορεί να είναι ασθενείο, οξέγειο, ασθενείς βάσης, κατά σέβη υπάρχει περίπτωση ακόμα και σε ένα ουδέτερο περιβάλλον κάποια από τα συστήματα που εγώ θα σχηματίσω να αρχίσουν να γιονίζονται. Επίσης, αν χρησιμοποιήσω κάποια χλωριούχα ή άλλα άλατα, η εμπειρία μου και η συγκεντρωτική εμπειρία τριών, τριάμεση αόνων, στους οποίους η χημία υπάρχει και αναπτύσσεται, μου λέει ότι μπορεί καλύτερα τα χλωριούχα άλατα, τα οποία αναφέραμε, να μην είναι τόσο αθώα. Δηλαδή να παραμένουν γιώντα χλωρίου συναταμένα πάνω στα μέταλλα, να κάνουν και απεγκυσγέφερες, να δημιουργούν μια πολυπλοκότητα που είναι απαράδεκτη. Εγώ λοιπόν θέλω να μελετήσω το κατειόν του χαλκού για παράδειγμα, το κατειόν του μαγκανίου μέσα σε νερό. Θέλω λοιπόν να υπάρχει μέσα εκεί μια οντότητα που είναι μαγκάνιο, έξι νερά και τίποτα άλλο. Αυτό λοιπόν το πράγμα, που εγώ κάθομαι και το εξηγώ τώρα έτσι με κάποιον τρόπο, δεν είναι τόσο αυτονότητο όταν ξεκινώ να κάνω ένα πείραμα. Αν ξεκινήσω να περιγράψω ένα πείραμα και έχοντας την ανάγκη να τελειώσω και να πάρω τα αποτρέσματα μου, θα χρησιμοποιήσω την προηγούμενη μου εμπειρία, θα χρησιμοποιήσω τις γνώσεις που έχω. Ενδεχόμενως κάποιες διαδικασίες ή κάποιες λογικές αναλύσεις θα γίνουν αυτόματα και οι μαθητές μου θα μένουν να με κοιτάνε και θα έχουν την απορία γιατί όλα αυτά. Γιατί το πράγμα δεν είναι τόσο απλόσο περιγράφεται, έχω το κατειόν του μετάλλου μέσα στο νερό, πάω και το μετράω. Γιατί χρειάζεται να έχω όλη αυτή τη σύνθετη διαδικασία, δηλαδή ένα σύστημα τους φαίνεται πάρα πολύ πολύπλοκο και πρέπει να αφιερώσω αρκετή ώρα για να τους εξηγήσω βήμα-βήμα και αναλύοντας θεωρία και πειραματικά αποτελέσματα, το για ποιο λόγο είναι υποχρεωτικό να κάνουμε κάτι που να φαντάζει τόσο περίπλοκο για να παραγματοποιήσω μια διαδικασία που στην περιγραφή της είναι πάρα πολύ απλή. Ένας φιλόσοφος, λοιπόν, είναι πιο εύκολο, αν μπορεί να καταλάβει αυτές τις διαδικασίες από την άποψη του πειράματος, να βρει αυτά τα λογικά βήματα και πώς αυτά πρέπει να περιγραφούν προς τους μαθητές, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ούτως ώστε στο τέλος η διαδικασία που πραγματοποιήσαμε να μπει μέσα στη γνώση τους, δηλαδή να μπορούν και αυτοί να έχουν μια τεκμηριωμένη πίστη στην αλήθεια του πράγματος. Δηλαδή, κάπως έτσι να γίνει αυτή η πειραματική διαδικασία και να πάρουν αυτά τα αποτελέσματα. Γι' αυτό λοιπόν το λόγο χρειάζονται οι επιστημολόγοι ή χρειάζεται ο επιστήμονας να έχει και μία γνώση παιδαβολικής και μία γνώση επιστημολογίας, για να μπορεί να γίνεται πιο κατανοητός προς αυτούς τους οποίους πρέπει να επιθυμθεί. Έχουμε λοιπόν τώρα εδώ την επιστημολογία που είναι ένας κλάδος της φιλοσοφίας και την φιλοσοφία η οποία, πάλι θετικό για μας, ξεκίνησε και γεννήθηκε στα χέρια και στα μυαλά κάποιων ανθρώπων που ήταν ελληνικής καταγωγής και παιδείας και ζούσαν σε ελληνικές πόλεις, δηλαδή σε πόλεις που είχαν ελληνικό πληθυσμό και ελληνικές συνήθειες. Η φιλοσοφία λοιπόν αναπτύχθηκε καταρχήν τον 6ο αιώνα π.Χ. στα παράγια της Ιωνίας. Και ένα σωρό κόσμος, ακόμα και σήμερα, όπου η γενική τάση του δυτικού ανθρώπου είναι να ξεχάσει τους άλλους και να αρχίσει την ιστορία από εκεί που ο ίδιος καταραβαίνει για πρώτη φορά τον εαυτό του, ακόμα και τώρα, λοιπόν, κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η φιλοσοφία γεννήθηκε τότε, στην Ιωνία τον 6ο αιώνα π.Χ. Το ζήτημα είναι γιατί θα μπορούσε να αναπτυχθεί τότε και σε εκείνη την περιοχή και σε εκείνη την περίοδο και από αυτούς τους συγκεκριμένους ανθρώπους. Λοιπόν, οι πόλεις της Ιωνίας ήταν πόλεις, όπως ήταν και οι ελληνικές πόλεις στον ελλαδικό χώρο. Ήταν πόλεις κράτη, η κάθε μια προσπαθούσε να έχει την αυτονομία της, ήταν λιγότερο εμπλεκόμενες σε πολέμους μεταξύ τους, γιατί ο χώρος ήταν μεγαλύτερος και είχαν και κάποιους κοινούς εχθρούς απέναντι τους ο οποίους έπρεπε να συμπαχίσουν και να πολεμήσουν, κατά συνέπεια είχαν λιγότερες ευκαιρίες να πολεμούν μεταξύ τους. Με την έννοια αυτή λοιπόν, και επειδή ήταν εγκατεστημένες εκεί από τον 12ο-13ο αιώνα π.Χ., μερικές από αυτές, είχαν αποκαταστήσει μια ισορροπία με το περιβάλλον και με τους άλλους ανθρώπους, όσους δεν ήταν Έλληνες, είχαν απορρίψει τη βασιλεία, τη μοναρχία σε μερικές, υπήρχε η λιγαρχία σαν σύστημα, είχαν έναν πλούτο μέσω κυρίως του εμπορίου το οποίο πραγματοποιούσαν, και κατά συνέπεια, ως ένα βαθμό, είχαν αποκαταστήσει το ζήν τους. Όταν, λοιπόν, αποκαταστήσεις το ζήν και δεν κινδυνεύει κάτι μάλλον να ζωήσω, αρχίζεις και σκέφτεσαι για το εύζυν και αν έχεις χρόνο να σκεφτείς, τότε αρχίζεις και κάνεις σκέψεις σαν κι αυτοί που είπαν προηγουμένους. Ποιος είμαι εγώ, πού βρίσκομαι στον κόσμο, τι είναι αυτός ο κόσμος, τι σχέση έχω εγώ με τον κόσμο, κλπ. Και αυτό είναι η αρχή της φιλοσοφίας. Η φιλοσοφία τώρα πια, που εμείς την εξετάζουμε ως αντικείμενο και την περιγράφουμε πάλι με αφηγήσεις ιστορικά, η φιλοσοφία διακρίνεται καταρχήν σε θεωρητική ή επιστημονική φιλοσοφία και πρακτική. Η πρακτική φιλοσοφία είναι κυρίως η ηθική. Ακολουθεί αργότερα η κρητική φιλοσοφία, δηλαδή η λογική, η οποία απαραιπτώντας θεμελιώθηκε και περίπου τελείωσε με τον Αριστοτέλη, και η επιστημολογία. Τώρα, η επιστημονική φιλοσοφία που είναι και η πρώτη-πρώτη η οποία ξεκίνησε. Τα λογικά είναι ότι η πρακτική φιλοσοφία θα έπρεπε να είναι το πιο βασικό πράγμα. Και όμως η επιστημονική φιλοσοφία ξεκίνησε να υπάρχει. Η πρώτη σκέψη του ανθρώπου ήταν «τι είναι αυτός ο κόσμος που έχω γύρω μου», όχι «ποιος είμαι εγώ μέσα στον κόσμο αυτόν». Έτσι, λοιπόν, η επιστημονική φιλοσοφία αποτελεί μια διερεύνηση της ουσίας του κόσμου, καθώς και των μεταβολών που παρατηρούνται σε αυτόν. Είναι ουσία του κόσμου, η προσέγγιση της ουσίας είναι τόσο ως ήλι, ποιο είναι αυτό το πράγμα, ποιο είναι αυτό το υλικό, όπως επίσης και ποια είναι η μορφή αυτής της ήλις. Τις το έχω εξυπηρετεί, το να βρίσκετε με την άλλη μορφή. Τώρα, οι φιλόσοφοι που εμφανίστηκαν στην Ιωνία των έκτω προχωρούς του αιώνα, προσπαθούσαν καταρχήν να αναζητήσουν κάτι σταθερό και κάτι μόνιμο μέσα σε όλη αυτή την φαινόμενη αναταραχή και την φαινόμενη συνεχή μεταβολή του κόσμου. Έτσι προσπάθησαν μες στο μυαλό τους να σκεφτούν τι θα ήταν αυτό το ένα πράγμα, το οποίο θα μπορούσε να είναι το πρώτο αρχικό βασικό υλικό, από το οποίο προέκυψαν όλα τα υπόλοιπα. Και βεβαίως το οποίο θα έπρεπε να παραμένει αμετάβλητο. Διότι αν μεταβαλόταν προφανώς δεν υπήρχε κανένας λόγος να ψάξεις να το βρεις. Οι προτάσεις τους βεβαίως είναι καταρχήν εμπειρικές. Κοιτάω τον κόσμο γύρω μου, προσπαθώ να καταλάβω πού βασίζεται η ύπαρξή του, πού βασίζονται οι αλλαγές τις οποίες βλέπω, τι υλικόθετα ήταν αυτό που θα μπορούσα να πω ότι βρίσκεται παντού μέσα σε όλα. Δεν υπάρχει αυτό που θα λέγαμε με τη σημερινή έννοια επιστημονική τεχνηρίου σε παρά μόνο μια λογική εξήγηση και ανάλυση. Και επειδή ο καθένας από αυτούς εντόπιζε το ενδιαφέρον του σε ένα βασικό αρχικό υλικό του κόσμου, η σύγχρονη περιγραφή αυτών των φιλοσόφων είναι μονιστές. Ψάχνουν να βρουν λοιπόν ένα μόνο πράγμα. Αρκετοί από τους σύγχρονους φιλοσόφους και επιστήμονες δέχονται βεβαίως ότι η φιλοσοφία ξεκίνησε τότε και αμέσως αμέσως τρέχουν να την κατηγορήσουν. Η φιλοσοφία και η επιστήμη δεν ξεκινήσαν στην Ιωνία διότι αυτοί ήταν κάποιοι χαζοί μονιστές. Δεν μας είπαν τίποτα ιδιαίτερο, έτσι. Αυτοί λοιπόν οι χαζοί μονιστές ψάχναν να βρουν ένα πράγμα το οποίο να εξηγεί όλα τα πάντα. Και την υφή και τη σύσταση και τις μεταβούλες του κόσμου. Εμείς τώρα, τον 21ο αιώνα, που είμαστε προχωρημένοι, που είμαστε προοδευμένοι, που έχουμε σοβαρή επιστήμη, που κάνουμε ακριβείς παραθυρίσεις, που έχουμε ένα σωρό πράγμα στη διάθεσή μας, τι προσπαθούμε να κάνουμε, τουλάχιστον στη φυσική, να βρούμε μια θεωρία των πάντων. Αυτό είναι το το που γράφω εδώ πέρα, theory of everything. Καθόλου μονιστές δεν είμαστε εμείς λοιπόν. Αυτή ήταν η φτωχή λύθη μονιστές, εμείς είμαστε οι πανέξυπνοι, που προσπαθούμε να βρούμε μία αρχή ή μία ιδιότητα ή κάτι, μια θεωρία, που να περιγράφει όλα τα πάντα, έτσι. Εκείνοι λοιπόν κατηγορούνται, εμείς δεν κατηγορούμαστε, εμείς πραγματοποιούμε μία ξυπνάδα. Παρεμπιπτόντος, θυμήθητε αυτό που είπαμε προηγουμένως για τα μοντέλα, το ατομικό πρότυπο του Bohr, οι κυκλικές τροχές που θεώρησε αυτός ότι υπάρχουν, η διαφοροποίησή τους σε ελλειπτικές τροχές. Ήταν ήδη γνωστό από τους αρχαίους χρόνους ότι ο κύκλος είναι μία ιδιαίτερη περίπτωση ενός κλειστού κυπλικού σχήματος, η έλλειψη είναι κάτι πολύ κοινικότερο. Συνεπώς, πόσο φτωχός η λύθιος ήταν ο Bohr, ο οποίος ξεκίνησε θεωρώντας απλώς και μόνο κυκλικές τροχές γι' αυτό το ιδρυγόνο. Πόσο πιο έξυπνος ήταν ο Ζώμα Ρεφρύνης στη συνέχεια που θεώρησε ότι υπάρχουν ελλειπτικές τροχές, μα ήδη ήταν γνωστό από τον 17ο αιώνα, από τις εργασίες του Κέπλερ και μετά, ότι και οι τροχές των πλανητών γι' αυτό το ιδρυγόνο δεν ήταν ποτέ κυκλικές, πάντων ήταν ελλειπτικές. Υπήρχε λοιπόν το αντίστοιχο φυσικό μοντέλο. Με την έννοια αυτού κάπως, στοιχειοθετείται όρος ιστορία για την αφηγηματική περιγραφή της εξέλιξης της επιστήμης. Ξεκινάμε με μια απλή θεώρηση, την διαφοροποιούμε λίγο, την διαφοροποιούμε λίγο ακόμα και λοιπά. Είχαμε λοιπόν την αντίληψη των κυκλικών τροχιών των πλανητών γύρω απ' τον ήλιο, που αποδείχθηκε τελικά ότι είναι ελλειπτικές. Ξεκινήσαμε και στη σύγχρονη εποχή, έτσι ο Μπόρ δεν αναφέρεται στα προχριστού χρόνια ούτε στο μεσαίωνα, σημερινός είναι, όχι φετινός, είναι άνθρωπος του 20ου αιώνα. Κυκλικές τροχιές ξεκινήσε να θεωρήσει γιατί τον βολεύαν και σιγά σιγά, όταν είδαμε ότι δεν βολεύει, αναγκαστήκαμε να προχωρήσουμε με παρακάτω συλληκτικές κοιλότες. Λοιπόν, από εδώ και πέρα, λέω να πω μερικά πράγματα για τους ήωνες αυτούς φιλοσόφους, αλλά περιοριζόμενοι μόνο σε αυτά τα πράγματα τα οποία έχουν σχέση με τις επιστήμες. Δηλαδή δεν θα μας ενδιαφέρει αν κάποιοι από αυτούς είπαν ή κάναν πράγματα ή συμμετείχαν στην εξέλιξη του κομματιού της φιλοσοφίας που το είπαμε πρακτική ή ηθική φιλοσοφία, γιατί θα ξέφυγε προφανώς από την λογική συνέχεια αυτής της σειράς των παραδόσων. Ένα σημείο τώρα το οποίο χρειάζεται εδώ πέρα προσοχή. Βλέπετε δίπλα στο όνομα του Θαλή, που αναντίρρυτα είναι ο πρώτος φιλόσοφος, βλέπετε το σύμβολο του περίπου, περίπου 624 με περίπου 540 ε.Χ. Τι θα πει αυτό το περίπου, αυτό που ακριβώς λέει περίπου, δεν είμαστε καθόλου σίγουροι. Δηλαδή για τον Θαλή αναφέρεται από κάποιους μεταγενέστερους ότι ξέρετε οίκμαζε κατά την 70η Ολυμπιάδα. Η 70η Ολυμπιάδα, σύμφωνα με το σύστημα έτσι χρονολόγησης των ελληνικών, ήταν όλη εκείνη την τετραετία από την προηγούμενη μέχρι την ίδια. Συνεπώς σε εκείνη την Ολυμπιάδα ο Θαλής ήκμαζε, τι θα πει ήκμαζε, θα πει ήταν στην ακμή της ηλικίας του. Δηλαδή ήταν μεταξύ 30 και 40, θα στο πούμε χοντρικά. Καταλαβαίνετε λοιπόν γι' αυτό τον λόγο υπάρχουν αυτά τα περίπου. Φανταζόμαστε λοιπόν πως για να ακμάζει τότε πρέπει να ήταν 30-40 χρόνων, κατά συνέπεια κάπου εκεί στα 624, κάπου εκεί στα 546 τοποθετούνται η γέννηση και ο θανατός του. Για να μην έχουμε τόσο ακριβή στοιχεία για το πότε γεννήθηκε και πότε πέθανε ο Θαλής, καταλαβαίνω ότι πολύ λιγότερα στοιχεία θα έχουμε για πράγματα τα οποία είπε. Δυστυχώς αυτό που συμβαίνει είναι ότι για αυτούς τους πρώτους τουλάχιστον φιλοσόφους, τα στοιχεία τα οποία έχουμε είναι από δεύτερο και από τρίτο χέρι. Περισσότεροι από αυτούς τους δεν αφήσανε κάποια γραπτά ντοκουμέντα πίσω τους. Ή και αν αφήσανε τα αφήσανε πάνω σε φθαρτά υλικά τα οποία χάθηκαν με το πέρασμα του χρόνου. Οι καλύτερες πληροφορίες που μπορούμε να έχουμε για αυτούς τους φιλοσόφους είναι περιγραφές που έχει αφήσει ο Αριστοτέγης και απεχθές του. Επειδή όπως θα πούμε αργότερα ο Αριστοτέγης ήταν ας πούμε ο πρώτος συγκυκλοπαιδιστής του κόσμου, ο πρώτος που έκανε μια συνολική περίπου καταγραφή της γνώσης που υπήρχε μέχρι την εποχή του, αναφέρει και όλους τους προηγούμενους φιλοσόφους και κατά συνέπεια σε κάποια κείμενα του Αριστοτέγη και των μαθητών του μπορούμε να βρούμε αναφορές για τον Θαλή. Τώρα επειδή ο Αριστοτέγης είναι αρκετά μεταγενέστρος από τον Θαλή, προφανώς οι αναφορές αυτές δεν μπορούν να είναι προσωπικές, βιωματικές του Αριστοτέγη. Θα πρέπει λοιπόν να βασιστούμε, όπως είδαμε, σε αναφορές στην καλύτερη περίπτωση από τρίτο χέρι. Είναι ο Αριστοτέγης που άκουσε από κάποιους ή είδε σε κάποιο κείμενο γραμμένο από κάποιον ότι ο Θαλής είπε τούτο, έκανε εκείνο, έφτιαξε το άλλο. Παταλαβαίνετε λοιπόν ότι όταν έχουμε αναφορές από κάποιον που είπε ότι κάποιος είπε ότι κάποιος άλλος του διάβασε για το Θαλή τούτο πράγμα, δεν μπορούμε να έχουμε και πάρα πολύ μεγάλη βάση πάνω σε αυτό το οποίο περιγραφούμε. Ωστόσο επειδή έχουμε αρκετές τέτοιου τους αναφορές, και από τον Αριστοτέγη και από όλους τους συγχρόνους του, τις οποίες επανειλημμένα αντιγράφουν οι μεταγενέστρες στη συνέχεια, καταλήγουμε τελικά να δεχόμαστε την αλήθεια αυτών των προτάσεων. Χωρίς να έχουμε τελικά, όπως εξηγήσαμε προηγουμένως, μια τεκμηριωμένη άποψη για την αλήθεια τους. Πιστεύουμε λοιπόν ότι ο Θαλής είπε αυτά τα πράγματα επειδή δείχνουμε εμπιστοσύνη σε αυτά που περιγράφει ο Αριστοτέγης. Η απαρχή λοιπόν της φιλοσοφίας είναι, αν μπορεί να το φανταστεί κάποιος, ένα φυσικό φαινόμενο, μη έκλειψη. Η έκλειψη είναι πάντοτε κάτι το οποίο αποτελεί κάτι συνδρακτικό για τον κόσμο. Για εμάς τώρα, οι οποίοι ανοίγουμε την τηλεόρασή μας και ενημερωνόμαστε ότι σε 15 μέρες θα έχει έκλειψη της Ελλήνης, η έκλειψη του Τουλίου σε εκείνο το μέρος, και πάλι εντύπωσε εγώ. Τηλευταία φορά που θυμάμαι εγώ μια έκλειψη, νομίζω ήταν το 2001 και ήταν μέσα στην άνοιξη ή κάτι τέτοιο. Και μας είχε κάνει εντύπωση, παρόλο που έτσι, μας τα ενημερώνουμε για πολλούς μήνες, ότι μπορούσαμε να περπατάμε το μεσημέρι σαν να ήταν αργά το απόγευμα. Πήγαμε στη λεϊκή αγορά τις πρωινές και μεσημερινές ώρες και ήταν σαν να σκοτήνιαζε. Μπορούσαμε να κοινάξουμε προς τα πάνω και να δούμε σχεδόν, να δούμε τον ήλιο, δηλαδή την αύρα γύρω από την σιλήνη και όλα τα σπιτιγκά. Μας είχαν εντύπωση, έτσι, αρκετός κόσμος περιφερόταν και κοιτούσε γύρω του με ενδιαφέρον. Τα μικρά παιδιά είχαν εντυπωσιαστή. Φανταστείτε, λοιπόν, κόσμο ο οποίος δεν είναι ενημερωμένος γι' αυτά τα πράγματα, δεν τα καταλαβαίνει, τα θεωρεί στην καλύτερη περίπτωση κακούς ιονούς και φανταστείτε να έρχεται ένας θαλής και να λέει «Παιδιά, ξέρετε, στις 28 Μαΐου, φέτος, που είναι το 585 π.Χ., θα γίνει έκλυψη και ο ήλιος κάποια στιγμή το μεσημέρι θα χαθεί». Κατ' αρχήν τον παίρνουν ως τρελό και κατά δεύτερον, όταν στις 28 Μαΐου πραγματοποιηθεί το φαινόμενο, αρχίζουν και σκέφτονται ότι αυτός δεν μπορεί να είναι τρελός αφού συνέβη. Δεν ανήκει σε κάποιο ιερατείο της Βαβυλώνας ή της Αιγύπτου, κατασίαπε να έχει μια αστοπου με θεία επιφίτηση, αλλά κάπως κάτι έχει κάνει, κάτι έχει σκεφτεί, κάτι έχει δείξει, με κάποιο λογικό τρόπο εξήγησε τα πράγματα. Δεν ήταν αυτό που είδαμε, η παρέμβαση του Δία ή του Ακόλουνα ή κάποιο άλλο για κάποιο φαινόμενο, επειδή ο Τάδε Αρχηγός, ο Τάδε Πολέμαρχος ή ο Τάδε Στρατηγός κάτι έκανε ή κάτι δεν έκανε. Συνεχώς, η ερμηνεία αυτή του Θαλή, δηλαδή η πρόβληψη αυτή του Θαλή, είναι το πρώτο βήμα για να θεμελιωθεί η Φιλοσοφία με την έννοια ότι δεν γίνεται η επίκληση του Θείου, αλλά γίνεται η επίκληση κάποιων πρακτικών υπολογισμών που γίναν. Βεβαίως, το ζήτημα είναι ότι αυτούς τους υπολογισμούς δεν τους έκανε ο Θαλής ξυπρόντας ένα πρωί από το τίποτα. Ο Θαλής, όπως και όλοι οι υπόλοιποι που θα πούμε στη συνέχεια, όπως και πολλοί άνθρωποι πριν από αυτό, είχαν ταξιδέψει στη Βαβυλώνα και στην Αίγυπτο, όπως είπαμε, όπου επειδή ήταν και αυτοί κάποια συγκεκριμένη κοινωνική θέση στην πατρίδα τους, μπορούσαν να έχουν σε επαφή με το τοπικό ιερατείο, μπορούσαν να ψάξουν τα αρχεία του ιερατείου αυτού, μπορούσαν να συζητήσουν και να μάθουν και να καταλάβουν τον πρακτικό τρόπο με τον οποίο οι ιερείς και οι υπόλοιποι παρακολουθούσαν και παρακολουθούσαν για εκατοντάδες και ενδοχμένως και χιλιάδες χρόνια της πορείας των αστρικών σωμάτων και μπορούσαν να προβλέψουν ότι θα γίνει κάποιο τέτοιος έκκληψη και όλα τα σκηνικά. Βεβαίως, διαφορά είναι ότι στη Βαβυλώνα και στην Αίκεπτο και στα άλλα μέρη στα οποία είχαν ταξιδέψει και ο Θαλής και οι άλλοι Έλληνες, είτε φιλόσοφοι είτε έμποροι, πάντοτε γινόταν η επίκληση του θείου. Θα γίνει αυτό το φαινόμενο διότι ο βασιλιάς ξέχασε να κάνει εκείνη τη θυσία, διότι πρέπει να βγούμε και να πολεμήσουμε τους εχθρούς μας, διότι έτσι κι αλλιώς και αλλιώς θα είναι κάποια τέτοια σκηνικά. Ο Θαλής κατάλαβε την πρακτική σημασία του πράγματος, έκανε την πρόβληψη για τους συμπολίτες του, τους είπε μη φοβηθείτε δεν είναι κανένας ιονός, απλώς ο ήλιος θα χαθεί αύριο μεθαύριο τον άλλο μήνα, πότε ήταν η πρώτη φορά που ξεκίνησαν να το λέει αυτό δεν ξέρουμε. Και κατά συνέπεια όταν αποδείχθηκε σωστός, προφανώς δημιούργησε γύρω έναν κύκλο διότι προφανώς αυτός ήταν κάποιος άνθρωπος που ήταν σοφός με τη σημερινή έννοια του όρου. Δηλαδή γνώριζε κάποια πράγματα τα οποία πράγματα δεν του μεταφέρθηκαν μέσα από κάποιο όραμα ή μέσω κάποιας θείας παρέμβασης. Έτσι λοιπόν, γι' αυτό το λόγο, γι' αυτό το ας το πούμε χαζό καθημερινό, μέσα σε εισαγωγικά φυσικό φαινόμενο, ξεκινάει η φιλοσοφία. Και τώρα δίως γιατί εμείς ξέρουμε ότι είναι 28 Μαϊού του 585 π.Χ., διότι πλέον η σύγχρονη αστρονομία μπορεί να κάνει προβλέψεις για την κίνηση των ουρανιών σωμάτων. Και μπορεί να κάνει προβλέψεις κινούμενοι και μπροστά και πίσω στον χρόνο. Κινούμενοι πίσω στον χρόνο λοιπόν, και βλέποντας που ήταν η περιοχή της Μηλίτου, της Αφέσου και της Ιωνίας σε πάση περιπτώση, προσδιορίζει εκείνη τη μέρα μία ορατή έκλειψη του ηλίου από την περιοχή αυτή. Η έκλειψη αυτή αναφέρεται σε κείμενα μεταγενέστερα. Ο Θαλής είναι ο πρώτος ο οποίος μας είπε ότι τότε θα γίνει έκλειψη και όντως έγινε. Και βέβαια η αναφορά που θα είχαμε από τα αρχαία ελληνικά κείμενα θα ήταν την τάδε Ολυμπιάδα ή την τάδε χρονιά που ήταν άρχοντας αυτού του εκείνου ή του άλλου χρόνου σχετικά, που όμως τώρα μπορεί να γίνει αναγωγή και να βρούμε ότι ήταν όντως η 28 Μαϊού του 585 π.Χ. Αναφέρεται τώρα, προσέξτε την έκφραση από κάποιους, πως ο Θαλής πίστευε ότι η βασική ήλιοι του σύμπαντος ήταν το νερό. Φυσικά θα μου πείτε κάποιος που κάνει μια απλή παρατήρηση του κόσμου γύρω του μπορεί να καταλάβει την συμβασία του νερού. Δηλαδή το νερό είναι κάποιο υλικό, σαν υλικό ας το πούμε, το νερό, το οποίο είναι εντελώς απαραίτητο για τη ζωή. Δηλαδή είναι γνωστές κάποιες ιστορικές στιγμές όπου κάποιοι κάναν απεργία πείνας. Κάποιοι, λοιπόν, κάναν απεργία πείνας και ζήσαν 50, 60, κοντά 70 μέρες. Απεργία δίψας δεν έκανε κανένας από αυτούς. Αν κάνανε απεργία δίψας δεν είναι σίγουρο ότι θα ζούσαν τρίτη ή τέταρτη μέρα μετά από αυτό. Λοιπόν, προφανώς το νερό είναι ουσιαστικό για τη ζωή. Προφανώς, επίσης, μπορούσε να γίνει παρατήρηση, απ' τον καιρό του, θέλει και από πριν, ότι το νερό βρίσκεται σε τρεις διαφορετικές φάσεις, θα λέγαμε τώρα, καταστάσεις, θα λέγαμε τότε. Και ως στερεό, πάγος, μπορείς να πάρεις ένα κομμάτι πάγου, να το παρατηρήσεις να λιώνει και να δεις ότι γίνεται νερό. Δεν μπορεί να γίνεται νερό τη στιγμή που δεν υπήρχε νερό μες τον πάγο, αλλά είναι μια άλλη μορφή του πάγου. Και επίσης, το νερό βράζει, εξατμίζει, γίνεται ατμός. Κατά συνέπεια, και οι τρεις φυσικές καταστάσεις υπάρχουν στο νερό. Συνεπώς, και όλα τα πράγματα που είναι στερεά σαν τον πάγο, μπορεί να φανταστεί κάποιος ότι είναι συμπυκνώσης του πάγου, που είναι συμπύκρουση του νερού. Και όλα τα πράγματα που τα νιώθεις σαν αέρα ή τα βλέπεις ανατμούς μπορεί να υποθείσουν ότι είναι αραιώσης του νερού, γιατί προσπαθεί να γίνει ατμός. Κάποιος θα μπορούσε σχετικά εύκολα να υποστήριξει ότι, ναι, το νερό είναι η πρώτη βασική υγεία από την οποία έχουν παραχτεί όλες οι υπόλοιπες μορφές που βλέπουμε γύρω μας. Φυσικά, κάποιοι κάνουν την παρατήρηση πως ακόμα και η φωτιά, που θεωρείται κάτι αντίθετο με το νερό, συντηρείται από το νερό. Θα μου πείτε αυτό είναι τρελό. Αν σβήσεις μια φωτιά και στη συνέχεια, μετά από λίγα λεπτά, πας και παρατηρήσεις το χώρο που είχες κρατημένη αυτή τη φωτιά, έτσι, για συνήθως κάνουμε ένα κύκλο με πετρούλες γύρω από τη φωτιά και να την διατηρήσουμε εκεί πέρα μέσα. Τι γίνεται? Παρατηρείς κάποιες σταγωνίτσες ή υγρασίας πάνω στις πέτρες. Για ποιον λόγο, γιατί το προφανώς, εμείς τώρα ξέρουμε την εξήγηση του φαινομένου, έτσι, η πέτρα όταν σβήσει φωτιά είναι πολύ ζεστή, η υγρασία του αέρα που βρίσκεται εκεί δίπλα είναι μορφή ατμού, πέφτωται στη θερμοκρασία, υγροποιείται και τελείωσε. Όταν όμως κάνεις μια απλή παρατήρηση χωρίς να έχεις σκεφτεί όλα αυτά τα προηγούμενα και χωρίς να έχεις στοιχεία για όλα αυτά τα προηγούμενα, παρατηρήσεις και βλέπεις ότι αφού η φωτιά έσβησε, φάνεται να είναι λίγο υγρές, άρα ουσιαστικά το νερό συντελεί τη φωτιά. Ναι, είναι μια αντιερική παρατήρηση χωρίς παραπέρα εξήγηση, ερμηνεία, διερεύνηση κλπ κλπ κλπ κλπ. Τώρα το ζήτημα είναι ότι αυτή η πρωταρχική υγεία όχι μόνο έπρεπε να υπάρχει, αλλά έπρεπε να δίνει και τη δυνατότητα της κίνησης. Ο κόσμος μας είναι συνέχεια μεταβαλόμενος. Έπρεπε λοιπόν αυτή η κίνηση σαν δυνατότητα να υπάρχει μέσα σε αυτό το υλικό. Μα αν καθίσει κάποιος, και ο Θαλής φαντάζομαι είχε την ευκαιρία να καθίσει στην παραλία και να κοιτάξει την θάλασσα, το Αιγαίο απέναντί του, βλέπεις τον κυματισμό της θάλασσας. Αν λοιπόν δεν μπεις σε μια φάση να ερμηνεύσεις πώς συμβαίνει αυτός ο κυματισμός, λες, εντάξει, το νερό είναι εκεί πέρα και το νερό το βλέπω να κινείται. Το κύμα παράγεται μέσα από μία θάλασσα. Άρα προφανώς το ίδιο το νερό από μόνο του έχει μέσα του και την ιδέα της κίνησης. Αν γυρίσω από την άλλη πλευρά και κοιτάξω το ποτάμι που περνάει δίπλα ή μέσα από την πόλη, το ποτάμι έχει μία ροή. Άρα το νερό έχει μία ροή. Σε πως αυτό το υλικό, στο οποίο πολλοί αποτείδουν έτσι ότι ο Θαλής έδωσε την βασική ιδιότητα της κύριας ύπαρξης, το νερό λοιπόν ήταν η βάση όλων, το νερό το ίδιο εκτός από το να είναι το υλικό ήταν και το μέσον που προσέδιδε την κίνηση και έδινε την μεταβολή στον κόσμο στον οποίο αναβρισκόμαστε. Τι γίνεται τώρα λοιπόν με τους φιλοσόφους. Μόλις ένας φιλόσοφος εμφανιστεί, βάλει κάτω ένα σύστημα και αρχίσει να λέει κάποια πράγματα, δεν υπάρχει περίπτωση να μην εμφανιστεί κάποιος άλλος που να πει τα εντελώς αντίθετα. Ή αν όχι τα εντελώς αντίθετα, κάποια κάπως διαφοροποιημένα. Ο επόμενος φιλόσοφος, συντοπίτης του προηγούμενου, είναι γνωστός με τον Ρώμα Αναξύμανδρος. Εδώ είμαστε λίγο πιο σαφείς, ως προς το 611 και ως προς το 546 π.Χ., που αποτελούν τα όρια της φυσικής του ύπαρξης. Ο Αναξύμανδρος λοιπόν σκέφτηκε πως για να υπάρχουν μεταβολές δεν μπορεί ένα πράγμα από μόνο όταν υπάρχει να μεταβάλλεται σε κάτι άλλο που δεν υπάρχει. Είναι λοιπόν ο Αναξύμανδρος κάποιος που σκέφτηκε κάτι σαν μια αρχιδιισμού, ας το πούμε, χωρίς να το διατυπώνει καλά ή χωρίς να έχουν φτάσει μέχρι εμάς διατυπώσεις τίτου τύπου. Λέει λοιπόν ο Αναξύμανδρος ότι πρέπει να υπάρχουν κάποια αντίθετα πράγματα και καθώς αυτά τα αντίθετα πράγματα έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους, παρατηρούνται οι μεταβολές τις οποίες βλέπουμε. Ο Αναξύμανδρος επίσης λέγεται ότι έδωσε μια κυκλική ροή στον κόσμο, μια εναλλαγή του ενός πράγματος με το αντίθετό του. Και δίνουμε εδώ πέρα, για παράδειγμα, ο ήλιος, έτσι, ο οποίος για όλους μας είναι πηγή θερμότητας, εξατμίζει το νερό. Το νερό, όμως, είναι το υλικό το οποίο εμείς χρησιμοποιούμε για να σβήσουμε μια φωτιά. Άρα το νερό και η φωτιά αποτελούν έναν κύκλο, ότι μια φορά επικρατεί το νερό, την άλλη επικρατεί η φωτιά και γίνεται αυτή εδώ πέρα η συνεχόμενη κυκλική αναλλαγή. Βεβαίως, κυκλική αναλλαγή κυρίως κυριότατα υπάρχει στις μέρες, στις ώρες της μέρας, πρωί και βράδυ, στις εποχές κλπ. Ο Αναξίμανδρος είναι ο πρώτος ο οποίος σε αυτό το υλικό το οποίο έψαχνε, να ορίσει ως βασικό υλικό του κόσμου, έδωσε το όνομα αρχή. Ή τουλάχιστον για πρώτη φορά σε κείμενα κάποιων που αναφέρουν τον Αναξίμανδρο αναφέρεται η έννοια αρχή. Ο Αναξίμανδρος έδωσε ως αρχή το άπειρο. Βλέπετε λοιπόν αμέσως ότι ενώ ο Θαΐς μας μιλάει, ή τουλάχιστον αυτά που είναι παραδόμενα σε εμάς φαίνεται να μιλούν για κάποιο υλικό σώμα όπως το νερό, ο Αναξίμανδρος ξεφύγει και πηγαίνει στο άπειρο. Τι είναι το άπειρο? Το άπειρο δεν είναι κάποιο υλικό σώμα, δεν είναι το ξύλο, δεν είναι η φωτιά, δεν είναι η γη, δεν είναι τίποτα άλλο. Είναι κάποιο υλικό το οποίο προφανώς είναι έναεινο, κατά συνέπεια εσωτερικά αδιέρετο, αλλά, προτείνει ο Αναξίμανδρος, επειδή εμπεριέχει μέσα του τα διάφορα αντίθετα, τις διάφορες αντίθετες ιδιότητες, το θερμό και το ψυχρό για παράδειγμα, για όλα τα σχετικά, έχει την ιδιότητα της κίνησης γιατί, προφανώς, αυτά τα αντίθετα προσπαθούν να ξεχωρίσουν μεταξύ τους και, καθώς προσπαθούν να ξεχωρίσουν, δημιουργούν την κίνηση. Και, βέβαιος, αν στην διαδικασία του ξεχωρίσματος τοπικά επικρατεί το ένα ή επικρατεί το άλλο, αυτό είναι ο λόγος για τον οποίο υπάρχουν κάποια σώματα σε συγκεκριμένες θέσεις και ό,τι κι από άλλο. Αν το σκεφτούμε αυτό, σύμφωνα με τα δεδομένα που έχουμε αυτή τη στιγμή από τις επιστημονικές μας παρατηρήσεις, ανταποκρίνεται πλήρως τον τρόπο με τον οποίο έχει συσχηματιστεί το ηλιακό σύστημα. Θεωρούν, λοιπόν, ότι έγινε κάποιος περίνας αρχικά που ήταν ο ήλιος, στη συνέχεια, λόγω της βαρύτας του, άρχισε να έλκει υλικό από τον γύρο χώρο και μέσα σε αυτό το υλικό, κάποια στιγμή, για κάποιους τυχαίους λόγους, δημιουργήθηκαν κάποιες τοπικές δύνες και ήταν τα σημεία στο οποία σχηματίστηκαν οι περήνες κάποιων τοπικών πλανητών στη συνέχεια. Βέβαιος, πέσανε και άλλα σώματα απάνω τους και όλα τα σχετικά. Αλλά ποιο όμως αυτού του είδους η περιγραφή ανταποκρίνεται στη γνώση που έχουμε σήμερα για τη δημιουργία του ηλιακού σύστηματος. Βεβαίως, δεν μπορούμε να πούμε ότι ο Αναξύμαντος ήξερε, είχε κάποιο είδους μυστικιστική γνώση για το πώς έγινε το ηλιακό σύστημα και μας την περιγράφει, ήταν μια δική του θεώρηση. Έτσι φανταζόταν ότι θα έπρεπε να έχουν γίνει τα πράγματα. Επίσης, μερικοί εκτιμούν πως κάποια κείμενα που αναφέρεται ότι ο Αναξύμαντος είπε τούτου ή έκανε εκείνο ή έφτιαξε το άλλο, δείχνουν πως πίστευε ότι ο κόσμος στο οποίο ζούμε είναι ένας από τους πιθανούς κόσμους που θα μπορούσε να υπάρχουν. Δηλαδή, ο Αναξύμαντος φαίνεται να δεχόταν κάτι σαν την θεωρία των παραλληλών συμπάντων που έχουμε τώρα, και μάλιστα θεωρούσε, από τι φαίνεται, ότι αυτοί οι κόσμοι δεν ήταν διατοχικοί ο ένας του άλλου, δηλαδή τώρα δεσσούμε σε έναν κόσμο αυτός θα καταστραφεί ή μεταφέρθηκε κάποιος άλλος κ.σ., αλλά ήταν παράλληλοι και συνεχόμενοι μεταξύ τους. Το σήμα, λοιπόν, σύμφωνο με τον Αναξύμαντο πάντοτε θα υπήρχε, διότι αυτό το άπειρον πάντα υπήρχε και πρέπει να είναι άπειρον και στην έκταση, άπειρο και στον χρόνο, άπειρο και σε όλες τις ιδιότητες. Και επιπλέον ο Αναξύμαντος φαίνεται, είτε βλέποντας κάποια όστρακα είτε βλέποντας κάποια άλλου είδους αρχαιολογικά ευρήματα, κατέληξε στο να συμπεράνει πως οι μορφές της ζωής εξελίσσονται από τις πιο απλές στις πιο σύνθετες. Σε κάποια σημεία και ο πράττρος Κερζουδίδης αναφέρουν πως είχε κάποιες περίεργες, όσον αφορά αυτούς τους ιδέες, ότι η Γη, δηλαδή, είναι όχι στρογγυλίο, όπως λέγαμε τώρα, ήταν σαν μια φέτα, είναι κυλιντρική και μάλιστα εωρείται, δεν στηρίζεται πάνω σε κάτι. Βεβαίως, όταν πείτε αν αρχίσεις να σκέφτεσαι ότι η Γη που ξέρουμε στηρίζεται πάνω σε κάτι, αυτό το κάτι μετά πρέπει να στηρίζεται πάνω σε κάτι άλλο. Κι εκείνο πάνω σε κάτι άλλο και το πρόβλημα δεν το πιστεύει τέτοιο. Συνεπώς, θα έπρεπε να έχεις άπειρα κάτι πάνω στο οποίο αναστηρίζεται η Γη. Συνεπώς, είναι κάτι νοητικά παράδοξομεν, αλλά φιλοσοφικά λογικό, όταν θεωρείς ο αναξύμαντρος ότι η Γη μας εωρείται. Δεν θα μπορούσε να σκεφτεί ότι είναι σφαιρική, μπορείς όμως να σκεφτεί ότι είναι κυλιντρική. Κάποιες παρατηρήσεις, σαν και αυτοί που δείχνουμε και εμείς στα μικρά παιδιά στο γυμνάσιο, δηλαδή την προπτική κάποιο αντικειμένο το οποίο ξεμακραίνει στον ορίζοντα, του έδωσαν την ιδέα ότι πρέπει να είναι κάποιο κυλιντικό και όχι κάποιο τετρακωνικό ή κάποιο άλλο είδους σώμα. Ας σταματήσουμε εδώ για σήμερα, θα δούμε τους υπόλοιπους μονιστές και τους επόμενους φιλόσοφους, κατλήγοντας τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Και με τον τρόπο θα περάσουμε και στους πιο σύγχρονους.