Διάλεξη 2 / Διάλεξη 2 / Διάλεξη 2

Διάλεξη 2: Στο προηγούμενο μας μάθημα είχαμε την ευκαιρία να δούμε, επτρογάτι βέβαια, τη γενικότερη προβληματική που αφορά στη σχέση των δυο Ευαγγελίων τα οποία ανομάζουμε συνοπτικά, θα σαβαρίνοζουμε τι είναι συνοπτικό πρόβλημα και στη συνέχεια κάραμε μια ιστορική ανασκόπηση και παρουσιάσαμε τις βασ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Τσαλαμπούνη Αικατερίνη (Επίκουρη Καθηγήτρια)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας / Σπουδή στη συνοπτική παράδοση και στην Q
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=b4c0b70e
Απομαγνητοφώνηση
Διάλεξη 2: Στο προηγούμενο μας μάθημα είχαμε την ευκαιρία να δούμε, επτρογάτι βέβαια, τη γενικότερη προβληματική που αφορά στη σχέση των δυο Ευαγγελίων τα οποία ανομάζουμε συνοπτικά, θα σαβαρίνοζουμε τι είναι συνοπτικό πρόβλημα και στη συνέχεια κάραμε μια ιστορική ανασκόπηση και παρουσιάσαμε τις βασικότερες θεωρίες για την εξήγηση του συνοπτικού προβλήματος. Και στο τελευταίο θα λέγαμε κομμάτι του μαθήματος σκεφτήσαμε πολύ συγκεντρωτικά όλες τις εντυπώσεις τις οποίες καν κανείς αποκομίζει μελετώντας τα κείμενα, τις θεωρίες τις οποίες αναφέρουμε και καταλήξαμε ότι το συνοπτικό πρόβλημα είναι ένα γοητευτικό λογοτεχνικό έννοιγμα που από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα δεν θέλετε να έχει βρει μία θα λέγαμε απόλυτα αποδεκτή λύση. Στο σημερινό μάθημα, δεύτερος στη σειρά της συζήτησης ακριβώς αυτών των θεωριών που αφορούν στο συνοπτικό πρόβλημα, θα περάσουμε σε μία επισκόπηση γενική της κατάστασης την οποία έχουμε σήμερα στη Βέργα. Πρώτα πρώτα η κυρίαρχη θεωρία σήμερα είναι η θεωρία των δύο πηγών. Η πλειοψηφία, η θεωριακτική πλειοψηφία των ερευνητών με τον ένα ή τον άλλον τρόπο υιοθετεί την θεωρία αυτή είτε στις πιο ακραίες και απόλυτες επιδοχές της είτε και στις λιγότερο ακραίες και στις περισσότερες μη μετριοπαθείες. Σε κάθε περίπτωση όμως παντού θα δούμε ότι η θεωρία των δύο πηγών είναι αυτή η οποία επικρατεί μία αίσθηση που έχει κανείς πηγαίνοντας σε διεθνή συνέντρια όπου εκεί ορισμένα πράγματα θεωρούνται προκειτούμενα και δεν χρειάζεται κάθε φορά οι ερευνητές να έβρετε και να επανέρχονται στα ίδια θέματα και φύσης είναι καθαρά πολύ καλά αυτό φαίνεται για παράδειγμα στις ετήσεις συναντήσεις της μεγαλύτερης θα λέγαμε εταιρείας για τα βιβλικά της Society of Biblical Literature η οποία λαμβάνει χώρα μια φορά τον χρόνο στην Αμερική και εκεί θα δούμε ότι υπάρχουν πάρα πολλές συνεδρίες και πάρα πολλές ερευνητικές ομάδες οι οποίες ουσιαστικά εστιάζουν στην θεωρία των δύο πηγών και ιδιαίτερα στην Q. Επομένως λίγο πολύ σήμερα στην έρευνα μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει αυτή η θεωρία όσο και το κυριαρχό μοντέλο. Από την άλλη εμποσμάτια ταυτόχρονα υπάρχει μια σειρά, υπάρχει μια πληθώρα άλλων εναλλακτικών οι οποίες έχουνε κατά καιρούς εκφραστεί ήδη είπαμε για τη θεωρία του Farrer, είπαμε επίσης για τη θεωρία του Farmer που ουσιαστικά ανανεώνει την παλαιότερη θεωρία του Grisfach Επομένως υπάρχει μια συνεχή συζήτηση είπαμε ότι είναι το κυριαρχό μοντέλο αλλά δεν είναι το μοναδικό και αυτό το οποίο δέχεται κυρίως κριτική είναι η θεωρία των δύο πηγών, την πηγητολογία. Ήδη στο προηγούμενο μάθημα εξήγησα ακριβώς αυτό το πράγμα πως δηλαδή η πηγή των δυναλογίων μπορεί να είναι το δυνατό σημείο θα λέγαμε της θεωρίας των δύο πηγών, ταυτόχρονα όμως αποτελεί και το αδύναμο σημείο της θεωρίας των δύο πηγών. Γιατί ακριβώς μας λύνει πολλά από τα προβλήματα που έχουμε, μας εξηγεί για παράδειγμα το κοινό υλικό μεταξύ Ματθαίου και Λουκά. Πως επίσης το γεγονός ότι υπάρχει τόσο μεγάλη εξάρτηση του Ματθαίου και του Λουκά από τον Μάρκο μας εξηγεί ακόμα και το κοινό υλικό του Ματθαίου και του Λουκά ως ένα σημείο. Μας αφήνει χώρο και για το ιδιαίτερο υλικό του κάθε εφαγγελιστή, αχωρίδοντάς το στις ιδιαίτερες παραδόσεις που έχει ο καθένας στην παράδοση, στην διάθεσή του συγνώμη. Όμως παραμένει πάντοτε ένα υποθετικό κείμενο και μάλιστα στις πιο ακραίες εκδοχές οι οποίες διετυπώθηκαν για κοινότητες οι οποίες είχαν αυτό το κείμενο και το οποίο κείμενο δεν έλαβαν υπόψη την Ανάσταση και δεν τη γνώριζε και για κοινότητες οι οποίες δεν πίστευαν ή δεν έδιναν μεγάλη σημασία στην ιστορικό της Ανάσταση. Αυτά φυσικά είναι ακραίες θέσεις που σήμερα στην έργα σιγά σιγά εγκαταλείπονται. Όμως όλες αυτές οι τοποθετήσεις, όλες αυτές οι κριτάσεις θα με λοιπόν να προκαλέσουν την κριτική των ερευνητών. Γι' αυτό και το σημείο ακριβώς της θεωρίας των δύο πηγών το οποίο δέχεται την περισσότερη κριτική είναι η πηγητολογία. Γιατί ακριβώς παραμένει ένα υποθετικό κείμενο αρκετά προβληματικό. Αυτό δεν ξέρουμε τα όρια του, ούτε που ξεκινούσε ούτε που τελείων. Αυτό που πολύ χαρακτηριστικά λέγεται είναι ότι γιατί πρέπει να υποθέσουμε ότι η πηγητολογία είναι μόνο ότι έχουν κοινό ο Ματθαίος με τον Λουκά και να μην υποθέσουμε ότι κάποιο και κάποιο από το ιδιαίτερο υλικό του καθενός προέρχεται από την πηγητολογία και ότι απλώς ο ένας αυαγγελιστής το συμπεριλαμβάνει γιατί του ενδιαφέρει και μπορεί να το εντάξει μέσα στη δική του θεωρική αντζέδα ενώ ο άλλος δεν το συμπεριλαμβάνει γιατί ακριβώς δεν τον ενδιαφέρει. Σήμερα αυτό που κυρίως προτείνεται πλέον είναι, προτείνονται διάφορες θεωρίες πολλαπλών πηγών. Δηλαδή θα δούμε σιγά σιγά ότι υπάρχει μια απομάκρηση από το αρχικό μοντέλο για το οποίο έκανα λόγο στο προηγούμενο μάθημα του απλούστερου. Όπως είπα αρχικά, η λογική είναι ότι το απλούστερο είναι και το ασφαλέστερο, το απλούστερο είναι αυτό που μάλλον είναι και αυτό που πραγματικά συνέβη. Σήμερα η Έλληνα εκφράζει διατυπών της εκφυλάξης για μια τόσο απλουστευτική θα λέγαμε θεώρηση της ιστορίας της παράδοσης και επιπλέον προτείνονται πλέον διαφορετικά μοντέλα αρκετά σύνθετα τα οποία ουσιαστικά θέτουν ζήτημα πολλαπλών πηγών και όχι μίας ή δύο. Είπαμε ήδη αυτή η τάση είναι διαμέτρο αντίθετη με την τάση που έρχεται στους αντίποδες της θεωρίας των δύο πηγών όπου γίνεται μια προφάθεια να βγει και στη θεωρία του Κρυσφάρνα και στη θεωρία του Φάρνα φύγει η πηγητολογία από το σχήμα αλληλεξάρτησης των επαγγελίων. Πάθει δηλαδή εκεί πάντα η τάση αυτή για την εξαπλούστευση. Όσο στην νεότερη έρευνα για το συνοπτικό πρόβλημα τα πράγματα αλλάζουν και κυρίως στο γαλλόφωνο χώρο. Στο γαλλόφωνο χώρο έχουμε μία τάση γενικά πρόκρισης σύνθετων μοντέλων με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Μπουαμά και διδικά του θεωρητικά μοντέλα εξάρτησης των συνοπτικών μεταξύ τους που δείχνουν ακριβώς ότι κατευθυνόμαστε πλέον σε σύνθετες και πολύπλοκες λύσεις. Κάποιο ιδέα στο οποίο βοήθησε πάρα πολύ και το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχουμε πάρα πολύ μετραγδαίες εξαγγλήξεις στο χώρο της ερμημίας, της αρχαίας παράδοσης του αρχαίου ομορφιστανισμού, έχουμε και τις ιστορίες της σύνταξης κ.ο.κ. Έχουμε προσπάθεια εκεί να λυφθούν υπόψεως δυνατό περισσότεροι παράδεισες και παράμετρες για να μπορέσουμε να καταλήξουμε σε συμπεράσματα ασφαλέστερα και για την ιστορία του αρχαίου ομορφιστανισμού αλλά και το τρόπο με το οποίο διαδίδονται παραδόσεις στον αρχαίο ομορφιστανισμό. Ιδιαίτερα λοιπόν σύνθετες θεωρίας, αν και πάντα παραμένει πάντοτε η διάθεση και η προτίμηση για τις απλούστερες και αυτό ακριβώς γιατί όσο πιο απλές είναι τόσο πιο λιγότερα κατά την άποψη αυτών που τις υποστήριζουν, τα προβλήματα πρέπει κανείς να λύσει. Αυτό που κυρίως επικρατεί ως εναλλακτική στην πρόταση των βολακλών πηγών είναι η προσπάθεια που γίνεται να φανεί η άμεση εξάρτηση των Ευαγγελίων μεταξύ τους. Αυτό είναι επίσης ένα ενδιαφέρον στοιχείο και εδώ πάλι έχουμε μια θα λέγαμε επιστροφή στη λογική για παράδειγμα του Αυγουστίνου και της αρχαίας εκκλησιαστικής παράδοσης όπου βγάζουμε από το μοντέλο οποιασδήποτε άλλες πηγές και προσπαθούμε να μένουμε όσο δυνατό στα αυτά τα τρία κείμενα που έχουμε στη διάθεσή μας. Θα δούμε βέβαια αυτό πόσο προβλήματα μπορεί να μας δημιουργήσει ή πόσο πραγματικά διευκολύνει τον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε το συνοπτικό υλικό. Μια απλούς τρελήση λοιπόν είναι αυτό το οποίο κανείς θα πρότεινε προσπαθώντας να δώσει μια απάντηση στο συνοπτικό πρόβλημα. Είπαμε βέβαια πολλές φορές και στο προηγούμενο μάθημα ότι το πρόβλημα ως πρόβλημα και ως συζήτηση έχει πάρα πολλές συνισταμένες και πάρα πολλές διαφορετικές πτυχές. Είχαμε πει και στο προηγούμενο μάθημα ότι ένας λόγος για τον οποίο γίνεται τόσο μεγάλος λόγος το συνοπτικό πρόβλημα είναι ακριβώς γιατί συνδέεται άμεσα και με το ζήτημα του ιστορικού Ιησού. Ουσιαστικά όταν μιλάμε για συνοπτικό πρόβλημα θα πρέπει να φανταστούμε ότι το συνοπτικό πρόβλημα εντάστηται μέσα σε ένα πλαίσιο μιας ευρύτερης προβληματικής και μιας ευρύτερης συζήτησης, η οποία αφορά από τον ιστορικό Ιησού για τον οποίο κάναμε λόγο στο προηγούμενο μάθημα, αφορά στην προφορική παράδοση η οποία αναπτύσσεται σχετικά με το πρόσωπο του Ιησού και η οποία δεν υποχρετικό να ταυτίζεται με τον ιστορικό Ιησού. Επίσης, ένα άλλο παράμετρο σε αυτό το σύνθετο ερευνητικό πρόβλημα είναι το ζήτημα των τοπικών παραδόσεων. Μιλήσαμε για ιδιαίτερο υλικό, μιλήσαμε ακόμα και στο κοινό υλικό για διαφοροποιήσεις. Ένα άλλο ζήτημα το οποίο αφορά σε αυτήν την περίπτωση είναι τα πρώτα γραφτά κείμενα, ποια είναι τα πρώτα γραφτά κείμενα και πώς λειτουργούν και τέλος είναι και η χειρόγραφη παράδοση, πώς δηλαδή στη συνέχεια τα κείμεντά μας συνεχίζουν να διαδίδονται και να διασώζονται και να αναπαράγονται και να παραδίδονται μέσα από τη χειρόγραφη παράδοση. Δεν κανείς δηλαδή με το συνοπτικό πρόβλημα εντάσσεται μέσα σε ένα πολύ ευρύτερο φάσμα ερωτήσεων και είναι άριχτα δεμένα με αυτά αφού η απάντηση στα ερωτήματα του συνοπτικού προβλήματος μπορούν να δώσουν απάντηση ενεχωμένους στα πθαίματα τα οποία έθεσα πριν ή αντίστοιχα. Η απάντηση σε εκείνα ή σε ένα από εκείνα οπωσδήποτε αλλάζει τις σχέσεις εξάρτησης και σύνδεσης μεταξύ τους, τις ισορροπίες και το καθεξής. Είπαμε ότι γενικά μια τάση η οποία επικράτησε είναι η τάση που λέει ας πάμε στα απλούστερα. Ήταν η τάση η οποία ήρθε στον αντίποδα των δύο πηγών, ήταν η τάση που ήρθε στον αντίποδα όλων των πολύπλοκων λύσεων πρώτον και κυρίως ο γαλλόφωνος χώρος. Ας πάμε λοιπόν στα απλούστερα. Όμως αυτό που διαπιστώνει κανείς μελετώντας τα κείμενα είναι οτι ουσιαστικά ακόμα για την περίπτωση που φαίνεται ότι πηγαίνουμε στα απλούστερα στην πραγματικότητα και εκεί προϋποθήθηται διαχωρητικές πηγές. Περισσότερες από μία πηγές και αυτό το λέω γιατί για παράδειγμα έχουμε το ιδιαίτερο υλικό των Ευαγγελιστών το οποίο θα πρέπει να το εξηγήσουμε. Και αν υποθέσουμε ότι ο ένας αντιγράφει τον άλλον δεν μπορεί να εξηγηθεί γιατί ένα κομμάτι το έχει μόνο ένας και δεν το έχουν. Ας πούμε γιατί έχει ο Λουκάση ένα ιδιαίτερο υλικό το ένα τρίτο από τον Ευαγγελιού που δεν το έχει ο Ματθαίος αφού όπως είπαμε αντιγράφει τον Ματθαίο. Άρα λοιπόν εκ των πραγμάτων και προημείου που αρχίζουμε και μιλάμε για ιδιαίτερο υλικό και ιδιαίτερες πηγές του εκάστοτε συγγραφέα ουσιαστικά αρχίζουμε να βάλουμε στο παιχνίδι έστω και έμεσα έστω και αν θέλετε από το παράθυρο ουσιαστικά να βάζουμε τη συζήτηση για άλλες επιμέρους πηγές πέρα από την όποια πηγή αρχή που μπορούμε να θεωρήσουμε τον Λουκάση, τον Ματθαίος ή τον Μάρκος. Επομένως σήμερα είτε έτσι δε αλλιώς όλοι λίγο πολύ καταλήγουμε ότι ουσιαστικά πίσω από τη σύνταξη των Ευαγγελίων μας κρύβονται διάφορες πηγές και φυσικά το ερώτημα είναι τώρα ωραία αφού είναι διάφορες οι πηγές πώς τις αξιοποιεί ο κάθες Ευαγγελιστής. Με ποιον τρόπο δηλαδή έχει καταγράφως πως έχει πρόσβαση στην κάθε πηγή, δεύτερον με ποιους μηχανισμούς την προσβαμβάνει και τρίτον πως τις αξιοποιεί τελικά και πως είναι το τελικό και ένας αποτέλεσμα. Και αυτό είναι ένα ωραίο ζήτημα, είναι πάρα πολύ δύσκολο ζήτημα το πως αξιοποιεί ο κάθε Ευαγγελιστής την κάθε πηγή, παράλληλα πως αξιοποιούν τον Μάρκο ο καθένας, είναι ένα ζήτημα το οποίο αξίζει και υπάρχουν και υπάρχουν πολλές μελέτες γύρω από αυτό το θέμα. Είναι άλλο ζήτημα το οποίο προκύπτει κυρίως εκεί που και οι δύο φταίνονται να αντιγράφουν τον Μάρκο αλλά παρουσιάζονται ταυτόχρονα διαφοροποίησης είναι το αν και οι δύο, ο Ματιθέος και ο Λουκάς ουσιαστικά είχαν πρόσβαση στο ίδιο αντίγραφο του Καταμάκου. Έχουν το ίδιο χειρογράφος στα χέρια τους. Ώστε άνθρωπο του ίδιου χειρογράφου να μπορούμε να κάνουμε μια συζήτηση και να δημιουργηθεί ακριβώς απορία τελικά τι συνέβη εδώ, γιατί ενώ αντιγράφουν και οι δύο το Μάρκο διαφοροποίηται μεταξύ τους. Αυτό είναι ερώτημα και είναι σημαντικό ερώτημα τελικά γιατί ακριβώς βάζει στο παιχνίδι και μη διαφορετική την πορεία ας πούμε εξέλιξης των κειμένων. Και αυτό που τελικά συνειδητοποιήκα ελπίδα μέσα από τα ερωτήματα και την προσπάθεια που κάνει για να τους δώσει αναφάνιση, είναι ότι τελικά δεν μπορεί πάντοτε το επιχείρημα της απλότητας να είναι το ασφαλέστο. Παλαιότερα η γραμμή ήταν το αρχαιότερο και το αυθεντικότερο, το απλούστερο ή κατά επέκταση το απλούστερο είναι πάντοτε η καλύτερη ελπίδα και η πιο κοντιγή σε αυτό πραγματικά συνέβη. Αυτό που σήμερα διαπιστώνεται μέσα από την κριτική συζήτηση τόσο νεών, είναι ότι δεν είναι πάντοτε το απλούστερο εκείνο που εξασφαλίζει τη βεβαιότητα, τις λύσεις, αλλά προφανώς είναι πολύ άλλοι παράγοντες και ότι τελικά όπως θα δούμε και στο σημερινό μάθημα αυτό που παραμένει είναι η μεγάλη αβεβαιότητα και τα ανοιχτά ερωτήματα όσον αφορά το συνοπτικό πρόβομα. Και ήδη μιλήσαμε στο προηγούμενο μάθημα και είπαμε ότι στο δυνατό παίκτη αυτού του παιχνιδιού που είναι η θεωρία των δύο πλημμών, έχουμε δύο βασικές συναλλακτικές. Και λόγω ότι είναι δύο βασικές, π.χ. γιατί τα μοντέλα που παρουσιάζουν είναι αρκετά ευλογοφανοί και κατά δεύτερο γιατί μέχρι και σήμερα ασκούν εγωιτεία σε μια μεγαρύδα αρκετά σημαντική, αν και όχι την πλειοψηφία, της εκαδημαϊκής κοινότητας και οπομένως αποτελούν θα λέγαμε σοβαρούς εντός εισαγωγικών αντιπάλους της θεωρίας των δύο πλημμών. Και αυτές οι θεωρίες είναι οι θεωρίες του Κρίσπα και η θεωρία του Φάρρα. Το βασικό μας επιχείρημα, το βασικό μας πρόβλημα μάλλον είναι οι λεγόμενες ελάσσονες συμφωνίες, οι minor agreements όπως λέγονται συνήθως στην ΕΡΕΝΑ. Και όταν λέμε ελάσσονες συμφωνίες εννοούμε εκείνα τα σημεία όπου ο Ματθαίος και ο Λουκάς συμφωνούν μεταξύ τους και απομακρύνουν από τον Μάρκο. Και απομακρύνουμε από τον Μάρκο όχι σε εκείνες τις περιπτώσεις που ο Ματθαίος και ο Λουκάς ακολουθούν τον Μάρκο αλλά στις άλλες που έχουν οι δυο τους μεταξύ τους. Δηλαδή το ερώτημα εδώ είναι τι συνέβη. Γιατί ενώ υποτίθηκαν και οι δύο αντιγράφωτε παράδειγμα από την πηγή του ΕΛΕΓΕΝΑ, ο Ματθαίος ακολουθεί διαφορετική σειρά στην αφήγηση των γεγονότων, υπάρχουν φραστικές διαφορές, υπάρχουν διαφορές στην περιγραφή, τι ακολουθώ σήμερα. Και τα ερωτήματα που συνειδητοίσθηται και γίνεται μια προσπάθεια μέσα από αυτά να δωθεί η απάντηση, μήπως να τελειώσουμε εδώ με τη συντακτική παρέμβαση του εκάστου το Ευαγγελιστή, ποιο ουσιαστικά έχει σαν αποτέλεσμα να δει μια διαφορετικό θεολογικό χρώμα θα λέγαμε και μια διαφορετική μορφή στην αφήγηση ο κάθε Ευαγγελιστής. Αυτό να κάνουμε με μία φθορά της χειρόγραφης παράδοσης και που βλέπουμε ότι είναι σαν τη γράφα τουν άλλου και έχει μουστά τον ευθαμένο χειρόγραφο προφανώς συμπληρώνει με τον δικό του τρόπο και με τον δικό του τρόπο τέλος πάντων προσπαθεί να συμπληρώσει τα κενά το χαμένο σελίδο θα λέγαμε του χειρόγραφου. Και μια τρίτη θεωρία είναι ότι μήπως τελικά υπάρχει κάποια διαφορετική παράδοση πέρα από αυτό που έχουμε γραπτό ως κείμενο ώστε να ξέρουμε ότι αυτοί οι δύο ακολουθούν αυτή την παράδοση. Υπάρχει μια σειρά από ερωτήματα, δύσκολα ερωτήματα, αναπάντητα θα έλεγα ερωτήματα γιατί σήμερα ακόμα τα θέματα αυτά βασανίζουν. Είναι πολύ συχνά θέματα των συνέδριων για τα οποία σας μίλησα νωρίτερα και απομένως είναι ένα θέμα ακαμφόδες και εγωιτευτικό με ένα δύσκολο δέκα. Ένα λοιπόν θέμα είναι οι ελάσσονες συμφωνίες οι οποίες είναι αρκετά σημαντικές αλλά υπάρχει και ένα άλλο πρόβλημα είναι οι λεγόμενες μίζωνες συμφωνίες. Είναι εκεί που ο Μάρκος φαίνεται να είναι πάρα πολύ κοντά, είναι συμφωνή με την Κιου και αυτό είναι σημαντικό γιατί είπαμε ότι ο Μάρκος είναι η πρώτη πηγή και προϋποθήθεται ότι ο Μάρκος δεν γνωρίζει ή αν γνωρίζει δεν αξιοποιεί την πηγή των λογίων. Κάτι όμως που κάνουν κατά κόρμα τόσο ο Μαθαίος όσο και ο Λουκάς. Άρα λοιπόν οι μίζωνες συμφωνίες έχουν να κάνουν εκείνα σημεία όπου ο Μάρκος συμφωνεί με την Κιου με την πηγή των λογίων. Και ένα χαρακτηστικό παράδειγμα είναι η ιστορία των πειρασμών. Εκεί στην ιστορία των πειρασμών του Ιησού θα δούμε ότι και ο Μαθαίος και ο Λουκάς έχουν εκτελέστερες αφηγήσεις για το θέμα ενώ ο Μαθαίος έχει μια εξαιρετικά συνοπτική πληροφόρηση, περιγραφή του θέματος και απομακρύνεται και αρκετά από τη σειρά την οποία έχουν οι δύο Μαθαίος και οι Λουκάς. Και ακριβώς επειδή στον Μαθαίος και στον Λουκάς έχουν και τα λόγια και όλη τη συζήτηση καταλήγουμε ότι σε αυτούς προέρχεται το πηγή των λογιών. Και έχουμε και τον Μάρκο που γνωρίζει το ίδιο περιστατικό και το παραθέτει και ο ίδιος στην ίδια σειρά. Αυτό είναι ενδιαφέρον και αυτές ονομάζονται συνήθως μίζωνες συμφωνίες για τις οποίες βέβαια σήμερα ξέρουμε ότι και πάλι είναι πάρα πολύ δύσκολο να δώσουμε μια απάντηση για τις αιτίες τις οποίες τις προκάλεσε. Ας προχωρήσουμε τώρα λίγο να δούμε τη λύση των πολλαπλών πηγών. Η λύση των πολλαπλών πηγών βασικά είπαμε ότι είναι μία από τις τάσεις που έχουμε σήμερα. Η λύση των πολλαπλών πηγών, στο αντίποδο μάλλον της λύσης των πολλαπλών πηγών και ως το τεξοχήρ με θεωρία λύση των πολλαπλών πηγών είναι η θεωρία των δύο πηγών η οποία προϋποθέτει δύο τουλάχιστον, αλλά εννοείται ότι προϋποθέτει ακόμα και ενδεχομένως ιδιαίτερο υλικό και ιδιαίτερα σπουδιές για τον μέρος ευαγγένειστον. Λύση των αλλακτικών, των πολλαπλών πηγών καταρχάς θέτει ένα βασικό θέμα. Αυτό που είπα και νωρίτερα, την αφισβήτηση της χειού επειδή ακριβώς είναι μία υποθετική πηγή. Δεν τη δέχεται, θεωρεί δηλαδή ότι οι λύσεις τις οποίες εισάγουν μέσα στη συζήτηση ένα υποθετικό κείμενο είναι αρκετά προβληματικές και ήδη αυτό το υποθετικό κείμενο, η αποδοχή ενός υποθετικού κειμένου αρχίζει πλέον να θέτει ένα φιλμπόλο θα λέγαμε την πραγματικότητα, την ρεαλιστικότητα της πρότασης η οποία γίνεται. Άρα αφισβήτηση της χειού. Το θέμα όμως είναι ότι ενώ αφισβητείται η χειού, γιατί ακριβώς θεωρείται μία υποθετική πηγή, από την άλλη μεριά η έρευνα σήμερα, η οποία δρασκολαστικά έχει δικριτικά απένδυση στην χειού, προϋποθέτει για να λύσει το πρόβλημα της απουσίας της χειού μια σειρά άλλων πηγών, οι οποίες είναι σήμερα χαμένες. Είδαμε το παράδειγμα με τις καλλιαξάντες των τριών Ευαγγελίων και είπα εκεί ότι αφήνει πάρα πολύ χώρο να συζητήσουμε για όλα αυτά που είναι κοινά, για τις Ευρίζομες και τις Ελλάζομες συμφωνείς, αλλά κυρίως αφήνει κενά και πρέπει να συζητήσουμε για παράδειγμα το ιδιαίτερο υλικό του καθενούς. Επομένως αρχίζει εκεί και μπαίνει η λύση ότι ο κάθε Ευαγγελιστής έχει το ιδιαίτερό υλικό, επομένως καταλαβαίνετε ότι εδώ αρχίζουν να πληρών και βάζουν και άλλες χαμένες επιθετικές πηγές αφού σήμερα δεν τις έχουμε στη διάθεση μας. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, το είπα και νωρίτερα, είναι το παράδειγμα του χαμένου προβάτου. Αν δούμε τη συνοπτική παράδοση θα δούμε ότι διάφορες παραδειδεύεται η ιστορία του χαμένου προβάτου, μία φορά στο Νοχθέο και μία φορά στο Λουκά, όμως διαφορετική συνάφη. Η ερμηνεία που δίνεται σε κάθε περιπτώση είναι διαφορετική. Για παράδειγμα, στο Λουκά λέγεται ότι την παραβολή τη λέει σε μία ομάδα τριών παραβολών, οι οποίες έχουν όλες να κάνουν με κάτι χαμένο, μία χαμένη τραχμή, ένα χαμένο πρόβατο, ένα χαμένο παιδί ο άσωτος και εκεί τίθεται σε ένα τριολογικό, θα λέγαμε, πλαίσιο αφού λέγεται ότι ο Ιησούς είχε αυτή την παραβολή σε εκείνους που νόμιζαν ότι είναι δίκαιοι και ότι μπορούν να έχουν υπαρρυσία μπροστά στο Θεό και ουσιαστικά καταφρονούν τους αμαρτωλούς. Και σαν παράδειγμα για τους αμαρτωλούς φέρνει αυτές τις τρεις περιπτώσεις χαμένων πραγμάτων, του χαμένου πρόβατου, χαμένης τραχμής, για τις χαράς που γίνονται στον Λόνο, για αυτούς όταν βρεθούν, όπως και στη συνέχεια ένας που το οποίο χάθηκε μεταφορικά, ο άσωσιος αφού βρέθηκε μακριά από τον πατέρα και πώς επιστρέφει και αυτό προκαλεί μεγάλη χαρά στους ομάδους. Στον Ματθαίο η ιστορία είναι σε ένα εκκλησιολογικό πλαίσιο καθώς είναι στον γνωστό εκκλησιολογικό λόγο του Ματθαίου, όπου Ματθαίου συζητά γενικότερα στη συνάβη το θέμα του σκανδάνου. Και λέει ότι δεν θα πρέπει να σκανδαλίζει τους μικρότερους αδελφούς, γιατί ακριβώς αυτοί είναι που ο άγγελος φέκεται μπροστά στο Θεό και του μιλά και είναι αυτοί τα χαμένα θα λέγα μικρόβατα για τα οποία ο Θεός τα διατεύει από τα άλλα 99 για να πάει να τα βρει. Λοιπόν μέχρι εδώ δεν πρόκειται για τους αμαρτουλούς αλλά πρόκειται για αυτούς τους μικρούς, σε λάχιστος όπως πολύ συχνά χαρακτηρίζει το κατά Ματθαίων Ευαγγέλιο, στους οποίους ο Θεός μοιάζεται, μοιάζεται με τον ίδιο τρόπο που μοιάζεται και για όλους τους άλλους και σπαίδει να τους βοηθήσει όποτε χρειαστούν την βοήθεια. Επομένως βλέπουμε μια διαφοροποίηση και θεολογική, βλέπουμε μια διαφοροποίηση και εφραστική αλλά κυρίως η θεολογική και βλέπουμε και μια διαφορά στην σειρά του γεγονότον και τις διαφορετικές συνάφεις όπως και αντίστοιχα παρόμοιο πρόβλημα έχουμε την γνωστή παραβολή του Δήπνου στο κατά Λουκάν και στο κατά Ματθαίων Ευαγγέλιο ή και σε μέρη του λεγόμενου σχατολογικού λόγου, ο οποίος λόγος ας πούμε βλέπουμε ότι οι δυο Ευαγγελιστές σε πολλά σημεία διαφοροπούνται. Επομένως εδώ δεν είναι τόσο απλό το πράγμα, γιατί ακριβώς όταν αρχίζουμε και λέμε γιατί ο ένας Ευαγγελιστής μιλάει για μια συζήτηση η οποία γίνεται για να ξέρω εγώ σε σχέση με την περιφέρονση που δίνουν οι δίκαιοι απέναντι στους αμαρτωλούς ή στη συζήτηση που γίνεται για την Εκκλησία και τα σκάνδα, καταλαβαίνετε ότι δεν είναι τόσο εξαπλουστερμένα τα πράγματα, αλλά ότι θέλουν ζητήματα. Και έτσι και κυρίως εδώ πρέπει να δώσουμε μια αλλαγή σε λύση από τη νοσητή, όσον υπάρχει αυτό το ιδιαίτερο υλικό, υπάρχει μία επιδρασία, αλλά να αμέσως τώρα εδώ, έτσι με αυτόν τον δρόμο, ουσιαστικά εισάδουμε μέσα στη συζήτησή μας μία πληθώρα υποφητικών κείμενων. Το δεύτερο επιχείρημα αυτόν, οι οποίοι συζητούν ακριβώς και μια απλούστηρη λύση, οι οποίοι επίσης ουσιαστικά αφησβητούν, αυτά θα έλεγα επιχείρηματα και τουλάχιστον με αρκετό πίσμα θα έλεγα την ύπαρξη της πηγής των εργείων, επικανούνται φυσικά και την πατερική εμμονία, ακριβώς η αρχαία παράδοση, μιλήσαμε και στο προηγούμενο μάθημα, η αρχαία εκκλησιαστική παράδοση έχει συνείδηση ότι εδώ πρόκειται για ένα κείμενο το οποίο έχει, ήταν κατά κάποιον τρόπο συνειδητοποιημένο σχετικό πρόβλημα, αλλά και εκεί προτείνονται απλούστερες αποστευτικές λύσεις, το είχαμε πει και την προηγούμενη φορά η τάση είναι πάντα προς την κατά κάποιον τρόπο ενωπίηση των αφηγήσεων και έχουμε και την πρόταση του Αγουστίνου ότι προηγείται ο Ματθαίος, ο Μάρκος και στη συνέχεια ο Λουκάς, ή σε παραλλαγές προηγείται ο Ματθαίος, μετά έρχεται ο Λουκάς και στη συνέχεια ο Μάρκος, ως επιτομή των άλλων δύο. Γενικά βλέπουμε ότι αυτή η τάση επικρατεί στην αρχαιότητα και αυτή η τάση φαίνεται ευθετείται από πολλούς σημείων, λέγοντας ακριβώς ότι η πατερική παράδοση, καθώς είναι πιο κοντά στην αρχή των Ευαγγελίων, μπορεί να γνωρίζει καλύτερα το πώς ακριβώς συνέβησαν τα πράγματα. Το ερώτημα είναι από πού αντλούν οι πατέρες της εκκλησίας, ποιος είναι, ποια είναι η βασική τους πηγή. Και υπάρχει μεγάλη συζήτηση ότι το μεγάλο μέρος των πληροφοριών τους, όσον αφορά τη σύνταξη του κοινικημένου, προέρχεται από τον Παππία, ο οποίος είναι αρκετά δύσκολη και αρκετά προβληματική, θα έλεγα σήμερα, πηγή, ώστε να μην μπορούμε να είμαστε απόλυτα βέβαιοι ότι ακριβώς έτσι, όπως τα λέει ο Παππίας, ακριβώς έτσι συνέβησαν στην Αρχέκληση. Όμως καταλαβαίνει κανείς ότι εδώ υπάρχει μια, θα έλεγα, ένας αντίλογος σε αυτή τη βεβαιότητα ότι πίσω από τα κείμενά μας κρύβεται σαφώς, μπορούν μάλλον για τα κείμενά μας σαφώς να στηριχθούμε πλήρως στη πατερική μαρτυρία. Μια λύση, ένα άλλο ζήτημα, το οποίο τη συνήθως όταν συζητάμε τις πολλαπλές πηγές, είναι το θέμα της σειράς. Είπαμε ότι δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία η φραστική, θα λέγαμε, συμφωνία μεταξύ των Ευαγγελισσών. Είναι και αυτό ένα πολύ σημαντικό στοιχείο. Αλλά παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αξίζει ακριβώς να γίνει μεγάλη συζήτηση για το τρόπο με τον οποίο ακολουθούν και ο ένας τον άλλον στη σειρά της αφήγησης του γεγονότον. Δηλαδή, βλέπουμε ότι ο Μάρκος συμφωνεί άλλοτε με τον Ματθαίο και άλλοτε με τον Λουκά στη χρονική διαδοχή των γεγονότων. Δεν είναι πάντα, δηλαδή, απόλυτο ότι συμφωνούν και οι τρεις. Υπάρχουν περιπτώσεις που συμφωνούν και αυτό το κοινό υλικό που έχουμε, είπαμε, οι δυο μεταξύ τους και όχι οι τρεις. Όμως το ενδιαφέρον είναι ότι όπου έχουμε την τριπλή παράδοση, δηλαδή όπου έχουμε και τους τρεις να συνδέονται μεταξύ τους, εκεί ο ένας ακολουθεί τον άλλον στην ίδια σειρά και στα ίδια γεγονότα. Το ερώτημα, όμως, παραμένει εκείνα τα σημεία που ο Μάρκο συμφωνεί με ένα από τους δυο γεγονότες, που εκεί μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν διαφοροποιήσεις όσον αφορά τη σειρά των γεγονότων, και επίσης το ερώτημα τίθεται και σε εκείνα τα σημεία που ο Ματθαίος με τον Λουκά συμφωνούν, χωρίς να συμφωνούν όμως με τον Μάρκο. Εκεί, όντως, βλέπουμε αυτές τις διαφοροποιήσεις. Και εκεί υπάρχει το ερώτημα. Γιατί? Γιατί, δηλαδή, κάποια στιγμή, ενώ και οι δύο ακολουθούν τον Μάρκο, απομακρύνονται από τη σειρά του Μάρκου και προσθέτουν ή αφαιρούν στοιχεία. Και αυτό, ιδιαίτερα στο Λουκά, είναι εμφανές εκεί που έχουμε όλη εκείνη την παρεβολή με το μεγάλο ταξίδι του Ιησού από την Γαλιλαία προς την Ιουδέα, δηλαδή, αφαιρετικά, θα λάβουν όλα τα γεγονότητα του Στάφου, της Ανάστασης του Πάθους, κλπ. Είπαμε ότι, ήδη από την αρχαιότητα, η λύση που προτάθηκε είναι ο Μάρκος να αποτελεί σύνοψη του Λουκά και του Ματθαίου. Γιατί ακριβώς είναι συντομότερος, γιατί ακριβώς φαίνεται να περιλαμβάνει τα περισσότερα στοιχεία που έχουμε δύο προηγούμενες αφαιγήσεις. Όμως, πολλές φορές βλέπουμε ότι ο Ματθαίος και ο Λουκάς μεταξύ τους δεν συμφωνούν στην τριπλή παράδοση, εκεί δηλαδή που οι τρεις παραδίδουν τα ίδια πράγματα του, εκεί δεν γίνεται. Εκεί δηλαδή, γιατί οι δυο τους δεν συμφωνούν, κυρίως έχουν εφραστικές διαφοροποιήσεις και ποιο είναι τελικά επιλέγει ο Μάρκος, και γιατί επιλέγει τον ένα και δεν επιλέγει τον άλλο, ποια είναι τα κριτήρια με τα οποία συμβαίνει αυτό. Και αν έρχεται τελευταίος ο Μάρκος, γιατί εκεί που ο Ματθαίος και ο Λουκάς συμφωνούν στη λεγόμενη διπλή παράδοση, δηλαδή παράδοση και αφού τους αντιγράφει ο Μάρκος, γιατί τελικά δεν τους λαμβάνει υπόψη, γιατί τα αφήνει απ' έξω όλα αυτά τα περιστατικά. Αυτά τα ερωτήματα είναι δύσκολα και εγώ νομίζω διάφορες λύσεις. Μία λύση είναι ότι είναι θέμα χρονικής σειράς, ότι έχει μια διαφορετική αντίληψη ο Μάρκος για το πώς εξελίχθηκαν τα γεγονότα, εκεί που μέσα ακολουθεί μια ιδιαίτερη και διαφορετική χρονική σειρά, με αποτέλεσμα φυσικά να υπάρχουν διαφοροποιήσεις τέτοιου είδους. Η άλλη είναι ότι κάθε φορά αντιγράφει έναν από τους δύο και όχι τους δύο μαζί. Δηλαδή, η θεωρία είναι και αυτό είναι ένα ενδιαφέρον στοιχείο καινούργιο που είδατε στην συζήτηση, είναι ότι ακριβώς ο Μάρκος λειτουργώντας όπως όλοι, η συγγραφή στις αρχαιότερους, αισθητικά βάζει κάτω τις διαφορετικές του πηγές, αλλά δεν χρησιμοποιεί όπως τα έκανε σήμερα έναν σύγχρονο συλλαγητής παράλληλα τις διάφορες πηγές, αλλά κάθε φορά προκλίνει τη μία ή την άλλη. Ξέρουμε ότι αυτό ισχύει και στις αρχαίες, στην τρόπο λειτουργούς είναι και οι αρχαίες συγγραφές. Δηλαδή, γιατί έχει συνεχίσει αρκετή συζήτηση για τον τρόπο, για παράδειγμα, που αξιοποιεί τις πηγές του Ιώσιου, ένας συγγραφός σχεδόν σύγχρονος με τους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, ότι και εκεί δεν έχουμε μια, θα λέγαμε, απόλυτη εξάρτηση, ότι εξάρτηση ταυτόχρονη από δύο τις διαφορετικές πηγές, ότι ο συγγραφός κάθε φορά σε ένα κομμάτι αποφασίζει να ακολουθεί στη μία πηγή, στέλιο αποφασίζει να ακολουθεί στη μία άλλη και ούτω καθεξής. Και ένα μεγάλο ζήτημα επίσης είναι οι περικοπές εκείνες, όπου ο Μάρκος και η πηγή του λογίου διασώζουν τα ίδια γεγονότα και λόγια, χωρίς όμως να μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για γνώση της κοιού αυτής και αυτής. Δηλαδή εδώ είναι ένα μεγάλο ζήτημα γιατί ο Μάρκος συμφωνεί με την κοιού σε αυτά τα στιγμή, δεν είναι πάρα πολλά, αλλά έστω και αυτό γιατί. Και εδώ υπάρχουν διάφορες λύσεις. Η μία λύση είναι ότι ο Λουκάς αντιγράφει απόλυτα πιστά την κοιού, και μια άποψη γενικά κυριαρχεί σήμερα στην έρευνα, και ταυτόχρονα Μαχθέος αντιγράφει τον Μάρκο και την κοιού. Και φυσικά εδώ υπάρχει ένα άλλο ρώτημα. Τελικά ο Μάρκος την ήξερε δικαιού, δεν την ήξερε. Αν την γνωρίζει, μπορούμε να πούμε ότι αυτές οι ομοιότητες μπορεί να παραπέμουν σε αυτό το γεγονός, ή αν δεν την γνωρίζει, τότε τι συμβαίνει. Ποιες είναι οι πηγές του Μάρκου, ένα πολύ μεγάλο ζήτημα, το οποίο δεν έχει ακόμα σήμερα διερευνηθεί πλήρως. Και φυσικά, το τελικό ρώτημα πάλι που έχει να κάνει με αυτήν την σχέση με την κοιού, είναι ακριβώς γιατί ο Μάρκος και ο Λουκάς διαφοροποιούνται όπου ακολουθούν την κοιού. Γιατί δηλαδή εκεί που αποφασίζουμε να ακολουθήσουν την κοιού, εγκαταλείπτουν τον Μάρκο και γιατί κάποιες φορές διαφοροποιούνται και μεταξύ τους. Γιατί δηλαδή ο ένας ακολουθεί μια άλλη πορεία στα κειμένα που παρακολουθούν και ο άλλος ακολουθεί κάτι άλλο. Πρόχειται για μια συντακτική παρέμβαση, εδώ μια συνοητή θα λέγαμε επιλογή και επεξεργασία του κειμένου. Αυτά λοιπόν είναι όλα σημαντικά ερωτήματα, όπως καταλαβαίνετε ερωτήματα τα οποία μάλλον πονοκέφαλο προκαλούν και συνεχίζουν ακριβώς να γίνουν αντιρίσεις, συζητήσεις, αντιπαραθέσεις μεταξύ των ακαδημαϊκών ερευνητών. Για αυτό μια λύση η οποία προτάθηκε ήταν η λύση του δευτερομάρκου ή του πρωτομάρκου. Τι θα πει αυτό. Δηλαδή και αυτό είναι μια καταβάση σωστή τοποθέτηση ότι ο Μάρκος και ο Λουκάς δεν είχαν την πρόσβαση στο ίδιο κείμενο του Μάρκου με αυτό που έχουμε σήμερα. Δηλαδή το κείμενο που έχουμε εμείς σήμερα είναι ένα κείμενο αρκετά διαφορετικό από αυτό που γνώριζε ο Μεθέος και ο Λουκάς. Και το οποίο τώρα οι ερευνητές είτε θα το πούνε δεύτερομάρκο είτε θα το πούνε πρωτομάρκο. Πρωτομάρκο με την έννοια ότι είναι ένα κείμενο αρχαιότερο από αυτό που έχουμε εμείς. Δεύτερομάρκο με την έννοια ότι αυτό που έχουμε εμείς είναι αρχαιότερο και ουσιαστικά υπήθηκε μια άλλη εκδοχή η οποία ταυτόχρονα κυκλοφορούσε και η οποία ήταν διαφορετική από αυτή που γνωρίζουμε σήμερα. Και φυσικά το ερώτημα είναι όταν έχουμε τις λεγόμενες νίζωνες συμφωνίες αυτές οφείλονται σε κάποια συντακτική παρέμβαση του Μάρκου αν υποθέσουμε ότι η σύγνωσα είπαμε για το ποιος προηγείται πιο στην ιστορία των συνοπτικών επαγγελίων. Η θεωρία του Δευτερομάρκου ή του Πρωτομάρκου είναι αρκετά αγωητευτική όπως είπα και είναι μια ερμηνεία η οποία πήρε θα λέγαμε μια ξαναζωντάνευση και ξαναζεστάθηκε όταν ο Μόρτον Σμίθ ένας σημαντικός επιστήμονας του 20ου αιώνα έκανε θέμα για το λεγόμενο μυστικό κατά Μάρκου. Ο Μόρτον Σμίθ παρουσίασε ένα κείμενο το οποίο υποτίθεται ότι διέσωσε ο κλήμις ο Αλεξανδρέβς και το κείμενο προέρχεται από μια εκδοχή του Μάρκου η οποία σήμερα έχει καθεί και υποτίθεται για σήμερα πάρα πολύ αφισβητείται η γνησιότητα του λεγόμενου μυστικού κατά Μάρκου. Σε αυτή την εκδοχή ο Συγγραφέας του Ευαγγέλιο προσθέτει λεπτομέρεις που δεν γνωρίζουν από το γνωστό μας σήμερα κανονικό Ευαγγέλιο και μάλιστα ο κλήμις ο Αλεξανδρέβς ο οποίος διασώζει το μυστικό κατά Μάρκου σε αυτή την εκδοχή που βρήκε ο Μόρτον Σμίθ λέει ότι υπήρχαν δύο διαφορετικές εκδόσεις του κατά Μάρκου. Μια συνδομότερη η οποία γράφτηκε στη Ρώμη και η οποία ήταν ακριβώς για αυτούς οι οποίοι δεν είχαν ακόμα κατηχηθεί πλήρως και ή για αυτούς οι οποίοι ήταν εκτός εκείνοντας και μια εκτενέστρια η οποία συντάχτηκε ουσιαστικά στον Αλεξάνδρου του Μάρκου και η οποία έχει περισσότερες λεπτομέρειες και ήταν φυσικά για τους μυημένους. Σε κάθε περίπτωση η συζήτηση για το μυστικό κατά Μάρκου έθεσε επιτάπτως ακριβώς την πιθανότητα να υπήρχαν διαφορετικές εκδοχές του Ευαγγελίου του Μάρκου στην Αρχαιότητα, κάτι που μπορεί να εξηγήσει γιατί ακριβώς και όταν ακόμα αντιγράφουν το Μάρκο είτε δεν ακολουθούν την ίδια σειρά είτε διαφορεποιούνται γραμμέλα λεπτικά. Το πρόγραμμα βέβαια με το μυστικό κατά Μάρκου δεν γίνεται διπτό. Σήμερα εγκάζεται ότι πρόκειται για μια παραχάραξη του Μόρτος Μύθιν. Δηλαδή ο Μόρτος Μύθιν μέχρι να πεθάνει υποστήριζε ότι είναι αληθινό και ότι οι αντίπαλοι του άδικα απέρριψαν το μυστικό κατά Μάρκο. Το μεγάλη μεριά ο αντίλογος είναι ότι ποτέ ο Μόρτος Μύθιν δεν μπορείς να προσκομίσεις στην έρευνα ένα αντίγραφο του συγκεκριμένου κειμένου ή έστω μια φωτογραφία ή το ίδιο το χειρόγραφος το οποίο εντόπισε το απόσμενο αυτό του κλήμεντα και επομένως αυτό κάνει την επιστημονική κοινότητα αρκετά ευφλακτική. Εξάλλου ο Μόρτος Μύθιν ήταν σε πολύ δυνατός μόστης του κλήμεντος του Αλεξανδρέως, είχε μια δυνατότητα επομένως μόνος του να παράγει αν ήθελε τουλάχιστον αυτόν, εάν η αντίπαλή του, ένα κείμενο το οποίο να μοιάζει πάρα πολύ και να μιλείται σε πάρα πολλά σημεία από το ύφος και το λεξιλόγιο του Αλεξανδρουνού εκκλησιαστικού συγγραφέα. Καταλαβαίνετε βέβαια ότι αν υπήρχε το δερμιστικό κατά Μάρκουν αυτό βάζει αμέσως στο παιχνίδι η λογική ότι υπάρχουν πολλές εκδοχές και επομένως μοιάζει πάρα πολύ δελαστική το ότι οι πρώτες είναι ο δεύτερος Μάρκουν, ο πρώτος Μάρκουν. Μια άλλη εκδοχή, μία άλλη λύση στο ίδιο πρόβλημα είναι να θέσουμε το ερώτημα κατά πόσο γνώριζαν και οι δύο την ίδια εκδοχή και όχι με την έννοια ότι υπάρχει μία εκτενής εκδοχή τύπου μυστικό κατά Μάρκουν, αλλά ότι και το ίδιο το κατά Μάρκουν, όπως το έχουμε στην κανονική του μορφή, προφανώς είχε κάποιες διαφοροποιήσεις σε διάφορες εκδοχές που του κλαφορούσαν στην αρχαιότητα. Τώρα, ταυτόχρονα είπα και πριν, εκτός από το πρόβλημα των πολλαπλών πηγών, που είναι ένα μεγάλο ζήτημα, ένα δεύτερο ζήτημα που τίθεται στην έρευνα, το είπαμε και στην αρχή, είναι το ζήτημα της πηγής των λογίων. Η πηγή των λογίων μας δίνει πάρα πολλά προβλήματα, μας εξηγεί πάρα πολλές απορίες, σε οποίες έχουμε, αλλά μας δημιουργεί επίσης ένα σωρό άλλο. Για το πρώτο πρώτο είπαμε και την προηγούμενη φορά, είναι κατά πόσο ήταν γραπτό ή προφορικό αυτό το κείμενο, κατά πόσο κρύβεται από πόση του μια συγκεκριμένη κοινότητα και κατά πόσο αυτό το κείμενο αρχικά ήταν αρραναϊκό ή ελληνικό. Γραφτό το κείμενο, μη γραπτό, αλλά καταφέται να καταλήξουν σε ένα προφορικό κείμενο τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο σύνθετα, αλλά ακόμα και να καταλήξουν σε ένα γραπτό κείμενο, και αυτό έχει τη δυσκολία το όπως θα δούμε στη συνέχεια. Και φυσικά μαζί με αυτό το είπαμε και στο προηγούμενο μάθημα, το είπαμε και στην αρχή του σημερινού, στη δέκα άμεσα και στη συζήτηση για τη θεολογία του συγκεκριμένου κείμενου. Η πολλή θα λέγαμε πιο ρεζοσφαστική ομάδα που υποστηρίζει την ύπαρξη της ποιού, θεωρεί ότι το κείμενο αυτό έχει μια ιδιαίτερη θεολογία, η οποία απειχεί κυρίως στις ιουδαχριστιανικές κοινότητες, οι οποίοι με τον καιρό χάθηκαν, και ότι το κείμενο αυτό δεν δίνει έμφαση στην Ανάσταση, αλλά περισσότερο ως το πάθος, και επομένως μπορεί αυτό να σημαίνει, για αρισμού να σκεφτούς, ότι υπάρχει μόνο πίσω μία κοινότητα, η οποία πολύ πιθανόν να μην γνωρίζει την Ανάσταση ή να μην τη δέχεται κατά μία πολύ ακραία. Σήμερα καταλαβαίνουμε ότι τώρα, σήμερα, δεν μπορούμε να πούμε βεβαιότητα τι είναι κοιού ή τι δεν είναι κοιού, ούτε μπορούμε να πούμε πολλές φορές τα όρια της κοιού και ότι η κοιού σταματάει εκεί που είναι το κοινό υλικό μεταξύ Μαθαίου και Λουκά, τίποτα δεν αποκλεί, να υπάρχει τα κομμάτια από το ιδιαίτερο υλικό του ενός ή του άλλου βαγγελιστήου, σαστικά, να ανήκουν στον κοινό και επιπλέον, μπορεί με να μην περιγράφεται η Ανάσταση, αλλά δεν πρέπει να ξεχνώμε και τη φύση του κειμένου, της πηγής του λογιού, που είναι μια συλλογή λόγων και δεν είναι μια περιγραφή γεγονότων, γνωρίζουμε τη συγγραφή της Κινής Διατήκης για το Πάθος, εκεί την Ανάσταση ακολουθούν διαφορετικές, ακολουθούν μια άλλη παράδοση και ο καθένας έχει και εξουσιαίτερες πληροφορίες. Επομένως, καταλαβαίνει καλύτερα ότι εδώ έχουμε μια δυσκολία να πωαντήσουμε με τόσο μεγάλη βεβαιότητα γιατί ακριβώς κρύβεται πίσω από την πηγή του λογίου και ακριβώς αυτό είναι και ένα από τα βασικά θέματα που θέτουν οι επιτυπτές της. Και, φυσικά, μια λύση που έχει προπαθεί για να εξηγηθεί ακριβώς το πώς και γιατί οι δύο συνοπτικοί όταν αναγγράφουν από την Κιού δεν ακολουθούν πλήρως τη σειρά ή τα λόγια της διατύπωσης της Κιού είναι ότι προφανώς υπάρχουν διαφορετικά στρώματα της πηγής και, απομένως, ίσως μια ή άλλη καταγραφία πηγαίνει διαφορετική φάση στην διαμόρφωση της παράδοσης της Κιού. Ο πιο χαρακτηριστικός συγγραφέας σε αυτό το νομή είναι ο Κλόκλίνβορκ ο οποίος έχει και ορισμένοι που θα ακολουθούν οι οποίοι έχουν ακριβώς αναπτύξει μια ολόκληρη θεωρία και ένα πολύ κλοκοσύστημα εξέλιξης της Κιού. Περνώντας τώρα να δούμε λίγο πιο προσεκτικά αυτά που μας λέει η θεωρία, να δούμε τα προβλήματα δηλαδή που δείχνεται όσον αφορά την Κιού, βλέπουμε ότι πραγματικά ο Λουκάς όταν διαχειρίζεται τις φυγαίες του τις διαχειρίζεται με τον ίδιο τρόπο. Με τον ίδιο τρόπο δηλαδή χρησιμοποιεί τον Μάρκο και με τον ίδιο τρόπο χρησιμοποιεί την Κιού. Έχει μια πολύ συγκεκριμένη τακτική, είναι πολύ πιο πιστός στη σειρά που παραδελαμβάνει από τον Μάρκο και την Κιού. Είναι ένα θα λέγαμε ενδιαφέρον στοιχείο στον Μάρκο όπου ο Μάρκος σύμφωνο με τον Λουκά ο οποίος Λουκάς έχει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι το οποίο είναι ιδιαίτερο ηλικό του, έχει σαφώς δικιά του θεολογική προοπτική αλλά όταν αντιγράφει είτε τον Μάρκο είτε την Κιού φαίνεται ότι να τους ακολουθεί καταπιστά. Αντίθετα ο Ματθαίος έχει μία τάση να αλλάζει τη σειρά της Κιού και να οργανώνει το υλικό της μεγάλης αινότητας. Ο Ματθαίος έχει μία τάση να οργανώνει το υλικό της αινότητας, όπως η πτώρση ομιλίας ή τα θαύματα ή παραβολές στις βασιλίες και ακριβώς επειδή κάνει αυτή την οργάνωση έχει το πραγμάτο να κατασκευάζει τη σειρά των αφηγείων έτσι όπως τις έχει από τον Μάρκο και την Κιού. Τώρα, ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι βλέπουμε ότι ο Ματθαίος πολλές φορές όταν αντιγράφει τον Μάρκο παρεμβαίνει συντακτικά σε αυτό. Δεν είναι απλώς ας πούμε ότι ομαδοποιεί και που μόνος αλλάζει τη σειρά, αλλά ο Ματθαίος προσπαθεί με κάθε τρόπο να καλύψει τα κενά που έχει ο Μάρκος και προσπαθεί επίσης να τον εμπινεύσει, προσπαθεί να απαλύνει σημεία τα οποία μπορούν να αποκαλέσουν παρεξίσεις. Ωστόσο ο Λουκάς να μην τα γνωρίζει αυτά ή να μην τα λαμβάνει υπόψη. Το μόνος το ρώτημα είναι τι γνωρίζει ο Λουκάς, πέμει κατευθείαν από τον Ματθαίο ή πέμει κατευθείαν από τον Μάρκο. Και απέν από τον Μάρκο έχει το ίδιο ακριβώς αντίγραφο του Μάρκου μπροστά του με αυτό που έχει ο Ματθαίος. Και φυσικά κατά επέκταση ποιος από τους δυο ακολουθεί πιστά ποιον. Ποιος ακολουθεί πιστά το Μάρκο και ποιος ακολουθεί περισσότερο πιστά τεκίου. Είναι ερωτήματα όπως βλέπετε, αναπάντε και ουσιαστικά αυτό το μάθημα δεν έχει τόσο περισσότερο... ή τόσο τη διάθεση να δώσει λύσεις όσο να θέσει αυτά τα ζητήματα υπόψη και να δημιουργήσει ένα αγωνικό προβληματισμό. Εκεί που σήμερα κατανοίγουμε είναι βέβαια ναι επικρατεί κυρίως η θεωρία των δυο πηγών, ωστόσο πλέον είμαστε περισσότερο κριτικοί απέναντι σε αυτή τη θεωρία. Έχει αρκετά υποχωρήσει ο αρχηγός ατουσιασμός και αρχική βεβαιότητα, έχουν θα πούμε και όλας μεσολαβήσει ένα σωρό άλλες ανακαλύψεις που αφορούν ακριβώς στην ιστορία της λογοτεχνίας στην αρχαία και στην αρχαιότητα, που μας κάνουν ακριβώς να είμαστε περισσότερο κριτικοί, περισσότερο κυφυλακτικοί και τα ερωτήματα που έφθεσαν ρίτερα ακριβώς σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει να τα δει κανείς. Το δεύτερο πολύ σημαντικό είναι ακριβώς ότι και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό ότι με τη διαπίστωση ακριβώς του υποκειμενικού χαρακτήρα που έχει το ανθρώπινο εγχείρημα που λέγεται ανακατασκευή της αρχαιότητας, αυτό μας έκανε περισσότερο συνητοποιημένους όσον αφορά στον τρόπο που διαβάζουμε τις πηγές και στον τρόπο που προσεγγίζουμε. Πλέον, όμως, οδήγησε και σε μια συνητοποίηση και ανάδειξη των βασικών προβλημάτων που έχει η κάθε θεωρία. Σήμερα δεν είναι θέμα, ας το πούμε, έτσι αντιπαράθεσης των ερευνητών και πώς θα έχει, θα λέγαμε, το πάνω χέρι στην έρευνα, αλλά βλέπουμε ότι υπάρχει ένας αγώνιμος διάλογος, μια αγώνιμη συζήτηση, η οποία σε σκοπό έχει ακριβώς να αναδείξει τις δυσκολίες αλλά και να τα γράψει μια που θα μάθει να έχει κάθε θεωρία. Και τέλος, αυτό που είναι πολύ σημαντικό είναι πως πλέον σήμερα γίνεται μια προσπάθεια να ενταχθεί ο συγγραφέας μέσα στο ιστορικό του πλαίσιο. Να το δούμε πλέον όχι απλώς σε ένα κομμάτι έξω από την ιστορική του συνάφεια, να το δούμε μέσα στη συνάφεια του, να τον κατανοήσουμε με αυτόν τον τρόπο και να λάβουμε υπόψη μας στην μελέτη ακριβώς του τρόπου με το οποίο συντάσσεται το κείμενό του, όλες εκείνες τις δυναμικές και όλους εκείνους παράδοντες, οι οποίοι προφανώς έπαιζαν τον ίδιο σημαντικό ρόλο και στη συγγραφή κειμένων άλλων συγγραφέων σύγχρονων τους και γενικότητας της αρχαιότητας.