: Τα παιδιά του Σάνθηκαν της Κώστα, ημέρες κατωχής βρισκόμουν στην Καβάσιλα. Το 1943 ο πατέρας μου ήταν υπηρετής της ΕΤΑ. Περνούσαν πολλοί κόσμοι από το σπίτι μας. Ερχόταν διάφοροι και μια μέρα έτυχε να έρθει ένας άλλος, ο οποίος έμεινε το βράδυ στο σπίτι. Το πρωί ξέχασε τη χεροβουμίδη επάνω στο τραπέζι. Κατέβηκε κάτω να φάει. Εμείς ξυπνήσαμε τα παιδιά και πήγαμε μέσα στο δωμάτιο. Βλέπαμε πάνω στη τραπέζι της χεροβουμίδης και νομίζαμε ότι είναι σοκολάτες. Μαζευτήκαμε και τα τέσσερα ταδέρφια εκεί και τα περιεργαζόμασταν. Μας φάνηκε σαν σοκολάτα πολύ βαριά, αλλά εμείς πάλι την ψάχναμε να βρουμε κουκούδα την να ανοίξουμε. Τελικά την παίρνει ο μεγάλος αδερφός μου και λέει περιμένει να την ανοίξω εγώ. Την ώρα που την πήρε στα χέρια του ο κύριος αυτός θυμήθηκε από κάτω και έτρεξε πάνω για να δει. Και μας είδε τη χεροβουμίδα στα χέρια. Μόλις μας είδε έτσι αρπάει στη χεροβουμίδα και λέει παιδιά αυτή δεν είναι σοκολάτα. Δεν είναι σοκολάτα για να την φάτε, είναι όργανο φωνικό. Αλλά εμείς δεν καταλαβαίναμε, νομίζαμε ότι μας ήταν έκλειψη. Και μετά κατέβηκε αυτός κάτω και εμείς μείναμε μόνοι μας και το συζητούσαμε αυτό το πράγμα. Γιατί λέγαμε, γιατί μας την πήρε τη σοκολάτα. Τόσα στελέχη πέρασαν από εδώ από το σπίτι μας. Και έρχονταν ταξικά εκεί πέρα, δεν τα θυμάμαι καλά, γιατί είμαι πολύ μικρή, για να τα θυμηθώ όλα γενικά τι γινόταν. Και έρχονταν πολλοί, κοιμόταν στο σπίτι μας, γιατί τους είπαν ότι ήταν σαν ξενοδοχείο. Όσοι έρχονταν για να μιλήσουν ή να πάρουν, να φάνε, να κάνουν, να πάρουν για τη νέα, για τον Νοντάρ τη λεφτά, τότε εμείς δεν τα ξέραμε αυτά τα πράγματα. Και έρχονταν να κοιμηθούν εκεί, γιατί τα ξενοδοχείο το σπίτι μας. Και τελευταίο ήταν αυτός που ήρθε το 1943 και με τις σοκολάτες εισαρμοβηθήκαμε. Εμείς ξεράζαμε να μιλήσουμε σε κομμάτια. |