"Εθνογένεση στην ΝΑ Ευρώπη: Ιστορία και πολιτική" (16/1/2017): Μέρος Α': Ι. Κ. Χασιώτης /

: Παρακαλώ, ευχαριστούμε. Καλώς ήρθατε στην πρώτη θεματική βραδιά της νέας χρονιάς. Με την ευκαιρία να ευχηθούμε να είναι καλή αυτή η χρονιά σε όλους τους καιρόλες σας. Πρωτεύουν πρωτίστως καλή υγεία. Και επειδή πιο πολύ είστε ιδιαιτές συμφίτριες, εμείς οι δάσκαλοι οφείλουμε να έχουν και καλή πρόσφα...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Είδος:Ακαδημαϊκές/Επιστημονικές εκδηλώσεις
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου 2017
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=TrsTqGpiJO0&list=PLJpizJmCRHW3KgTUY1MKYxulNJ7DjFc7p
Απομαγνητοφώνηση
: Παρακαλώ, ευχαριστούμε. Καλώς ήρθατε στην πρώτη θεματική βραδιά της νέας χρονιάς. Με την ευκαιρία να ευχηθούμε να είναι καλή αυτή η χρονιά σε όλους τους καιρόλες σας. Πρωτεύουν πρωτίστως καλή υγεία. Και επειδή πιο πολύ είστε ιδιαιτές συμφίτριες, εμείς οι δάσκαλοι οφείλουμε να έχουν και καλή πρόσφαση, καλή επιτυχία και υπηρεσίσεις. Ξεχωρίζεται το θέμα το σημερινό, το οποίο αναφέρεται στην δημιουργία νέων εθνών στην Οθωνατολική Ευρώπη. Και έχουμε μαζί μας δύο εξαιρετικούς συναδέλφους ασυγητές. Θα πούμε πολύ σύντομα, λίγα σύντομα λόγια το βιογραφικό τους. Πρέπει όμως, όπως συνήθως κάνω, να προστοποιήσω ότι η επόμενη συναντησία μας θα είναι μάλλον στις 22 Φεβρουαρίου με θέμα ελληνικό δημόσιο, ανοκατοπαιδεία, παρθογένειες και θεραπεία. Και η θεραπεία θα είναι ένας ισυγητής, ο οποίος νομίζω πως ίσως είναι ο καλύτερος, θα είναι ο Λέανος Ρακητζής, ο οποίος χρημάτιζε επί 11 χρόνια, γενικός επικηρωτής της δημόσιας συνθήκης, αλλά ξέρει επομένως τα πράγματα αυτό που είναι από μέσα πολύ καλά. Επομένως καλό θα είναι να ακούσουμε τι μας λένε και αυτοί οι γνώστοις των παρθογενειών τις οποίες τις βιώνουμε, των θεραπείων τις οποίες δεν τις βγαίνουμε. Αλλά ας ακούσουμε μήπως τίποτα. Ο Ιωάννης Χασιώτης, ο μόντιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, επισκέπτης καθηγητής και επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Κύπρου, επίτιμος καθηγητής του Δημοκρήτειου Πανεπιστημίου και αντεπιστέρον μέλος της Ακαδημίας Ιστορίας της Μαγρύτης, παλιός συνεργάτης του Ίμχα και για πολλά χρόνια αντιπρόεδος του Διοικητικού Συμβουλίου του. Έχει τιμηθεί από την ισπανική κυβέρνηση με το παράσιμο του ταξιάρχη, από το Πανεπιστημίου της Γραννάδας με το χρυσό μετάλλιο και από την Αρμενική Δημοκρατία με το ανώτατο παράσιμο γραμμάτων και τεχνών. Δημοσίευσε 17 βιβλία, πάνω από 200 επιστημονικά άρθρα και επιμενήθηκε την έκδοση 11 συλλογικών τόμα. Οι περισσότερες μελέτες του αναφέρονται στα ελληνικά και επαναστατικά κινήματα στα Βαλκάνια κατά τη Τουρκοκρατία, τις ελληνο-υσπανικές και ελληνο-αρμενικές σχέσεις στη νεότερη ιστορία της Κύπρου, στις απαρχές της Ευρωπαϊκής Ενότητας και στη νεογνική διασπορά. Σε καλωσορίζουμε, αγαπημένα συνάδελφα. Ο έτερος ομιλητής μας, η συγγυητής, είναι ο Σπυρίδων Σπύρος Φέτας. Γεννήθηκε στο χωριό Κιλάρα της Λάρισας. Το 1978 αποφίτησε από το πρώτο Λύκειο Αρένων Λαρίσης Λάρισας και εισήκνηκε στη Φιλοσοπική Σχολή του Απηθήτα. Το 1983 αποφίτησε από το ιστροκότημα της σχολής. Με υποτροφία αρχικά του Ίκη και αργότερα του Γερμανικού Κράτους, πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στην ιστορία της Ανατολικής και της Νοτωερτουρικής Ευρώπης και στη Σλαβολογία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, 1985-1991. Το 1991 ανακηδίχτηκε διδάκτο του Πανεπιστήμιου του Μονάχου με διατριβή σχετικά με το Μακεζονικό. Επέστρεψε στην Ελλάδα και εκποίησε τη Σακριτική Προιτία ως διερμηναίας της Γερμανικής και Μπουργαρικής στο δεύτερο και έβδομο γραφείο του τρίτου σώματος στρατού. Το 1993 διορίστηκε επιστημονικό συνεργάτης στο Ίδρυμα Μελετών Χερσονίσου του ΕΕΜΑ. Το 1999 εκλέχτηκε δεύτερας νεότερης και σύγκρινης δαρκανικής ιστορίας, ιστορίας και αρχαιολογίας της φιλοσοφικής σχολής του Απηθήτα. Το 2004 εξελίχθηκε στη θέση του Επίκορου Καθηγητή και το 2009 στη θέση του Αναπτυρωτή Καθηγητή. Έχει γράψει πολλές μελέτες και άρθρα για την ιστορία των Βαρκανίων, αλλά και ένας τρέφος στις εξελίξεις. Έχει συμμετάσει σε πολλά συνέδρια στην Ελλάδα και στο Ευρωπαϊκό. Γνωρίζει, αγαπητοί μου και αγαπητές, αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ρωσικά και τις βαρκανικές γλώσσες. Σε χαιροσορίζω μεγαλύτερη στιγμή και έχετε τον λόγο όπως εσείς πιστεύετε. Σε ευχαριστούμε. Υπάρχει και διαφορά και αναβέτηση και αντιπαράθεση. Καταρχήν μιλώντας για το εθνικό φαινόμενο, γιατί η λέξη έθνος είναι μια προβληματική λέξη, εκτός του ότι έχει πάρα πολύ συναισθηματικό φόρτο, δεν αποδίδει και εύκολα. Οι Ευρωπαίοι παρά το γεγονός ότι δανείστηκαν τη λέξη έθνη για το εθνί και κτλ. Εμείς έχουμε μόνο αυτή τη λέξη, ενώ αυτοί έχουν και το να σιώνε και το να σιώνε κτλ, οπότε μπορούν να βέξουν λιγάκι μεταξύ του εθνικού, που θα είναι το εθνωτικό θα λέγαμε σήμερα, που έχει σχέση περισσότερο με το πολιτιστικό, και με το να σιώνε σιώνε, αν θέλετε εσείς που ξέρετε πολύ αγγλικά, που έχει πιο πολύ σχέση με αυτό που λέμε εμείς στις ελληνικά έθνος. Άρα έχουμε λίγο πρόβλημα ορολογίας, γι' αυτό εγώ θα προτιμούσα να μιλάω για το εθνικό φαινόμενο, έτσι γενικός και αορίστος, για να είμαι και λίγο απασχολοποιημένος. Πάντως γενικά στη συζήτηση που θα κάνουμε μπορούμε να διαφραίνσουμε και άλλες έμβειες. Τι είναι λοιπόν μια εθνική κοινότητα, είναι μια πολιτική κοινότητα. Τι έχει αυτή η κοινότητα, έχει μερικά βασικά κοινά ή συγγενικά χαρακτηριστικά. Ποια είναι αυτά τα χαρακτηριστικά. Καταρχήν είναι η γλώσσα, όχι η πάνω. Κατά δεύτερο λόγο πολιτιστικά χαρακτηριστικά, στα οποία κυριαρχεί το θρησκευτικό στοιχείο. Όπως και η γλώσσα δεν είναι πολιτιστικό στοιχείο, αλλά στη θρησκεία, στο θρησκευτικό υπάρχει και μεγάλο τμήμα του ιδιολογικού φωτίγου. Αλλά και άλλες παράγοντες, από τους οποίους ένας πολύ βασικός είναι η σχέση με το παρελθόν, με το ιστορικό παρελθόν. Δηλαδή εκεί που δοκιμάζεται ένα έθνος, αν θα αντέξει, είναι σε σχέση με το παρελθόν και με το μέλλον του βέβαια. Το παρελθόν αποτελεί ένα αφήγημα, όπως λένε, με τη μορδέμνα λέξη τώρα. Το μέλλον αποτελεί, τελώς τώρα, μια πρόκληση. Αυτά τα στοιχεία, μαζί με πάρα πολλά άλλα, τα οποία βέβαια εξειδικαίνονται καθώς μιλούμε για μια συγκεκριμένη εθνική κοινότητα, επιδέχονται και άλλα χαρακτηριστικά, πάρα πολλά χαρακτηριστικά, δεν είναι ποτέ σαφή και ποτέ δεν είναι τα ίδια. Και πλέον, καθότι είναι ιστορικό φαινόμενο το έθνος, μετεξερήσονται, δηλαδή είναι στατικά. Και επίσης δεν έχουνε, αυτό που καλιαφορά υποστηρίζει η ρομαντική ιστορολογία, αξιακό χαρακτήρα. Δηλαδή, όπως είναι και σε μας, και στους Ιρλανδούς, έτσι είναι και στους Δαλλούς και στους Νορκδούς, διαφορετικά πάντοτε, αλλά πάντως παρόμοια, χωρίς καμία θα λέγει κανείς αξιολογική διαβάθμιση. Αυτά τα γενικά που είναι βέβαια κοινοτοπίες, δεν τα ξέρετε όλοι. Μεταξύ όμως των αυτόν των στοιχείων που διαμορφώνουν μια εθνική ταυτότητα και μια δυναμική σε ένα έθνος, είναι και τη σκέση με το έδραφος, με το χώρο, με την επικράτεια. Όχι την κρατική επικράτεια. Αυτή την οποία έχουν στο όραμά τους, στο μυαλό τους. Ή ως επιθυμητή, την οποία δεν έχουν και θέλουν να νομίσουν, ή και ως, ας πούμε, κατάλυπο του ιστορικού παρελθόντος, του έντοξου παρελθόντος. Αυτό είναι ομως δίποτε συγκεκριμένο με την εθνότητα, δηλαδή δεν μπορεί να αποσυνδέσει κανείς το εδαφικό, με την ιστορική κυρονομιά, η οποία είναι και ιστορίας, και παραμύθια, και παραδόσεις, και μια περιοχή γεωγραφική. Υπάρχουν, ας πούμε, εθνικές κοινότητες, που δεν έχουν ίδια γλώσσα, δεν είχαν χώρο, κι όμως αποτελούσαν διαχρονικά και όλα σε μία από τις πιο ισχυρές εθνικές ταυτότητες στην Ευρωπαϊστορία. Στην Ευρωπαϊστορία είναι παγκόσμου η ιστορία, εννοώ τους Αρμενίους και τους Ευαίους, οι οποίοι δεν είχαν ειρικίες αθληκηριστία. Και βέβαια, όσοι θα μπορούσαν να συζητήσει, ότι οι Ιηραίοι, ειδικά, αποτρούν μια χωριστή κατηγορία. Και εδώ τώρα οδηγούμαστε σε κάτι άλλο, ότι δεν μπορούμε να κάνουμε συγκρίσεις με τις διαφορετικές εθνότητες. Το μεγάλο λάθος που κάνει, ας πούμε, οι νεότεροι μετανοητερικοί στοιχοί μας και ξένοι στερεογραφείοι, ομάλλον οι ξένοι, και την οποία αντιγράφουν στοιχοί μας σε μια διαφορά 30-50 ετών κατηστέρησης, οπότε έχουν τα πράγματα και λίγο παραφλασμένα, είναι ότι συγκρίνουν ασύγκριτα πράγματα, μη συγκρίσιμα πράγματα. Δηλαδή, οι βασικές θεωρίες περιέθους, που κυκλοφορούν κυρίως στα Αγγλικά αλλά και σ' άλλες τις γλώσσες, κάνουν συγκρίσεις ανάμεσα στις ελληνικισμούς που έχουν κάποια σχέση, που διαφέρουν εθνισμούς, συγγνώμη, της Κίνας, των Ινδιών, της Νότιας Αμερικής, της Αφρικής, πριν από τις ανακαλύψεις, μετά τις ανακαλύψεις, αλλά ακόμα και της Ευρώπης, γιατί η κάθε εθνική κοινότητα αποτελεί μια ιδιαιτερότητα, έχει μια ατομικότητα, ας πούμε και πανωδικότητα. Αυτό αφορά και την Ελληνική, αλλά όχι μόνο την Ελληνική και όπως συμβαίνει. Τώρα, καθώς μπαίνουμε στην ιστορική διερεύνηση αυτής της ταυτότητας, ήρθε το ερώτημα αυτό που λέει και ο Τύφλος, δηλαδή, της Εποψετής Βαρειάς, αυτόν τον Γιέννα. Πότε και τι σχέση έχει ένας λαός που έχει μία μακρά χρονοδυνειστορία, λέει ο λαός εντός ομογικών, γιατί μπορεί να ζήσει αυτό. Δηλαδή, η νεοελληνική, η εθνική ταυτότητα, τι σχέση έχει με την κρισιονική, τι σχέση έχει με την αρχαιοελληνική. Είναι απλώς μια ιστορική διαχρονία ή τίποτε άλλο. Εδώ παίρνουν διάφορα πράγματα. Πρέπει να σας πω, δηλαδή, ότι οι κυριαρχούς, σαν γνώμη, η οποία θα προκαλέσει, ίσως, τη συζήτηση, στη νεότερη ιστοριαφία, τη μετανεωτερική, η οποία, όπως είπα και επαναλαμβάνω, με το ίδιο έτσι, σκοπτικό φαραγικανής, μοιμήται και η δική μας με κατηστές 30-50 ετών, είναι ότι το εθνικό φαιόμενο, γενικά, είναι καρπός του γαλλικού διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης. Άντε και όλες ακόμα πραγματικές, στον απολαιόν τους πολέμους, όπου έχουμε τη διάβοση της αρχής, όπου έχουμε τη διάβοση της αρχής, μετά από πριν τίποτε, τις σκεπτικές λοιβότητες, διάφορες κτλ, οι οποίοι, όμως, δεν έχουν εθνικές ταυτότητες, δεν έχουν εθνική νύχταση. Αυτή είναι η βασική αντίληψη πολιτικών επιστημών, όλων κυρίως, που έχουν κελάξει τις σχέσεις με την ιστορία, κοινωνικών ανθρωπολόγων που έχουν πολύ λιγό ελευθερίας με την ιστορία, αλλά πολύ μεγάλη επαφή με τα μαζικά μέσα και, φυσικά, και με τα κέντρα εξουσίας. Είναι μια, ας πούμε, τάση, η οποία ταυτίζει τελικά την λιγέννηση του έθνους, και το έθνος γεννήθηκε, βέβαια, σταδιακά, με το κράτος. Και στηρίζεται σε εμπειρίες ιστορικές, που έχουν σχέση με τη νεθική Ευρώπη, όπως, ας πούμε, στη Γαλλία, στην Ισπανία, στην Αγγλία, που αρχίζουν ήδη τα τέλη του Μεσαίωνα και κυρίως αυτήν την απεγγέννησης. Τα κράτη αυτά να συγκροτούν την κυροποννέα Λεγεμόνα, να τη διβηγούν ένα στρατό, να διβηγούν μια παιδεία, μια εκπαίδευση, μη θρησκεία, και συνεπώς να γίνονται συμπαγή και να αποκτούν, ταυτόχρονα, και μια εθνική κυριολογία. Αυτή είναι η βασική αρχή, η οποία διαπνέει, κατά κάποιον τρόπο, την σύγχρονη μεταναιοτελική ιστοριαγραφή. Σε αντίθεση με αυτόν τον κλάβος, υπάρχει και ο κλάβος, το παλιόν ιστορικός, στο οποίο σ' ανήκω και εγώ λόγω ηλικίας, αλλά καλών ειδοκριθήσεων, ότι το εθνικό φαινόμενο δεν είναι τόσο πρόσφατος, όσο νομίζουμε, υπάρχει τόσο ότι δεν είναι κακός του γαλλικού διαφωτισμού και της μεγαλύτερης εμπάνισης. Αλλά είναι κακός προγενέστος των διαγραφήσεων. Σε ό,τι φορά θα είναι νεοελληνικά, για να μην πάμε στα άλλα, γιατί πολλές φορές, όταν σας είπα, δεν συγκρίνονται μερικά πράγματα. Ούτε η γαλλική εθνική συνείδηση ταυτίζεται με την μετρική της διαγρασίας σχηματισμού. Το γαλλικό έθνος κράτος είναι πολύ παλιότερο. Η νεοελληνική ταυτότητα, πίστευγε και αυτό, θα μας πάει και στα Βαλκάνια, με τα οποία θα ασχοληθεί ο Σπύρος, σε έναν χώρο ευρύτερο, που δεν ήταν κράτος έθνος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Θα μπορούσουμε ίσως να συγκριθούμε με τους βοημούς, με άλλους λαούς, που ήσουσαν στην Αυτοβουλική Αυτοκρατορία, αλλά με κανέναν τρόπο οι λαοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν μπορούν να συγκριθούν με τη γέννηση των εθνών κρατών της Βύσης. Βάστε τόσο, η παλαιότερη ιστοριαγραφία υποστήριζε ότι προς τον οψιγομεσαίωνα, χειρίως μετά την 4η Στευροφορία, το 1224, αρχίζει να δημορφώνονται μεταξύ των Ελλήπτ του Ιζαντιού. Επιμένω για τις Ελλήπτ, διότι οποιονδήποτε ιστορικό φαινόμενο, το ψάχνουμε για τον Καστοπαλιττών, αποτυπώνονται μόνο από τις Ελλήπτ. Οι άνθρωποι που δεν ξέρουν γράμματα, δεν μπορούν. Το κολλεί πολύ σε παραμύθια, σε κάποιους μύθους, για το Μεγαλέξαντο και τα λοιπά. Εκεί και πέρα, πρέπει να σκεφτούμε ότι η αποτύπωση του εθνικού φαινόμενου είναι δουλειά των εγγράμματων της Ελλήπτ. Είτε εκκλησιαστικών, είτε δαϊκών, είτε κοσμικών. Λοιπόν, η παρουσιακή λοιπόν ιστοριαγραφία, η νεοελληνική, που δεν ακολούθησε τον ρωμανισμό του του 11ου αιώνα, αλλά έκανα μια αέρα μ' αυτό, ας πούμε ο Απόστολος Βακαλόκλου, ο νεότερος Κάπος, ο ελληνικός Γορόνος, με πολύ πιο συστηματική ανάλυση του εθνικού φαινόμενου, τοποθετούν τη γένναση της ελληνικής αιώνας στους 11-12ου αιώνα περίπου. Αυτά τα πράγματα γίνονται μέσα στον χρόνο, πάρα πολύ αργά, με βάση βέβαια στα πρώην πήρχαν, τα οποία ήταν και η Ορθοδοξία, και η Λόση, αλλά όχι πάντοτε η Θρησκεία, διότι η Θρησκεία διέσπασε λίγο τη συνέχεια του ελληνισμού από την αρχαιότητα, ο Χριστιανισμός, είναι οικομενικό φαινόμενο, και η Ορθοδοξία επίσης είναι μία αμολογία, η οποία περιλαμβάνει πάρα πολλούς λαούς, σχεδόν όλους τους λαούς της Αμετολικής Ευρώπης και της Αμετολικής Ευρώπης. Επάνω σε περίπτωση, μετά το 1224, ίσως επειδή συγκρήθηκε ο Φράγκος με τον Έλληνα, ο ομόθρησκος αλλά αλόδοξος Φράγκος με τον Ορθόδοξο Έλληνα, άρχισε να δημοφώνει, αλλά και για άλλους λόγους, κυρίως οικονομικούς και κοινωνικούς, που παραθυρούνται και στην Ευρώπη, δεν μπορώ να τα λέξω τώρα, είναι πολύ μεγάλο κεφάλαιο, άρχισε να σχηματίσσεται στην ελληνική, μετά την ελληνική, ύστεροξαντιμής κοινωνίας, η αντίληψη ότι λείπουμε σε ένα γένος, το οποίο είναι το ελληνικό γένος. Αυτή η αντίληψη καλλιεργήθηκε σε μεγάλο καθμό στους πρώτους και όλες αιώνες του εθνικοκρατίας, 151515. Πριν καν ηρεμήσουν τα πράγματα απ' την άλλωση, ο Γενάβιος Χολάριος στείλει το πρώτο σχολείο για κληρικούς. Μετά από λίγο καιρό στείλονται σχολεία στη διασπορά, πιλάμε το 15ο αιώνα, δηλαδή μια δεκαετία θα την άλλωσε. Το 16ο αιώνα τα σχολεία, τα ελληνικά της διασποράς και τις ελληνικές για σύνολες, ως ένα βαθμό, αυξάνονται, και το 17ο αιώνα απλώνονται μέχρι και το καρπενίση και τα χωριά των πουνών. Συνεφώς έχουμε μια κινητικότητα στην Περία, που είναι ένα από τα βασικά στρατικά της εθνικής στρακτότητας. Στο θέμα αυτό, καλό είναι να κάνουμε μια διακρίνηση, ότι έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο η Οθόλεξ Εκκλησία, όχι όμως ως εκφραστής του νεοελληνικού εθνικισμού, όπως πολλές φορές πω, λέμε, κυρίως στις κηρύγματα, αλλά ως φορέας της παιδείας, η οποία ήταν αναπόφευτα η ελληνική παιδεία. Συνεφώς έπαιξε ένα πληθυκό παράγοντα ενσωματώναντας τον Ολληκό κορμό αλογενείς πληθυσμούς, ομόδοξους ομόδοξους, οι οποίοι αποτέλεσαν, πώς το έλεγε, σάρκα της ακόση του νεοελληνικού εθνικού, στις επόμενα χρόνια, αλλά όμως δεν ταυτίστηκε η Οθόλεξ Εκκλησία με τον νεοελληνικό πέθμος. Υπάκουν παραδείγματα καθολικών ή μουνιτών ελλήνων κληρικών, αρχίζοντας από τον Ισραήλ, συνεχίζοντας από τον Λέον, τον Αλάτιο, και δεν ξέρω, καταλήγοντας ενδεχομένως και στον καλλινιστή κύριο Λονούκαδη, που είχαν τέτοιο δυνατό εθνικό αίσθημα, που θα το είχαν οι Ορθόδοξοι κληρικοί. Αυτό για να ξεκαθαρίσω μερικά πράγματα. Τώρα, πρέπει να κόψω μερικά για να αφήσω και χρόνο για τη συζήτηση. Ανέφερα πριν από λίγο τα σχολεία της Διασποράς. Στη Διασπορά ο Ορθόδοξος, ο Ελληνοορθόδοξος που πηγαίνει, έρχεται σε αντίθεση ή σε αντιπαράθεση με το αλλοεθνές, κατά φορά και το αλλόμεξο και το αλλοεθνικό στοιχείο. Εκεί διαγραφώνεται και η αυτότητα πιο εύκολα. Είναι ενδεικτικό ότι στη Κύπρο, στα χρόνια της Ευρωκρατίας, δηλαδή και πριν ακόμα από τη Σουλυζινιά, είχε γίνει η διάκριση του Έλληνα-Κυπρίου, από τον Φράγκο-Κύπριο, γιατί και οι Φράγκοι μείναν εκεί πέρα μερικούς αιώνες. Όταν, λοιπόν, έρχεται κανείς σε επαφή με το αλλόεθνο στοιχείο, πρέπει να αποφασίζει τι θα είναι. Και έτσι αρχίζουν, στις στιγμές φορά, οι αναφορές στις παρικίες, στις κοινότητες με τα καθιστατικά. «Λένα τσιόνε εγγρέκα», «δε να τσιόνε βέρα εγγρέκα», χωρίς θρησκευτικό πλέον χαρακτήρα. Ενώ παλαιότερα, τον Γκρέπμουσ είχε αμφίσιμο χαρακτήρα. Ήταν και ορθότητος και ελληνικός. Λοιπόν, επάνω στη λεπτόση, αυτά είναι τα γενικά τα οποία, κατά το πέτωπο, υποστηρίζω εγώ. Και χωρίς... Τώρα μπορούμε να ελευθωνήσουμε μερικοί και να πούμε «όχι, είναι 100 χρόνια νεορίτερα, 100 χρόνια αργότερα». Αυτό δεν έχει σημασία. Εκείνο που δεν μπορώ να απεχθώ, είναι η ώψινη δημιουργία της νεοελληνικής εθνικής συνέβησης, την οποία σήμερα υποστήριζει και επίσημη πολιτεία κακώς, με δεκάτει τη γνώμη. Βλακοδός, θα λέγα, λόγω γραμματοσύνης. Ό,τι βλέπετε, τον ελληνικό έθνος δημιουργήθηκε με την ελληνική επανάσταση και μάλιστα με τη γέννηση του ελληνικού έθνος και πρόσφατα διάβασα και μια κοινωνική έρευση. Όχι, όχι. Επιτρέπεται το Γενιζέο, κύριε Πιγκέλλο. Δηλαδή, τα πράγματα αρχίζουν να διαγριέσουν. Οπότε, καταγραφώ, ας πούμε, οι παλιότεροι που... Πού οφείλετε αυτοί, ας πούμε, οι μετανοητερχοί, η αποδηλωτική προσέγγιση των ελληνικού χρονών. Κατά τη γνώμη μου, σε διάφορους παράγοντες, από τους οποίους ο ένας είναι η βασική. Δηλαδή, δεν βλέπω δόλο, βλέπω άγρια. Δέξουν που η πρωτογενή σπηλιάζει οι άνθρωποι, δέξουν που η πρωτογενή σπηλιάζει. Πρέπει να σας πω ότι τα ελληνικά πανεπιστήμια σήμερα, δεν ξέρω τι σημαίνει και ακόμα στα δικό μας, έχουν δώσει άνθρωπο στην νεότερη και σύγχρονη, στην πρόστατη ιστορία. Και έχουν παραμελήσει πάρα πολύ την πρόημη. Για να επισταθεί δεν ξέρω. Αλλά η πρόημη τρομοκρατία, ας πούμε, είναι από τα παραμελωμένα παιδιά, είναι και λίγο δυσκολότερη. Θέλει παλαιογραφία, θέλει λατινικά, θέλει αρχαία ελληνικά, ενώ το άλλο επιρρέχεται και προβολή από τις τριοράσεις από τις εκπαιδέντες και τα λοιπά. Ας δείτε τι βιβλία κυκλοφορούν για τον Εφήλιο Πόλεμο, αγοράζεις 10 και από το 1 μαθαίνεις μία καινούργια πληροφορία, ας πούμε. Απλώς υπάρχουν καινούργιες θεωρήσεις, ξανά καινούργιες θεωρήσεις. Τι σημαίνει αυτό, λιγώστευσε ο κόσμος που ασχολείται, που μελετά τις πρωτογενείς πηγές της περιόδου εγχείρησης. Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι όλοι σε όλες τις επιστήμες θέλουν νεοτορισμούς. Και πολύ καλό, γιατί είναι, πώς λέτε, παραγωγικό, όλοι θέλουν να ανατρέψουν, να κάνουν την επαράσταση. Και κάθε το νεοτορισμό, κάθε το νεοτορισμό βοητεύει, ιδιαίτερα τους νέους ιστορικούς. Βεβαίως, και πρέπει να γίνεται, γιατί εσένα νεώρονται και η ιστορογραφία. Αλλά πρέπει να γίνεται με βάση πάμετε τα καταδρομένα της ιστορίας. Και το τέτοιο βέβαια είναι, κατά τη γνώμη, η μίμηση, η οποία χαρακτηρίζει πάρα πολύ η νεοελληνική ιδιανόση γενικώς και όπου είναι η ιστορία. Και στη λογοτεχνία, τα ξέρουμε αυτά, και το ρομαντισμός πότε ήρθε, και το ένα και το άλλο κύμα πότε έκανε. Τώρα βέβαια, με τις τυλωράσεις έρχονται πολύ πιο ερώτες, που επιδιώκει, τρασμόν, μια αναθεώρεση όλων των κραγμάτων, και καλά κάνει, να καταρρίψει τους παλιούς μύθους, και καλά κάνει. Αλλά να καταρρίψει και μύθους, δεν αφορά τους ευευρύσιμους μύθους, και να τους καταρρίψει. Είναι, δηλαδή, μια προσπάθεια, κατά κάποιο τρόπο, αποκοπής του οκοτομπυρό αγκροτηριασμού της νεοελληνικής εθνικής τακτότητας από παλαιότερους περιόδους, και την Ισθοβυζαντινή και την πρώην της Οκοκροφίας. Υπάρχει τόση, δεν θα σας απασχολήσω, γιατί είναι πολλά ζητήματα. Εκείνο που μπορώ να πω γενικώς είναι ότι η ελληνική επανάσταση είναι αποτέλεσμα, δεν είναι απαρχή. Υπάρχει στη 21η. Και είναι αποτέλεσμα μακρόχρονων διεργασιών, που σκυλούν πολύ παλιά. Σας είπα πριν, ότι το Γιαννάνδιο σχολάριο, η πρώτη φράση του σχολαρίου, ο οποίος αποθυθούνταν, ήταν υποτακτικός στον Μουάμετ, στον Μαϊφέρτο Νεύθο. Είναι το αλλότριον βασίλειον, εμείς χρειαζόμαστε τον δικό μας βασίλειον. Το βασίλειο το δικό του είναι το Βυζανδινό βασίλειο. Το οποίο όλα το έβλεπαν σε με κάποια αισχατολογική αντίδυψη, αλλά πάντως το αποζητούσαν. Και το γένος, μολονόδι στην αρχή, περιλάμβανε όλους τους ελληνοορθόδοξους σ' ασχέτους κατηγορίες, παρόλο που το γένος ξεκινάει από το γένος, το γένος και το γένος είναι λίγο ρατσιστικό. Δεν είναι ρατσιστικό, είναι πολιτιστικό. Σιγά σιγά σταδιακά το γένος προσδιόριζε πλέον μόνον πληθυσμούς οι οποίοι ταυτίζονταν όχι με την πολιτική του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο ήταν πάντα η ηγέτητα, ας πούμε, η ηγεσία του ελληνοορθόδοξου κόσμου, αλλά με μια κοινότητα, ξεκινάω από την πρώτη φράση, μια πολιτική κοινότητα, η οποία είχε περίπου κοινούς τόχους, περίπου κοινά φοράματα για το χώρο στον οποίο θα αναπτυσσόταν, και πάλι βέβαια και κάποιες ελπίδες για μια αναβίωση ενός μεγαλείου που χάθηκε, κλπ. Όλα αυτά, κατά κάποιον τρόπο μπορεί κανείς να πει ότι δεν είναι φαντασιακές κοινότητες, άλλοι ιστοριογραφείς, οι φανταστικές όπως τις λένε, η κακή ανατάχρωση του imagined community του ομάδας. Βεβαίως υπάρχει και η φαντασία. Δεν μπορούμε να αποτυπώσουμε μια κοινότητα από τον παρελθόντο, δεν μπορούμε να αποτυπώσουμε μια κοινότητα της περιόδου του εμφύλου πολέμου. Εδώ και τα καβγάζεις, ας πούμε, για στοιχειώδες ζητήματα που αφορούν τις προηγούμενες δεκαετίες, για να μην πω της εποχής της κρίσης, πόσο βαλόντα πάμε σε προηγούμενες αιώνες. Δεν είναι imagined communities, είναι υπαρκτές κοινότητες, οι οποίες όμως προσθέτουν στην πολιτική τους έκφραση και στην ιδεολογία και φυσικά και πράγματα μυθικά ή φανταστικά ή κάπως που είναι εξιδενικευμένα. Γιατί πάντα μια εθνική κοινότητα επιδιώκει την εξιδενικευσή της έναντι τον άλλον, ασφέτον σε αν το αξίζει ή δεν το αξίζει. Τέλος πάντων, δεν επιτρέπεται βέβαια να γυρίσουμε σε απασχεωμένα ιδεόδοι του παρελθόντος του 19ου αιώνα, ούτε της πατριοδοκαπηλίας, άλλωστε ένας από τους λόγους του αναθεωρητησμού στην ιστοριαγραφία είναι η αντίστασή μας στην πατριοδοκαπηλία. Και όταν εργαζείς τέλειας, πάτε να τους κάνετε, θα φέρω ένα παράδειγμα και θα κλείσω. Υπερηβόητη ιστορία με το κρυφό σχολείο, η οποία είναι ένας πίθος σε κανένα βασικό ιστορικό εγχειρήδιο επαγγελματία ιστορικού, δεν θα πρέπει να γίνεται ρεφαρά στον κρυφό σχολείο, ούτε στον Παπαριγόπουλο, ούτε στον Παλαιονθέαρ, αλλά στον σταυρό του Παπαριγόπουλο δεν είχε εφευρεθεί καν και ο όρος. Λοιπόν, από την ώρα που απομυθοποιήθηκε τα θέματα του κρυφού σχολείου, πρέπει να απομυθοποιηθούν και τα άλλα. Δεν είναι το ίδιο. Πρέπει να απομυθοποιηθεί και η συμμετοχή των Ελλήνων σταυροφικά. Δεν είναι το ίδιο. Έχουν συμμετοχή σταυροφικά. Είναι μια πανάσταση που αφορά απελευθέρωση, που έχει κάποια κριτήρια. Ακόμα και οι αγραμματικοί μαγιάτες, όταν γράφανε στην Εκατερίνη τη δεύτερη, τους έλεγαν «άκουσα κύρα μου, εμείς εδώ θέλουμε μια ελευθερία, δεν θέλουμε να γίνουμε υποτακτικοί σου», που σημαίνει ότι βέβαια υπάρχει μια έστοσε τοπικό επιπλετώτα χτώτα. Και ο Λάβρος Κατσώνης, όταν είδε ότι στον δεύτερο πόλεμο η Εκατερίνη πήγε να γυρνινέψει με την Πίλη, συνέχισε τυχοδιοκτικά την δράση του στον Ιέο και, μαζί σας, έστειλε και μια γραφή στην Τσαρίνα, με την ίδια περίπου φρεσαιολογία. «Ακούσα εδώ κύρα μου, εμείς εδώ είμαστε για να υπερτιστούμε τον γένος μας και ό,τι τα δικά σας χρειάζονται». Συνεπώς, για να κλείσω, θα ήθελα να πω ότι εάν ακολουθήσουμε το μεταμοντέρνο μοντέλο της εθνικής γέννησης, δηλαδή ότι είναι του 19ου ή του 22ου αιώνα και ότι είναι αποθέλεσμα καρκός του έθνικους κράτους, τότε θα πρέπει να ερμηνεύσουμε τον ίδιο τρόπο για τη γέννηση μερικών πρόσφατων εθνικών μορφωμάτων στη περιοχή μας, μεταξύ των οποίων βεβαίως και των σκοπιών, που είναι πραγματικά δημιουργημένος ενός εθνικών κράτων. Να δούμε όμως, ή ακόμα και της Μορδαβίας, τα έλεγα εγώ, τα είπα ποιοι που βελιάσαν και με τους σκοπιών, και είπα να κάνουμε τις συγκρίσεις, ως ένα βαθμό αρχίζει να γίνεται σε μια μικρή ομάδα και στην Κύπρο, χωρίς επιτυχία, βέβαια, αλλά υπάρχει και ανεφορά ότι στην Κύπρο υπάρχει ένα εθνικό παρελθόν, ένα γενικό αιώνα, που δεν μπορεί να το αφηθήσει κανείς, οπότε παντούν οι άνθρωποι και δεν μπορούν να το ξεκαταρήσουν αυτό, αλλά εάν θα δεχθούμε το μετανοητορικό μοντέλο, τότε θα δεχθούμε ότι και τα κοιτονικά μας κράτη στήθηκαν με το έθνος κράτος, δηλαδή δημιούργησαν όταν το κράτος, και μετά προσπαθούν να στήσουν ένα έθνος, τότε θα πρέπει να δούμε αν έχουν παρελθόν, και αν αυτό το παρελθόν τους είναι δεδομένο και ιστορικό και στάθερο, και αν έχουν παρελθόν να θα έχουν και μέλλον. Και εδώ είναι το θέμα και εκεί θα ήθελα, εγώ θα πετύχωσε να εστιαστεί η συζήτησή μας, προφανώς κάνοντας και τις εισαγωγές από την εσήγηση που τα κάνει ο κύριος Λέτας, που είδε και ο Αρμόδιος για τα βαλκαντικά. Ευχαριστώ.