Διάλεξη 2: Εκκλησιαστικός Δικαίου του Δευτέρου Έτους, Εαρινού Εξαμίνου. Γεια σας αγαπητές φίλες και φίλοι. Στη δεύτερη διάλεξη του Εκκλησιαστικού Δικαίου του Δευτέρου Έτους, Εαρινού Εξαμίνου, συνεχίζομαι με το κεφάλαιο για το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών κοινοτήτων στην Ιταλία, το οποίο περιέχεται στο άρθρο του καθηγητή Σίλιβιο Φεράρη για το κράτος και τα θρησκεύματα στην Ιταλία, το οποίο εισοματώνεται στο βιβλίο του καθηγητή Γέρχα Ρόμπερς, ο οποίος είχε την επιμέλεια αυτού του βιβλίου με θέμα κράτη και θρησκεύματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και το οποίο ο υποφαινόμενος είχε την τιμή να το αποδώσει στην ελληνική γλώσσα. Αφού παρουσιάσουμε αυτό το κεφάλαιο, το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών κοινοτήτων στην Ιταλία, στη συνέχεια θα σχολιάσουμε τα κυριότερα σημεία αυτού του άρθρου, ως προς το συγκεκριμένο πάνω το κεφάλαιο. Αρχικά πρέπει να τονιστεί ότι οποιαδήποτε ομάδα με θρησκευτικούς σκοπούς μπορεί να ινδρυθεί χωρίς την ανάγκη οποιασδήποτε άδειας ή προηγούμενης καταχώρησης και μπορεί να λειτουργεί στο πλαίσιο του ιταλικού νομικού συστήματος. Τα μοναδικά όρια τίθενται για την προστασία της δημόσιας τάξης και των Χριστών Ιθών. Για αυτούς τους σκοπούς τα θρησκεύματα, η ακριβέστερα τα νομικά τους πρόσωπα, μπορούν να επιλέγουν μεταξύ των διαφόρων τύπου νομικής προσωπικότητας τους οποίους προβλέπει το ιταλικό δίκαιο. Καταρχάς μπορούν να συσταθούν ωσμιαστικές εταιρίες. ΑΣΟΤΙΑΤΣΙΩΝΕ ΝΟΝ ΡΙΚΟΝΟΣΟΥΤΑ Δυνάμοι των άρθρων 36-38 του Αστικού Κώδικα. Αυτό είναι το απλούστερο μοντέλο, το οποίο χρησιμοποιείται και από τα πολιτικά κόμματα και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Με αυτόν τον τρόπο το θρύσκευμα αποκτά νομική προσωπικότητα, συμπεριλαμβανομένης της αυτοτέλειας σε περιουσιακά θέματα και της ικανότητας να δέχεται δωρεές, να παρίσταται επί δικαστηρίου κλπ με πλήρη ελευθερία. Και η συστατική πράξη ή το καταστατικό τους δεν πρέπει να υποβληθεί σε οποιαδήποτε μορφή κρατικού ελέγχου. Ποιο ακριβής και δεσμευτικοί κανόνες ισχύουν για τα αναγνωρισμένα σωματεία Σοτσιατσιόνη Ρίκον Σούτε δυνάμι των άρθρων 14-35 του Αστικού Κώδικα και του Προεδρικού Διατάγματος 361 της 10 Δευτέρου 2000. Αποκτούν νομική προσωπικότητα μέσω καταχώρησης στην Ομαρχία υπό τον ώρα ότι εκπληρώνουν κοινωνικά χρήσιμο σκοπό και έχουν επαρκεί οικονομικά μέσα. Νομική προσωπικότητα ιδιωτικού δικαίου μπορεί να αποκτηθεί και δυνάμι του άρθρου 16 των διατάξεων για τους νόμους εν γένη «Disposizione sulle lente in generale» το οποίο παρέχει στα λοδαπά νομικά πρόσωπα τα δικαιώματα των ιταλικών νομικών προσώπων με όρους αμοιβεότητας και περιτέρως σύμφωνα με το άρθρο 2 της Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες που συνάφθηκε το 1948. Περίπου 30 θρησκεύματα ή θρησκευτικά νομικά πρόσωπα που προσελκίστηκαν από τη δυνατότητα των φορολογικών πλεονεκτημάτων για τους θρησκευτικούς οργανισμούς έχουν υποβάλει αίτηση με αυτόν τον τρόπο και έχουν αποκτήσει νομική προσωπικότητα. Μετά από μερικές διακυμάσεις στην ερμηνεία που κατέληξαν στην απώλεια αυτών των προνομίων τους έχει τώρα παραχωρηθεί νομικό καθεστώς παρόμοιο με εκείνο των αναγνωρισμένων σωματίων. Μέχρι τώρα σε αυτό το κεφάλαιο έχουν εξεταστεί μόνο η δυνατότητα απόκτησης νομικής προσωπικότητας με τις μορφές που προβλέπονται από το γενικό δίκαιο για όλες τις ομάδες ανεξάρτητα από τους θρησκευτικούς ή άλλους σκοπούς τους. Για τις θρησκευτικές ομάδες όμως υπάρχει μια περιτέρω δυνατότητα της οποίας έχουν κάνει χρήση τα σημαντικότερα μειονωτικά θρησκεύματα μεταξύ των οποίων οι Μουσουρμάνοι, οι Μορμόνοι και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δηλαδή να αποκτήσουν νομική προσωπικότητα για τους οργανισμούς τους βάσει νόμου που θεσπίστηκε ειδικά για ομάδες με θρησκευτικούς σκοπούς του νόμου 1.159 του 1929 ο οποίος διέπει το καθεστώς των καταχωρημένων θρησκευμάτων στην Ιταλία. Αυτός ο νόμος με την καθιέρωση της ίσης μεταχείρισης των θρησκευτικών σκοπών με εκείνους της κοινωνικής πρόνοιας και της εκπαίδευσης χωρίζει σημαντικά φορολογικά προνόμια επεκτείνοντας έτσι τα πλεονεκτήματα που θεσπίστηκαν για τα σωματεία του τελευταίου τύπου σε εκείνα του πρώτου. Αφετέρου, αυτός ο νόμος υποβάλλει τις ομάδες με θρησκευτικούς σκοπούς στον έλεγχο της κυβέρνησης και δίνει στις κρατικές αρχές το δικαίωμα να αντικαθιστούν τα διοικητικά συμβούλια των σωματείων με κρατικό επίτροπο και να ακυρώνουν τις αποφάσεις τους. Αλλά, παρόλα τα πλεονεκτήματα και αμοιονεκτήματα που συνδέονται με αυτήν τη διάταξη, η αναγνώριση νομικής προσωπικότητας βάσει του νόμου 1.159 του 1929 έχει μεγάλη σημασία διότι επιβεβαιώνει τη θρησκευτική φύση της αναγνωρισμένης ομάδας. Αποτελεί τη βασική προϋπόθεση, de facto, εάν όχι de jure, για έτηση, για σύναψη συμφωνίας με το Ιταλικό κράτος σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 3. Τα έξι θρησκεύματα που έχουν συνάψει, δεν είναι έξι, είναι πλέον, έξι ήταν όταν έγραφε το άρθρο ο καθηγητής Φεράδη. Τώρα είναι έντεκα. Τα έντεκα θρησκεύματα που έχουν συνάψει συμφωνία με το Ιταλικό κράτος δεν υπάγονται πλέον στο νόμο 1.159 του 1929, ο οποίος έχει αντικατασταθεί στις περιπτώσεις τους από τις πολύ πιο ευνοϊκές διατάξεις που περιλαμβάνονται στις χωριστές συμφωνίες τους. Όμως, η νομική προσωπικότητα που αποκτήθηκε στη βάση αυτού του νόμου διατηρείται από αυτά τα έντεκα θρησκεύματα. Οι Ιουδαϊκές κοινότητες και η ενωσή τους αφετέρου δεν υπάγονταν ποτέ στο νόμο που αναφέρθηκε ανωτέρω. Απέκτησαν νομική προσωπικότητα με ξεχωριστό νόμο, το νόμο 1.731 του 1930, που εκδόθηκε ειδικά για αυτές και ο οποίος ρύθμισε τη δραστηριότητά τους λεπτομερώς. Ο νόμος καταργήθηκε όταν συνάφθηκαν οι συμφωνίες, αλλά οι κοινότητες και η ενωσή τους έχουν διατηρήσει τη νομική προσωπικότητα που παραχωρήθηκε σε αυτές βάση αυτού του νόμου. Ανάλογες διατάξεις ισχύουν για την τάβολα Βαλτέζε και τα κονσιστόρια των εκκλησιών στις κυλάδες του Βοντουά, οι οποίες έχουν ακόμα και μετά την ολοκλήρωση των συμφωνιών, διατηρήσει τη νομική προσωπικότητα, την οποία είχαν αποκτήσει όχι βάση νομικών διατάξεων, αλλά λόγω της μακρόχρονης κατοχής του καθεστώτος, αντίκο ποσέσοντι στάτο, που σημαίνει ότι είχαν νομική προσωπικότητα ακόμα και πριν την ίδρυση του ιταλικού κράτους. Ειδικό σχόλιο πρέπει να γίνει για την Καθολική Εκκλησία, που έχει νομική ικανότητα δημοσίου δικαίου, ακόμα και αν δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα τρόπο με τους οργανισμούς που αποτελούν μέρος της οργάνωσης του δημόσιο τομέα. Αν μη τι άλλο, μπορεί να συγκριθεί με αλλοδαπά κράτη, που είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, στο ιταλικό δίκαιο. Όπως αναφέρθηκε, μόνο οι οργανισμοί των θρησκευμάτων μπορούν να αποκτήσουν νομική ικανότητα σύμφωνα με το νόμο 1159 του 1929 και μόνο τα θρησκεύματα μπορούν σύμφωνα με το άρθρο 8 του συντάγματος να συνάψουν συμφωνίες με το κράτος. Έτσι, υπάρχει το πρόβλημα του ορισμού του όρου «θρίσκευμα». Ένα πρόβλημα που έχει γίνει σημαντικό στην Ιταλία, πρόσφατα με τη διάδοση των νέων θρησκευτικών κινημάτων. Καθώς υπάρχει πλήρης απουσία νομοθετικού ορισμού, ένα τέμα της θεωρίας είναι της γνώμης ότι το κράτος δεν έχει την ικανότητα ούτε την αρμοδιότητα ορισμού του θρησκευμάτων. Από αυτό συνάγεται το συμπέρασμα ότι το ζήτημα πρέπει να αφεθεί στον αυτοκαθορισμό των πιστών εκείνων των ομάδων που αποσκοπούν να αναγνωριστούν ως θρησκεύματα. Εάν η πιστή είναι της γνώμης ότι αποτελούν θρίσκευμα, τότε οι κρατικές αρχές δεσμεύονται να αποδεχθούν αυτόν τον καθορισμό. Όμως, μερικές πιο πρόσφατες αποφάσεις, όμως, μερικές πιο πρόσφατες αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου και ιδιαίτερα η απόφαση με αριθμό 467 νοεμβρίου 1992 φαίνονται να κινούνται σε διαφορετική κατεύθυνση, επιμένοντας ότι ο όρος θρησκευμά πρέπει να έχει αντικειμενική και όχι υποκειμενική βάση. Υπό αυτήν την οπτική γωνία άλλη ομάδα συγγραφέων έχει προσπαθήσει να εντοπίσει χαρακτηριστικά γνωρίσματα που πρέπει να είναι αναγνωρίσιμα σε κάθε ομάδα η οποία αποσκοπεί να ταξινομηθεί ως θρύσκευμα. Τέτοια χαρακτηριστικά γνωρίσματα είναι η πίστη σε μια υπερβατική πραγματικότητα, όχι απαραίτητος ο Θεός, που είναι σε θέση να απαντά σε θεμελιώδη ζητήματα ως προς την ύπραξη των ανθρώπων και των πραγμάτων. Είναι σε θέση να προσφέρει ηθικό κώδικα και να δημιουργεί πραξιακή ελεξάρτηση των πιστών που εκδηλώνουν την πίστη μεταξύ άλλων με την μορφή της λατρείας και η ύπραξη οργάνωσης όσο ελάχιστη και αν είναι. Εκτός από τις τρεις θρησκείες αυραμικής προέλευσης, πολλές θρησκείες ανατολικής καταγωγής ανταποκρίνονται σε αυτό το πρότυπο, ενώ οι παραψυχολογικές πνευματιστικές και αποκριφιστικές ομάδες θα αποκλείονταν. Μερικά από τα νέα θρησκευτικά κινήματα, όπως η Εκκλησία της Εντολογίας, είναι οριακές περιπτώσεις, όπως μαρτυρούν οι αντιφατικές αποφάσεις των δικαστηρίων γι' αυτό το θέμα. Στη συνέχεια θα προχωρήσουμε στο σχολιασμό των σημαντικότερων σημείων αυτού του κεφαλαίου του καθηγητής Ήλιο Φεράρι, που αφορά το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών κοινοτήτων στην Ιταλία. Ο καθηγητής Ήλιο Φεράρι μας λέει ότι ελεύθερα μπορούν να ιδρύονται θρησκευτικές ομάδες στην Ιταλία. Και είναι ελεύθερη η ύπραξη και η λειτουργία τους, αρκεί να σέβονται τη δημόσια τάξη και τα χριστά ήθη, που αποτελούν σύμφωνα και με τους διεθνείς κανόνες για την ελευθερία εκδήλωσης θρησκείας, δύο από τους περιορισμούς της ελευθερίας εκδήλωσης θρησκείας ή κοσμοθεωρίας. Στη συνέχεια μας εξηγεί ότι προκειμένου να αναπτύξουν τις δραστηριότητές τους τα θρησκεύματα, μπορούν να επιλέγουν μεταξύ των διαφόρων τύπου νομικής προσωπικότητας, που είναι διαθέσιμες από το ιταλικό δίκαιο. Μπορούν να ιδρυθούν ως μοιαστικές εταιρίες, δηλαδή ασοτσιατσιόνι, νορικονοσούται. Δεν χρειάζεται δηλαδή να γίνει κανένας κρατικός έλεγχος στατικής πράξησης του καταστρατικού αυτής της μορφής νομικής προσωπικότητας. Μπορούν να ιδρυθούν ως αναγνωρισμένα σωματεία, ασοτσιατσιόνι, νορικονοσούται, σύμφωνα με τον αστικό κώδικα, επίσης. Μια άλλη μορφή νομικής προσωπικότητας είναι εκείνη που μπορεί να αποκτηθεί δυνάμιτο άρθρο 16 των διατάξεων για τους νόμους εν γέννη, dispositioni sulle legge in generale, το οποίο παρέχει στα λοδαπάν νομικά πρόσωπα τα δικαιώματα των ιταλικών νομικών προσώπων με τον όρο της αμοιβεότητας. Μια τέταρτη μορφή νομικής προσωπικότητας είναι αυτή που προβλέπεται από το άρθρο 2 της Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες που συνάθηκε το 1948. Πρέπει να διευκρινίσω με ότι μια τέτοια Συνθήκη Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες υπάρχει και με την Ελλάδα. Είτε με την Ιταλία είτε με την Ελλάδα, αυτή η Συνθήκη αξιοποιείται από τους μάρτυρες του Ιεχοβά για να έχει ο κεντρικός τους οργανισμός που έχει έδρα τις Ηνωμένες Πολιτείες, δηλαδή η Βιβλική και Φυλαδική Εταιρεία Σκοπιά, να έχει νομική προσωπικότητα σύμφωνα με αυτό το άρθρο 2 της Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μια πέμπτη μορφή νομικής προσωπικότητας είναι αυτή που προβλέπετε από τον νόμο 1.159 του 1929 και μάλιστα είναι μια ειδική μορφή νομικής προσωπικότητας για τα θρησκεύματα. Θα μπορούσαμε να την πούμε θρησκευτική νομική προσωπικότητα. Μάλιστα, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Ιρβιοφεράλη, η απόκτηση νομικής προσωπικότητας σύμφωνα με αυτόν τον νόμο, τον Ιταλικό του 1.159 του 1929, για την καταχώρηση των μη καθολικών θρησκευμάτων, έχει μεγάλη σημασία, διότι επιβεβαιώνει τη θρησκευτική φύση της ομάδας που αποκτά αυτή τη μορφή νομικής προσωπικότητας για την ειδική μορφή νομικής προσωπικότητας, θρησκευτική νομική προσωπικότητα. Μάλιστα, η κατοχή αυτής της μορφής νομικής προσωπικότητας με βάση αυτόν τον νόμο, 1.159 του 1929, αποτελεί προϋπόθεση προκειμένου ένα θρησκεύμα να υποβάλλει έτηση στην Ιταλική Κυβέρνηση για να συνάψει συμφωνία με το Ιταλικό Κράτος, σύμφωνα με το όρθρο 8, παράλφος 3 του Ιταλικού Συντάγματος. Έντεκα θρησκεύματα μη καθολικά έχουν αποκτήσει, έχουν συνάψει συμφωνία με το Ιταλικό Κράτος. Είναι η Τάβολα Βαλδέζε, πρωτεσταντικό θρησκεύμα, Assemble di Dio στην Ιταλία, συνελεύσεις του Θεού στην Ιταλία, ουνιώνε τρίτον, ουνιώνε δελαικιέζε κριστιάνε αδβεντίστε δελ σέτιμο γιόρνο, δηλαδή ένωση των αδβεντιστικών χριστιανικών εκκλησιών της 7ης ημέρας, τέταρτο θρησκεύμα με συμφωνία με το Ιταλικό Κράτος, ουνιώνε κομμουνιτά εμπράει και η Ιταλία, δηλαδή ένωση των εβραϊκών κοινοτήτων στην Ιταλία, πέμπτο θρησκεύμα, ουνιώνε κριστιάνε ευαγγέλικα μπατίστα διτάλια, βαπτιστικό ευαγγελικό, βαπτιστική ευαγγελική χριστιανική ένωση της Ιταλίας, έκτο θρησκεύμα με σύμβαση, intesa, όπως λέγεται στα Ιταλικά, με το Ιταλικό Κράτος, και έζ Ευαγγέλικα Λουτεράνα στην Ιταλία, Λουθυρανική Ευαγγελική Εκκλησία στην Ιταλία, επόμενο θρησκεύμα, σάκρα ορθόδοξη αρχιεπισκοπή Ιταλίας και εξαρχία Νότιας Ευρώπης, επόμενο θρησκεύμα, με σύμβαση με το Ιταλικό Κράτος, Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των τελευταίων ημερών, ένατο θρησκεύμα, και έζ Αποστολική Εκκλησία στην Ιταλία, δέκατο θρησκεύμα, Unione Bundista Italiana, Ιταλική Βουδιστική Ένωση, και ενδέκατο θρησκεύμα, Unione Intuista Italiana, Ιταλική Ινδουιστική Ένωση. Έχει επίσης υπογραφή μια συμφωνία με ένα άλλο θρησκεύμα, μεταξύ της Ιταλικής Κυβέρνησης και αυτού του θρησκεύματος, αλλά ακόμα δεν έχει εγκριθεί με νόμο από το Ιταλικό Κοινοβούλιο. Όσον αφορά την Ένωση των Εβραϊκών Κοινοτήτων, η οποία επέγραψε τη συμφωνία με το Ιταλικό Κράτος, τόσο η Ένωση Εβραϊκών Κοινοτήτων όσο και εβραϊκές κοινότητες απέκτησαν νομική προσωπικότητα με έναν άλλο νόμο, όχι με τον νόμο 1159 του 1929, ο οποίος ρυθμίζει τη θρησκευτική νομική προσωπικότητα εν γένη, αλλά με έναν ειδικό νόμο, τον νόμο 1731 του 1930. Διατηρούν αυτή τη νομική προσωπικότητα που είχαν αποκτήσει με αυτό το νόμο, παρά το γεγονός ότι ο νόμος αυτός ο 1731 του 1930 καταργήθηκε όταν συνάφθηκε η Συμφωνία με την Ένωση των Εβραϊκών Κοινοτήτων. Όσον αφορά την απόκτηση νομικής προσωπικότητας, αυτή αποκτάται από τους οργανισμούς των θρησκευμάτων. Όσον αφορά τη συναψή συμφωνίας με το κράτος, αυτή συνάπτεται από τα θρησκεύματα. Ένα άλλο ζήτημα το οποίο θύγει ο καθηγητής Ιρειοφιλιοφεράρη είναι το ζήτημα του νομικού ορισμού της θρησκείας. Γι' αυτό μας αναφέρει ότι ένα μέρος της θεωρίας τάσσεται κατά της διατυπώσεως νομικού ορισμού της θρησκείας. Αφήνοντας αυτό το ζήτημα στον αυτοκαθορισμό των ομάδων που ισχυρίζονται ότι είναι θρησκευτικές. Δηλαδή να καθορίσουν μόνες τους ότι είναι θρησκείας και ποια χαρακτηριστικά έχουν αυτές οι θρησκείες. Υπήρξαν μερικές αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστρίου της Ιταλίας, οι οποίες κινούνται όμως προς την αντίθετη κατεύθυνση, ότι δηλαδή η νομική έννοια της θρησκείας πρέπει να ορίζεται με ανδικημενικά κριτήρια και όχι με υποκειμενικά. Δεν αρκεί δηλαδή ο αυτοκαθορισμός από τη θρησκευτική ομάδα. Κάτω από αυτή την οπτική αυτών των αποφάσεων του Συνταγματικού Δικαστρίου της Ιταλίας, μια άλλη ομάδα συγγραφέων προσπάθησαν να ερευνήσουν και να διατυπώσουν κάποια χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τα οποία θα μπορούσαν να στοίχιοθετήσουν ένα νομικό ρισμό της θρησκείας. Ανέφεραν ως τέτοια χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός νομικού ρισμού της θρησκείας, πίστη σε μια υπερβατική πραγματικότητα, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στην έννοια του Θεού. Θέσεις της ομάδας που να απαντούν σε θεμελιώδη ζητήματα, υπαρξιακά ζητήματα για τον άνθρωπο και το σύμπαν. Η ύπαρξη ηθικού κώδικα. Άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα που διατυπώθηκε από αυτή την ομάδα συγγραφέων είναι η ύπαρξη μιας μορφής λατρείας, δηλαδή εξάρτησης των πιστών από αυτή την υπερβατική πραγματικότητα και ένα τελευταίο γνώρισμα το οποίο επίσης προτάθηκε από αυτή την ομάδα συγγραφέων είναι η ύπαρξη έστω μιας ελάχιστης μορφής οργάνωσης. Στη συνέχεια ο καθηγητής Ήλιβιο Φεράρη υποστηρίζει ότι οι θρησκείες του αβρααμικού δένδρου θρησκιών, δηλαδή εβραϊσμός, χριστιανισμός, ισλάμ ανταποκρίνονται σε αυτό το μοντέλο ορισμού, νομικού ορισμού της θρησκείας. Πολλές θρησκείες ανατολικές, δηλαδή του ανατολικού δένδρου ή βραχμανικού δένδρου θρησκειών που έχει τρεις κύριους κλάδους θρησκιών, Ινδουισμός, Βουδισμός, Γιαννηνισμός και άλλα θρησκεύματα ανατολικά, πολλές λοιπόν από αυτές τις θρησκείες ανατολικής προέλευσης ανταποκρίνονται σε αυτό το μοντέλο νομικού ορισμού της θρησκείας. Αλλά ο καθηγητής Ήλιος Φεράρη υποστηρίζει ότι οι παραψυχολογικές, πνευματιστικές και αποκρυφιστικές ομάδες αποκλείονται από αυτό το μοντέλο νομικού ορισμού της θρησκείας ενώ μερικά από τα λεγόμενα νέα θρησκευτικά κινήματα όπως η Εκκλησία της Αινδρολογίας αποτελούν οριακές περιπτώσεις όπου παρατηρείται στην ομολογία την ιταλική, παρατηρείται η ύπαρξη αντιφατικών αποφάσεων των δικαστηρίων για αυτές τις οριακές περιπτώσεις. Πάνω σε αυτά τα τα οποία υποστηρίζει ο καθηγητής Ήλιος Φεράρη για τον λεγόμενο νομικό ορισμό της θρησκείας θα μπορούσαμε να επισημάνουμε ότι αυτή η δεύτερη ομάδα συγγραφέων κατέβαλε μια προσπάθεια να διατυπώσει ορισμένα χαρακτηριστικά τα οποία θα μπορούσαν να στοιχειοχητήσουν μία μορφή νομικού ορισμού της θρησκείας. Γιατί η έννοια της θρησκείας είναι απαραίτητη προκειμένου να κριθεί αν μία ομάδα που ισχυρίζει ότι είναι θρησκευτική ότι μπορεί να συνάψει συμφωνία για την ρύθμιση των σχέσεών της με το ιταλικό κράτος. Είναι γεγονός ότι στις ευρωπαϊκές χώρες είναι επενυχρή η έρευνα και τα αποτελέσματα στο ζήτημα του νομικού ορισμού της θρησκείας. Θα μπορούσε να αποτελέσει ένα μοντέλο και ένα υπόδειγμα για τη συνέχιση αυτής της έρευνας σε ευρωπαϊκές χώρες. Η προηγούμενη ερευνητική και συγγραφική δραστηριότητα που έχει υπάρξει στις ΗΠΑ για το ζήτημα του νομικού ορισμού της θρησκείας. Εκεί υπάρχει ως γνωστόν εκτεταμένη θεωρία και νομολογία που διερευνά το νομικό ορισμό της θρησκείας. Και ως γνωστόν έχουν διατυπωθεί τρία είδη νομικών ορισμών της θρησκείας. Αντικειμενικοί ορισμοί, υποκειμενικοί ορισμοί, αναλογικοί ορισμοί της θρησκείας. Δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε αυτά τα τρία είδη ορισμών, απλώς τα αναφέρομαι. Και αναφέρομαι επίσης ότι επικρατέσθρυν οι ορισμοί οι αναλογικοί, διότι είναι αυτοί που όταν γίνουνε με ορθό τρόπο δεν προκαλούν θρησκευτικές διακρίσεις. Πάντως, η γνώμη του καθηγητή Σίριο Φεράρι που αποκλείει από την έννοια της θρησκείας τους αποκρυφιστικούς οργανισμούς, στους οποίους περιλαμβάνεται βεβαίως και οι λεγόμενες εκκλησίες του σατανά, δεν φαίνεται να συνάδει με ένα νομικό ορισμό της θρησκείας, διότι για τους σατανιστές ο σατανάς είναι θεός. Αποτελέγει αυτούς μια υπερβατική πραγματικότητα και συγκεκριμένα αποτελεί θεό και επομένως από άποψη νομικό ορισμό της θρησκείας, ο σατανισμός εμπίπτει στην έννοια της θρησκείας και δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον καθηγητή Σίριο Φεράρι, ότι μπορεί να αποκλείσουν από το νομικό ορισμό της θρησκείας οι αποκρυφιστικές ομάδες. Όσον αφορά τα λεγόμενα νέα θρησκευτικά κινήματα, όπως είναι η περίπτωση αεντωλογίας, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον καθηγητή Σίριο Φεράρι, ότι αποτελεί σε αεντωλογία μια οριακή περίπτωση εξαιτίας ύπραξη αντιφατικών αποφάσεων των Ιταλικών Δικαστριών για το θέμα αυτό. Διότι αυτό που προέχει είναι να υπάρχει ένας νομικός ορισμός της θρησκείας ο οποίος να μην προκαλεί διακρίσεις. Είναι το ένα ζήτημα. Υπάρχει ένα δεύτερο ζήτημα, ότι εάν μία ομάδα ισχυρίζει το ότι είναι θρησκευτική, τότε ένα από τα δύο μπορεί να συμβαίνουν. Είτε είναι πράγματι θρησκεία είτε δεν είναι θρησκεία. Οπότε είναι ψευδοθρησκεία. Επομένως οι όροι νέα θρησκευτικά κινήματα δεν έχουν νομικό περιεχόμενο. Όπως επίσης και ο όρος σέκτα δεν έχουν νομικό περιεχόμενο. Αποτελούν πολιτικούς όρους οι οποίοι, πολιτικοί όροι, αποδίδουν ένα αρνητικό περιεχόμενο σε αυτές τις θρησκευτικές ομάδες ή έστω στις ομάδες που ισχυρίζονται ότι είναι θρησκευτικές. Πάντως ο νομικός ορισμός της θρησκείας, πρέπει να επαναλάβουμε, ότι δεν είναι απαραίτητος να εμπίπτουν δηλαδή σε αυτών οι ομάδες που ισχυρίζονται ότι είναι θρησκευτικές, προκειμένου να απολαύσουν τα θρησκευτικά ανθρώπινα δικαιώματα που προστατεύονται από το Σύνταγμα και από το Διεθνές Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ο νομικός ορισμός της θρησκείας απαιτείται μόνο για την απολαύση προνομίων, δηλαδή θρησκευτικών δικαιωμάτων, τα οποία παραχωρούνται από το κράτος, πέραν των θρησκευτικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από το Σύνταγμα και από το Διεθνές Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Μία τέτοια περίπτωση παροχής προνομίων κατά την ιταλική ενόμη τάξη είναι η αναγνώριση των θρησκευμάτων που γίνεται μέσω συμφωνιών για τη ρίδιμη στους σχέσεών τους μεταξύ του ιταλικού κράτους και των θρησκευμάτων που επιλέγονται από την ιταλική κυβέρνηση για να υπογράψει μαζί τους σχετική συμφωνία. Στο σημείο αυτό τελειώνει η δεύτερη διάλειξη του μεταπτυχιακού του Εκκλησιαστικού Δικαίου του Δευτέρω έτους του ερευνού 6 μήνους. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. |