: Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Πριν ξεκινήσουμε, θα ήθελα ως μύθος να σας ενημερώσω για την επόμενη βραδιά μας. Αυτή θα είναι στις 10 Δεκεμβρίου, η μέρα Δευτέρα, με θέμα «Σφαίρες επιρροής στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, Εθνική Κυριαρχία και Εξάρτηση». Και εισηγητές, τον ομότιμο καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Παναγιώτιου Ακιμήρη και τον στρατηγό Μιχάλη Κωσταράκου, πρώην αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας και τέος πρόεδρο της Στρατιωτικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως αυτή τη φορά θα μου επιτρέψετε να σας προστοποιήσω και μια άλλη εκδήλωση. Αυτή αφορά τα 60 γενέθλια του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και λαμβάνει χώρα στο Μεγάλο Αφηθέατρο του ΠΑΜΑΚ στις 26 Νοεμβρίου, ημέρα Δευτέρα και ώρα 19.30. Αυτονόητο ότι η γνωστοποίηση επέχει και την θέση της πρόσκλησης προς όλους και όλες. Σε εκείνη την εκδήλωση θα ακούσετε πρωτίστως τον υποφαινόμενο, γιατί μου έχει ανατεθεί η συγγραφή αυτού του επίτιακου λευκώματος για τα 60 χρόνια. Και τώρα το λόγο έχει ο συνειδητοριστής της εκδήλωσης, ο κ. Παρατζήλης. Ευχαριστώ κ. Τσιμπούρα. Καλησπέρα σε όλους και όλες. Τώρα το πρώτο ερώτημα που έχω εγώ να μπερθύνω σε εαυτό μου είναι, τι δουλειά έχει ένας άνθρωπος της εμπειρικής πολιτικής επιστήμης, του οποίου αρέσουν οι αριθμοί, τα νούμερα, οι έρευνες, οι δημοσκοπίσεις, τα ιστορικά λεωγονότα, με δύο στοχαστές, με δύο καθυλιτές πολιτικής θεωρίας πρωτίστως και πολιτικής φιλοσοφίας, όπου περισσότερο διαπραγματεύονται και σίγουρα από εμένα κατέχουν πολύ καλύτερα έννοιες, σχήματα, υποδείγματα, ίσως θα το δούμε στην πορεία και προσεγγίσεις που σχετίζονται με αυτό που ονομάζουμε η θεωρία της πολιτικής και θεωρία της δημοκρατίας. Παρ' ό,τι αυτή είναι η διαφορά μου με τους δύο ομιλητές σήμερα, υπάρχουν πολλά πράγματα που μας ενώνουν, μερικά από αυτά είναι πολύ σοβαρά. Πολλά χρόνια τώρα, πρέπει να σας πω μια ιστορία για να χαλαρώστε. Όταν σπουδάζαμε στο Παρίσι, τότε δεν υπήρχε Facebook, δεν υπήρχε social media, δεν υπήρχε Internet, δεν υπήρχε κινητά και τα σταθερά τηλέφωνα ήταν πολύ ακριβά. Το πρόβλημά μας ήταν πώς θα μάθουμε την κυριακή το αποτέλεσμα του ΠΑΟΚ. Γιατί θα έπρεπε να περιμένουμε μία ολόκληρη μέρα, τη Δευτέρα στις δύο το μεσημέρι, για να πάμε στο περίπτερο, να πάρουμε την εθνημέριζα που είχε τα αθλητικά. Το διάστημα είναι πολύ μεγάλο, άλλες 24 ώρες πίσω. Ένας από τους δύο έπρεπε να πάρει τηλέφωνο τον πατέρα του, που για κακή μας είχε κανένας από τους δύο πατεράδες, δεν είχε κανένα ενδιαφέρον γι' αυτό. Και κάποια στιγμή, φυσικά, είχα να αντιληφθεί ότι το τηλέφωνο της Κυριακής δεν αφορούσε τι κάνουν οι γονείς που ξεκινούσε έτσι. Γεια σου μπαμπά, τι γίνεται η μαμά, πώς πάει στο σπίτι. Α, καλά, παρακολουθώ τόσο πάω, τι έκανε. Λοιπόν, όπως καταλαβαίνετε, αυτά είναι σπουδαίες μνήμες, αλλά για να έρθω έτσι, να το σοβαρέψω, αν και το θεωρώ πολύ σοβαρό αυτό. Λοιπόν, μας ενώνουν πολλά άλλα πράγματα, εκτός από το γεγονός ότι και οι τρεις μας είμαστε γαλόφωνοι στις σπουδές και στις προσεγγίσεις, ολοένα και σπανίζει αυτό, και υπό αυτή την έννοια, ίσως να χάνεται ένας πλούτος για τη χώρα, είναι μια μεγάλη συζήτηση, ενώ αναφέρομαι ένας πολιτισμικός πλούτος, ένας πολιτιστικός πλούτος, αλλά και ένας πλούτος σκέψης που ήρθε από το γαλόφωνο χώρο στο χώρο και της πολιτικής επιστήμης και της κοινωνιολογίας και γενικότερα των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών στη μεταπολίτευση. Αλλά είναι μια μεγάλη συζήτηση αυτό. Το δεύτερο που μας ενώνει σίγουρα είναι η αγάπη μας για τη δημοκρατία. Και κυρίως νομίζω σε ό,τι αφορά και αυτό που χαρακτηρίζει και τους δύο συνομιλητές μου, να το πω έτσι, τους ανθρώπους που μαζί τους βρίσκομαι στις δύο τραβές σήμερα, είναι η αγάπη τους για το διάλογο για τη δημοκρατία. Δηλαδή είναι δύο άνθρωποι που συζητάνε με όρους νηφαλότητας, ψυχρεμίας, ταυτόχρονα είναι άνθρωποι με πάθος, δηλαδή καταθέτουν την απόψη τους, δεν την κρύβονται, δεν είναι από τους ανθρώπους, ας πούμε, που είναι αντικειμενικοί με την έννοια μιας προσεκτικής στάσης απέντης στα πράγματα, κάθε άλλο, και ο Νικόλας Θεβαστάκης, ο οποίος είναι και πολύ ενεργός στο δημόσιο χώρο, αλλά και ο Άρης Στυλιανούτ και οι δύο είναι τέτοια άνθρωποι και γι' αυτό και πιστεύω ότι η συζήτηση σήμερα μαζί τους θα είναι πολύ ενδιαφέρουσα, πολύ υγόνιμη και θα κερδίσουμε όλοι από αυτήν, πρώτα απ' όλα εγώ. Κατευθείαν, για να μην μακρηγορώ με τις ιστορίες μου, να δώσω τον λόγο στον Νίκο Θεβαστάκη, από όπου θα εξεκινήσει η κουβέτα, θα μας παρουσιάσει τη συζήτηση του 20 λεπτά και μετά το λόγο θα έχει, ίσως και λογοδοχτά μας. Καλησπέρα, ευχαριστώ πάρα πολύ για την πρόσκληση, το είχα, και για τα πολύ καλά λόγια του φίλου και συνάδελφου του Νίκου, του Μαρατζίδη, και εγώ ως Νίκο, υπάρχουν υπογραφές ως Νίκος σε κάποια κείμενα του περιοδικού Λευκιά θα ανοίξει, υπόψη του 1989-1990. Τα πρώτα κείμενα, μετά είναι τον Νικόλα, ας πούμε, και ο νησιώτικος, και ήταν και του παππού μου το όνομα. Ευχαριστώ, λοιπόν, για την πρόσκληση. Ακριβώς, ακριβώς. Λοιπόν, ο τίτλος της σημερινής εκδήλωσης και βέβαια και η συγκυρία, έτσι, αυτού του καιρού, μπορεί να μας βάλει λίγο σε σκέψεις, μήπως πάμε να πάρουμε την δουλειά των συνταρματολόγων, που είναι ουκολύγη στη χώρα, και μάλιστα θα έλεγα ότι είναι από τους πανεπιστημιακούς, οι οποίοι, ας πούμε, στον χώρο των νομικών και κοινωνικών επιστημών ευρύτερα, η κατεξοχή μηδιακή, η κατεξοχή εκτεθειμένη στους δημόσιους διαλόγους, διότι αυτό το θέμα με τα συνταγματικά πάντα το συμμετάμε μπροστά μας. Μήπως, λοιπόν, πάμε να πάρουμε τη δουλειά των συνταρματολόγων, ο Άρης Στυλιανού, πολιτικός φιλόσχοπος, εγώ πιο πολύ σε αυτό που λένε δημόσια κριτική ανάλυση και ο Νίκος Ρομαρατζίδης με τη δική του πολύπλευρη προσφορά, θα μιλήσω για μένα και προφανώς δεν θα μπορείς να φοράπια αυτής της συζήτησης που καλύπτεται αυτό το καιρό γύρω από την αναθεώριση του συντάγματος. Συζήτηση όπου μετέχουν επιστοίμονες πολιτικοί με συνταγματικές και πολιτιολογικές γλώσσες, αλλά και ένα μέρος, αν θέλετε, των πολιτικών δρόμων. Παρ' όλα αυτά, δεν θα πάω και εκεί όπου συνήθως πάμε εμείς, που ασκούμε την πολιτική θεωρία στο γαστές και δημόσιο διανοούμενοι, σε μια μάλλον γενική και πάντως γενικά και οικουμενικά προσανατολισμένη συζήτηση για την κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, την αντιπροσώπευση, τη μεταδημοκρατία ή άλλες εκδοχές θεωρητικής, φιλοσοφικής περιήγησης στα θέματα της δημοκρατίας. Άλλωστε και ο τίτλος, θα πω κάτι για το τίτλο έτσι που επιλέχτηκε. Υπάρχουν πολλοί και μέσα στο χώρο της πολιτικής θεωρίας, έτσι και ευρύτερα, που θεωρούν πως λείπει η προϋπόθεση για να μιλάμε για τη λειτουργία της δημοκρατίας. Δηλαδή αφήσουν, ουσιαστικά, ειδικά τα τελευταία πρόνια, ότι μπορούμε να μιλάμε για δημοκρατία. Αν η δημοκρατία είναι συλλογική αυτοκυβέρνηση και εθνική λαϊκή κυριαρχία πραγματομένη, τότε, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, αυτό που λέμε την περίοδο του μνημονίου, για κάποιους, και είναι σοβαρή αυτή και αρκετοί, δεν υφίσταται αυτή. Αν από την άλλη κάποιος πιστεύει πως υπάρχουν και άλλες κρίσιμες διαστάσεις στη συζήτηση για τη δημοκρατία, όπως η πολιτική ανταγωνισμή, η ελεύθερη δημόσια αντιπαράθεση και μια πλουραλιστική δημόσια σφαίρα, τότε έχει πολύ μεγάλο νόημα η συζήτηση για τη βελτίωση της δημοκρατίας και του δημοκρατικού πολιτέρματος. Άρα, εδώ μιλάμε για τις προϋποθέσεις αυτής της συζήτησης, που δεν είναι αδιάφορες, αλλά που θα δούμε στη συνέχεια πως μπορούν να πουν. Από το πρωί, δηλαδή, έχουμε ζητήματα. Θα κάνω μια παρατήρηση, μια τοποθέτηση αρχική, που μπορεί λίγο να φανεί παράδοξη. Νομίζω, λοιπόν, πως στην Αλλάδα των τελευταίων χρόνων, αυτή η περίοδος, ας πούμε, της κρίσης και των δημονίων, η κουβέντα για τη δημοκρατία, οι συζητήσεις για τη δημοκρατία, επιστατεύτηκε συχνά για να καλύψει αμηχανίες προγραμματικές και προχειρότητες ως προς την πολιτική εκτίμηση του τι να κάνουμε απέναντι στην έκθεπτη κατάσταση. Από τα αριστερά, η δημοκρατία έγινε ένα εγγυλικό υποκατάστατο, μιας ριζοσπαστικής θεωρίας της δράσης, θα λέγα. Ένας όρος, γύρω από τον οποίο συναθρίστηκαν όλες οι δίκαιες ή όχι, γκρίνιες για τις στενότητες, τις αδυναμίες, τα λάθη του μεταπολητευτικού κοινοβουλευτικού συστήματος. Η δημοκρατία γειτούργησε ως δημοκρατισμός πολλές φορές, ως στέγη για κάθε λογής διεκδικητική ατζέντα, αργή να είχε το χαρακτήρα της ενατίωσης της παλιές αιλίτ. Από τα δεξιά, σχηματικά μιλάω έτσι τώρα, επενδύθηκε η άλλη πτυχή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, η νομιμότητα, οι κανόνες του κράτους δικαίου, η κριτική στο πλειοψηφισμό και στις αμεσοδημοκρατικές υπερβολές. Η συζήτηση επίσης μετατοπίστηκε στην καταδίκη της λαϊκιστικής δημοκρατίας από τη σκοπιά μιας πολιτείας που προσανατολίστηκε στην ιδέα της αριστείας και της αξιοκρατίας. Θολός εξισοτισμός και συχνά ισοπεδοτική καταδίκη των παλαιών ελιείτ, η μια ειδοχή, ρητορική της αριστείας και γενικός αντιλαϊκισμός από την άλλη. Αυτή, νομίζω, ήταν η βασική λόγη γύρω απ' τους οποίους πιάστηκε το πολιτικό σύστημα, το δικό μας, έτσι, οι δημόσιοι διανοούμενοι και κλίματα της κοινής γνώμης στους διαφόρους διαλόγους. Και τώρα τι, το επόμενο διάστημα που ανοίγεται τώρα τι. Παρά το ότι είναι αβαταδόρικο για κάθε δημόσιο διανοούμενο να προβάλει εξικέλεκτους και ηθικά απαιτητικούς στόχους, εγώ έχω καταλήξει στην ιδέα ότι οι μεγαλύτερες και πιο σοβαρές προκλήσεις για το δημοκρατικό μας σύστημα είναι οι λειτουργικές. Δεν είναι τόσο η παραγωγή νέων ρυθμίσεων και νόμων, ούτε η ιδιαρκής δημοκρατική ή δημοκρατικοφανής ιδιωτορία που θρηνεί την έκπτωση της αυθεντικής δημοκρατίας. Ούτε κάποιες σών και καλά διαβουλευτικές καινοτομίες, αλλά το να πάρουμε στα σοβαρά τους θεσμούς που έχουμε και κυρίως το να αναλάβουμε ευθύνες. Ο καθένας μέσα στο πεδίο των δικών του ιδεολογικών και πολιτικών εμπεστισιών και των δικών του ερμηνιών να περιοριστεί η δημαγωγική χρήση της πολιτικής υπόσχεσης και κυρίως να διορθωθεί η παρεξήγηση ότι δημοκρατικό είναι αυτό που εμφανίζεται αρεστό με την πρώτη σε μεγάλα τμήματα της κοινής Ρώμης. Η δική μου γενικότερη, θα έλεγα κάπως πιο δομική προσέσθηση των πραγμάτων, είναι ότι χρειαζόμαστε αυτό που λέμε δοκιμασίες αλήθειας και δύσκολων παραδοχών. Και εδώ αναφέρουμε σ' όλες τις δυνάμεις του λεγόμενου συνταγματικού δημοκρατικού τόξου. Τι εννοούμε αυτό που λέμε δοκιμασίες αλήθειας? Αναφέρω μερικές προκατακτικές παραδοχές. Είναι λάθος, παρ' ό,τι έχει ζήτηση από κάτω, δηλαδή έχει κοινωνική ζήτηση, είναι λάθος να στιγματίζονται ηθικά και πολιτικά όλες οι θεσμικές και κοινωνικές επιτυχίες της μεταπολίτευσης ως διεφθαρμένο σύστημα. Είναι επίσης βλαπτικές και οι απλουστευτικές αφηγήσεις που κατανέμουν τον πολιτικό κόσμο σε αθώους και ενόχους, σε ύποπτους και πεθαρούς. Προφανώς αυτές οι αφηγήσεις, δεν έχω ξεβδεστήσεις, θα έχουν πάντα τους οπαδούς τους στα social media ή σε θύλακες παραδημοσιογραφίας και σε αισθείες ακραιού λόγου. Κανένας όμως θεσμικός χώρος δεν πρέπει να παίξει σε αυτό το άκρος υπονομευμένο και υπονομευτικό πεδίο. Τέλος, δεν έχει νόημα να επιμένει κανείς την ιδέα ότι η πρόσφατη χρεοκοπία, και αυτό το θεωρώ θεμελιώδες, ότι η πρόσφατη χρεοκοπία είναι προϊόν μιας κλοπής ή μιας λαμωγιάς με όρους δηλαδή που ευνοούν αντιδημοκρατικές και ακροδεξιές φωνές. Νομίζω ότι όποιοι υιοθετούν την άποψη ότι κάποια κλεκτοκρατία έφερε τη χρεοκοπία και τη δημοσιονομική εκτροπία να παράγουν εξηγήσεις και λόγους των αρχών του 20ου αιώνα και με αυτήν την έννοια είναι φορείς ανακρονισμό. Τώρα, σε μια γενικότερη συζήτηση, δεν έχω πιστεί καθόλου προσωπικά από την ιδέα ότι η μοναδική εναλλακτική στα αποξενωτικά χαρακτηριστικά της αντιπροσωπευτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας και ειδικά στις σημερινές, ας πούμε γραφειοκρατικές εκδοχές της, είναι κάποιες αμεσοδημοκρατικές ενέσεις, ειδικά αυτές με λογική δημοκρατία. Εγώ πρέπει να σκεφτούμε λίγο το εγγενικό πεδίο, την εγγενική κοινή γνώμη. Πολλές από τις δικαιωματικές, περιβαλλοντικές, αντιρατσιστικές αξίες δεν έχουν κατανοηθεί ή έχουν παρεξηγηθεί και παρεμεινευτεί μέσα στο λαϊκό σώμα, στο κοινωνικό σώμα, ως επιβουλές στην ταυτότητα και στους τρόπους ζωής της πιοξηβίας. Φανταστείτε, λοιπόν, δημοψηφίσματα για ζητήματα δικαιωμάτων, για θέματα περιβαλλοντικής δικαιοσύνης. Παραδείγματος χάρη, βλέπουμε και τι γίνεται τώρα στη Γαλλία, για κάποιους φόρους στα καύσιμα για την ενεργειακή μετάβαση σε ένα, αυτό που λέμε, την οργάνωση της μετάβασης σε πιο καθαρές μορφές ενέργειας. Ή ακόμα δημοψηφίσματα για λεπτά, συγκρουσιακά και πολύ πλοκαθέματα, όπως η Συμφωνία των Πρεσπών. Πρόσφατα έχουμε την έρευνα της Παλαιικής, έτσι που είδαμε τις τοποθετήσεις πιοψηφικές, κατά αυτής της Συμφωνίας, αλλά και για μια σειρά ζητήματα σε σχέση με την Τουρκία, που δείχνουν ότι πραγματικά, αν μπαίναμε σε μια λογική δημοψηφισμάτων για τέτοια ζητήματα, θα είχαμε σοβαρά προβλήματα. Μάλλον για τέτοιες λογικές θα μπορούσαν να επιτείνουν τα διέξοδα και να γεννήσουν νέες προβληματικές διαιρέσεις και μιλάω κυρίως για ένα πολιτισμικό χάσμα που υπάρχει και στην Ευρώπη αυτή τη στιγμή, ανάμεσα στους προδεχτικούς και στους αντιδραστικούς Έλληνες, σ' ένα φωτισμένο ανοιχτό μυαλό και έναν πιο συντηρητικό και φοβικό λαό. Νομίζω ότι μια τέτοια πολιτισμική διαιρέση πρέπει να αποφευχθεί, πολιτικά πρέπει να αποφευχθεί, ακόμα και αν υπάρχει σε επίπεδο ευαισθησιών, σε επίπεδο τάσεων αξιακών, δεν πρέπει να αναγνωριστεί πολιτικά και να γίνει πολιτική πόλος και πολιτικό επίθηκο. Σε ζητήματα βαθύτερων επιλογών πίστης, φρονήματος ή ευαισθησιών αυτά τα ζητήματα πρέπει να μην εμπλέκονται στην κεντρική πολιτική διένεξη που αφορά για μένα όρους δικαιοσύνης, εφταξίας και κοινωνικής συνοχής. Άρα σε αυτή την προβληματική όπως και στην προβληματική για αυτό το περίφημο έγγυμα δημοκρατίας, δεν είναι τόσο απλή η διαζευκτική του τοποθέτηση, δηλαδή η αντιδιαστολή ανάμεσα σε αυτό που επιδιώκουν οι ελίτ και σε αυτό που λέμε λαϊκή βούληση. Πρώτον, το ξέρουμε πολύ καλά, η λαϊκή βούληση δεν είναι μια ενία και ηθική περιοχή που πρέπει να υπαγορεύει σώνι και καλά το περιεχόμενο των πολιτικών αποφάσεων. Και βέβαια το ίδιο το πεδίο των ελίτ δεν είναι ενιαίο, διασχίζεται από σοβαρές αντιθέσεις και εσωτερικά ρήγματα και σε επιλογές και σε στρατηγικές, πράγμα που δεν επιτρέπει να χαράξει κανείς όπως επηγείρει αυτό που λέμε ο αριστερός λαϊκισμός ως πλατφόρμα πολιτικής θεωρίας στην Ευρώπη και όχι ως όρος του Συρμού. Δεν επιτρέπει να χαράξει κανείς ένα σύνορο μεταξύ του λαού και των ελίτ, έτσι. Γιατί ποιον ακριβώς λαό εννοούμε εδώ, ποια μερίδα η κμήμα των ελίτ. Εδώ τουλάχιστον η παλιά σκοπή σταξική ανάλυση έπαιρνε υπόψη το πολύ σύνθετο χαρακτήρα των μορφών πολιτικής κυριαρχίας και πολιτιστικής ηγεμονίας στα δυτικά συστήματα εξουσίας. Αν κάτι μας δίδαξε η κρίση, έτσι νομίζω, είναι ότι η πολυπλοκότητα δεν υπακούει στις διαταγές της μιας ή άλλης πολιτικής βούλησης. Ούτε στις διαταγές της μιας ή άλλης ηθικής βούλησης. Μάλλον λόγια, αρκετά βήματα μπορεί να γίνουν, αν αποκτήσουμε συνείδηση του εξής, ότι λειτουργεί των νόμων, υτήρηση βασικών κανόνων, η επέδοση μιας κριτικής συνείδησης πολιτοφροσύνης, την όρος της συβηλυτέ, τον είχε μεταβράσει έτσι ο άγγελος ο ελεφάδης, και ο έλεγχος της τάσης για σωτηριολογική αλαζωνία, που υπάρχει αυτή η τάση σε πολιτικούς. Αυτά αρκούν για να πάει καλύτερα, αν θέλουμε, το δημοκρατικό σύστημα. Δεν εννοώ εδώ, προσοχή, κάτι ανέφυκτο και που για μένα είναι και ανεπιθύμητο. Την εξάλιξη των πολλώσεων και έναν τύπο άνευρης και υπερσυνηνετικής δημόσιας κουλτούρας. Ενώ περισσότερο τον προσανατολισμό σε παραγωγικές μορφές αντιπαλότητας γύρω από πραγματικές διαφορές. Είναι κομμάτι παράδοξο και νομίζω και κακό γουστό κάποιος που καλεί σε επενδύσεις και ανοίγματα οικονομικά να διακινεί μια ψεύτικη αντιμειοφιλελεύθερη ρητορική σε κάθε αφορμή. Είναι επίσης προβληματικό, επίσης κακό γουστό, να λέει κάποιος ότι είναι κεντρός, φιλελεύθερος, φιλοευρωπαίος και να επενδύει στο συνεστηματισμό του πολίτη για τα εθνικά θέματα για να χτίσει αντιπολητευτικά μέτωπα. Τέτοια παραδείγματα που τα συναντάμε στην πολιτική μας αγορά δείχνουν ότι η δημοκρατία μας απειλείται περισσότερα από εσωτερική απαξία, από τις ασυνέπιες που κατοικοεδρέουν στους οπωρτουνισμούς του κομματικού παιχνιδιού. Προσέξτε, προφανώς οι οπωρτουνισμοί δεν πρόκειται να εξαλληθούν ρυζικά γιατί καλύπτουν σύνθετες ανάγκες των επικοινωνιακών μηχανισμών που περιστοιχίζουν και συμπροσδιορίζουν τη σύγχρονη πολιτική. Είναι ως ένα μπαθμό μέρος των νόμιμων φιλοδοξιών και των εύλογων παθών στις ανταγωνιστικές δημοκρατίες. Μπορεί όμως να περιοριστούν, ίσως και πρέπει, να μη λύνουν αυτή τη ραμμή, να μη καθοδηγούν τα βασικά επιχειρήματα της πολιτικής ζωής. Είναι άλλο να υπάρχει ένα παιχνίδι εύλογων οπορτονισμών και εργαλιακών χρήσεων του φόβου που υπάρχει πάντα και από τα δεξιά και από τα αριστερά. Και άλλο αυτό να γίνεται κεντρικό παιχνίδι και να καθορεί στον πολιτικό χρόνο και το δημοσιογραφείο. Τώρα θα ήθελα εμείς, αυτό που λέγαμε και λίγο και πριν αρχίσουμε, αγαπητε Νίκο, να πούμε για το γενικότερο πρόβλημα, το ευρωπαϊκό, να ανοίξω λίγο τον ορίζοτα και να μιλήσουμε για αυτές τις νέες μορφές ταυτωτικής πολιτικής, ταυτωτικής ακροδεξιάς στην Ευρώπη και σ' άλλα μέρη του κόσμου. Εδώ τίθεται ένα μεγάλος προβληματισμός. Υπάρχει μια συζήτηση με διαφορετικές γνώμεις πώς αντιμετωπίζεται αυτό. Από ποια πολιτική κουλτούρα, όχι μόνο από ποιας δημόσιας πολιτικές, αλλά από ποια σήγηψη του προβλήματος μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτή η άνοδος του ταυτωτικού ζητήματος, που είναι κάτι πολύ ευρύτερο από αυτό που λέμε το αντιμεταναστευτικό. Θεωρώ ότι η εναλλακτική στον εθνικό λαϊκισμό αυτό, σε αυτόν τον τύπο εθνικό λαϊκισμό, είναι μια ρεπουβλικανική πολιτιοκρατική επάθεση της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ούτε στροφή σε κάποιον παλαιοαριστερό λαϊκισμό, ούτε μία μοντερνίστηκη τάχα επένδυση πολλών αριστερών και στους αδημοκρατικών ελλείπτ, στον ακτιβισμό των μειονοτήτων, σε αυτό που λέμε identity politics, με το παραμερισμό των αγωνιών του πιο παραδοσιακού λαϊκού ακροατήριου. Και η μία, αν θέλετε, στρατηγική που είναι ένας νεορίζος παστισμός, τη Βουμερανσόν, και η άλλη, που είναι η φυγή προς τον μειονοτικό ακτιβισμό και στο identity politics, νομίζω ότι θα παθύνουν το ακροατήριο, θα μεγαλώσουν το ακροατήριο των νέων ταυτωτικών λαϊκισμών της δεξιάς. Αυτά βέβαια είναι ακόμα ψηλά γράμματα, ή δεν έχουν έλθει στη δημόσια σφαίρα τη δική μας, αλλά πολύ φοβάμαι ότι οι συμβασμοί, ας πούμε στο πεδίο της τρέχωσης οικονομικής πολιτικής, θα γεννήσουν τον πειρασμό, επειδή δεν έχουν αφομιωθεί από μια πολιτική κουλτούρα, θα γεννήσουν τον πειρασμό για έναν πολιτισμικό ρίζος παστισμό στα δικαιωματικά ζητήματα, που θα γίνεται όμως με πρόχειρο τρόπο, ασυνδρότητο τρόπο, χειρονομιακό να το έλεγα, και που δεν θα καταλήγει σε σοβαρές μεταρρυθμιστικές απόπειρες. Και θα αποξενώει και τα λαϊκά στρώματα ή και ένα κομμάτι των μεσαίων στρωμάτων. Κυρίως αυτός ο πολιτισμικός ρίζος παστισμός σε ζητήματα δικαιωμάτων νέας γενιάς, θα έχει ως συνέπεια, αν δεν είναι συγκροτημένος και αν δεν πατάει σε έναν οναστοκασμό και σε μια μεθοδολογία, να κάψει πολλές χρήσιμες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες που θέλουν μέθοδο διανοητική και πολιτική επεξεργασία και θεσμική οριμότητα. Όπως, ας πούμε, η τελευταία ησχέση με την εκκλησία και όλο το πλέγμα. Τώρα, τελειώνουμε, υπάρχει μια γραμμή σκέψης βέβαια, θέλω να με σταθείς εδώ, που βλέπει τη Δημοκρατία ως απίεπέκταση γραμμική και ποσοτική δικαιωμάτων και ως ένα διεκδικητικό ακτιβισμό του υποκειμενικού δικαίου, ας πούμε, ομάδων, κυρίως πιο αδύναμων ή λιγότερο διαπραγματευτικά ισχυρών. Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή που αμφισβητεί κάθε μη θεσμική πολιτική ως δημαγωγική και επικίνδυνη, δηλαδή μια, θα έλεγα, αρκετά ελειτήστηκε προσέγγιση. Νομίζω πως η ανασυγκρότηση της εγγυμνικής πολιτικής κοινότητας, μετά την αγαλάκτηση και μετά την προσαρμογή, πρέπει να λάβει την προτεραιότητα της θεσμικής πολιτικής, αλλά με ανανέωση της γλώσσας, των μεθόδων και των στρατηγικών της ιστοχεύσεων. Εδώ δεν εντάσω μόνο κόμματα και τους φορείς του στενού κράτους, δεν θέμα μόνο κομμάτων ή φορέων του στενού κράτους, θα έλεγα ότι έχουμε ανάγκη και από νέες, δεν το συζητάμε όσο πρέπει, από νέες συνδικαλιστικές και θεσμικές επροσωπίσεις, που διαμεσαλαμβούν ανάμεσα στο κράτος και στην κοινωνία των ιδιωτών, χρησιμοποιώντας το παλιό όρο του 19ου αιώνα. Αυτή η ανανέωση γλώσσας, μεθόδων και στρατηγικής στόχησης, δεν περνά πια από γενικούς διακηρυκτικούς τόπους, λόγου χάρη από κάποιον αντινεοφιλελεύθερο λόγο ή από κάποιον γενικά μεταρρυθμιστικό λόγο. Αν δεν αφήσουμε πίσω κάποια πράγματα και απαριθμό εδώ, τη βία στην πολιτική, την αυταπάτω, ότι οι λύσεις είναι αυτές που μας υπαγορεύουν το λεγόμενο αισθηματικέου, την ανακύκλωση του εθνικισμού και της κολλακίας στους φόβους των ανθρώπων, αν δεν αφήσουμε αυτά και πίσω μας, η δημοκρατία μας θα έχει κάνει μόνο λύγες ατλήματα μπροστά και θα κινδυνεύει με διαρκή μπλοκαρίσματα. Ο Μάικ Εγκνάτιεφ έχει πει πριν κάποια χρόνια ότι οι πολιτικοί πρέπει να σέβονται τη διαφορά μεταξύ ενός εχθρού και ενός αντίπαλου. Δεν το έχει πει ο Εγκνάτιεφ μόνο, είναι πιο παλαιό. Ο εντίπαλος είναι αυτός τον οποίον πρέπει να νικήσεις, ο εχθρός είναι αυτός που πρέπει να καταστρέψεις. Ακόμα αυτό, όσο για να είναι παράδοξο, δεν το έχουμε κατακτήσει ως δεδομένο για να πάμε από εκεί πέρα στα άδα τα οποία προσπάσαν να θέσω με πυκνό τρόπο. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. |