ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΤΣΑΒΟΥ «Εμπόδιον λησμονιάς, η Κουλούρα στο χώρο και το χρόνο» /

: Να σας ευχαριστούσε ο τεχνοδρομός του Δημήτρη Κατσαβού που είστε εδώ, για την παρουσίαση του βιβλίου. Θα σας ευχαριστούμε πολύ κύριε Δήμαρχο και οι δημοτικούς συμβούλους και φαντάζομαι ότι είναι από το χωριό οι περισσότεροι από την Κουλούρα. Και όχι μόνο. Στη ζωή είναι καλό να μην συναντάμε εμπόδι...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Είδος:Πολιτιστικές εκδηλώσεις
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Βέροιας 2013
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=MYcPAczV1cw&list=PLF_TSWFK8X_O_0A8Hmh_04RACYy9nvU7S
Απομαγνητοφώνηση
: Να σας ευχαριστούσε ο τεχνοδρομός του Δημήτρη Κατσαβού που είστε εδώ, για την παρουσίαση του βιβλίου. Θα σας ευχαριστούμε πολύ κύριε Δήμαρχο και οι δημοτικούς συμβούλους και φαντάζομαι ότι είναι από το χωριό οι περισσότεροι από την Κουλούρα. Και όχι μόνο. Στη ζωή είναι καλό να μην συναντάμε εμπόδια, αλλά όταν τα συναντάμε πρέπει να τα περπηδούμε. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις επωδίων που είναι μάλλον απαραίτητα. Ένα από αυτά είναι και το εμπόδιο που πρέπει να βάζουμε στη λυσμονιά, όπως έστωχα επιστημένη με το ίδιο το βιβλίο του Δημήτρη Κατσαβού. Λαός που δεν έχει μνήμη λένε δεν έχει μέλλον. Ο Δημήτρη Κατσαβούς μιμούμενος χάπος, τον παππού του και τον πατέρα του, που τρυπούσαν πηγή της Κουλούρας για να βρουν νερό να ποτίσουν τα διψασμένα φωράφια της Περοχής, έκανε μια αγιώταση στην ιστορία του χωριού, μπορούσα να την πω έτσι, ψάχοντας να φέρει στην επιφάνεια μνήμες και ιστορίες των μικρών ηρώων του χωριού, τον απλόν ανθρώπο που έγραψαν την ιστορία αυτού του τόπου. Συνέβω ότι τα κατάφερε και θα διαπιστώσετε ξεφυλίδοντας αυτό το βιβλίο, για το οποίο είμαστε πολύ μεράκι, συγκεντρώθηκαν πολλά στοιχεία και συγκεντρώσαν και οι μαθητές της Κουλούρας, το Δημιουργικό Σχολείο της Κουλούρας. Εγώ να πω γιατί για το βιβλίο θα μιλήσουν και ο κ. Μιαλίκης, να ευχαριστούμε τον συνάδελφος, ο Γιώργος, και ο κ. Γιάννης Μοσχόπουλος, ο ιστορικός και δικηγόρος. Να πω για τον Δημήτρη που τον γνώρισα πριν από 15 περίπου χρόνια και αμέσως κατάλαβα ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο ο οποίος είχε ανησυχίας και μια διάθεση προσφοράς. Παρ' όλο που έμενε σ' ένα χωριό έξω από τη Βέρεια, κύριες τους οι περισσότεροι θα περίμεναν πως έχουν να κάνουν έναν τυπικό δάσκαλο που μαθαίνει πράγματα και γράμματα στα παιδιά τους. Ο Δημήτρης δεν είναι ακριβώς αυτό. Σου δίνει να καταλάβεις από την πρώτη ματιά, από την πρώτη γνωριμία ότι θέλει να ξεφύγει από τα σύντατα της περιοχής του. Μη θεωρείται δεδομένος στο σχολείο ότι αυτά που κάνει τα κάνουν πάρα πολύ. Δυστυχώς τα κάνουν λίγοι. Πάντα έθελε να δημιουργείς και γι' αυτό εζητούσε ιδέες και κυρίως με τη σύζυγό του έχουν καταφέρει να κάνουν και θέσεις και αγιογραφίες και γοργόνιες και πολλά άλλα πράγματα. Είναι σπουδαία δουλειά. Ήρθε πάντα να ξεχωρίσει και φυσικά να μην περιμένουμε ότι με τη συγγραφή αυτού του βιβλίου θα τελειώσει εδώ. Νομίζω ότι τώρα αρχίζουν τα δύσκολα. Περισσότερο όμως για το βιβλίο να σας πούν οι καλοί φίλοι που είναι δίπλα μου και να ξεκινήσουμε με τον Γιώργο Πημελίκη. Το ξέρετε όλοι. Είναι και συντοπίτης σας. Πάτε σε ευχαριστώ. Καλησπέρα σας, Πανασιολογιώτατοι, αλλαπτοί φίλοι δημαρχευερίας χαρούλα, αλλαπτοί φίλοι. Το θεωρώ χάρη Θεού και ευλογία Θεού όταν μετά από 43 χρόνια για δεύτερη φορά μέσα στην ίδια εβδομάδα καλούμε να παρουσιάσω βιβλία δύο αγαπημένων φίλων. Το 1970, πρωτοετής φοιτητής, είχα κυκλοφορήσει ένα μιγκλιαράκι μικρό για την ιστορία του χωριού της Μελίκης. Το 1970. Στην Αθήνα ψάχνοντας να βρω πολύγραφο για να το βγάλω σε 300-400 αντίτυπα πόσο είχε βγει τότε. Μετά από 43 χρόνια ακολούθησαν πολύ σημαντικά βιβλία για τον τόπο μας, για τον Ρουμπλούκι. Προχθές παρουσιάσαμε το Σάββατο βράδυ στο Μουσείο μας το μικρό και φιλόξενο όμως στη Μελίκη το βιβλίο του Γιάννη, του Γιάννη Μοσχόπουλ που το ξέρετε, που εξελίσσεται πια με τα βιβλία του και περιμένουμε με αγωνία και τον επόμενο τόμο που θα βγει για τον τόπο μας, σε έναν σοβαρό εμβριθή και ενδελαιχεί ιστορικό, όπου προσυγκίνησε όλες τις πτυχίες και φάσεις της διαχρονικής πορείας της περιοχής μας. Και απόψε βέβαια ήρθα με ιδιαίτερη συγκίνηση και χαρά να παρουσιάσω το βιβλίο του φίλου μας, του Εμήτη του Κατσαβού, γιατί μέσα από το βιβλίο αυτό βγαίνουν πράγματα που και κυρίως βγαίνει ο άνθρωπος, ο οποίος για μένα ήταν μια αποκάλυψη. Μια αποκάλυψη στην κυριολεξία αποκάλυψη. Με τον Δημήτρη γνωριστήκαμε κατά ένα μεταφυσικό τρόπο θα έλεγα. Πριν ένα χρόνο περίπου, χρόνος Δημητρή και παραπάνω. Βρίσκομαι στην Πρέβεζας, στην Αχαιουσία, στο Νεκρομαντίο με το συνεργείο μου για τις ανάγκες της εκπομπής. Καταφέρνω να βρω μια γριούλα, 85 χρονών μεγάλη γυναίκα, την Μπάμπο την Μάρκενα, μια πονεμένη γυναίκα από το χωριά Ειδονιά, να την πάω στο Νεκρομαντίο και μετά από ευτυχώς κάποιες κατανοήσεις των πάντα δύστροπων αρχαιολόγων να την κατεβάσω κάτω στην πύλη του Άδη, την υποτιθέμενη και μυθική αυτή ομοιρική πύλη του Άδη. Στον λεγόμενο ανηχοϊκό θάλαμο, ένα θάλαμο που όταν πας και πεις «Ααα» ή χτυπείς στα χέρια σου δεν ακούς τον αντίλαλο. Γιατί στον κάτω κόσμο δεν υπάρχει τίποτα ίδια από όλη τη σηκή. Εκεί λοιπόν κάτω, με πολύ δυσκολία, υπήρχαν κάτι ανόητοι Γερμανοί οι οποίοι προσπαθούσαν να καπνίσουν και υπήρχε και μια συμπαθέστατη οικογένεια. Ένα ζευγάρι με δύο παιδιά που προσπαθούσαν να δουν τι γίνεται εκεί και ξαφνικά, ενώ είχα πει να βγουν όλοι έξω γιατί μη γίνει κάποιος τόρυφος, δεν είχαμε την δυνατότητα, ο Δημήτρης με καταλαβαίνει περισσότερο ίσως λόγω δουλειάς και συναδερφικότητας, να επαναλάβουμε το πείραμα, δηλαδή να μας πει τα μυρολόγια αυτά στον κάτω κόσμο, υπονεμένη αυτή η γρία. Με πτυσιάζει λοιπόν ο Δημήτρης εκεί, τον οποίο δεν γνώριζε και μου λέει εσάς, ξέρω, είμαστε και πατριώτες κλπ, αλλά είδα μια έτσι στα πρόσωπά τους μια ανάγκη να μείνουν και να ζήσουν και αυτήν την πραγματικά παγκόσμια αποκλειστικότητα. Για πρώτη φορά είχε κατέβει κάτω στο συνερχείο, ακριβώς προστά στην υποκειφαίμνη ομερική πύλη του Άδη, για να καταγράψουμε λοιπόν το μυρολόγι αυτό. Μείνανε κάτω. Αρχίσαμε μία επαφή με τον Δημήτρη. Δηλαδή το θεατές σου είσαι. Οι πρώτοι, οι πρώτοι που ζήσαμε μαζί αυτήν την συγκλονιστική εμπειρία. Από τότε λοιπόν στις δραστηριότητες του μικρού μας Μουσείου Σμελή και ο Δημήτρης και η οικογένειά του είναι παρόντες. Και μετά από λίγο καιρό έρχεται με ένα χειρόγραφο, το εμπόδιο της Μονιάς και μου ζητάει να γράψω κάποια πράγματα. Το έκανα με πάρα πολύ μεγάλη χαρά και στη συνέχεια ανακαλύπτω ότι δεν έχω να κάνω με έναν δάσκαλο, δεν έχω να κάνω με έναν λαογράφο, αλλά με έναν άνθρωπο ο οποίος έχει εξαιρετικές ενησυχίες και αυτός και η γυναίκα του. Και αποκαλύπτεται μπροστά μου ένας καλλιτέχνης, ένας οικαστικός καλλιτέχνης που μαζί με τη γυναίκα του κάνουν και θαυμάσια οικαστικά έργα αυτοτέμπερες. Αυτές οι γοργόνες του που συνδέουν την παράδοση του τόπου μας με την αδερφή του Μεγαλέξανδρου, την Γοργόνα, που πάντα με αυτόν τον εναγώνιο και διαχρονικό τρόπο που είναι αν θέλετε και η εναγώνια έτσι άποψη και απαντοχή του κάθε Έλληνα, ή αν ζει ο Μεγαλέξανδρος, ενώ ισμάτιν αγωνίζονται κάποιοι ανόητοι να αποδείξουν ότι δεν είναι ελέφαντας, δηλαδή αν είναι Μακεδόνας ή δεν είναι Μακεδόνας. Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν με τόσο εύγολο το οικαστικό τρόπο και κυρίως με βαθιά πίστη και παράδοση, στην παράδοση, αποκαλύπτουν αυτό το θαύμα που λέγεται ελληνικότητα. Όταν λοιπόν ήρθε πριν κάποιες μέρες, να συνοηθώ με για την παρουσίαση της βραδιάς και μου έφερε το βιβλίο, βρέθηκα πραγματικά μπροστά σε μία άλλη διάσταση του Δημήτρη. Δεν ήταν οι ενότητες και τα λαογραφικά στοιχεία τα πολύ ιδιαίτερα και σημαντικά που υπάρχουν μέσα στο βιβλίο του. Ήταν αυτό το αντίδωρο. Πέρα από την έτσι προτροπή να πάρετε το βιβλίο, θα σας συνιστούσα να το διαβάστε με προσοχή. Πρόκειται για ένα σπαρακτικό, ένα συνταρακτικό κείμενο. Ένα κείμενο που γεφυρώνει τόσο πολύ την παράδοση, την ελληνική παράδοση, την ελληνική οικογένεια και τις ελληνικές αξίες, που έμεινα, θα πω μια ετσιωμηρική λέξη που λέει εναιός, δηλαδή τάχασα. Δεν υπερβάλλω καθόλου. Και ταυτόχρονα βλέπω τον μύτο αυτή την αρχή και της παρουσίας τους στον χώρο εκεί, στην Πρέβεζα, στον ανηχοϊκό θάλαμμο, αυτή την πύλη του κάτω κόσμου. Που στο τέλος λοιπόν αυτού του σπαρακτικού, του συνταρακτικού κειμένου, που απεθύνεται στους γονείς του, στο τέλος λέει καλή αντάμουση. Και διαπιστώνω την μεταφυσική αυτή η σχέση και την αιμονία του και κυρίως την αφοσίωση την ώρα που κάναμε το γύρισμα, την προσήλωσή τους έτσι πάνω ακριβώς στη δουλειά που κάναμε και στην όλη ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί. Έτσι λοιπόν αποκαλύπτεται μια ακόμη διάσταση του Δημήτρη, αυτή η μεταφυσική αντίδειψη που έχει για τα πράγματα και την παράδοση. Τώρα ας έρθουμε στο βιβλίο. Το βιβλίο μάλλον να το πω αλλιώς. Εγώ επειδή ξεκίνησα από ένα χωριό ως τοπικός λαογράφος, δεν είναι απαθημένο πια να εκτιμώ και να αγαπώ τους τοπικούς λαογράφους από το Συναντόνα την Ελλάδα. Αλλά πιστέψτε με ότι στις εργασίες αυτών των ανθρώπων βασίζομαι για να τεκμηριώσω και να παρουσιάσω ότι παρουσιάζω μέσα από τις καταγραφές μου ανα την Ελλάδα. Είναι εργαλεία και εγχειρίδια εξαιρετικά. Είναι αυτοί οι άνθρωποι που με μεθοδικότητα, με υπομονή όπως τα μυρμήκια, καταγράφουν τα πράγματα του τόπου τους, την ιστορία του τόπου τους, τη λαογραφία του τόπου τους, τα τραγούδια, τα είδη, τα έθιμα, τις παραδόσεις και διαφέρουν πάρα πολύ από αυτούς τους μεγαλόσχημους, που όπως τους λέει διεθνής λαογραφιά, armchair anthropologist, δηλαδή λαογράφους της πολυθρόνας. Μου θυμίζει, μου θυμίζει, Μου είναι δύσκολο αυτό το πράγμα. Μου θυμίζει, Δημήτρη, μπαίνω λίγο στην ψυχολογία αυτή τη στιγμή του Δημήτρη και μου θυμίζει εμένα όταν για πρώτη φορά παρουσίασα το πρώτο μου βιβλίο. Την αγωνία του κόσμου βλέποντας όλους τα μάτια για την αποδοχή, για την επιδοκιμασία αν θέλετε αυτής της πρώτης παρουσίας. Και όπως λέω κάπου και στον προλογό μου εδώ, ότι εμφυμόμουν πάντα κι εγώ το πώς ξεκίνησα αλλά και έμμοντας πάντα μεγάλη εκτίμηση στους νόπιους ερευνητές και συγγραφείς, πήρα το βιβλίο του Δημήτρη Κατσαβού και άρχισα να το διαβάζω με πολύ μεγάλο πράγματι ενδιαφέρον. Πέρα από κάποιες μικρές δομικές παρατηρήσεις τις οποίες και αμέσως αφού ζητήσαμε διόρθωθε, το βιβλίο του αποτελεί μια αντεπροφούντις λαογραφική κατάθεση στην οποία ο συγγραφέας του κινηθεί στα ωραία της λαογραφίας και της λογοτεχνίας. Το αποτέλεσμα πολύ καλό. Ιστορία και τοπογραφία, η κοινοτική ορεμάνωση, η αγροτική ζωή και η οικονομία, η λαογραφία και η παράδοση, η καθημερινή ζωή και διασκέδαση των κουρουριωτών και κυρίως εικόνες φωτογραφίες, ωραία και ιστορικά τοκουμέντα. Συγγνά γράφεται και λέγεται ότι εμείς, η τοπική συγγραφή, γράφοντας ένα βιβλίο ότι εκπληρώνουμε το χρέος μας προς το γενέθειο τοκού μας. Πρόκειται για λάθος εκτίμηση, πιστέψτε με. Είναι μια εσωτερική επανάσταση το να καταφέρεις να ξεπεράσεις τους φόβους και τους εμβιασμούς σου, που αποτελούν βασικά στοιχεία της επιχώριας, εσωστρέφειας που έχουμε και είναι κάτι που πολλοί έξω από εμάς, αυτοί δεν μπορούν να το υπολογίσουν και να το εκτιμήσουν. Πιστεύω τα έτοια συναισθήματα θα είχε και ο αγαπητός φιλογέννης Μοσχόπουλος όταν έγραφε το πρώτο του βιβλίο. Αυτή η εσωστρέφεια που πρέπει να γίνει και εξωστρέφεια, αυτά που εμείς νιώθουμε και που θέλουμε να τα δώσουμε και στους άλλους να κοινωνήσουν μαζί μας, να γίνουν δικά τους, γιατί εμείς τα αγαπήσαμε πολύ και θέλουμε και οι έξω από εμάς να τα αγαπήσουν πολύ. Ο Δημήτρης λοιπόν κατσαβός ξεπερνώντας αυτή την εσωστρέφεια που δεν τολμούμε να εκδηλώσουμε και να απαλλαγούμε από αυτήν πολύ, καταθέτει τη ζωντανή προφωτική ιστορία και λαογραφία της Κουλούρας. Η περιεχή του Λουμπλουκιού απόκτησε ένα ακόμη λαογράφο και συγγραφέρα. Το εξαιρετικό βιβλίο του ένα ακόμη εμπόδιο λυσμονιάς. Μακάρι ο τόπος μας να αποκτήσει κι άλλα εμπόδια λυσμονιάς. Είναι πάρα πολύ δύσκολο και ίσως άδικο πολλές φορές παρουσιάζουμε σε ένα βιβλίο να θέλουμε να αναφερθούμε στα επιμέρους στοιχεία αυτού του βιβλίου γιατί νομίζω ότι το αδικούμε. Και ξέρετε θα πω κάτι που δεν είναι τις παρούσεις εδώ αλλά από τα πιο άχαρα πράγματα που έχει να κάνει κανείς. Τουλάχιστον εγώ νιώθω αμύχανα πολλές φορές όταν ακούω δύο πράγματα δύο λόγους δημόσιους να αρθρώνονται. Ο πρώτος είναι ας αρχίσω από την παρούσα βραδιά και περίσταση η παρουσία σε ένας βιβλίου. Πολλές φορές εξαιτίας στο λεπτομεριό που αναφέρομαι καταντά νοιαρό. Γιατί η μέτρο του λόγου όπως λέμε είναι ο κρατής και όχι ο μίγητης και πλέον στην εποχή των οκτικοακουστικών μέσων είναι περισσότερα μια εικόνα να δείχνεις πάνω να λες χίλιες λέξεις. Πάντα υπήρχε φυσικά αυτό. Αυτό λοιπόν το θεωρώ εξαιρετικά βαρετό για τον κοινό κάτω. Όπως είναι πάρα πολύ βαρετό. Συγχωρέστε ενώ που θα το πω και ένας επικίνδυος λόγος. Εκεί πια όλα τα λέμε. Τι ωραία, τι καλά. Τι όλα είναι θαλερά. Τι ωραίος που ήταν και αυτά και τα γοστά και τα σκηδισμένα. Έτσι λοιπόν είναι δύο πράγματα τα οποία προσωτικά με ενοχλούν. Αλλά μπορείς να μας καλούμαστε να τα κάνουμε και να τα πούμε γιατί άνθρωποι είμαστε. Στην περίπτωση του Δημήτρη όμως εγώ δεν θα σταθώ καθόλου στο περιεχόμενο του λιβλίου. Ήθελα να σας πω αυτά που σας είπα για τον άνθρωπο. Για τον συγγραφέα, για τον εκπαιδευτικό, για τον καλλιτέχνη. Για τους ανθρώπους που τον πλαισίωσαν από τα μικρά παιδιά μέχρι τους παράγοντες του χωριού του και της περιοχής του. Για τη δική σας απόψη συμμετοχή. Όμως, στάθηκα πέρα στα πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα που παρουσιάζει στο εμπόδιο λισμονιάς. Σε μια φωτογραφία η οποία μου είπε πολλά πράγματα. Μου θύμισε τη δεκαετία του 60 που παιδάκι τότε έβλεπα τους φωτογράφους να έρχονται στο χωριό μου και να προσπαθούν όλοι να φωτογραφηθούν ή συνοστίζονταν εν πάση περιπτώσει. Ή βρίσκανε τρόπους διαφόρους για να μπορέσουν να αποτυπωθούν σε μια φωτογραφία. Δηλαδή η φωτογραφία είναι εμπόδιο λισμονιάς για τις επόμενες γενειές. Είναι λοιπόν στη σελίδα 253 μια φωτογραφία, στο οποίο στο κείμενο θέλω να το διαβάσω. Η φωτογραφία δείχνει ένα ζευγάρι με βόδια που οργώνουν και από πίσω δείχνει τον αγρότη με το γιο του. Λοιπόν, εδώ λέει η φωτογραφία είναι τραβηγμένη τον Ιούνιο του 1942 πίσω στα δυτικά λιβάδικα ποντά στις γραμμές που εικονίζουν τον παρπασοτήρ Σούλιου Λόπουλος με το γιο του Φώτη να οργώνουν με τα βόδια τους με λτσό αριστερά με ανθρώπινη νόηση όπως μου πληγήθηκε με ιστορίες συγκεκριμένες ο κύριος Φώτης και η ροηδί δεξιά. Πέρα από το εξαιρετικά σημαντικό τοκουμέντο που μας παραδείδει εύλογα δημιουργείται το ερώτημα. Μα πως μπορεί μέσα στην πείνα και τη στέρηση των ημερών της κατοχής ουμπαρπασοτής να έχει αυτή την πολιτεία για να ποζάρει με το γιο του σε φωτογράφω και μάλιστα στο χωράφι οργώνοντας και όμως τα θενόμενα πατούν. Η ιστορία έγιος έξις. Υπήρχε την εποχή εκείνη ένας φωτογράφος από την Βέρεα ονομάτι Αβραμίδης που για να βγάλει το ψωμί του φορτώνονταν την ογκώδη φωτογραφική μηχανή. Εκείνη ξέρατε με το τρυπόδι και με τη μεγάλη κάσσα που είχε και έπαιρνε άκρη άκρη τις γραμμές του τρέμου ανάμεσα από τα πανίψηλα καβάκια και με τα πόδια έφτανε έως στο χωριό μας, δηλαδή την κουλούρα. Μια μέρα λοιπόν του 1942 εξαντλημένος από το βαρύ φορτίο, τον ποδαρόδρομο, την πείνα και την αφόρητη ζέστη του καλοκαιριού του Ιούνιου σταμάτησε και ζήτησε λίγο νερό από τις δυο κουλουριώτες που είδε να οργώνουν το χωράδι σου. Κοντά στο ξύνιο γιοφί της σύντεροδρομικής γραμμής πίσω και πέρα από το σπίτι του Αραφαϊλίδη σήμερα. Αφού μέτρησε την προθυμία με την οποία του έδωσαν το νερό πήρε τον απόθαρό του όπως λέμε και ζήτησε αν υπάρχει και λίγο ψωμία. Ουμπαρμπασοτίσε με το γιο του φόρτι, μη αδειάζοντας να φάνε από το πρωί και μια ώρα και μια που η ώρα ήταν περασμένη, έβγανα το κολλατσό τους, δηλαδή ένα τέταρτο από το κλαστό του καλαμποκί σε το ψωμί που είχαν, έβγανα και μια μπλά να τυριθούχαν από μισά λαπου, που το είχαν τυριγμένο και τον έδωσαν και το έδωσαν όλους τον άνθρωπο να φάει. Μη ξέροντας όμως, μη μπορώντας δηλαδή και μη γνωρίζοντας ποιο τρόπο είναι να τους ευχαριστήσει, τους παρακάλεσε να σταθούν και να τους βγάλει μια φωτογραφία. Έτσι ο Μπαρμπασοτίς και ο γιος του φόρτις εξασφάλισαν με ένα κομμάτι ψωμί και λίγο τυρί την αιωνιότητα της στιγμής. Από τότε όμως δεν έχουμε αναποδείξει. Πώς? Από τότε δεν έχουμε αναποδείξει. Ναι. Λοιπόν, τι είναι αυτή εδώ η φωτογραφία η οποία πραγματικά είναι ένα μέρος αυτής της αντίληψης που έχουμε εμείς ο Αγι καταγράφοντας τα διάφορα ντογμαμέντα. Δεν θέλω να πω τίποτα άλλο για το επιβιβλίο επαναλαμβάνει και πάχει. Λοιπόν, θέλω να κλείσω ακριβώς με το κείμενο που υπάρχει στο τέλος ακριβώς του ωραίου αυτού εμπόδιου της Μονιάς, με ένα κείμενο και πάλι. Τα παιδικά μας χρόνια ήταν γεμάτα καλαμμυνιές. Ο Άη Βαρδάρης ξόδευσε πολύ από τη δυναμή του να φτάνει ξέπνος ως τα μέρη μας αιώνες τώρα. Μόνον έτσι όμως μάθαμε να ξεχωρίζουμε τους πιο ανεπέστητους σιριγμούς και να ακριβολογούμε με τα μυστήρια και τους κινδύνους. Θέλουμε δε θέλουμε. Αποτελούμε μέρος μιας αέναης ανταλλαγής, αναχωρητές και ερχόμενοι μαζί. Και πάλι εδώ, Δημήτρη, σου βγαίνουν τα μεταφυσικά στοιχεία. Ανάμεσα σ' αυτό που παραλαμβάνουμε και σ' αυτό που παραδίδουμε. Σ' αυτό που μας συντηρεί και σ' αυτό που δίνουμε για να μας συντηρεί. Το μαύρο που δίνουμε. Για να μας αποδοθεί λευκό το θμησιμαίο αΐζο. Τα παιδικά μας χρόνια ήταν γεμάτα καλαμμυνιές. Απόγονη μιας άλλης θάλασσας που λίγεψε ανάμεσα Βεργίνα και Πέλλα. Δημήτρη, από καρδιάς σε ευχαριστώ πολύ για την κατάθεση αυτήν την πνευματική στον τόπο μας και που μου έδωσε στην ευκαιρία και τη δυνατότητα να αρθρώσω δημόσια τον ταπεινό μου λόγο απέναντι στην πολύ σημαντική αυτή προσπάθεια την προσωπική σου και της γυναίκας σου και της οικογένειάς σου γιατί ξέρω ότι όλες αυτές τις δουλειές πηγαίνουν με πολύ κόπο, με πολύ φυσία και κυρίως με πολύ προσωπικό μόχο. Σε ευχαριστούμε πολύ. Ευχαριστούμε πολύ για τον Μελήκ και να πούμε στο σημείο ότι το βιβλίο βοστείζει μόλις 10 ευρώ αλλά τα έσοδα φυσικά δεν θα τα πάρει ο Δημήτρης Κατσαβός, θα διατεθούν για το Σύλλογο Ογονιών και Γεδημόνων του Δημοτικού Σχολείου της Κουλούρας. Το λόγο έχει τώρα ο κ. Γιάννης Μοσχόπουλος, ιστορικός συγκεκριμένος. Έδεση μότατε, κυρία Δήμαρχε, αγαπητοί φίλοις και φίλοι. Το βιβλίο του Δημήτρη Κατσαβού με τίτλο «Εμπόδιον λυσμονιάς» κυκλοφόρησε ήδη από τον Απρίλιο του 2013. Είναι διαστάσεο 17x24, στο εξώφυλλο του έχει πέντε ωραιότατες φωτογραφίες, ενώ το πιστόφυλλο κοσμί το εξόχως εμπνευσμένο εικαστικό έργο της συζύγου του Δέσποινας Περιφανούπουλ Κατσαβού, ενάλλειως νύμφη Γουργόνε, η οποία κυρουληκτικά, όπως ήδη έχει προλέξει και ο φίλος ο Γιώργης ο Μηλίκης, εξέπληξε και εμένα ευχάριστα με τη συμπίκνωση μέσα, μέσω της αγιογραφίας της γλυπτικής, ξυλογλυπτικής, της απόδοσης του μύθου της ερωτικής Γουργόνας, που απεικονίζεται ως ρομλουκιώτισσα νύφη που κρατάει τη σάρισα. Πού να το φανταζόταν άραγε εκείνος ο ξενιτεμένος κολουριώτης, όταν έγραφε τις δύο λέξεις «Εμπόδιον λυσμονιάς» στην πίσω πλευρά της φωτογραφίας του, την οποία είχε στείλει στο ξάδρυφό του στο χωριό, ως θα γινόταν ο τίτλος του πρώτου βιβλίου που εκδόθηκε για το χωριό του. Η κολούρα λοιπόν στο χώρο και στο χρόνο είναι το αντικείμενο της έκδοσης αυτής. Είναι ο λόγος για τον οποίο μπήκε στον κόκο ο Δημήτρης και έγραψε αυτό το βιβλίο. Το όνομα του χωριού προέρχεται από τη λέξη της αρχαίας ελληνικής γλώσσας «κολύρα» με δύο λάνδα, η οποία στη δημόδη διάλεκτο, που προφανώς είχε κατά τη Βυζαντινή περίοδο, εξελίχθηκε σε κουλούρα. Τι σημαίνει κουλούρα? Σύμφωνα με τα λεξικά σημαίνει «άτο» σε σχήμα μεγάλο κρύκου. Άλλος, ως σχήμα, αποδίδεται με τον κύκλο, τον δακτήλιο, ενώ το κουλούριασμα σημαίνει τη συστροφή ή της εσπίρους. Στο κεφάλαιο του βιβλίου «Ιστορία και τοπογραφία» ο συγγραφέας αναζητά τις απαρχές του χωριού από την αρχαιότητα, αλλά δεν βρίσκεται κάτι που να ταυτοποιεί αρχαίο οικισμό στην περιοχή της κουλούρας. Ο Θάομος αναφέρει τα αρχαιολογικά ευρήματα της γύρω Όμορρης περιοχής, οπότε αφήνει ανεκτό το ενδεχόμενο να προκύψει κάτι από την αρχαιολογική σκαπάνη στο μέλλον. Το ίδιο γίνεται και για τα Βυζαντινά χρόνια. Δεν υπάρχουν ευρήματα από εκείνη την εποχή. Έτσι, καταλήγει να επισημένει της ενδιαφέρονσης από άποψη ενδείξεων προηγούμενης κατοίκησης, κεραμμύδια κλπ, περιοχές όπως η παλιόχωρα και τα παλιόσπιτα. Ισέρχεται λοιπόν στα χρόνια της Οθωμανοκρατίας, από τα οποία, σύμφωνα με την έρευνα της Ελένης Γκαρά, το χωριό Κουλούρα συναντάται σε Οθωμανικά έγγραφα από το 1519 ή 1550. Επίσης, σύμφωνα με τα ταπούτα χρήρ του 1530, το κτηματολόγιο δηλαδή του Συνοημάντου Μικαλοπρεπούς, το χωριό καταγράφηκε ως Κουλούρα. Όμως, αφού το χωριό του βρίσκουμε να υπάρχει ήδη από τα πρώτα χρόνια της Οθωμανοκρατίας και να συνεχίζει έκτοτε την ύπαρξή του αδιάλειπτα μέχρι σήμερα, νομίζω πως αυτό σημαίνει ότι το χωριό υπήρχε τουλάχιστον στα ύστερα βυζαντινά χρόνια. Έτσι, εάν ξαναγυρίσουμε στο θέμα της ονομασίας του χωριού, νομίζω πως αβίαστα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι το χωριό έλαβε το όνομά του κατά τη βυζαντινή περίοδο, οπότε οι Οθωμανοί έτσι το βρήκαν και έτσι συνέχιζαν να το καταγράφουν στα δικά τους έγγραφα. Γιατί όμως ονομάστηκε Κουλούρα το χωριό αυτό στα βυζαντινά χρόνια? Είναι πιθανόν να ονομάστηκε έτσι από το επίθετο κάποιου βυζαντινού γεωκτήμονα, που λεγόταν παραδείγνου τους χάρη Κουλούρας, δηλαδή είχε στην κατοχή του την περιοχή αυτή ως ζευγηλατίο ή πρόνοια. Αυτό είναι μια αναπόδεικτη πιθανολόγηση που γίνεται σχεδόν για όλα τα χωριά των Ρουμλοκιού, τα οποία αφήρουν το όνομά τους στο όνομα του βυζαντινού άρχοντα που κάποτε τα κατήχε, όπως από το Καβάσιλα για το χωριό Καβάσιλα, από τον Μελήκ για το χωριό Μελίκη, από τον Σκυλίτσι για το χωριό Σκυλίτσι. Η παράδοση συνδέει πολλά ονόματα των χωριών του Ρουμλοκιού με το τριούρισμα, όπως λέγεται, του σκηνώματος του Οσίου Αντωνίου του Νέου πάνω σε άμαξα, στην οποία ήταν ζεμένα άγρια άμαθα στο ζυγό βόδια. Ο συγγραφέας αναφέρει λοιπόν στη Ρουμλοκιώτικη τοπιολαλιά αυτήν την προφορική παράδοση και στη σελίδα 39 του βιβλίου μπορούμε να διαβάσουμε. «Φόρτουσαν τον Άγιο ψηλά στο αμάξ και άφηκαν σαλμανά τα βόδια. Αφού πέρασαν το ποτάμι τα πράματα με τον Άγιο φορτουμένο ψηλά, έφτασαν στο λουτρό. Οι χείροι οτρότες ένιψαν το λίψαν το Αγίου και για τούτο το χωριό του παντοτρός. Από κει τα βόδια κίνησαν για το ραψουμανίκι. Εδώ οι ραψουμανικιώτες, επειδής είχε ξεσκηστεί το φαρδί του μανίκι από το ράσο τάγιο, στόραψαν γιατάφτω και το χωριό του λένε ραψουμανίκι. Από δω, αποσταμένατα τα γραία, έφτασαν οι ξεχασμένοι. Οι ξεχασμενιώτες τάρξαν να φαν βρίζια και άχειρο, ταπότσαν κιόλας, αποαποστώησαν να φύγουν και έκατσαν ήσα μοι βασιλεύοντας οι ίδιους. Γιατάφτω το χωριό του είπαν ξεχασμένοι. Φτάνοντας στην Κλούρα μπερδεύχαν για λίγο στο δρόμο και έφτασαν τρεις κλούρες τριούρπ το χωριό και οι κουλουριώτες τούπαν το χωριό τους κουλούρα. Όμως, εάν δούμε παλιούς χάρτες της περιοχής του χωριού, τουλάχιστον πριν από τον αναδασμό των χωραφιών, που απεικονίζουν, χαρτογραφούν την περιοχή χωρίς ανθρώπινες παρεμβάσεις με έργα στην κύτη του ποταμού, βλέπουμε καθαρά ότι βόρεια της Άντενας και νότια του χωριού Κουλούρα η κύτη του ποταμού Αλιάκμονα σχηματίζει έναν ευμεγέθη δακτήλιο, έναν κρύκο. Κάνει δηλαδή η κύτη ένα σημαντικό κουλούριασμα, οπότε αυτό το τοπογραφικό στοιχείο ίσως να ήταν που χαρακτήριζε την περιοχή του χωριού και ίσως εξ αυτού να το είπαν Κουλούρα, δηλώνοντας ότι είναι το χωριό δίπλα ή κοντά στο σημείο που η κύτη του ποταμού Αλιάκμονα σχηματίζει μια μεγάλη κουλούρα, ένα σχεδόν κύκλο. Ίσως αυτή η κυκλοτερής κύτη που κύκλωνε τελείως το χωριό ή ήταν ακριβώς δίπλα του σε περιόδους πλημμύρας του Αλιάκμονα και να σχημάτιζε τέλειο κύκλο σαν ιδάτινη κουλούρα γύρω από το χωριό. Νομίζω πως όλες οι εκδοχές είναι πιθανόν να κρύβουν κάποιο ποσοστό της αλήθειας για την ονομασία του χωριού. Το βιβλίο εισέρχεται λοιπόν στα χρόνια της Οθωμανοκρατίας και βρίσκει το χωριό να είναι καταγεγραμμένος σε φορολογικούς καταλόγους, σε εκτιματολογικό πίνακα αλλά και σε πολλά έγγραφα του οθωμανικού ιεροδικείου της Βέρειας. Συγκινήθηκα πολύ όταν ερευνούσα τα χρόνια αυτά για το δικό μου βιβλίο, που κυκλοφόρησε δώδεκα και αφορά του Ορμλούκη στα χρόνια αυτά, όταν διάβασα τα έγγραφα που σαν παράθυρο στο παρελθόν μας δίνουν εικόνες από την Κουλούρα εκείνης της εποχής. Έτσι λοιπόν έχουμε ένα έγγραφο της περιόδου 1639-1642 που αναφέρει τον Σεΐχ Μεχμέτ Εφέντη, κάτοικος συνοικίας ΙΒΑ Εφέντη Βέρειας, ο οποίος υποχρέωσε μέσω δικαστικής απόφασης να καταβάλουν 46 γρόσια, οι άπιστοι Πάρες και Ζαφύρης, κάτοικοι του χωριού Κουλούρας λόγω δανείου, κατόπινα αγωγής του δανειστού και κατά των δυστροπούντων να εξοφλούσουν το χρέος τους, οι οποίοι στο δικαστήριο ομολόγησαν ότι χρουστούν 31 γρόσια. Ο δε δανειστής απέδειξε με μάρτυρες, οι οποίοι ήταν μόνο Τούρκοι, ότι του οφείλουν 15 γρόσια επιπλέον και συνολικά 41 γρόσια και διατάχθηκε η διαφυλακή σε όσους είσπραξη του χρέους. Είναι ένα έγγραφο που δείχνει πώς η κάτοικη του χωριού ήταν έρμιο των Τουρκικών Δικαστηριών. Όμως, κυριολεκτικά με συγκλώνησε το ακόλουστο έγγραφο, που είναι μια απόφαση ευρωδικαστού με την οποία διατάχθηκε η παράδοση όλων των χείρων από τον Θεοθώσι, γιο του αποβιώσαντος άπιστον Βάσου, κάτοικο του χωριού Κουλούρα, στον Νικόλαο, θεωτό γιο του αποβιώσαντος, της άπιστης Αγγελίνας, χείρα του Βάσου, διότι ο σύζυγός τους λύνει λοιπόν μια διαφορά με τα γουρούνια που έπρεπε να παραδώσει. Είδα λοιπόν ότι αναφέρονταν μια χείρα Αγγελίνα και αμέσως έκαναν τον συνδυασμό με το επίθετο Αγγελίνας, που επιχωριάζει στην κορυφή, και τότε μέσω ηλεκτρονικού τρόπου, με το Facebook, επικοινωνούσαμε τον Λαγγραφικό Σύλλογο Τουρκικού, και φυσικά με τον τότε Πρόεδρο Αγγελίνα, πότε σαν πρώτη γεύση του έστειλα αυτό το έγγραφο για να δει το όνομά του και το σόι του που υπάρχουν από τον 17ο αιώνα. Ήθελα όμως να κλείσω αυτά τα Οθωμανικά έγγραφα με μία πράξη, η οποία μιλάει για την καταπίεση πορείας, η οποία μιλάει για την καταπίεση που ασκούσαν οι Οθωμανίτο-πάρχες σε βάρον τους στο ραγιάδο του Ρομπλουκιού. Πρόκειται για μια αυτοκρατορική διαταγή, σουλτανικό έγγραφο, όχι τοπική η ερωτικαστική απόφαση. Δηλαδή, οι κάτοικοι του χωριού Κουλούρα, επειδή είχαν προβλήματα, τα οποία θα δείτε μετά, μετέφεραν το έτημα στους παπάδες στην απελπισία τους, ιερείς το μετέφεραν στον Μητροπολίτη, ο Μητροπολίτης επικοινώνησε με τον Πατριάρχη και ο Πατριάρχης με δωροδοκία έβαλε το θέμα στον τυβάνι του σουλτανού, στο αυτοκρατορικό συμβούλιο και εκείνος επειδή διαπίστωσε την κακομεταχύριση που γινόταν στους κατοίκους του χωριού Κουλούρα, έβγαλε σουλτανικό φυρμάνι, το οποίο είναι το εξής. Επειδή παραπονέθηκαν στο ιεροδικείο οι άπιστοι κάτοικοι του χωριού Κουλούρα, οι άπιστοι εννοοί χριστιανοί της περιφέρειας του Καζάβερρίας, Μάρκος, Κόκκινος, Ζαφύρης, Γιάννης Θεόδωρος και έτρως Γιάννης και Φίλιππος και άλλοι, ότι ο από τους κατοίκους του παραπάνου χωριού και παραλυζαδέ Γιαννίτσαρους ονόματι Αχμέτ Ληστής άρπαξε από τα χέρια τους τα χωράφια, λιβάδια και λοιπά κτήματά τους, τα οποία πλήντο ότι εκμεταλλεύεται αφαίρετα παρά το νόμο, άρπαξε από αυτούς την ξηλεία τους την οποία μετέφερε στο τσιφλίκι του, επίσης καταπάτησε και ναι μεταφέρετα δύο τεμάχια αγρούς του και έβηρε ανελέητα τον άπιστο ρίζο ο οποίος ψόφισε, συναιπεία των κτυπημάτων και παρά το γεγονός ότι αυτός κατέλεπη τρεις ανήλικους γιούς του και μία θυγατέρα, άρπαξε σαράντα στρέματα αγρούς του και άρπαξε το σιτάρι, βουβάλια και αγελάδας και ξηλεία πολλών άλλων και διέπραξε ληστείες των οποίων δεν υπάρχει τέλος και όπως μετά τη λήψη του παρόντος μέσω του αρχηγού της χωροφυλακής Μουσταφά να συλληφθεί και να οδηγηθεί στο ιεροδικείο αυτός ο οποίος καταπείεζε τους προγόνους σας στο χωριό. Στη συνέχεια ο συγγραφέας εισέρχεται στα νεότερα χρόνια του μακεδονικού αγώνα, των βαλκανικών πολέμων, της απελευθέρωσης και της ένταξης του χωριού στο ελληνικό κράτος. Τότε που το χωριό Κουλούρα ανήκει στη κοινότητα ξεχασμένης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, από το σημείο αυτό το βιβλίο ξεχειλίζει από τις ιδιαίτερες και μοναδικές πληροφορίες για την ανασυγκρότηση, την ανάπτυξη του χωριού μέχρι τις μέρες μας. Ο συγγραφέας μάζεψε σπουδαίες φωτογραφίες. Κατέγραψε έθιμα παρονόμου, παρονόμου, παρονόμου, παρονόμου, παρονόμου, παρονόμου. Περιέγραψε σπίτια, εκκλησίες, καλλιέργειες, αγροτικές και κτινοτροφικές ασχολίες, όλον τον λαουγραφικό κύκλο της ζωής του χωριού του. Σαν σημερινός αναλυτικός περιεγητής κατέγραψε τα πάντα για το χωριό και για τους ανθρώπους του από το σχετικά πρόσφατο παρελθόν έως και σήμερα. Αυτό ίσως κάποιοι να το θεωρήσουν ως απλή έργαση, αλλά αν σκεφτούμε τι αξία θα έχει αυτή η δουλειά του μετά από πενήντα ή εκατό ή 200 χρόνια, νομίζω ότι είναι συγκινητικό το να βρει κάποιος την περιγραφή του 2012-13 μετά από κάποια χρόνια. Θυμίζω πόσο σημαντικές είναι οι καταγραφές διαφόρων περιηγητών από παλιότερες εποχές, οπότε φανταστείτε τι πλούτος γνώσεων θα υπάρχει στους κατοίκους ή στους ερευνητές του μέλλοντος για το χωριό Κουλούρα. Ο Δημήτρης δεν είναι ένας απλός συγγραφέας. Είναι ο τιμημένος δάσκαλος που δεν αρκείται στο ωράριο της διδασκαλίας και στο να πάρει τον τυπικό μισθό και να φύγει για το καναπέ του σπιτιού του. Ο Δημήτρης μου θομίζει το πιο σημαντικό, το σπιτιού του. Ο Δημήτρης μου θομίζει τον δάσκαλο των παιδικών μου χρόνων που ενδιαφερόταν και να μας μάθουν γράμματα, αλλά και να βοηθήσουν με πρόσθετη εθελοντική δουλειά το χωριό. Ο Δημήτρης είναι το άξιο τέκνο του χωριού που κατάφερε να ενώσει το χωριό σε μια προσπάθεια για να εκδοθεί αυτός ο τόμος. Νομίζω ότι ο συγγραφέας με τη σεμνότητα που τον διακρίνει, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του, μας προτείνει ότι η επιστροφής μας στις διαχρονικές ελληνικές αξίες, όπως η ζωή κοντά στη φύση, η αναζήτηση του μέτρου στις επιθυμίες μας, η ανθρώπινη αλληλεγγύη, η χαρά της προσφοράς, η σύνδεση των καινοτόμων επιλογών μας με την ανάπτυξη του τόπου μας, θα είναι η λύση ώστε να αντιμετωπίσουμε και να ξεκαράσουμε την βαθιά κρίση που περνάει ο τόπος μας, ζώντας με χαρά την απλή καθημερινότητά μας. Οι κάτοικοι του χωριού Κουλούρα πρέπει να είναι οι περήφανοι που έχουν τον Δημήτρη Κατσαγώ χωριανότος. Αλλά και όλοι οι κάτοικοι του Κουλούρα είστε άξιοι συγχαρητηρίων, διότι λάβατε μέρος είτε οικονομικά είτε με θεωροντική προσφορά και εργασία στην έκδοση αυτού του τόμου. Αυτό το βιβλίο νομίζω πως είναι σημείο αναφοράς, σημείο σταθμός για το χωριό Κουλούρα. Γι' αυτό με πολύ χαρά προλόγησα κι εγώ αυτό το βιβλίο και από το προλογικό σημείο μάμου θα σας διαβάσω την τελευταία παράγραφα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι ο πλούτος ενός τόπου είναι κυρίως οι άνθρωποι του. Οι κάτοικοι του Κουλούρα που μόχθησαν από τους αιώνες για τον εντομική τους επιβίωση, αλλά και για την ανάπτυξη του χωριού τους αναζητούν ήδη πνευματικούς στόχους, ένας από τους οποίους είναι και η απότιση φόρου τιμής προς όλους όσους αγωνίστηκαν στον ίδιο τόπο. Αναζητούν τον ύμα που θα τους ενώσει με τα χνάρια που άφησαν οι παλιότεροι με όλα τα σημάδια του παρελθόντος. Το εμπόδιο λυσμονιάς πετυχαίνει αυτό το στόχο, λειτουργεί συνεκτικά στην τοπική κοινωνία και ενώνει όλο το χωριό προς το Ιφαλτήριο για ένα καλύτερο αύριο. Θα σας ευχαριστώ που με ακούσατε. Σε ευχαριστούμε τον κύριο Ρωσθόπουλο. Πριν να δώσω τον λόγο στον Δημήτρη. Μου θύμισε αυτό το βιβλίο, παρόλο που είναι από ένα χωριό ο πατέρας μου έξω της Ζαλονίκη, αλλά είναι εντόπιο χωριό όπως και το Κουλούρα. Ίδια ηθικέφημα, ίδια πανηγέρια, ίδια κολλαλιά. Μου θύμισε και εμένα. Δεν γίνεται κανένα μεγάλο σχολείο, αλλά πήγαμε τα καλοκαίρια στη γηγυά μου. Όλα αυτά που γράφεις τα έχω ζήσει και εγώ. Σε ευχαριστώ. Εγώ θα σηκωθώ γιατί δεν είχα οπτική επαφή με κάποιος από τους εκπληκτές χαλεσμένους. Θα σας καλωσορίσω και πάλι τα νοσιολογιώτατε εκπρόσωπε του Μητροπολίτου μας. Κυρία Δήμαρχε, Δημοτική Σύμβολη, κύριε Προϊστάμενα, εκλεκτοί καλεσμένοι. Ήθελα να μιλήσω πρώτος γιατί ήξερα ότι αν μιλούσα μετά δεν θα είχα να πω τίποτα, θα είπαν όλα. Αλλά θα ακολουθήσω και εγώ τη σειρά μου. Ο χρόνος, ως γλύπτης της μορφής παράφορος, φθείρει, αλλιώνει και σιγά σιγά αφανίζει με το πέρασμά του ιστορίες, ήθη, έθιμα, πρόσωπα ενός τόπου, αλλάζει τη γεωγραφία του και την ανθρωπογεωγραφία του. Έτσι αδυνατίζουν μνήμες και εικόνες στα μάτια και το νου των ανθρώπων. Αδυνατίζουν όλα αυτά τα στοιχεία που καθορίζουν το χώρο και το πλαίσιο στα οποία κανείς γεννιέται, μεγαλώνει, πλάθεται και ζει. Θαμπώνουν, χάνουν τη λάμψη και τη διαφάνειά τους, την καθαρότητά τους. Ιδιότητες που σιγά σιγά ένιωσα να ταυτίζονται μέσα μου με την ανάγκη να εκφραστώ και να αυτοπροσδιοριστώ. Να προσκομίσω με όχημα το λόγο και το συνέστημα όλα αυτά που μου υπαγόρευαν οι προσωπικές μου εμπειρίες και επιβιώματα από τη μια, καθώς και η συλλογική μνήμη από την άλλη, να τα καταθέσω μέσα σε αυτό το έργο όλα, πρόσωπα, καταστάσεις, αντικείμενα, σχέσεις, ήθη, έθιμα, ασχολίες, ως προς τη φυσική τους υπόσταση και ύπραξη, ζωή, θάνατος, αένα η συνέχεια, μνήμες, αναμνήσεις, αλλά και ως τολμό να πω προς τη μεταφυσική τους συμπασιολογία και παρέμβασή τους στη διαμόρφωση του είναι μας. Και είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος που το υψήμανε ο κύριος Μηλίκης και ο κύριος Πορσκόκουλος αυτή ακριβώς την ανάγκη. Άλλωστε σαν άνθρωπος που πορεύεται στα μονοπάτια της Βυζανγκενής τέχνης, έλκομαι από την ιδέα και την πρόκληση του «δει δε το φθαρτών εν δύστασθαι αφθαρσίαν και δοθνητών δε τούτων εν δύστασθαι αθανασίαν». Να λοιπόν η πρώτη αιτία συγγραφής του παρόντος πονήματος. Η πορεία για τη γνωριμία μου με το μέσα μέρος του εαυτού μου, η πορεία για τη γνωριμία μας με το μέσα μέρος του εαυτού μας, η πορεία προς την αυτογνωσία περνούσε μοιραία μέσα από μια τέτοια οδό μνήμης και καταγραφής του τόπου όπου τακθήκαμε να ζούμε και των ανθρώπων που έζησαν και πάλεψαν σε αυτόν πριν από εμάς και για εμάς. Η καταγραφή, η ιστορία βέβαια, γίνεται με τις γραπτές μαρτήριας. Το γνωρίζει πολύ καλά ο κ. Μοσχόκουλος. Όταν όμως υπάρχουν. Μπορεί όμως και πρέπει να γίνεται με οτιδήποτε επιτρέπη σε αυτόν που ασχολείται με την καταγραφή, η επινοητικότητά του και η ευρυματικότητά του να το χρησιμοποιήσει. Με λέξεις, με νοήματα, με τοπία και κεραμμύδια, με χωράφια και αγριόχορτα, με καημούς και βάσανα, με ξυλάλετρα και λεμαριές αλόγων, με χώμα και άμμο, με ζωντανούς και κεκοιμημένους. Με ό,τι συνδέεται με τον άνθρωπο, εξαρτάται από αυτόν, του χρησιμεύει, τον συγκινεί, τον εκφράζει, δηλώνει την παρουσία του, την δραστηριότητά του, τις προτιμήσεις και τις συμπεριφορές του, το πέρασμά του εν τέλεια. Ιστορική μαρτυρία θεωρείται κάθε τύπου δινητικά λειτουργεί ως ιστορική πηγή, που μπορεί να απαντήσει στα ερωτήματα του σύγχρονου ανθρώπου για το παρελθόν του. Πηγές της ιστορίας και προπαντός της τοπικής θεωρούνται ακόμα και οι σιωπές των ανθρώπων, το δάκρυ της γιαγιάς, ο χτύπος της καμπάνας, οι μνήμες. Η προσπάθεια έγινε, το αποτέλεσμα είναι τούτο, το εμπόδιο λυσμολιάς. Αποτέλεσμα πολύχρονης προσπάθειας να συγκεντρωθούν πληροφορίες, να καταγραφούν άνθρωποι, στιγμές, συναισθήματα, ήθη, έθιμα, αντέπια, να ανακληθούν μνήμες και φωτογραφικά ενθυμίματα των κατοίκων, να βυθισθώ στη σοφία και τη γνώση της τοπικής βιβλιογραφίας και των ανθρώπων της, σαν των περιβρισκομένων κυρίου Μελίκη και κυρίου Μοσχόπουλου, και να καταθέσω όλα αυτά ως κυβωτό μνήμες στην επόμενη γενιά, εδώ τα παιδιά μας, την οποία ενέπλεξα στο παραπάνω εγχείρημα στα πλαίσια του πολιτιστικού προγράμματος η οποία είχα την ευθύνη ως εκπαιδευτικός και έτρεξα στο σχολείο με τους μαθητές, με τίτλο «Υποστηρίζοντας και συμμετέχοντας βιωματικά στη συγγραφία ενός βιβλίου τοπικής ιστορίας». Στα πλαίσια αυτού του προγράμματος, οι μαθητές του σχολείου μας ενεπλάκισαν σε αυθεντικές καταστάσεις και βιωματικές συνεργίες, είτε αναζητώντας και καταγράφοντας πληροφορίες, λέξεις, ονόματα, κείμενα χαμένα στην ομίχλη του χρόνου, είτε συμμετέχοντας βιωματικά σε δράσεις, επισκέψεις και επαφές όπως το λαγωγραφικό μουσείο του Γιώργη Τιμελίκη, τον Βλακογιάνιο, όπως την παρουσία και παρουσίαση των παραδοσιακών στολών του Λυκείου Ελληνίδων στο σχολείο μας, η διοργάνωση έκθεσης για την προσφυγιά και τον ελληνισμό του πόντ με τίτλο «Πρόσφυγας Πόνος», επαφή με τη γλώσσα των παππούδων μας με ονόματα, λέξεις που μου κουβαλούσαν τα παιδιά ως πρόσφορο καθημερινά στο σχολείο, με δρώμενο σε τοπική διάλεκτο αναβίωση τραγουδιών και εθήμαν της περιοχής μας, όπως οι Λαζαρίνες και η Κελιδώνα, εμβάθηση σε θέματα ιστορικά που αφορούν την περιοχή μας, απελευθέρωση, βαλκανική πόλεμη, μακεδονικός αγώνας και άλλα. Σίγουρα ο τόπος μας, το χωριό μας, η Κουλούρα, δεν είναι θερμοπύλες, δεν είναι ηθάκη. Να διδάσκεται η ιστορία τους στα σχολεία της χώρας. Για μας όμως τους κουλουριώτες είναι οι δικές μας θερμοπύλες που φυλάμε και είναι οι δικιά μας ηθάκες στην οποία πάντα θα επιστρέφουμε. Να λοιπόν ένας ακόμη λόγο στη συγγραφή σε αυτό το βιβλίο. Η ευθύνη μου και ως εκπαιδευτικού πλέον απέναντι στα νιάτα του τόπου μου και μάλιστα σε καιρούς ύποπτους και σκοτεινούς που υπαγορεύουν μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ορατότητα όπως λέει ο Οδυσσέας Ελίτης. Το εγχείρημα δύσκολο. Ο Γιώργης Μελίκης στον πρόλογο που αφιέρασε στο βιβλίο μου λέει ότι η ανασχόληση και η συγγραφή με θέμα του εγγενέθριο τόπου είναι μια εσωτερική επανάσταση του γράφοντα να ξεπεράσει τους φόβους και λιωδιασμούς του που αποτελούν τα βασικά στοιχεία για τους πολλούς της επιχώρειας της οστρέφτειάς μας. Αυτό συνέβη θα συμπλήρωνα εγώ και με όλους όσους οι συγκωριανούς μου άνοιξαν τα συρτάρια της δουλάπλας και της ψυχής τους και άφησαν εύκολα να ξεκινήσουν και να εκτεθούν σε κοινή θέα προσωπικές εικόνες, επιθυμίες και θύμησες. Πάντως το εγχείρημα πέτυχε ήδη έναν πολύ μεγάλο στόχο που τον σημειώνει προβλέπη θα έλεγα στον πρόλογο του βιβλίου τούτου ο Γιάννης Μοσχόπουλος, συγγραφέας και ιστορικός, ερευνητής της περιοχής μας, που πολύ πρόσφατα εξέδωσε ένα εντυπωσιακό και ολοκληρωμένο βιβλίο με θέματα χρόνια της πρώην και της μέσης Οθωμανοκρατίας στην περιοχή μας, το Ρουμλούκι, που λέει ότι θα λειτουργήσει συνεκτικά στην τοπική κοινωνία και θα ενώσει όλο το χωριό προς το Εφαλτήριο για ένα καλύτερο αύριο. Και αυτό αποδείκτηκε ως προς το πρώτο μέρος του, δηλαδή λειτούργησε συνεκτικά στην τοπική κοινωνία και ένωσε το χωριό και φαίνεται αυτό από την αποδοχή και το αγκάνισμα που είχε και έχει από την πρώτη κιόλας οικογενειακή θα έλεγα παρουσίαση στο χωριό το Σάββατο του Λαζάρου όταν ήταν παρόν όλο το χωριό, αρκεί βέβαια να ολοκληρωθεί η πρόβλεψη και αυτή η ένωση να αποτελέσει το Εφαλτήριο για ένα καλύτερο αύριο. Άλλωστε, δεν πρέπει να αρκεστούμε στο νυν έχων, αλλά να παλεύουμε για το δυνατό γενέστε. Δεν ξέρω τι κατάχαρα ολοκληρώνοντας τις σελίδες αυτού του βιού που θέλω να εκμιστυρευτώ, πως όσο καιρό διήρκτησε το ταξίδι του, έζησα ξανά και ξανά παράλληλα με το σήμερα όλα τα παιδικά μου χρόνια, όλα τα βιώματα, όλες τις διηγήσεις, τις αφηγήσεις των ανθρώπων και σχολιανών μου, που από μικρός ορουφούσα και αποθήκευα τα λόγια τους και τα φύλαγα ανάμεσα στα πιο πολύτιμα συρτάγια της ψυχής μου. Η όλη μου προσπάθεια είναι ένα συλλογικό μνημόσυνο όλων των κατοίκων του χωριού μας για τους δικούς του ανθρώπους ο καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί για τους γονείς και τους παππούδες μας που τόσο υπέφεραν και τόσο κατάφεραν με σκληρή δουλειά για να βάλουν τις βάσεις. Τις βάσεις για μια καλύτερη ζωή των παιδιών τους. Εμπόδιο λυσμονιάς και αντίδορος λοιπόν, ας αποτελέσει η παρούσα εργασία. Πριν τελειώσω και πριν θα ήθελα να ευχαριστήσω αυτούς που οφείλουν να ευχαριστήσουν, όσο μπορώ και σύντομα. Ένα μεγάλο ευχαριστώ πρώτα απ' όλα στον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Ιβέριας Καμπανίας και Νάουσεως κ. Χαντελεήμονα για την εξαιρετική τιμή που μου έκανε να προλογίζει και αυτός στο βιβλίο και να με περιβάλλει με τις ευλογίες του. Ξεχωριστές ευχαριστήσεις θα ήθελα να εκφράσω στους δυο ανθρώπους που είναι δίπλα μου, τον κ. Μελίκη και τον κ. Μοσχόπουλο, γιατί κατ' επανάληψη εκθέτων εαυτών υπέρ εμού, προλογίζοντας και παρουσιάζοντας στο βιβλίο, αλλά κυρίως γιατί στις δικές τους δεξαμηνές γνώσεις βυθίστηκα και άντλησα από αυτούς πληροφορίες και γνώσεις που μας πρόσφεραν και μας προσφέρουν μετά από πολλήν κόπο και προσπάθειες. Θα ήθελα, επίσης, να ευχαριστήσω όλους εκείνους, και είναι πολλοί, και τους αναφέρω έναν έναν στο βιβλίο, που κράτησαν με στοργή, διέσωσαν και με εμπιστεύτηκαν φωτογραφικά ενθυμήματα, βάζοντας έτσι τις δικές τους ψηφίδες στο εμπόδιο λεισμονιάς. Αυτούς που με τις ατέλειωτες συνομιλίες μας έσθεσαν τη γέφρα του χθες με το σήμερα, του παρελθόντος με το παρόν, και των οποίων τα πολύτιμα πετράπια εγώ απλώς τα αρμολόγησα. Όλοι τους σχεδόν πάνω από 80 χρονών. Αυτούς τους ανθρώπους, που χρόνια τώρα παλεύουν να διασώσουν ό,τι πολύτιμο κουβαλάει η ευρύτερη περιοχή μας, εκτός από τους προαναφερόμενους από τον κ. Χιονίδη, τον κ. Δελιόκουλο, τον κ. Δελιόκουλο, τον κ. Πανταζόκουλο, τον κ. Μπέλο, και το καταγράφουν στα βιβλία τους, που για μένα αποτέλεσαν αστήρευτα πηγάδια γνώσεων και πληροφοριών. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω τους δυο προέδρους και τα διοικητικά συμβούλια των συνεπερισμών του χωριού μας, που αγκάλιασαν την προσπάθεια αυτή και να ανέλαβαν την υλοποίησή τους αμέσως. Θα ήθελα να ευχαριστήσω ξεκοριστά τα μικρά μας παιδιά. Το ΑΓΟΝΚΙΣΤΑ συμμετείχαν σε μια σειρά δραστηριοτήτων, επισκέψεων και δράσεων, που στόχο είχαν τη διωματική ανακάλυψη του τόπου τους και των ανθρώπων του. Θέλω να δηλώσω ότι μετά από 22-23 χρόνια υπηρεσίας ως δάσκαλος, πρώτη φορά αισθάνομαι τόσο περήφανος. Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Σύλλογο Γονέων και Κιδαιμόνων, την πρόεδρο του και όλο το συμβούλιο και όλους τους γονείς για τη μόνιμη και σταθερή παροχή βοήθειας. Αυτό δείχνει ότι οι περτερούμες ήταν κουλουριώτες. Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον φίλο και αδερφό Δημήτρη Παταγρηγορίου, τον δημοσιογράφο της S3, για την ιδιαίτερη τιμή που έκανε να έρθει από τη Θεσσαλονίκη και να συντονίσει εδώ και να παρευρεθεί στην εκδήλωσή μας. Θα ήθελα να ευχαριστήσω την υπεύθυνη επικοινωνίας και δημοσιών σχέσεων των Προτύπων Εκπαιδευτηρίων Θεσσαλονίκης για την παρουσία της εδώ σήμερα, αλλά και για την εκπληκτική φιλοξενία των παιδιών του σχολείου μας την προηγούμενη Κυριακή στο Ολύμπιον στη Θεσσαλονίκη και στη συμμετοχή μας στους θεατρικούς αγώνες με τίτλο Ακτής Ονείρων, όπου η θεατρική ομάδα του σχολείου μας θεάγρευσε. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω την οικογένειά μου, την γυναίκα μου και τα παιδιά μου, που ανέπτυκαν την απομόνωσή μου και με εξασφάλισαν για καιρό πολύ την απαραίτητη γαλήνη και ηρεμία για να μπορέσουν να ολοκληρώσω αυτό το έργο που είχαν αλάγμα. Θα μπορούσα να ευχαριστήσω και τους γονείς μου, αλλά δεν το κάνω με όλη τη δήλωση γιατί υπάρχει πρόβλημα, φορτίζομαι και δεν μπορώ να συνεχίσω. Συνέβει στην κουλούρα, πότε δεν το επαναλαμβάνω. Να τονίσω τέλος ότι όλα τα έσοδα από το βιβλίο και από τη διάθεσή του πηγαίνουν στο Σύλλογο Γονέων και Κηδαιμόνων και αυτός διαχειρίζεται με όποιο τρόπο νομίζει σωστό αυτά τα χρήματα για όποια ανάγκη προκύψε στις δύσκολες εποχές που ζούμε και τα χρειαζόμαστε. Σας ευχαριστώ και πάρα πολύ. Καλησπέρα. Καλησπέρα για μας τους ζωντανούς, για τη χαρά της ζωής, για τον έρωτα, για ό,τι χαρακτηρίζει τη ζωή. Και με τάση οπί, πρόσωπα χλωμά, κίτρινα, νεκρά, που λάμπουνε στη νύχτα, τίποτα άλλο, σαν ένα φεγγάρι πράσινο, μεγάλο, Κομμά κίτρινα, νεκρά, που λάμπουνε στη νύχτα, τίποτα άλλο, σαν ένα φεγγάρι πράσινο, μεγάλο, μια φωνή που γρυκέται μες στο σάλο, και που σε λίγο πάβει, τίποτα άλλο, θα ρίσκε κουναμαντήλι, για το στερνό συνιάλο, ένα όνομα που φεύγει, τίποτα άλλο, και μόνο ένα παράπονο μεγάλο, μεγάλο, στα βάθη του μυαλού μου, μη ξεχαστούνε, τίποτα άλλο. Κομμά κίτρινα, νεκρά, που λάμπουνε στη νύχτα, τίποτα άλλο, σύρτης του καλό, χειριτισμάτα να βάθει, κινούν μ' αγαπώ, κινούν μ' αγαπώ. Να μίσει τα μαύρα μάτια μέσα στο γυάλι, μέσα στο γυάλι, κι τα κόκκια να του χύλιν πάνω στο χαρτί, πάνω στο χαρτί. Κινούς που αγαπώ κόρμανα, μένει τους ειδώ, μένει τους ειδώ, μένει τους ειδώ, μένει τους φέρα στην κουλούρα, στον τρανούριο, στον τρανούριο. Τρία μάναν, τρία κου, ουράσια μαλλούναν, τρία κου, ουράσια μαλλούναν, για ένα παλικάρι, για ένα παλικάρι. Κύμα μου ρε κι η μάνα, α τούτου νε λιγεί, κι η μάνα α τούτου νε λιγεί, κι η μάνα α τούτου λέει, κι η μάνα α τούτου λέει. Για παν, μωρέ, για πάρτις, γε μου και τις τρεις. Για παν, μωρέ, για πάρτις, γε μου και τις τρεις. Για πάρτις, γε μου και τις τρεις. Καμιά να μην καριώσει, καμιά να μην καριώσει. Η μιά μάνα, η μιά μάνα, αφέρνει το νειρό. Η μιά μάνα, αφέρνει το νειρό, κι η άλλη να ζει μόνη, κι η άλλη να ζει μόνη. Κι η μιά μάνα, η μιά μάνα, αφέρνει το νειρό, κι η άλλη να ζει μόνη. Κι η μιά μάνα, η μιά μάνα, αφέρνει το νειρό, κι η άλλη να ζει μόνη. Να στρώνει, να ξυστρώνει, να στρώνει, να ξυστρώνει. Να στρώνει, να ξυστρώνει, να ξυστρώνει. Είναι καλύτερο, γιατί φοβάμαι ότι το καλύτερο για την ίδια δεν είναι καλό για μας, γιατί μας φέρνει μάλλον το χρόνο. Όσο συνταξιού, όπως όχι ως δασκάλα, αλλιώς δεν θα την αφήναμε να φύγει. Σας ευχαριστώ πολύ. Παρακαλώ κύριέ μου. Δυστυχώς ξαναπαίρνω τον λόγο, για μία ακόμη φορά αποδεικνύεται αυτό που μας κατατρέχει εμάς τους ανθρώπους των αγρών και των χωραφιών μια ζωή και δεν αλλάζει τίποτα. Πάντα με το άγχος και την αγωνία της αυριανής μέρας.