Διάλεξη 6: Εκκλησιαστικού Δικαίου, Ιερνού Μαθήματος του Εκκλησιαστικού Δικαίου Γεια σας αγαπητές φίλες και φίλοι. Στην έκτη διάλεξη του προπτυχιακού Ιερνού Μαθήματος του Εκκλησιαστικού Δικαίου ξεκινάμε να εκθέτουμε τους λόγους για τους οποίους ασκούμε κριτική στην άποψη ότι η Εκκλησία της Ελλάδος ως διάδοχος στο ΔΕΠ έχει τη νομή διαχείριση και διοίκηση της εκποιητέας περιουσίας των μονών που δεν συμβλήθηκαν. Σύμφωνα με το νόμο 4.684 του 1930, η ακίνητη περιουσία των μονών είχε διακριθεί, όπως ήδη σημειώσαμε, σε διατηρητέα και σε εκποιητέα. Και της μεν διατηρητέας περιουσίας η διαχείριση αφέθηκε στις μονές, της δε εκποιητέας την κυριότητα και νομή εξακολουθούσαν να έχουν οι μονές, όχι όμως πλήροι, αλλά αποψηλωμένοι από την πενπτουσία της, την εξουσία διοικίσεως και διαχειρίσεως. Τη διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας αυτής θα ασκούσε πλέον ο ΔΕΠ με σκοπό τη ρευστοποίησή της και γενικότερα την εποφελέστερη αξιοποίησή της. Η διοίκηση, μέρος σε οποίας είναι και η διαχείριση του πράγματος, περιλαμβάνει κάθε υλική, λόγω χάρη, επισκευή, κατασκευή, κατεδάφηση, ή νομική πράξη, λόγω χάρη, συμβάσιος, εκμισθώσεως, έργου, εντολής, απαραίτη για τη συντήρηση, εκμετάλλευση, χρησιμοποίηση, κάρποση και αύξηση της αξίας του. Επίσης, στην έννοια της διοίκησης και διαχείρισης εντάσσονται και οι διαχειριστικές πράξεις και ενέργειες που αποβλέπουν στην εξασφάλιση ένωμης προστασίας. Έτσι, για τις σχετικές δίκες που αφορούσαν στην εκποιητέα περιουσία των μονών, νοημοποιούνταν στο παρελθόν όχι οι μονές, αλλά ο ΔΕΠ, ως μη δικαιούχος διάδικος, δυνάμι, νομοθετικής, διατάξιος. Το δικαίωμα της νομής ορίζεται συνοπτικά ως η φυσική εξουσία επί του πράγματος, κόρπους, οι οποίοι ασκείται με πρόθεση κυριότητας, άνυμους. Και ναι μεν, το σημαντικότερο μέρος φυσικής εξουσίας, δίκηση και διαχείριση εκποιητέας μοναστηρικής περιουσίας, είχε εκχωρηθεί στον ΔΕΠ, ο οποίος όμως θα το ασκούσε για λογαριασμό των μονών, άρα όχι με πρόθεση κυριότητας. Τέτοια πρόθεση κυριότητας ο ΔΕΠ δεν θα μπορούσε να έχει, αφού ο νόμος που του παραχώρησε την εξουσία διοικίσεως, διατήρησε ρητά την κυριότητα των κτημάτων υπέρ των μονών. Δεν μπορεί επομένως να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός ότι ο ΔΕΠ ήταν νομέας της εκποιητέας μοναστηριακής περιουσίας. Οι παραπάνω εξουσίες διοικίσεως και διαχειρίσεως που αποσπάστηκαν από τις μονές δεν ταυτίζονται με το δικαίωμα της νομής, το οποίο μαζί με την κυριότητα εξακολουθούσαν να έχουν οι μονές, αλλά αποτελούν μέρος του περιεχωμένου αυτής η άσκηση τους θα γινόταν από τον ΔΕΠ, όχι ιδιοδικαίο, αλλά για λογαριασμό των μονών. Γι' αυτό λοιπόν έγινε αποδεκτό από την ομολογία ότι όποιες πράξεις νομής ασκούσε ο ΔΕΠ στα πλαίσια της εξουσίας διοικίσεως και διαχειρίσεως της εκποιητέας μοναστηριακής περιουσίας συνιστούσαν πράξεις νομής της ίδιας της μονής, οι κανές να οδηγήσουν στην κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία υπέρ της μονής. Συνεπώς, η Εκκλησία της Ελλάδος σε όσες περιπτώσεις ασκεί ως διάδοχος του ΔΕΠ, κατά το άρθρο τρία παράγραφος δύο εδάφιων γ' της Συμβάσεως του νόμου 1811 του 1988, εξουσίες διοικίσεως και διαχειρίσεως μοναστηριακών κτημάτων, των μονών φυσικά που συμβλήθηκαν, έχει ακριβώς τις ίδιες εξουσίες όπως αναλήθηκαν ανωτέρω. Γι' αυτό δεν είναι νομικά βάσιμη η άποψη ότι ως διάδοχος το ΔΕΠ απέκτησε και τη νομή των κτημάτων αυτόν, αφού καταπροαμφερόμενο ο ΔΕΠ δεν είχε τη νομή τους ώστε να χωρίσει και ως προς αυτήν διαδοχή. Θα πρέπει επίσης αναφορετικά με τα εκποιητέα κτήματα των μονών που δεν συμβλήθηκαν να επισυμμανθούν τα εξής. Το άρθρο 3 παράγραφος 2 δάφεων Γ της ΑΠΟΕΝΤΕΚΑΠΕΜ του 1988, συμβάσεως που κυρώθηκε με το άρθρο 1 του νόμου 1811 του 1988, εν όψη της προβλεπόμενης καταργήσεως του ΔΕΠ, ορίζει ότι η ανήκουσα κατά κυριότητα, νομή και κατοχή στον καταρακούμονο ΔΕΠ, ακίντη και κιντή υπερουσία, πειραιάχεται αυτοδικαίωση στην κυριότητα νομή και κατοχή της Εκκλησίας Ελλάδος. Ήδη σημειώθηκε, πως είναι σαφές ότι η ρύθμιση αυτή αφορά μόνο στην προσωπική, θα λέγαμε, κινητή και ακίνητη περιουσία του ΔΕΠ, ως νομικού προσώπου, δηλαδή γράφει εξοπλισμό ακίνητά του κλπ. και καθορίζει την περαιτέρω τύχη της εν όψη της καταργήσεως του. Είναι εξίσου σαφές ότι δεν αφορά αδιάκριτα σε όλη την περιουσία των Ιερών Μονών, την οποίαν με βάση τη μέχρι τότε νομοθεσία διοικούσε, εκπροσωπούσε και διαχειριζόταν ο ΔΕΠ, λοχάρις την εκποιητέα περιουσία τους. Αυτή, παρά το χαρακτηρισμό της ως εκποιητέας, εξακολουθούσε μέχρι την εκποίησή της να ανήκει κατά κυριότητα στις Ιερές Μονές. Η άποψη ότι από την ανωτέρω διάταξη, σε συνδυασμό με το αμέσως προηγούμενο τσεράφιο συνάγεται ως γενική αρχή, ότι η Εκκλησία της Ελλάδος είναι ο καθολικός διάδοχος στο ΔΕΠ, η οποία όλων των δικαιοδοσιών που αυτός είχε μέχρι τότε είναι εσφαλμένη. Τέτοια ερμηνευτική εκδοσία και ξε καμία διάταξη του νόμου δεν στηρίζεται. Η Εκκλησία της Ελλάδος έλαβε από τον νομοθέτη τις αναφερόμενες στο νόμο ειδικές και μόνο δικαιοδοσίες. Όποιαδήποτε δε σκέψει ότι η Εκκλησία της Ελλάδος έχει μετά την ισχύ του Άνθρωπε 95 νόμου 2 413 του 1996, με την οποία η Ελλάδα συμμορφώθηκε με το διατακτικό και το αιτιολογικό της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Δικαστριού Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Ιερές Μονές Κατάρ της Ελλάδος, όποιαδήποτε δε σκέψει ότι η Εκκλησία της Ελλάδος έχει εξουσία να ασκεί ως διάδοχος του ΟΔΕΠ της Δικαιοδοσίας, Διαχείρισεως και Διοικήσεως επί των ακινήτων των ομονών που δεν διέθθαν τίτλο έγγραφο και μεταγεγραμμένο και συνεπώς, περιέρχονταν κατά τους όρους του νόμου 1787 στην κυριότητα του δημοσίου και τα οποία το δημόσιο με το Άνθρωπε 95 νόμου 2 413 του 1996 απέδωσε συνδιοκτήτριες μονές, δεν μπορεί να ευσταθήσει. Δεν υπάρχει διάταξη νόμου που να ορίζει κάτι τέτοιο. Είναι αντίθετα ακόμη και στη λογική, διότι όταν ο ιστορικός νομοθέτης του νόμου 1811 του 1988 καθόριζε σε ποιες εξουσίες του κατ' αργούμενο ΔΕΠ θα υποκατασταθεί, η Εκκλησία της Ελλάδος θεωρούσε τα ακινήτα της κατηγορίες αυτής, για όσα δηλαδή μονές δεν διέθθαν τίτλο και λοιπά, ως ανήκοντας στην κυριότητα δείξη και διαχείριση του δημοσίου. Δεν μπορούσε να γνωρίζει τη μελλοντική εξέλιξη των πραγμάτων και φυσικά να νομοθετήσει για πράγματα μελλοντικά. Υπενθυμίζετε επίσης ότι με το άθρο 55 νόμου 2 413 του 96 καταλλαγήθηκε και η διάταξη τώρα στο 2 παράγραφος 3 του νόμου 1811 του 1988, που έδινε τη διήξη και διαχείριση αστικής πυρουσίας των μη συμβλήθησων μονών στην Εκκλησία της Ελλάδος, διότι ισοσιαστικού χαρακτήρα αυτή η διάταξη αφορά την μεμπτουσία του δικαιώματος κυριότητας, δηλαδή τη διήξη και διαχείριση του πράγματος και η αφέμαξη από το δικαίωμα της κυριότητας των εξουσίων διοικίσεως και διαχειρίσεως, είναι σαφώς αντίθετη με το πνεύμα των δύο πρώτων παραγράφων του άρθρου 55. Τυχόν σκέψη, όταν το άρθρο 55 δεν καταλαμβάνει αστική πυρουσία των μη συμβλήθησων ιερών μονών, πρέπει να απορριφθεί, διότι ο νομοθέτης είναι σαφής. Το άρθρο 55 αναφέρεται στην πυρουσία γενικά των μη συμβλήθησων ιερών μονών, που καταλαμβάνεται από τους νόμους 1787 και 1811 του 1988. Τρίτα όμως, η τύχη αστικής πυρουσίας των νομοαυτών ρυθμίζεται από τον νόμο 1811 του 1988 και άρα καταλαμβάνεται από τον νόμο αυτό. Συμπέρασμα, σε καμία λοιπόν περίπτωση η Εκκλησία της Ελλάδος δεν έχει εξουσία διοικίσεως και διαχειρίσεως την Εκκλησία των Ιερών Μονών, οι οποίες δεν συμβλήθηκαν στην από 15 του 1988 σύμβαση με το ελληνικό δημόσιο που κυρώθηκε με τον νόμο 1811 του 1988, είτε πρόκειται για αγροτολιβαδική, αγροτική, λιβαδική και αδραστική πυρουσία, είτε γιαστική, είτε στο παρελθόν είχε κατακτριστεί διατηρητία, είτε εκποίητεια. Διότι επί της πρώτης αγροτικής και λοιπά καμία διάταξη της κείμενης νομοθεσίας δεν της παρέσχεται έτοιες εξουσίες, ενώ η εξουσία διοικίσεως και διαχειρίσεως που της παρέσχει το άρθρο 2 παράγραφος 3 του νόμου 1811 του 1988 επί της δεύτερης αστικής, καταργήθηκε δυνάμι το άρθρο 95 νόμου 2413 του 1996. Η αντιλήψη για τη διοίκηση, για τη διαχείριση της μοναστρικής πυρουσίας από την κεντρική διοίκηση της Εκκλησίας Ελλάδος. Και ενώ, λοιπόν, έτσι ξεκάθαρα έχουν τα πράγματα από απόψεως του ισχύον τους δικαίου, παρά τα αυτά διαμορφώνεται μια τάση και διατυπώνονται απόψεις που θέλουν την Εκκλησία της Ελλάδος σαν ένα νέο ΔΕΠ, συνεχιστή και διάδοχο του παλιού αμαρτωλού σε εισαγωγικά, που από πολλούς στο παρελθόν χαρακτηριστεί και σκοπτικά σαν οργανισμός διασπαθήσεως της εκκλησιαστικής πυρουσίας. Όσοι υποστηρίζουν τάση αυτή, επιχειρούν να εμφανίσουν η Εκκλησία της Ελλάδος ως γενικό και καθολικό διάδοχο διοίκησεως και διαχειρίσεως της μοναστηριακής περιουσίας. Κι δεν μόνο δηλαδή των ιερών μονών, ιδίως εκείνων που αντιστάθηκαν και δεν συμβλήθηκαν στην αντιμοναστηριακή σύμβαση του νόμου 1811 του 1988. Γι' αυτό παρερμηνεύουν το ισχύον σήμερα νομοθετικό καθεστώς, επικαλούμενοι τις προναφερόμενες λανθασμένες νομικά θέσεις. Άλλοτε πάλι αντιλαμβανόμενοι το αδιέξοδο της νομικής θεμελιώσεως των θέσεων αυτών, απειλούν ότι θα ζητήσουν από την Πολιτεία να κάνει νέο νόμο και να παραχωρήσει τη διοίκηση και διαχείριση μοναστηριακής περιουσίας στην κεντρική διοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος, αφαιρώντας τις εξουσίες αυτές για άλλη μια φορά από τις Μονές. Αυτή όμως τη φορά με παρότριση της ίδιας της Εκκλησίας. Και τώρα προχωρούμε στο θέμα κατά το οποίο η διανόμο αφαίρεση της διοίκησης και διαχείρισης από τις Ιερές Μονές είναι αντισταγματική και ασύμβατη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Νέο στοιχό νόμος που θα αφαιρεί από τις μη συμβληθήσεις οι Ιερές Μονές την διαχείριση και διοίκηση της περιουσίας τους και θα την αναθέτει στο νομικό πρόσωπο της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι βέβαιο ότι θα συναντήσει και πάλι τη στεναρή αντίδραση των Ιερών Μονών. Ως προς αυτό διαφωνώ, δεν είναι σίγουρο ότι θα μπορεί να συμβεί. Μια τέτοια ρύθμιση κι αν ακόμη τα εθνικά δικαστήρια παρελπίδα κρίνουν ότι δεν αντίκεται στο άρθρο 17 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, είναι βέβαιο ότι θα ακυρωθεί και πάλι από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων των Ανθρώπων. Δεν είναι βέβαιο, διότι πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το πολίτευμα της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι ιεραρχικό. Συνεπώς, εάν καθ' υπόδειξε της Εκκλησίας της Ελλάδος ένας νόμος αφαιρέστη διοίκηση και διαχείριση από τις ειραισμονές, της περιουσίας τους και της αναθέσης και στην κεντρική διοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος, δηλαδή στην εκείω, δεν είναι βέβαιο ότι θα θεωρηθεί αντίθετη προς το δικαίωμα στην περιουσία των ιερών μονών. Διότι είναι διαφορετική η περίπτωση του κράτους από την περίπτωση της κεντρικής διοίκησης της Εκκλησίας της Ελλάδος. Διότι ισοδυναμή, κατά την άποψη με την οποία δεν συμφωνούμε, διότι ισοδυναμή με έμμεση απαλλοτρίωση χωρίς αποζημίωση και είναι αντίθετη τόσο στο άρθρο 17 του Συντάγματος όσο και στο άρθρο 1 του πρώτου πρόσωτου Πρωτοκόλου Σύμβαση της Ρώμης για την προστασία των δικαιωμάτων των ανθρώπων και των θεμελιεδών ελευθεριών. Με αυτή την άποψη, βεβαίως, διαφώνω ή διαφωνώ για τους λόγους που προανέφερα. Είστε στις διατάξεις αυτές, κατά την ίδια άποψη με την οποία δεν διαφωνώ, γιατί ο διαχωρισμός βάσει διατάξειως νόμου του κυρίως προσωπικού στοιχείου και τη φορέα διαχείρισής του αποτελεί σαφέστατα περιορισμό του ατομικού δικαιώματος συνδιοκτησίας. Κατά την άποψή μου όχι όταν πρόκειται να μεταφερθούν οι εξουσίες διοίκησης και διαχείρισης από ένα εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο σε άλλο υπέρτερο νομικό πρόσωπο του ιδίου θρησκεύοντος εμπροκειμένων της Εκκλησίας Ελλάδος. Ο περιορισμός, κατά την άποψη με την οποία δεν συμφωνώ, συνίσταται στο ότι ο κύριος του ακοινήτου δεν είναι ελεύθερος να αποφασίζει για τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιήσει και θα καρποθεί την περιουσία του. Δεν συγκενγένει όχι σε σχέση με το εσωτερικό της Εκκλησίας Ελλάδος. Σε τελευταία ανάλυση καθίσταται ανέφυκτη η διασκήσεως του δικαιώματος πραγμάτωση του περιεχομένου αυτού, που από δογματικά αψιωστικού δικαίου έγκειται στην απεριόριστη και απογλυστική εξουσία πάνω στο πράγμα. Βεβαίως, κατά το εμπράγματο δικαίωμα, αλλά υπάρχει όμως και το δικαίωμα στην αυτονομία της Εκκλησίας Ελλάδος, οπότε το πράγμα διαφέρει ρυζικά. Επιπλέον, ένας τέτοιος νόμος, κατά την ίδια άποψη με την οποία διαφωνώ, ένας τέτοιος νόμος με τον οποίο θα αφαιρείται από τις Ιερές Μονές η διοίκηση και διαχείριση των αγκινήτων τους, είναι βέβαιο ότι θα κληθεί από το ΕΔΑ, ότι παραβιάζει και το κατοχυρωμένο στο άθρο 6 παράγγ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαίωματος των Ιερών Μονών για προσφυγή στα δικαστήρια, αφού δεν θα είναι σε θέση πλέον να προασπίζουν τα απορέοντα από την κυριότητα δικαιωματά τους, δεν είναι βέβαιο αυτό το οποίο υποστηρίζει η άποψη με την οποία διαφωνώ, όταν μεταφέρεται η εξουσία διοίκησης και εκπροσώπησης από όργανο κατώτερο νοηκού προσώπου σε όργανο ανώτερο νοηκού προσώπου της ίδιας Εκκλησίας Ελλάδος. Είνεται δεκτότητο δικαίωμα προσφυγής στα δικαστήρια. Προϋποθέω ότι κάποιος έχει τη διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας του. Σχετικά, κατά την ίδια άποψη με την οποία διαφωνώ βέβαια, σχετικά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Αυθροπίνων Δικαιωμάτων έχει ήδη νομολογήσει για το αναλόγου περιεχομένο άρθρο του νόμου 1.700 και του 1.187, ότι στερώντας από τις τυριασμονές κάθε περαιτέρω δυνατότητα να προσφεύγουν στα δικαστήρια για τα τυχόν παράπονα που έχουν κατ' ο ελληνικού δημοσίου. Τρίτον, ή της ίδιας Εκκλησίας Ελλάδος, σε σχέση με τα ιδιοκλησιακά δικαιώματά τους ή ακόμη και να παρεμβαίνουν σε αυτές τις δίκες, το άρθρο 1 θυγεί την ουσία του δικαιώματος προσφυγής σε δικαστήριο. Υπάρχει κατά συνέπεια πραγματικά στο άρθρο 6,1, σχετικά με τον πρώτο προφανόμενο λόγο των αιτουσών μονών που δεν είναι συμβαλόμενα μέρη της Συμφωνίας της 11.5.1988. Ως προς αυτό το σημείο, υπάρχει ήδη διατυπωθήσα σε προηγούμενη διαλέξη μου διαφωνία με αυτό το τμήμα της Απόφασης Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Αθροποίδων Δικαιωμάτων, που αφορά τη στέρηση από τις ιερές μονές να προσφεύγουν στα δικαστήρια γιατικών παράπονα κατά της Εκκλησίας της Ελλάδος σε σχέση με τα ιδιοκτησιακά δικαιώματά τους. Για τους λόγους ο οποίους ανέφρα, και ιδίως για το λόγο του δικαιώματος στην αυτονομία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Οπότε δεν ισχύει σε αυτή την περίπτωση ό,τι ισχύει στην περίπτωση απόστέρησης από τις ιερές μονές της δυνατότητας να προσφεύγουν στα δικαστήρια κατά του ελληνικού δημοσίου ή τρίτων. Εσυνεχεί περνάμε σε ένα άλλο θέμα, γιατί δεν πρέπει να αφαιρεθεί η διοίκηση και διαχείριση από τις ιερές μονές. Η αντίθεση των ιερών μονών στην έκδυλα διαφαινόμενη μεταξύ των ανωτάτων στελεχών της Εκκλησίας της Ελλάδος για τη δημιουργία ενός οδέπ με περισσότερες δικαιοδοσίες και εξουσίες που να διαχειρίζεται στα πλαίσια της κεντρικής διοίκησης της Εκκλησίας της Ελλάδος, τα κινητά της, πιθανολογείται βέβαιη. Οι αντιράσεις τους δεν είναι εύλογες και δικαιολογημένες, κατά την άποψη με την οποία διαφωνώ. Εκτός από την αντισταγματικότητα μιας τέτοιας νομικής ρυθμίσεως, ο τρόπος αυτός διοικίσεως και διαχειρίσεως της μοναστρικής περιουσίας είναι αντίθετος και με όσα εκκλησιαστική παράδοση έχει καθαιρώσει, κατά την άποψη με την οποία διαφωνώ. Χρήσιμο λοιπόν είναι να επισημαθούν τα κατωτέρω τα οποία καταδεικνύουν ότι ούτου παλαιός ήταν, ούτε ο νέος οδέπ θα είναι σύμφωνος με το πνεύμα και την παράδοση ορθοδοξής Εκκλησίας μας. Επίσης ότι σήμερα δεν συνδέχουν δικαιολογικοί λόγοι που στο παρελθόν πιθανό να δικαιολογούσαν τη θεσμοθέτηση ενός οδέπ. Μια σύντομη αναδρομή στο ιστορικό εκκλησιαστικό παρελθόν θα μας διδάξει πολλά ως προς το θέμα της διοίκησης και διαχείρισης της μοναστριακής περιουσίας σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας. Από τα πρώτα κιόλας χρόνια του χριστιανισμού, οι επικύλες οικονομικές ανάγκες των χριστιανικών κοινοτήτων αντιμετωπίζονται και οργανώνονται στο πνεύμα, αφενός μεν του ευγενούς θεσμού της κοινοκτιμοσύνης, αφεντέρωδε του θεσμού της περιουσιακής αυτοτέλειας κάθε χριστιανικής κοινότητας. Το ίδιο πνεύμα διατηρήθηκε και αργότερα, όταν άρχισαν να δημιουργούνται τα οργανωμένα μοναστήρια, χριστιανικές κοινότητες και αυτά, με κριτήριο την αφτάρκεια του ιδρυωμένου μοναστηριού. Ο λόγος αυτός αποτελεί άλλωστε τη θεμελιώδη βάση δημιουργίας της μοναστριακής περιουσίας. Έτσι, στο δίκιο της Ζανδινής Αυτοκρατορίας καθιερώθηκε το αναπαλλοτρίωτο της μοναστριακής περιουσίας, αφού επρόκειτο για πράγματα ιερά αφιερωμένα στο Θεό και καθιερώθηκε σχεδόν γενική απαγόρευση εκπίσεως κάθε μοναστριακής περιουσίας. Αυτό το πνεύμα στην αντιμετώψη της μοναστριακής περιουσίας διατηρήθηκε μέχρι την απελευθέρωση της Ελλάδος από τον τουρκικό ζηγό και τη σύσταση του ελληνικού κράτους. Περιουσία δηλαδή είχαν οι επιμέρους χριστιανικές κοινότητες, ενωρίες και μοναστήρια και ήταν αναπαλλοτρίωτοι. Ενώ τα μοναστήρια διοικούσαν και διαχειρίζονταν μόνα τους την περιουσία τους για τη συντήρηση της αδελφότητας και την προαγωγή των μνευματικών τους σκοπών, κάτω από την εποπτεία του οικείου επισκόπου στα πλαίσια του επισκοποκεντρικού χαρακτήρα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αυτό άλλωστε το πνεύμα αποτυπώθηκε στην 4η Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκιδόνας που όρισε ότι «τα άπαξ καθιερωθέντα μοναστήρια, κατά την γνώμη Επισκόπου, μένειν ιστοδυναικές μοναστήρια και τα νίκοντα αυτής πράγματα φυλάτεσθαι. Κι εμικέτι γίνεσθαι τ' αυτά κοσμικά πράγματα, τους δε συγχωρούντας τούτο γίνεσθαι υποκίστε της Εκκανόνων Επιτιμής». Τα ίδια και αυστηρότερα επανέλαβαν η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο στον Τρούλο και οι Εβδομοι στη Νίκια. Στους πρώτους αιώνες, όπως αναφέρετε, φορείς και διαχειριστές της εκκλησιαστικής περιουσίας ήταν οι επίσκοποι. Αργότερα, όταν η εκκλησία και οι οργανωτικές της υποδιαιρέσεις απέκτησαν νομική προσωπικότητα, τη διαχείριση είχε το αρμόδιο όργανο για τη διοίκηση κάθε νομικού προσώπου, επίσκοπος, εφημέριος, ηγούμενος κλπ. Κεντρική διοίκηση όμως η εκκλησίας με κεντρική περιουσία ή κεντρική διαχείριση της μοναστριακής περιουσίας δεν γνώρισε ούτε διδαξε η παραδοσία μας. Διαφορετικό βέβαια ζήτημα είναι ότι τα μοναστήρια πάντοτε συνέβαλαν γενεόδωρα, αλλά εκούσια, στις ανάγκες των κεντρικών οργάνων της εκκλησίας. Στα πρώτα όμως χρόνια της συστάσεως του ελληνικού κράτους αρχίζει για πρώτη φορά να βιάζεται η παράδοση από τη γνωστή βαβαροκρατία και να προβάλλουν για πρώτη φορά ρυθμίσεις και διδασκαλίες περίεργες και ξένες στην παραδεδομένη δασκαλία για την έννοια του περιεχομένου της περιουσίας που ανήκει στα εδρύματα της εκκλησίας και ιδιαιτέρως των ιερών μονών. Από τότε για πρώτη φορά αμφισβητείται το αναπαλλοτρίοτο της εκκλησιαστικής περιουσίας με την ετυλογή ότι αποτελείθει σαυρό κλειροδοτηθέντα από τους προγόνους μας το έθνος για τις ανάγκες της πολιτείας. Έτσι, άρχισε η απαλλοτριωτική διάθεση της πολιτείας να παίρνει σάρκα και ωστά σε βάρος της μοναστηριακής περιουσίας με σειρά μέτρων το 1833 και 1834 που οδήγησαν πρώτον στο νόμο 1072 του 1917 για την αναγκαστική απαλλοτρίωση λόγω προφανούς ανάγκης και δημόσιας ωφέλειας. Δεύτερον, στη διάκριση μεταξύ διατηρητέας και ρευστοποιητέας περιουσίας με το νόμο 4 684 του 1930, όπως τροποποιήθηκε και κωδικοποιήθηκε με το προεδρικό διάταγμα της 14 καθ. 22 ενάτου του 1931, έραβε δε πιο λιστρική μορφή, με την εκβιαστήσα από το κράτος από 1819 του 1952 σύμβαση περί εξαγοράς των κτημάτων της Ορθόδοξης Εκκλησίας και τέλος με τις έσχατες λεηλασίες των λιψάνων της περιουσίας των μοναστηριών με τους νόμους 1700 του 1987 και 1811 του 1988. Στα πλαίσια αυτής ακριβώς της διαστρευλώσεως και κατακρεουργήσεως παραδόσεός μας προέκυψε, αφού προηγήθηκε το αποτυχημένο Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο με το προεδρικό διάταγμα της 23 καθ. 26 εκ του 1930, ο ΔΕΠ και το πνεύμα διαχειρήσεως που αυτός συνεπάγεται. Με άλλα λόγια, ο ΔΕΠ και η φιλοσοφία του δεν είναι τέκνο της παραδόσεως εκκλησίας για τα περιουσιακά των μοναστηριών, είναι έκτρομα ξένων και εξοεκκλησιαστικών αντιλήψεων και γι' αυτό είναι απορριπτέως. Δεν συμφωνώ με αυτή την άποψη, διότι ως γνωστόν ο τρόπος διαχείρισης, διοίκησης και διαχείρισης και αξιοποίησης περιουσίας των μονών δεν αποτελεί βασικό θεσμό διοικίσεως της εκκλησίας της Ελλάδος. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να μεταβάλλεται αυτός ο τρόπος διαχείρισεως και διαχειρίσεως και αξιοποίησεως περιουσίας των μονών ανάλογα με τις αντιλήψεις της κοινωνικές και πολιτικές και θρησκευτικές οι οποίες υπάρχουν σε κάθε εποχή. Δεν αποτελεί δηλαδή παράδοση όπως λέει αυτή η άποψη την οποία σας προανέφερα και με την οποία διαφωνώ. Δεν αποτελεί παράδοση αμετάβλητη, είναι μια παράδοση μεταβλητή. Η παράδοση εκκλησίας διακρίνεται σε παράδοση αμετάβλητη και παράδοση μεταβλητή. Όσον αφορά τους θεσμούς διοικήσεως, αν είναι βασικός θεσμός διοικήσεως όπως το ότι μια μητρόπολη διοικείται από το μητροπολίτη, το ότι η Εκκλησία της Ελλάδος διοικείται από την Ιερά Σύνομη της Ιεραρχίας, αυτή είναι βασική θεσμή διοικήσεως αμετάβλητη, παραδοσιακή και αμετάβλητη. Αλλά όσον αφορά τον τρόπο διοικήσεως εκκλησιαστικής περιουσίας και συγκεκριμένα μονών, διοικήσεως και διαχείρισεως περιουσίας μονών για παράδειγμα, ναι μεν αποτελεί παράδοση αυτό το οποίο ανέφερε η άποψη με την οποία διαφωνώ, πλήν όμως δεν αποτελεί μεταβλητή παράδοση, διότι δεν αποτελεί βασικό θεσμό διοικήσεως της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Και τώρα προχωρούμε σε ένα άλλο θέμα που αφορά τους λόγους που στο παρελθόν δικαιολόγησαν τη θεσμοθέτηση του ΟΔΕΠ και οι οποίοι έχουν πλέον εκλείψει, οι λόγοι τους οποίους επικαλέστηκε η πολιτεία και ο νομοθέτης το 1930 για τη ρυζική μεταβολή του τρόπου διοικήσεως της μοναστηρικής περιουσίας με την καθιέρωση της διακρίσης όστισης αδιατηρητέα και ρευστοποιητέα, τη ρευστοποίηση της ρευστοποιητέας και διαχείριση στο εξής, του εισπρατωμένου τιμήματος για την αντιμετώπιση των ανάγκων των μοναχών και των μονών δεν μπορούν να ισχύουν κάτω από τη σημερινή πραγματικότητα, δεν μπορούν επομένως να αποτελέσουν δικαιολογία για τη διατήρηση και επαύξηση των διαχειριστικών αρμοδιωτήτων της Εκκλησίας της Ελλάδος ως διαδόχου του ΟΔΕΠ. Η λύση του ΟΔΕΠ και η διαχείριση από αυτών της σημαντικότερης υπερουσίας των μοναστηριών της λεγόμενης ρευστοποιητέας κρίθηκε το 1930 ανάγκη από τον ιστορικό νομοθέτη για δύο λόγους. Σε αυτούς τους δύο λόγους δεν θα αναφερθούμε στην παρούσα έκτη διάλεξη του προπτυχιακού εαρνού μαθήματος του εκκλησιαστικού δικαίου, διότι παρήλθε ο χρόνος αυτής της διαλέξεως, αλλά θα επανέλθουμε και θα τους αναφέρομαι αυτούς τους δύο λόγους στην επόμενη έβδομη διάλεξη του ιδίου μαθήματος. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. |