Εκκλησιαστικό Δίκαιο: Υπόσχεσθαι, αδερφή μου, ευχαριστούμε πολύ και ευχαριστούμε όλους εσάς που μας ευχαριστούσαν. Ευχαριστούμε πολύ και ευχαριστούμε όλους εσάς που μας ευχαριστούσαν. Γεια σας, αγαπητές φίλες και φίλοι. Στη δέκατη διάλεξη του Μεταπτιακού του Εκκλησιαστικού Δικαίου του δεύτερο έτους, συνεχίζομαι με την παρουσίαση των σχέσεων κράτους θρησκευμάτων στο ΕΕ, σύμφωνα με τον καθηγητή Ντέιβικ Μακκλίν, ως προς το ζήτημα του νομικού καθεστώτος των θρησκευμάτων. Στη προηγούμενη διάλεξη είχαμε ξεκινήσει την παρουσίαση των θέσεων του καθηγητού Μακκλίν ως προς τη βασική δομή των σχέσεων, αλλά δεν είχαμε προλάβει να οκληρώσουμε και συνεχίζομαι. Στη συνέχεια θα επισημάνομαι και θα αναλύσω με τα σημεία τα οποία χρειάζονται ανάλυση ή κριτική ή σχόλια. Ο καθηγητής Ντέιβικ Μακκλίν συνεχίζει στο θέμα της βασικής δομής των σχέσεων κράτους θρησκευμάτων στο ΕΕ. Οι αρχές της Εκκλησίας της Σκωτίας βασίζονται στο νόμο αυτό για να αντιστέκονται σε οποιαδήποτε δικαστική επέμβαση αφορά τις υποθέσεις της. Σε μια από τις πιο πρόσφατες υποθέσεις υποστρίθηκε πρωτοδίκως ακόμη και ότι ο νόμος του 1921 προστατεύει την Εκκλησία της Σκωτίας από τη νομοθεσία που ενσωματώνει οδηγίες της ευρωπαϊκής κοινότητας, αλλά το ζήτημα δεν κρίθηκε από το εφετίο. Η θέση της Εκκλησίας της Σκωτίας είναι ιδιαίτερα ιδιόμορφη υπό το πρίσμα της παραδοσιακής κατηγοριοποίησης των εκκλησιών. Είναι σαφώς κρατική εκκλησία, αν και ο νόμος για την Εκκλησία της Σκωτίας του 1921 της παρέχει έναν τέτοιο υψηλό βαθμό αυτονομίας, ώστε σχεδόν διαχωρίζεται το κράτος από την Εκκλησία. Στην Αγγλία, η ιδιότητα της κρατικής εκκλησίας για την Εκκλησία της Αγγλίας έχει πολύ διαφορετικά αποτελέσματα. Η Εκκλησία είναι στενά στη δεδεμένη με τις υποθέσεις του κράτους, καθώς πολλοί διορισμοί ενώτερων αξιωματούκων της Εκκλησίας συνεπάγονται το διορισμό από το στέμα και ένας αριθμός επισκόπων κατέχουν λόγω αξιώματος, έδρες στη Βουλή των Λόρδων, αν και οι συνεχιζόμενες συζητήσεις σχετικά με την περαιτέρω μεταρρύθμιση της Βουλής των Λόρδων μπορεί να οδηγήσουν στην απομάκρυνση τους. Δεν μπορεί να υπάξει οποιοδήποτε κοκορδάτο ή άλλη παρόμοια συμβατική σχέση μεταξύ της Εκκλησίας και του κράτους. Το εκκλησιαστικό δίκαιο που αναφέρεται στην Εκκλησία της Αγγλίας, συμπεριλαμβανομένου του κανονικού της δικαίου, θεωρείται ως αναπόσπαστο τμήμα του δικαίου της Αγγλίας. Η συνέχειά του σε σχέση με την Εκκλησία πριν τη μεταρρύθμιση αναγνωρίζεται στην αρχή ότι ένας κανόνας του πριν τη μεταρρύθμιση εκκλησιαστικού δικαίου μπορεί να ισχύει αν αποδεικνύεται ότι έχει αναγνωριστεί, εφαρμοστεί και ισχύσει στην Αγγλία από τη μεταρρύθμιση και έκτοτη. Εάν εκλειώνεται αυτή η προϋπόθεση, τότε ο κανόνας θα αντιμετωπίσει το τμήμα του Εκκλησιαστικού Κοινοδικαίου της Αγγλίας. Από τον 16ο έως αρχές του 20ου αιώνα, μεγάλο μέρος της νομοθεσίας που αφορούσε την Εκκλησία ψηφίστηκε κατά το συνήθι τρόπο από το Κοινοβούλιο. Η δικαιοδοσία τροποποίησης αυτής της νομικής συλλογής έχει σήμερα περιέλθει στη Γενική Σύνοδο. Η Σύνοδος αποτελείται από τρεις Βουλές, τη Βουλή των Επισκόπων που έχει ειδικές εξουσίες σε θέματα δόγματος, τη Βουλή των Κληρικών και τη Βουλή των Λαϊκών, ενώ κάθε μία από τις δύο τελευταίες περιλαμβάνουν περίπου 250 εκλεγμένα μέλη. Και οι τρεις Βουλές πρέπει να συνενούν για να ψηφιστεί οποιαδήποτε πρόταση, πράγμα που σημαίνει ότι οι εκπρόσωποι των Λαϊκών συμμετέχουν πλήρως στη θέσψη του κανονικού δικαίου. Η Σύνοδος έχει τη δικαιοδοσία να ψηφίζει μέτρα, μέτρες για οποιοδήποτε θέμα αφορά την Εκκλησία της Αγγλίας και το μέτρο έχει την ίδια ισχύ με το νόμο του Κοινοβουλίου και μπορεί να τροποποιήσει να καταργήσει ισχύοντες νόμους. Στην πραγματικότητα η Σύνοδος έχει μερικές από τις εξουσίες που αλλιώς επιφυλάσσονταν στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Κοινοβουλίου. Το Κοινοβούλιο διατρεί κάποιον έλεγχο. Το μέτρο που έχει ψηφιστεί από τη Σύνοδο μπορεί να υποβληθεί για βασιλική έγκριση royal assent που απαιτείται προκειμένου να καταστεί νόμος, εάν κάθε βουλή του Κοινοβουλίου αποφασίσει σχετικά. Ωστόσο, ενώ το Κοινοβούλιο μπορεί, αλλά πολύ σπάνια το πράτι, να απορρίψει μέτρο, δεν έχει δικαιοδοσία να τροποποιήσει το κείμενο του μέτρου. Σήμερα, αναγνωρίζεται ως συνταγματικό έθιμο ότι η νομοθεσία που επηρεάζει την Εκκλησία πρέπει να εισάγεται στη Γενική Σύνοδο και όχι στις δυο βουλές του Κοινοβουλίου. Το κανονικό δίκιο της Εκκλησίας Αγγλίας θεσπίζεται από τη Σύνοδο χωρίς συναφορά στο Κοινοβούλιο, μολονότι την επικιέκδοση νέου κανόνα απαιτεί τη βασιλική έγκριση και άδεια, μια επίσημη πράξη που εκφράζει τη θέση της βασίλησας, η οποία είναι και ανώτατη κυβερνήτης της Εκκλησίας της Αγγλίας. Η νομική σημασία αυτού είναι ότι δεν θα προταθεί στη βασίλισσα η έγκριση κανόνα εάν αυτός έρχεται σε σύγκρουση με το αγγλικό δίκιο με την ευρύτερη έννοια. Επομένως, είναι συχνά απαραίτητος να ψηφίζει δύο είδη νομοθεσίας για το ίδιο θέμα. Ένα μέτρο που έρει οποιοδήποτε νομικό κόλλημα για τη θέσψη προτεινόμενου κανόνα. Και, έπειτα, τον ίδιο τον κανόνα που επιφέρει την επιθυμητρή τροποποίηση. Καμία άλλη εκκλησία στην Αγγλία ή με την εξέρεση της εκκλησίας της Κωτίας σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή του Ε.Βασιλείου δεν διαθέτει οποιασδήποτε νομικές διατάξεις τις οποίες το κράτος θα αναγνώριζε ως εκκλησιαστικό δίκιο. Εφόσον δεν υπάρχει έγγραφο σύνταγμα, δεν μπορούν να υπάξουν τυπικές συνταγματικές εγγύσεις της θρησκευτικής ελευθερίας. Εν τούτοις, το Ε.Βασιλείο ήταν ένα από τα πρώτα κράτη μέρη της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ο νόμος για τα ανθρώπινα δικαιώματα Human Rights Act του 1998 ήταν αυτός που ενσωμάτωσε εν τέλειο στο εσωτερικό δίκιο της Αγγλίας τη Σύμβαση αυτή. Το αποτέλεσμα του νόμου του 1998 ήταν ότι οι ελευθερίες που κατοχυρώνονται από τη Σύμβαση, συμπεριλαμβανομένοι της ελευθερίας της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας στο άρθρο 9, μπορούν να στηρίξουν επίδικες αξιώσεις ενώπιον των Αγγλικών Δικαστηρίων που μπορούν να κηρύξουν το ασυμβίβαστο declarations of incompatibility, δηλαδή να διαπιστώσουν ότι μια διάταξη πρωτογενείς νομοθεσίας είναι ασυμβίβαστη με τη Σύμβαση. Εάν γίνει τέτοια κήρυξη μπορούν να ληφθούν διορθωτικά μέτρα με η διαταγή ενός υπουργού της κυβέρνησης, αλλά εάν ή εν λόγω πρωτογενείς νομοθεσίας αποτελεί μέτρο της Γενικής Συνόδου, τότε μόνος συνήθως μπορεί να λάβει τα απαραίτητα μέτρα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ακόμη και πριν από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση υπήρχε ένα γνωρισμένο δικαίωμα στη σκεφτική ελευθερίας, ένα εγκυκλοπευτικό έργο για το δίκαιο της Αγγλίας. Αναφέρονται τα εξής «Η κρατική εξουσία σκώντας τον πλήρια ελεγχο σ' όλες τις τάξεις και τις βαθμίδες, είτε εκκλησιαστικές είτε κοσμικές και παρέχοντας κάθε απαραίτητη προστασία από αδικές πράξεις, απέχει από την άσκηση οποιοδήποτε καθαρά θρησκευτικών αρμοδιωτήτων και με την εξέρεση αντίθετων διατάξεων στο θεοδίκαιο αναγνωρίζει και πάντοτε αναγνωρίζει το δικαίωμα όλων των ανθρώπων να ακολουθούν τις υπαγορεύσεις των συνειδησιών τους όπως αποτυπώνονται στις ισκευτικές υπερπιθύσεις τις οποίες πρεσβεύουν». Ο καθηγητής David Maclean στο κεφάλαιο του για τη βασική δομή των σχέσεων κράτους θρησκευμάτων στη Μεγάλη Βρετανία αναφέρον ότι υπάρχουν δύο κρατικές εκκλησίες στο νεομένο βασίλειο. Η μία η πρεσβητεριανή εκκλησία της Σκωτίας και η άλλη η αγγλικανική εκκλησία στην Αγγλία. Αλλά η έννοια της κρατικής εκκλησίας είναι διαφορετική στην πρεσβητεριανή εκκλησία της Σκωτίας και σε εκείνη και στην αγγλικανική εκκλησία της Αγγλίας. Η διαφορά στην έννοια των δύο κρατικών εκκλησιών είναι ότι η εκκλησία της Σκωτίας επειδή έχει υψηλό βαθμό αυτονομίας ώστε σχεδόν να διαχωρίζεται το κράτος από την εκκλησία, στην πραγματικότητα εμπίπτει στην έννοια της επίσημης και όχι της κρατικής εκκλησίας. Στην Αγγλία, όμως, η αγγλικανική εκκλησία είναι όντως κρατική εκκλησία. Το εκκλησιαστικό δίκιο της εκκλησίας της Αγγλίας, συμπελαμβανομένο και του κανονικού της δικαίου, αναγνωρίζεται ως αναπόσπαστο τμήμα του δικαίου της Αγγλίας. Το ανώτατο όργανο της Αγγλικανικής Εκκλησίας είναι η Γενική Σύνοδος και αποτελείται από τρεις βουλές, από τη Βουλή των Επισκόπων, από τη Βουλή των Κληρικών και από τη Βουλή των Λαϊκών. Και οι τρεις βουλές πρέπει να συνενούν για να ψηφιστεί οποιοδήποτε μέτρο. Τα μέτρα έχουν την ίδια ισχύ με το νόμο του Κοινοβουλίου και μπορούν να τροποποιήσουν ή να καταργήσουν ισχύοντες νόμους. Αν όμως πρέπει να ψηφιστεί ένα καινούριο μέτρο, τότε θα πρέπει το μέτρο να υποβληθεί για βασιλική έγκριση, δηλαδή να υποβληθεί στο Κοινοβούλιο για κύρωση. Η δικαιοδοσία της Γενικής Συνόδου να ψηφίζει μέτρα με τα οποία τροποποιεί ή καταργεί ισχύοντες νόμους που αφορούν την Αγγλικανική Εκκλησία, αποτελεί μια ισχύρη ένδειξη ότι η Αγγλικανική Εκκλησία, ναι με ναι κρατική εκκλησία της Αγγλίας, πλήν όμως διαθέτει έναν ισχυρό βαθμό αυτονομίας. Δεν μπορεί απλώς να ψηφίσει νέα μέτρα που να ισχύουν χωρίς την έγκριση του Κοινοβουλίου, αλλά μπορεί όμως να τροποποιεί ή να καταργεί ισχύοντες νόμους του Κοινοβουλίου που αφορούν την Αγγλικανική Εκκλησία. Ο καθηγητής David MacLean επισημαίνει επίσης ότι επειδή το ΕΕ δεν διαθέτει γραπτό σύνταγμα, γι' αυτό δεν υπάρχει τυπική συνταγματική εγγυστικής ελευθερίας. Όμως το ΕΕ έχει ενσωματώσει το εσωτερικό δίκαιο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με το Νόμο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του 1998 και ήταν από τα πρώτα κράτη μέρη στην ΕΕ. Ως προς το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών οργανισμών στο Ευρωμένο Βασίλειο ο καθηγητής David MacLean αναφέρει τα εξής «Ένας άλλος τρόπος να καταλήξουμε στην ίδια διαπίστοση είναι να παρατηρήσουμε ότι άλλες εκκλησίες, η Ρωμοκαθολική Εκκλησία καθώς και τα Πρωτεσταντικά θρησκέματα αλλά και άλλα θρησκέματα, σε γενικές γραμμές δεν απολαμβάνουν περισσότερων δικαιωμάτων από εκείνα των οποίων απολαμβάνει οποιαδήποτε άλλη μορφή εκούσιου οργανισμού». Το κανονικό δίκαιο τους, εάν χρησιμοποιούν αυτόν τον όρο, οι περισσότεροι δεν τον χρησιμοποιούν, θεωρείται ως σύμβαση μεταξύ των μελών τους. Οι υπερουσιακές υποθέσεις διοικούνται εργαίνει μέσω του τραστ, του περίφημου αυτού θεσμού του αγγλικού εμπράγμα του δικαίου, αλλά ειδικά στις μεγαλύτερες εκκλησίες όπου απαιτείται κάποια πολύπλοκή κατανομή αρμοδιοπείτων, όπως μεταξύ των εθνικών και των τοπικών οργάνων της εκκλησίας, αυτό μπορεί να συμπληρωθεί από έναν ατομικό νόμο του Κοινοβουλίου. Για παρόμοιο λόγο δεν υπάρχει επίσημη καταγραφή των αναγνωρισμένων σε εισαγωγικά από το κράτος θρησκευμάτων. Οι χώροι λατρείας μπορούν να καταχωρούνται για επικίνους λόγους, κυρίως για την τέλεση γάμων. Ούτε έχει το αγγλικό δίκαιο πλήρωση αναπτυγμένη έννοια της νομικής προσωπικότητας δημοσίου δικαίου ή των δικαιωμάτων που απορρένω από αυτό το καθεστώς. Η έννοια του θρησκεύματος ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου δεν έχει νόημα για τον αγγλονομικό. Μπορούν βεβαίως να προκύψουν προβλήματα κατά την κρίση του εάν συγκεκριμένος οργανισμός αποτελεί θρίσκευμα. Η Εκκλησία της Αιντολογίας ήθελε να καταχωρήσει κτίριο χώρο λατρείας, αλλά το εφετιό έκρινε ότι αυτό προϋπέθεται τη συνάνδεση προσώπων με σκοπό τη λατρεία του Θεού ή την έκθραση εκβλάβειας σε μια ανώτατη ύπραξη θεότητα. Δεν θα ήταν επαρκής η εκπαίδευση σε κοσμική φιλοσοφία. Με παρόμοια αιτιολογία ένας ουμανιστικός οργανισμός, η ηθική κοινότητα της νότιας περιοχής, South Place Ethical Society, κρίθηκε ότι δεν έχει δικαίωμα να εμπαχθεί στο καθεστώς των φιλανθρωπικών οργανισμών, διότι δεν είχε ιδρυθεί για την προαγωγή της θρησκείας. Η Εκκλησία των Μορμόρων ή Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων της τελευταίας ημέρας θα φαινόταν ότι εκπληρώνει τα κριτήρια του θρησκεύματος. Αλλά ο ναός στην Αγγλία, που είναι ανοιχτός μόνος στους Μορμόνους που βρίσκονται σε καλή θρησκευτική κατάσταση και ο οποίος συναντώνται ειδικά για αυτό το σκοπό, κρίθηκε ότι δεν αποτελούσε χώρο δημόσιας θρησκευτικής λατρείας για λόγους βεβαίωσης τοπικού φόρου. Επομένως, η γενική θέση είναι ότι τα θρησκεύματα έχουν τα ίδια δικαιώματα σε οποιαδήποτε άλλη εκούσια συνένωση ως προς τα να υπογράφουν συμβάσεις και να έχουν περιουσία, να επιβάλλουν πιθαρχικά μέτρα στους αξιωματούχους και τα μέλη τους χρησιμοποιώντας εσωτερικά δικαστήρια να το επιθυμούν και να λειτουργούν επιχειρήσεις κοινής κοινωνικής πρόνοιας ή άλλες φιλανθρωπικές ή ακόμα και κερδοσκοπικές επιχειρήσεις. Υπάρχουν μερικές ειδικές διατάξεις που επηρεάζουν όλα τα θρησκεύματα και οι οποίες αναφέρονται στα τμήματα που ακολουθούν. Αλλά παραδόξως η προνομιούχος θέση της εκκλησίας της Αγγλίας στους κρατικείς εκκλησίας περιορίζει την αυτονομία της από αρκετές απόψεις. Μία από αυτές τις απόψεις έχει ήδη αναφερθεί και είναι η ύπαρξη κοινοβουλευτικού ελέγχου επί της ενάσκησης εκ μέρους Γενικής Συνόδου των ειδικών εξουσιών που έχει να νομοθετήσει εκκλησιαστικές υποθέσεις. Η εκκλησία απέκτησε τις ειδικές αυτές νομοθετικές εξουσίες όταν το Κίνημα για τη Ζωή και την Ελευθερία έπεισε την τότε η Κυβέρνηση να ψηφίσει το νόμο για τη Σύνοδο της Εκκλησίας Αγγλίας. του 1919 που αποκαλύται συνήθως ως εξουσιοδοτικός νόμος, ένα Άμπλιν Ακτ. Η έκταση εφαρμογής αυτού του νόμου εξετάστηκε σε βάθος κατά τη θέσπιση της νομοθεσίας που θα επέτρεπε στις γυναίκες να χειροτονούνται οι ιερείς η οποία ψηφίστηκε από τη Γενική Σύνοδο το 1992. Οι αντίπολοι των ιερέων γυναικών προσέβαλαν την ισχύ της προτεινόμενης νομοθεσίας επιδιώκοντας την δικαστική εξέτασή της στο νότο το Δικαστήριο, στο High Court με το επιχείρημα ότι ο εξουσιοδοτικός νόμος στην πραγματικότητα δεν εξουσιοτούσε στη Σύνοδο να ενεργήσει όπως είχε ενεργήσει. Ο νόμος του 1919 επιτρέπει στη Σύνοδο να νομοθετεί μέσω μέτρων για οποιοδήποτε θέμα άπτεται της εκκλησίας της Αγγλίας. Υποστηρίθηκε ωστόσο ότι αυτό πρέπει να ερμηνεύεται έτσι ώστε να αποκλεί οποιαδήποτε μεταβολή στο έθιμο, την πρακτική, το δόγμα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως θεμελιώδη. Το Ανότατο Δικαστήριο αρνήθηκε να περιορίσει τη σαφή διατύπωση του νόμου του 1919 κατ' αυτόν τον τρόπο. Όπως το έθεσε ο δικαστής Τσάκι, όταν ψήφιζε το νόμο του 1919, το Κοινοβούλιο αποσκοπούσε να εξιοτίσει την εκκλησία, να συζητά θέματα όπως η χειροτονία των γυναικών, να νομοθετεί για τις δικές της υποθέσεις και να τις θέτει ενώπιον του Κοινοβουλίου προκειμένου αυτό είτε να εγκρίνει ή να απορρίπτει τις νομοθετικές της αποφάσεις. Ένας ακόμη πιο αμφιλεγόμενος περιορισμός στη Λευθερία της Εκκλησίας είναι η αρμοδιότητα του θέματος της Βασίλησας, που ενεργίστηκε από γνώμη του Πρωθυμπουργού να διορίζει τους αρχιοεπισκόπους και τους επαρχιούχους επισκόπους της Εκκλησίας της Αγγλίας. Αυτή η εξουσία έχει σήμερα αυλυνθεί μετά τη συμφωνία μεταξύ των ηγετών της Εκκλησίας και της τότε κυβέρνησης του 1977 για τον περιορισμό του κύκλου προσώπων από τον οποίο το θέμα θα μπορούσε να πραγματοποιήσει την επιλογή του από τους υποψηφίους τους οποίους προτείνει η Εκκλησία. Το σύστημα αυτό το χειρίζει την Επιτροπή του Θέματος για τους Διορισμούς που αποτελείται από 14 άτομα, δύο αρχιεπισκόπους, τρεις κληρικούς και τρεις λαϊκούς που εκλέγονται από και μέσα από την Γενική Σύνοδο Μεταξύ των Μελών της και έξι άτομα που εκλέγονται από την ενδιαφερόμενη επισκοπή. Δύο ανώτεροι πάλι ο Γραμματίας Διορισμών των Αρχιεπισκόπων και ο Γραμματίας Διορισμών του Πρωθυπουργού, ενεργούν ως Γραμματής και πραγματοποιούν βολιδοσκοπίσεις μέσα στην Επισκοπή προκειμένου να υπάξει ανταπόκριση στις δηλωμένες από την Επισκοπή ανάγκες της. Η Επιτροπή αποστέλνει δύο ονόματα στον Πρωθυπουργό και μπορεί να αναφέρει τη σειρά προτίμησης. Ο Πρωθυπουργός αποφασίζει ποιο όνομα πρέπει να υποβληθεί στη Βασίλισσα. Δεν μπορεί να υποβάλλει οποιοδήποτε άλλο όνομα, αν και μπορεί να επιλέξει οποιοδήποτε από τα δύο και μπορεί να ζητήσει περισσότερα νόματα παραδείγματος χάρη αν ο ένας ή και οι δύο από τους αρχικούς υποψηφίους αρνηθεί το διορισμό. Ο ρόλος του Πρωθυπουργού σε αυτήν την διαδικασία αποτελεί αντικείμενος συχνής κριτικής και εισαγωγήνιας Επιτροπής Διορισμού από μέλη της Βουλής των Λόρδων, ενώ ο Πρωθυπουργός θα δεσμεύεται από τη στάση της έχει οδηγήσει σε νέα αιτήματα μεταλύθμισης. Μια ιδέα που συχνά υποστρίζεται είναι ότι η γνώμη προς το στέμα σε σχέση με το διορισμό των επισκόπων πρέπει να προέρχεται όχι από τον Πρωθυπουργό αλλά από τους αρχιεπισκόπους, ο καθένας από τους οποίους είναι λόγο αξιώματος, εξωφίτσιο, μυστικός σύμβουλος, private counselor. Ως προς το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών οργανισμών στο Ηνωμένο Βασίλειο ο καθηγητής David McLean μας εξηγεί ότι όσον αφορά τις εκκλησίες της σκεκτικές κοινότητες τις διαφορετικές από την κρατική εκκλησία δηλαδή την αγγλικανική εκκλησία, όλες αυτές οι θρησκευτικές κοινότητες θεωρούνται ως μορφές εκούσιων συνενόσεων και το εσωτερικό τους δίκαιο θεωρείται ως σύμβαση μεταξύ των μελών τους. Για την διοικησία των περιουσιακών της υποθέσεων πρέπει να συστήσουν trust. Αλλά για τις μεγαλύτερες εκκλησίες όπου μπορεί να υπάρχει μια πιο πολύπλοκη κατανομή αρμοδιωτήτων μεταξύ εθνικών και τοπικών οργάνων της εκκλησίας μπορεί να συμπληρωθεί η όλη η διαδικασία διοίκησης των περιουσιακών της υποθέσεων από ατομικούς νόμους του Κοινοβουλίου. Οι νόμοι του Κοινοβουλίου διευκολύνουν απλώς την διοίκηση των εκκλησιαστικών τους υποθέσεων έως όταν δεν υπάρχει το trust λόγω του ότι μπορεί να υπάρχουν αλληλεπιδράσεις μεταξύ εθνικών και τοπικών οργάνων της εκκλησίας, δηλαδή εξαρτήσεις τοπικών οργάνων από εθνικά όργανα μιας μεγαλύτερης εκκλησίας. Δεν υπάρχει η έννοια της νομικής προσωπικότητας δημοσιοδικαίου στο Ηνωμένο Βασίλειο επομένως δεν υπάρχει αυτή η έννοια ούτε για τα θρησκεύματα. Δεν υπάρχει επίσης ένας νομικός ορισμός της θρησκείας. Όταν η Εκκλησία της Αναδρογίας επιχειρήσε να καταχωρήσει ένα κτίριο ό,τι σαν χώρο λατρείας, το Εφετίο έκρινε ότι η Σαϊντολογία δεν συνιστούσε θρησκεύμα επειδή δεν είχε τη λατρεία του Θεού, αλλά συνιστούσε μία κοσμική φιλοσοβία. Αυτή η απόφαση βέβαια του Εφετίου δεν είναι σύμφωνη με τα διεθνή standards, διότι η Σαϊντολογία πληρεί τις προϋποθέσεις ενός νομικού ορισμού της θρησκείας. Είναι μία συγκριτιστική θρησκεία, από άποψη τελετών έχει τις χριστιανικές τελετές και από άποψη θρησκευτικών πεποιθήσεων έχει οθετήσει τη βουδιστική θρησκευτική δασκαλία με παραλαγμένη ορολογία. Όσον αφορά την Εκκλησία των Μορμόνων, επειδή ένας ναός τους δεν ήταν ανοιχτός στη δημόσια λατρεία, γι' αυτό το λόγο δεν έλαβε αυτή τη σκεφτική κοινότητα φορολογική απαλλαγή. Τη προϋπόθεση της φορολογικής απαλλαγής είναι η θέση ενός χώρου λατρείας στη δημόσια λατρεία. Όσον αφορά τον διορισμό των αρχιεπισκόπων του Κανδέρμπουρη και του Γιόρκ και των επαρχιούχων επισκόπων της Εκκλησίας της Κρατηγής της Αγγλίας, δηλαδή της Αγγλικανικής Εκκλησίας, υπάρχει η επιτροπή του στέμματος, η οποία εισηγείται προς τον Πρωθυπουργό δύο ονόματα υποψηφίων. Ο Πρωθυπουργός μπορεί να επιλέξει οποιοδήποτε από τους δύο, εξάρτητα από τη σειρά κατά ταξί τους, ή αν και οι δύο αρνηθούν τον διορισμό τους, μπορεί να ζητήσει περισσότερα ονόματα. Ολοκληρώσαμε τη δέκατη διάλεξη του μεταπτυχιακού του εκκλησιαστικού δικαίου και μαζί τη σχέση κράτους δυσκευμάτων στο ΕΕ και ειδικά την πτυχή αυτών που αφορά το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών κοινοτήτων στο ΕΕ. Στην επόμενη ενδέκατη διάλεξη θα ασχοληθούμε με τη σχέση κράτους δυσκευμάτων για την ίδια θεματική, ως προς την ίδια θεματική στην Ιρλανδία, όπως μας την εκθέτει ο καθηγητής James Cassie. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. |